ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Ράφτης Αντώνης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 345
Παπακόκκινου Βερεγγάρια Π. και Άλλη ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 510
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:C112
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 187/12
28 Mαρτίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΥ, Δ., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
LORD SHERATONS REPRODUCTIONS LTD
Εφεσείουσας/Aιτήτριας
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Εφεσιβλήτων/Καθ' ων η αίτηση
........
Αντ. Κεφάλας, για εφεσείουσα/Αιτήτρια
Μ. Κοτσώνη (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για εφεσίβλητους
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η διαφορά που προέκυψε μεταξύ της εφεσείουσας και του εργοδοτούμενου της Ν. Χατζηνικόλα αναφορικά με την πραγματική περίοδο απασχόλησης και τις πραγματικές αποδοχές του όπως αυτές δηλώνονταν για σκοπούς Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αποτέλεσε αντικείμενο γραπτού παραπόνου του Χατζηνικόλα και εξετάστηκε από το Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λάρνακας πάνω στη βάση προσκομισθέντων αντιγράφων δελτίων πληρωμών και καταθέσεων επιταγών της εφεσείουσας στο λογαριασμό του παραπονουμένου.
Για τον πιο πάνω σκοπό, λήφθηκαν καταθέσεις από τον Χατζηνικόλα και από τον Διευθυντή της εφεσείουσας και βάσει των στοιχείων αυτών ως και της σχετικής εισήγησης του αρμόδιου Επιθεωρητή, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατέληξε ότι οι πραγματικές αποδοχές του Χατζηνικόλα για την περίοδο από 1.1.2006 μέχρι 17.2.2009 ανέρχονταν σε €40.209, υπερβαίνοντας κατά δεκαπέντε περίπου χιλιάδες ευρώ το ποσό που είχε δηλωθεί από την εφεσείουσα (€25.610).
Η σχετική απόφαση του Διευθυντή, αφού κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα, αμφισβητήθηκε με ιεραρχική προσφυγή η οποία απορρίφθηκε από την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώ την ίδια κατάληξη είχε και η προσφυγή που ακολούθησε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επί του προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις σχετικές εισηγήσεις της εφεσείουσας, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργού ήταν αιτιολογημένη και ότι η έρευνα που προηγήθηκε της έκδοσης της συμπεριέλαβε το σύνολο των σχετικών γεγονότων και στοιχείων που είχαν παρουσιαστεί.
Η εφεσείουσα επανέλαβε και ενώπιον του Εφετείου τους ισχυρισμούς της για πλημμελή έρευνα και αιτιολογία και επιπρόσθετα ισχυρίσθηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης της. Τούτο γιατί δεν είχαν τεθεί στη διάθεση της οι αντιφατικές καταθέσεις του παραπονούμενου για να επιχειρηματολογήσει επ' αυτών και, περαιτέρω, δεν κλήθηκε από την Υπουργό να παραθέσει και προφορικά τις απόψεις της κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής.
Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Αναφορικά με την αιτιολογία, αυτή παρατίθεται σαφέστατα στο σώμα της απόφασης της Υπουργού ημερ. 28.6.2010 τα δε στοιχεία επί των οποίων αυτή βασίστηκε προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο. Αναφορικά δε με το ζήτημα της έρευνας, αρκεί να λεχθεί ότι επαρκής έρευνα θεωρείται κατά τη νομολογία η έρευνα που δείχνει τη διερεύνηση κάθε σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος (Μotorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447) και ότι η επάρκεια της, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που να καλύπτει κάθε περίπτωση. Με την προϋπόθεση δε ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που εύλογα η Διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).
Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, η Υπουργός είχε ενώπιον της όλα τα ουσιώδη στοιχεία που παρείχαν βάση για ασφαλή συμπεράσματα, τα οποία και διερευνήθηκαν συμπεριλαμβανομένων των σχετικών εγγράφων, πιστοποιητικών και αποδείξεων πληρωμών και των καταθέσεων που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου και τα Δικαστήρια δεν υποκαθιστούν τη Διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων αυτών (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας [1929-1959] σελ. 185).
Τέλος, ως προς το ζήτημα του δικαιώματος ακρόασης, πρέπει να σημειωθεί ότι η υποχρέωση της Διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο δεν εκτείνεται σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως (βλ. Παπακόκκινου κ.α. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510). Ανεξαρτήτως δε τούτου, η εξουσία που παρέχεται στον Υπουργό να ακούσει τον προσφεύγοντα για σκοπούς έκδοσης απόφασης σε ιεραρχική προσφυγή, είναι με βάση τη σχετική νομοθετική διάταξη (άρθρο 78(2) του Ν. 41/80) δυνητική. Στην προκειμένη δε περίπτωση, οι θέσεις του προσφεύγοντος ήταν ενώπιον της Υπουργού και ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητη η προφορική ακρόαση της εφεσείουσας.
Καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και κρίνουμε πως δεν προκύπτει λόγος που να δικαιολογεί τον παραμερισμό της επίδικης διοικητικής απόφασης.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €2.500,00 έξοδα προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/κβπ