ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ε. Συμεωνίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εφεσείοντες. Α. Δημητρίου για Α. Μαθηκολώνη, για εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-01-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α. ν. PANIPSOS LTD, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 227/12, 15/1/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:C6

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 227/12)

(Υπ. Αρ. 743/10)

 

15 Ιανουαρίου, 2019

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

 

PANIPSOS LTD

Εφεσίβλητη

---------

 

Ε. Συμεωνίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εφεσείοντες.

Α. Δημητρίου για Α. Μαθηκολώνη, για εφεσίβλητη.

 

---------

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Αντικείμενο της παρούσης έφεσης είναι η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε  η πράξη της Αναπληρώτριας Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων (εφεσείουσας 2) ημερ. 24.3.2010, με την οποία βεβαιώθηκε τελωνειακή οφειλή για εισαγωγικούς δασμούς, δασμούς αντιντάμπινγκ και  φόρο προστιθέμενης αξίας, συνολικού ποσού €109.561, πλέον χρηματικές επιβαρύνσεις.

 

Σε προγενέστερο χρόνο μεταξύ 29.11.2007 και 7.4.2009, η αιτήτρια-εφεσίβλητη εταιρεία (εφεσίβλητη) εισήγαγε σε πέντε διαφορετικές ημερομηνίες, ποδήλατα (τα ποδήλατα) από τη Μαλαισία, με σκοπό  να τα διαθέσει προς πώληση στην Κυπριακή αγορά. Τα ποδήλατα τέθηκαν σε κυκλοφορία κατόπιν αποδοχής όλων των εγγράφων εισαγωγής και δηλώσεων διασαφήσεων[1] που καταχώρισε η εφεσίβλητη για σκοπούς εκτελωνισμού, μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος «Θησέας» (Theseas Declaration Information), ορίζοντας ως χώρα καταγωγής των ποδηλάτων τη Μαλαισία.  Στη βάση των ανωτέρω δηλώσεων, επιβλήθηκαν από το εν λόγω λογισμικό προτιμησιακός δασμός με μειωμένο συντελεστή 10,5%.

Σε μεταγενέστερο στάδιο,  η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF- Office Européen De Lutte Antifraude), ανεξάρτητη υπηρεσία που λειτουργεί στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ενεργεί προς προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και της καταπολέμησης της απάτης και διαφθοράς, με σχετική έκθεση ημερ. 15.4.2009, που κοινοποιήθηκε και στις αρμόδιες Κυπριακές Αρχές, Τμήμα Τελωνείων, ενημέρωσε για την εισαγωγή, στην εσωτερική αγορά της Ένωσης, ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στα οποία προσδίδεται με αναληθή πιστοποιητικά, ως χώρα καταγωγής η Μαλαισία, με αποτέλεσμα, στα εν λόγω προϊόντα να μην επιβάλλονται κατάλληλοι δασμοί, κατά παράβαση της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας.

 

Κατ΄ ακολουθίαν τούτων, και κατόπιν διεξαγωγής ερευνών, το Τμήμα Τελωνείων προέβη στις 24.3.2010 σε «Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και Άλλης  Τελωνειακής Οφειλής. Αρ. 160/09», κοινοποιώντας συν τω χρόνω, την απόφαση του στην εφεσίβλητη:

 

«[.]  Η οφειλή σας πηγάζει από τα γεγονότα και τη νομοθεσία όπως εκτίθενται πιο κάτω:

 

Σύμφωνα με μαρτυρία που έχει στην κατοχή του το Τμήμα Τελωνείων τα εμπορεύματά σας (ποδήλατα) έχουν χώρα καταγωγής τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και όχι τη Μαλαισία η οποία αναφέρεται στα έγγραφα εισαγωγής και δηλώθηκε στις διασαφήσεις τελωνισμού με αρ. 2007601098171, 2008601329302, 2009601510087, 2009601574714 και 209601578920 με ημερομηνίες 29/11/2007, 26/06/2008, 13/01/2009, 03/04/2009 και 07/04/2009 αντίστοιχα κατά παράβαση του άρθρου 92 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004.

 

Αποτέλεσμα των πιο πάνω δηλώσεών σας, ήταν να μην καταβάλετε ορθά τον εισαγωγικό δασμό, και τον φόρο προστιθεμένης αξίας, και παράλληλα να αποφύγετε την καταβολή του δασμού αντιτάμπιμγκ.  Σύμφωνα με τις δασμολογικές κατατάξεις του κοινού δασμολογίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του TARIC, του Κανονισμού (ΕΟΚ) αρ. 1095/2005 και του άρθρου 36 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004.  Τα συγκεκριμένα εμπορεύματα εμπίπτουν στον κωδικό Taric 8712003000 που επιβάλλει εισαγωγικό δασμού με συντελεστή 14% και δασμό αντιτάμπινγκ με συντελεστή 48,50%.  Επιπρόσθετα επιβάλλεται Φόρος Προστιθεμένης Αξίας βάση των άρθρων 15 και 17 του περί Φόρου Προστιθεμένης Αξίας Νόμου 95(Ι) του 2000, όπως έχει τροποποιηθεί. [.]

 

Η βεβαίωση αυτή βασίζεται στα άρθρα 48 και 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004 και στα άρθρα 5(4) και 13 του περί Φόρου Προστιθεμένης αξίας Νόμου 95(Ι)/2000, όπως έχει τροποποιηθεί.

 

Οι πιο πάνω πράξεις σας αποτελούν αδικήματα αναληθούς δήλωσης κατά παράβαση του άρθρου 92 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004 και όσον αφορά το ποινικό θέμα προτίθεμαι να επανέλθω με τη συμπλήρωση της δέουσας έρευνας.

 

Με βάση τα πιο πάνω άρθρα καθώς και του άρθρου 53 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004 ως επίσης και του άρθρου 222(1)(α) του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92, καλείστε, μέσα σε προθεσμία που δεν θα υπερβαίνει τις δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία λήψης της παρούσας επιστολής να καταβάλετε στο Τμήμα Τελωνείων, τα πιο πάνω οφειλόμενα ποσά εισαγωγικών δασμών, δασμών αντιτάμπινγκ, φόρου προστιθέμενης αξίας, χρηματικής επιβάρυνσης και νόμιμου τόκου όπως αναλυτικά αναφέρεται πιο πάνω.»

 

Η εφεσίβλητη, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης, καταχώρισε προσφυγή προς ακύρωση της, προωθώντας διάφορους λόγους: έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης, της καλής πίστης και της μη αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης.

Πριν όμως φθάσουμε στο δια ταύτα θα πρέπει να εξεταστούν με λεπτομέρεια τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο και τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Με την αίτηση της η εφεσίβλητη υποστήριξε, ότι τα ποδήλατα τα εισήγαγε από τη Μαλαισία, χώρα καταγωγής των ποδηλάτων όπως φαίνεται στα έγγραφα εισαγωγής και στις αρχικές δηλώσεις διασάφησης τελωνισμού και όχι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.  Εν πάση περιπτώσει, ότι ενήργησε καλόπιστα και δικαιολογημένα πίστευε ότι τα επίδικα προϊόντα είχαν χώρα εισαγωγής τη Μαλαισία, οι δε εφεσείοντες δεν έχουν προσφέρει μαρτυρία που να αντικρούει τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης.  Ιδιαιτέρως όπου πλανήθηκαν δύο αρμόδιες αρχές: του κράτους εξαγωγής και εισαγωγής λόγω απάτης του εξαγωγέα χωρίς τη συμμετοχή της ίδιας της εφεσίβλητης. 

 

Η αρχική βεβαίωση τελωνειακής οφειλής, στηρίχθηκε στα στοιχεία που η εφεσίβλητη εισήγαγε ηλεκτρονικά και στα πιστοποιητικά καταγωγής που εξέδωσαν οι Μαλαισιανές Αρχές, Form A

Αντίθετη εικόνα και θέσεις προώθησαν οι εφεσείοντες.  Ο λειτουργός που διενήργησε τον έλεγχο της αρχικής ηλεκτρονικής διασάφησης και έκανε αποδεκτή τη δήλωση του εισαγωγέα δεν ήταν σε θέση να ελέγξει την ορθότητα της.

 

Από μεταγενέστερη έρευνα των Μαλαισιανών Τελωνειακών Αρχών, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία CL DOMAIN SDN BHD, προμηθευτής- εξαγωγέας των ποδηλάτων (εξαγωγέας) που συμπεριλαμβάνετο στο πεδίο των ερευνών της ΟLAF, για επαλήθευση των πιστοποιητικών FORM A, δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των εταιρειών ως 'genuine bicycle producers':

«The goods left Malaysia with false or invalid GSP Form A certificates of Malaysian origin.  These certificates were either fraudulently obtained from the Malaysian authorities on the basis of false declaration and documentation provided to these authorities or in many cases, were falsified. »

 

Τούτων δοθέντων, οι εφεσείοντες προέβησαν σε διερεύνηση της υπόθεσης, που συμπεριέλαβε και έρευνα στα υποστατικά της εκτελωνιστικής ναυτιλιακής εταιρείας UMA MARINE AGENCIES LTD, οπότε διαπιστώθηκε ότι τα εμπορευματοκιβώτια, έμφορτα με συγκεκριμένη σφραγίδα αναχώρησαν από την Κίνα και με ορθή και απαραβίαστη τη σφραγίδα αυτή έφθασαν στο λιμάνι Λεμεσού και παραδόθηκαν στην εφεσίβλητη.  Στη βάση των νέων στοιχείων οι εφεσείοντες, εξασκώντας τις εκ του Νόμου εξουσίες, προχώρησαν στην έκδοση της επίδικης πράξης ημερ. 24.3.2010, Εκ των υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής και άλλης Τελωνειακής Οφειλής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υιοθετώντας τις αιτιάσεις της εφεσίβλητης, ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη για δύο λόγους, που αντικρίστηκαν με τρεις αντίστοιχους λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε σε ενιαίο κεφάλαιο, εν όψει της άμεσης διασύνδεσης τους και της ανάγκης καλύτερης παρακολούθησης του σκεπτικού μας:  Ως αναιτιολόγητη, δεν περιείχε, έκρινε, το Δικαστήριο καμιά αναφορά στη μαρτυρία που καταδείκνυε ότι τα ποδήλατα είχαν ως χώρα καταγωγής τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και όχι τη Μαλαισία, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της διοικητικής απόφασης και λόγω παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. 

 

Επιμέρους, το Δικαστήριο, εξετάζοντας τις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 48 και 52 του Νόμου, που παρέχουν, ως έκρινε, τη διακριτική ευχέρεια στο Διευθυντή του Τελωνείου να «. βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του ..» θεώρησε, με παραπομπή στη νομολογία, ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της αρχικής βεβαίωσης και της εκ των υστέρων βεβαίωσης, η απουσία στοιχείων, που να φανέρωναν τη συμμετοχή της εφεσίβλητης στην, κατ΄ ισχυρισμόν των εφεσειόντων, έκδοση των ψευδών πιστοποιητικών, έπληξε τις αρχές της χρηστής διοίκησης:

 

«Η εκ των υστέρων βεβαίωση προκάλεσε ζημιά για την οποία δεν ευθυνόταν η εταιρεία, ούτε και υπήρχε μαρτυρία για εμπλοκή της σε οποιαδήποτε ανακρίβεια του εκδοθέντος και παρουσιασθέντος πιστοποιητικού,  για το οποίο αποκλειστική ευθύνη έφερε ο εξαγωγέας. 

 

Παρόμοια και εδώ.  Όλα τα στοιχεία που καταγράφουν οι καθ΄ ων ουδόλως εμπλέκουν τους αιτητές σε οποιαδήποτε παρανομία ή γνώση, εμπλοκή ή συμμετοχή στην αλλαγή των σχετικών πιστοποιητικών ώστε αυτά να δείχνουν χώρα προέλευσης τη Μαλαισία, αντί της Κίνας.  Αντίθετα, τα δεδομένα πιστοποιούν ότι και οι ίδιες οι αρχές της Μαλαισίας εξέδωσαν τα πιστοποιητικά Form A χωρίς να γνωρίζουν οτιδήποτε περί του ψεύδους των στοιχείων.  Όπως φαίνεται από την παρ. 14.3 της ένστασης, το ΜΙΤΙ, ήτοι, το Malaysian Ministry of Industry and Trade, εξέδωσε τα πιστοποιητικά για λογαριασμό της CL Domain SDN BHD, η οποία δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των γνήσιων κατασκευαστών ποδηλάτων.  Όταν το ίδιο το αρμόδιο Υπουργείο της Μαλαισίας εξέδωσε πιστοποιητικά, έστω και αν ξεγελάστηκε, πώς οι αιτητές θα γνώριζαν ή έστω θα υποπτεύονταν ακόμη και στο ελάχιστο ότι τα πιστοποιητικά δυνατόν να μην περιείχαν αληθή στοιχεία; [.]

 

Αναμφίβολα, όπως ορθά αναφέρουν οι καθ΄ ων, με τις υποθέσεις Frakapor Co Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.2001 και Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, καθώς και άλλες, όπως οι Δημοκρατία ν. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 284 και Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7, η διοίκηση οφείλει να λάβει εκείνα τα μέτρα, ακόμη και ανακλητικά, προς είσπραξη των οφειλών του δημοσίου, ο δε χρόνος δεν αποτελεί πρόβλημα όταν στην παραγωγή της πράξης συνέβαλε και ο διοικούμενος, (Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803 και Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675).

 

Τα γεγονότα όμως εδώ δεν δείχνουν καμιά άμεση ή έμμεση συμμετοχή των αιτητών στην παραγωγή της λανθασμένης διασάφησης.  Ενήργησαν καλόπιστα υπό το φως των δεδομένων και των πιστοποιητικών που είχαν.  Το ότι το Τμήμα Τελωνείων ενημέρωσε με σχετική εγκύκλιο του από το 2005, όλους τους ενδιαφερομένους για το περιεχόμενο του Κανονισμού 1095/05 ως προς τους δασμούς που επιβάλλονται όταν τα εμπορεύματα έχουν καταγωγή την Κίνα, ουδόλως καθιστά τους αιτητές συμμέτοχους σε οποιαδήποτε παρανομία.  Δεν υφίστανται εδώ γεγονότα όπως στην Μίχαλος Δημητρίου Λτδ - πιο πάνω - όπου οι εισαγωγείς είχαν ενημερωθεί ως προς την αναγκαιότητα για προϊόντα εισαγόμενα από την Ταϋλάνδη, να συνοδεύονται από την κατάθεση πρωτότυπου πιστοποιητικού εξαγωγής από τη χώρα αυτή, αλλά παρά ταύτα κατατέθηκαν αντίγραφα.  Εδώ τα πιστοποιητικά ήταν πρωτότυπα.  Ούτε είναι η περίπτωση όπως την Fournaris M &J Imports & Exports Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 486, όπου οι Βελγικές αρχές δεν μπορούσαν να επαληθεύσουν την αυθεντικότητα του EUR 1, διότι ο εξαγωγέας αδυνατούσε να βεβαιώσει την κοινοτική προέλευση των επίδικων ηλεκτρικών συσκευών.» 

            [.]

Η εκ των υστέρων επιβολή δασμών και φόρων στην υπό κρίση περίπτωση όπου δεν συμμετείχαν με καμιά απολύτως μαρτυρία οι ίδιοι οι αιτητές, αφίστατο της αρχής της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση.  Το άρθρο 48 του Νόμου, στο οποίο γίνεται επίκληση  στην προβαλλόμενη πράξη, οφείλεται να διαβάζεται υπό το φως μαρτυρίας περί ηθελημένης καταστρατήγησης του Νόμου από τον εισαγωγέα ή τουλάχιστον συνειδητής παράλειψης ή αμέλειας  παρουσίασης των ορθών στοιχείων.  Οι καθ΄ ων γενικώς αναφέρθηκαν στο άρθρο 48.  Δεν εξηγούν ποια πτυχή του παραβίασαν οι αιτητές και αυτό προσθέτει στο αναιτιολόγητο της απόφασης.  Το άρθρο 48 περιέχει διαζευκτικές ενέργειες εκ μέρους του εισαγωγέα.  Ποια από όλες ήταν η προβληματική εδώ, ουδόλως αναφέρεται.»

 

 

Εν προκειμένω, ό,τι ενδιαφέρει και απαιτεί να προταχθεί, είναι το νομικό καθεστώς που διέπει την όλη διαφορά κατά τον ουσιώδη χρόνο και κρίνει, θεωρούμε, τη νομιμότητα ή μη των ενεργειών της διοίκησης. 

 

Η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε, ανάμεσα σ΄ άλλα, στον εθνικό Νόμο, ο περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμος, Ν. 94(Ι)/2000 (ο Νόμος), και ειδικότερα στα άρθρα 48[2] και 53 του ιδίου και στον Κοινοτικό Κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92 (ο Κανονισμός).

Από τη διαχρονική και δεσμευτική για το εθνικό Δικαστήριο νομολογία του ΔΕΕ αναγνωρίζεται, εν πρώτοις, η δυνατότητα των Τελωνειακών Αρχών να διενεργούν εκ των υστέρων ελέγχους, ακόμα και με την πραγματοποίηση κοινοτικής αποστολής ελέγχου (ίδε OLAF), προς επαλήθευση της αληθούς καταγωγής των εμπορευμάτων και αναλόγως, δυνατότητα επιβολής εκ των υστέρων δασμών, Άρθρο 78(3) του Κανονισμού, «Εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων»: 

 

«Όταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.» (C-153/94 και C-204/94 The Queen and Commissioners of Customs & Excise v. Faroe Seafood Co Ltd, Foroya Fiskasola L/F, 14.5.1996 (σκέψη 16)).

Η είσπραξη των δασμών, που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία, αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται με τα κρατικά έσοδα.  Σε περίπτωση δε ανακριβών δηλώσεων, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής οφείλουν, καταρχήν, να προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών που δεν εισπράχθηκαν κατά την εισαγωγή (C-12/92 Edmond Huygen, 7.12.1993), όπως η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει και υιοθετεί το πρωτόδικο Δικαστήριο,[3] προσφάτως δε επαναλήφθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Οικονομικών δια του Τμήματος Τελωνείων ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, Α.Ε. Αρ. 197/2010, 12.9.2016.

 

H αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του υπόχρεου, για το βάσιμο του συνόλου των στοιχείων που υπεισέρχονται στη λήψη της απόφασης, ως προς την αναγκαιότητα ή μη, της εκ των υστέρων βεβαίωσης των τελωνειακών δασμών, εισάγεται με το άρθρο 220(2)(β)[4] του Κανονισμού. 

 

Η θέση της εφεσίβλητης, ότι η αποδέσμευση των εμπορευμάτων εκ μέρους των τελωνειακών αρχών-εφεσειόντων, είχε δημιουργήσει ευνοϊκή κατάσταση για την ίδια δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του ΔΕΕ.

Προστασία παρέχεται στον υπόχρεο κάτω από την πλήρωση των αναγκαίων όρων, C-173/06 Agrover, 18.10.2007 και ιδιαιτέρως:

 

«.μόνον αν το έρεισμα της δικαιολογημένης αυτής εμπιστοσύνης το δημιούργησαν «οι ίδιες» οι αρμόδιες αρχές. Έτσι, μόνον τα σφάλματα που μπορούν να καταλογιστούν σε ενεργή συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών γεννούν δικαίωμα για τη μη εκ των υστέρων επιβολή των δασμών». (σκέψη 31)

 

Η αρχική αποδοχή εκ μέρους των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους εισαγωγής, της αναγραφόμενης επί του πιστοποιητικού καταγωγής του προϊόντος, δεν συνιστά «σφάλμα των αρμοδίων αρχών». C-153/94 και C-204/94 (σκέψεις 94, 97).

 

 Ο υπόχρεος, η εφεσίβλητη εν προκειμένω, δεν «.μπορεί να στηρίζει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς την εγκυρότητα πιστοποιητικών στο γεγονός ότι έγιναν αρχικά δεκτά από τις τελωνειακές αρχές κράτους μέλους, δεδομένου ότι ο ρόλος των αρχών αυτών, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής αποδοχής των διασαφήσεων, ουδόλως αποτελεί εμπόδιο για τη διενέργεια μεταγενεστέρων ελέγχων (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1984, 98/83 και 230/83, Van Gend & Loos και Expeditiebedrijf Wim Bosman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3763, σκέψη 20)» (C-153/94 και C-204/94 (ανωτέρω) (σκέψη 93)).  

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 220(β) του Κανονισμού επανεξετάσθηκαν στην σχετικά πρόσφατη απόφαση C-47/16 Valsts ieņēmumu dienests, 16.3.2017, με την οποία συνοψίστηκε και επαναλήφθηκε νομολογία του ΔΕΕ.  Στα πλαίσια ένδικης διαφοράς μεταξύ της Λεττονικής Φορολογικής Αρχής και της εταιρείας εισαγωγής των προϊόντων, σχετικά με την επιβολή εισαγωγικών δασμών και φόρου προστιθέμενης αξίας, στο πλαίσιο εκ των υστέρων ελέγχου μιας τελωνειακής διασαφήσεως, το Δικαστήριο απαντώντας στα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του, ερμηνεύοντας το άρθρο 220(2)(β), έκρινε ότι:

 

«(1)  Το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο εισαγωγέας μπορεί να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, βάσει της διατάξεως αυτής, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών, προβάλλοντας ότι τελούσε σε καλή πίστη, μόνον εφόσον συντρέχουν τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Καταρχάς, η μη είσπραξη των δασμών αυτών πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα των ίδιων των αρμόδιων αρχών, έπειτα, το σφάλμα αυτό πρέπει να είναι τέτοιο που να μην μπορούσε λογικά να γίνει αντιληπτό από καλόπιστο οφειλέτη και, τέλος, ο οφειλέτης αυτός πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με την τελωνειακή του διασάφηση. Δεν υφίσταται τέτοια δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ιδίως σε περίπτωση που ο εισαγωγέας, μολονότι είχε προφανείς λόγους ώστε να αμφιβάλλει για την ορθότητα ενός πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A», δεν αναζήτησε πληροφορίες, εντός των ορίων των δυνατοτήτων του, για τις περιστάσεις της εκδόσεως του πιστοποιητικού αυτού προκειμένου να ελέγξει αν οι αμφιβολίες αυτές ήταν δικαιολογημένες. Μια τέτοια υποχρέωση δεν σημαίνει πάντως ότι ο εισαγωγέας οφείλει γενικώς να ελέγχει κατά τρόπο συστηματικό τις περιστάσεις της εκδόσεως, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, ενός πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A». Είναι έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εκτιμήσει, με βάση το σύνολο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της κύριας δίκης, αν οι τρεις αυτές προϋποθέσεις συντρέχουν εν προκειμένω.

(2)     Το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2700/2000, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, είναι δυνατόν να συναχθεί από τα στοιχεία μιας εκθέσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ότι ο εισαγωγέας δεν μπορεί βασίμως να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του, βάσει της διατάξεως αυτής, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών. Στο μέτρο όμως που μια τέτοια έκθεση περιέχει μόνο γενική περιγραφή της συγκεκριμένης περιπτώσεως, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει, η έκθεση αυτή δεν αρκεί από μόνη της για να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται όντως από κάθε άποψη, ιδίως όσον αφορά την κρίσιμη συμπεριφορά του εξαγωγέα. Υπ' αυτές τις συνθήκες, απόκειται καταρχήν στις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής να αποδείξουν, με πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η έκδοση, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, ενός ανακριβούς πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A» οφείλεται στην ανακριβή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα. Πάντως, όταν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής αδυνατούν να παράσχουν την εν λόγω απόδειξη, απόκειται, ενδεχομένως, στον εισαγωγέα να αποδείξει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό βασίστηκε σε ορθή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα.»

 

Προκύπτει εκ των ανωτέρω, ότι επίκληση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης βάσει της διάταξης του άρθρου 220(2), προϋποθέτει την πλήρωση τριών προϋποθέσεων ή κριτηρίων τα οποία πρέπει σωρευτικά να συντρέχουν:

 

¾    Η μη είσπραξη των δασμών πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα των ίδιων των αρμόδιων αρχών.

¾    Το διαπραχθέν από τις αρχές αυτές σφάλμα πρέπει να είναι τέτοιο που να μην μπορούσε λογικά να γίνει αντιληπτό από καλόπιστο οφειλέτη και τέλος

¾    ο οφειλέτης πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας σχετικά με την τελωνειακή του διασάφηση (βλ., μεταξύ άλλων, Agrover (ανωτέρω), σκέψη 35 και C-409/10 Afasia Knits Deutschland, 15.12.2011, σκέψη 47).

 Οι προϋποθέσεις αυτές, επιμερίζουν, σύμφωνα με την πιο πάνω     απόφαση, τον κίνδυνο από σφάλματα ή παρατυπίες της τελωνειακής διασάφησης, με βάση τη συμπεριφορά και την επιμέλεια καθενός εκ των εμπλεκομένων: των αρμόδιων αρχών του κράτους εξαγωγής και του κράτους εισαγωγής, του εξαγωγέα και του εισαγωγέα.

 

Στη Valsts (ανωτέρω) με ιδιαίτερη λεπτομέρεια αναλύονται οι συμπεριφορές εκάστου των εμπλεκομένων ώστε το εθνικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν συντρέχουν οι τρεις ανωτέρω προϋποθέσεις:

«32. Αν αποδειχθεί ότι η πλημμέλεια του πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A» οφείλεται σε πταίσμα του εξαγωγέα και ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους εξαγωγής δεν μπορούσαν ούτε όφειλαν να αντιληφθούν το γεγονός ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους ώστε να τύχουν προτιμησιακής μεταχειρίσεως, ο εισαγωγέας πρέπει να υποστεί τις συνέπειες της προσκομίσεως, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου, ενός εμπορικού εγγράφου το οποίο αποδεικνύεται αναληθές, με συνέπεια ο εισαγωγέας αυτός να μην μπορεί, σε μια τέτοια περίπτωση, να εμποδίσει την εκ των υστέρων είσπραξη των τελωνειακών δασμών (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1996, Faroe Seafood κ.λπ., C‑153/94 και C‑204/94, EU:C:1996:198, σκέψη 92, και της 14ης Νοεμβρίου 2002, Ilumitrónica, C‑251/00, EU:C:2002:655, σκέψη 43).

33. Επομένως, σε περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής εσφαλμένως χορήγησαν πιστοποιητικό καταγωγής «τύπου A», το δε σφάλμα αυτό αποτελεί συνέπεια των ανακριβών στοιχείων τα οποία υποβλήθηκαν στις αρχές αυτές από τον εξαγωγέα, ιδίως όσον αφορά την πραγματική προέλευση του κόστους ή την αξία των εξαρτημάτων από τα οποία αποτελούνται τα επίμαχα εμπορεύματα, ο εισαγωγέας δεν μπορεί να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, κατά τη διάταξη αυτή, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών, προβάλλοντας ότι τελούσε σε καλή πίστη, εκτός αν είναι πρόδηλο ότι οι τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι τα οικεία εμπορεύματα δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους ώστε να τύχουν προτιμησιακής μεταχειρίσεως, πράγμα το οποίο απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει.

34. Πρέπει, δεύτερον, να κριθεί αν ο εισαγωγέας μπορεί να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών, προβάλλοντας ότι τελούσε σε καλή πίστη, μολονότι δεν προέβη σε επαλήθευση των περιστάσεων που οδήγησαν στην έκδοση, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, του πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A», όπως είναι τα πιστοποιητικά των εξαρτημάτων από τα οποία αποτελούνται τα εμπορεύματα ή ο ρόλος του εξαγωγέα στην κατασκευή τους.

         35. [.]

36.  Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, έστω και αν, εν προκειμένω, το σφάλμα έπρεπε να ανάγεται σε ενεργό συμπεριφορά των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής, θα χρειαζόταν πάντως επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, μεταξύ άλλων, να πρόκειται για σφάλμα τέτοιας φύσεως ώστε να μην μπορούσε λογικά να γίνει αντιληπτό από καλόπιστο οφειλέτη, παρά την επαγγελματική του πείρα και την επιμέλεια την οποία όφειλε να επιδείξει (βλ., ιδίως, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2002, Ilumitrónica, C‑251/00, EU:C:2002:655, σκέψη 38).

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια από τον εισαγωγέα, εφεσίβλητη, εξακρίβωσης ή επιβεβαίωσης της πραγματικής καταγωγής των εμπορευμάτων.  Η εφεσίβλητη αρκέστηκε να προτάξει το γεγονός ότι, από την ιστοσελίδα της εξαγωγικής εταιρείας, ανεγράφετο ότι είχε τις εγκαταστάσεις της στη Μαλαισία. Κανένα άλλο στοιχείο του φακέλου ή εκ των όσων αντέταξε η εφεσίβλητη, παραπέμπει ότι όντως η ίδια η εφεσίβλητη έλαβε τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να προφυλαχθεί από τον κίνδυνο μιας εκ των υστέρων είσπραξης των εισαγωγικών δασμών ή επικοινώνησε ή τέθηκε ερώτημα προς αυτή την κατεύθυνση, προς το Τμήμα Τελωνείων της Δημοκρατίας, για περαιτέρω διερεύνηση. 

 

Σχετική επί του τελευταίου η απόφαση της Επιτροπής, ημερ. 30.11.2012, Commission Decision C(2012) 8694, «finding that it is justified to waive post-clearance entry in the accounts in a particular case (REC 01/2011)», τα γεγονότα της οποίας οδήγησαν σε δικαίωση του αιτητή ο οποίος, όπως διαπιστώθηκε, ενήργησε καλή τη πίστηΣτην εν λόγω περίπτωση διεφάνη σφάλμα της χώρας εξαγωγής, ο δε εισαγωγέας αποδεδειγμένα είχε δράσει καλόπιστα: πριν τη συμφωνία με τον προμηθευτή για την αγορά εμπορευμάτων έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα προς εξασφάλιση της προνομιακής κατάταξης των εμπορευμάτων στη βάση κατάλληλων εγγράφων, όπως και έλαβε υπόψη του  και  άλλους παράγοντες: τον υπολογισμό κόστους και των εργατικών του προϊόντος, ενώ εν τω μεταξύ, βρισκόταν σε επικοινωνία με τις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής.

 

Για να προφυλαχθεί λοιπόν ο οφειλέτης δασμών από τους ανάλογους κινδύνους, θα πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, Vαlsts (ανωτέρω):

37. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι απόκειται στους επιχειρηματίες, εφόσον έχουν αμφιβολίες ως προς την ορθή εφαρμογή των διατάξεων η παράβαση των οποίων μπορεί να έχει ως συνέπεια τη γένεση τελωνειακής οφειλής ή ως προς τον καθορισμό της καταγωγής του εμπορεύματος, να ενημερώνονται και να αναζητούν όλες τις δυνατές διευκρινίσεις προκειμένου να εξακριβώσουν αν ευσταθούν οι αμφιβολίες αυτές (βλ. υπ' αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1996, Faroe Seafood κ.λπ., C‑153/94 και C‑204/94, EU:C:1996:198, σκέψη 100, και της 11ης Νοεμβρίου 1999, Söhl & Söhlke, C‑48/98, EU:C:1999:548, σκέψη 58).

38. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι απόκειται στους επιχειρηματίες να λαμβάνουν, στο πλαίσιο των συμβατικών τους σχέσεων, τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να προφυλαχθούν από τους κινδύνους ενός εις βάρος τους μέτρου εκ των υστέρων εισπράξεως και ότι ένα τέτοιο προληπτικό μέτρο μπορεί ιδίως να συνίσταται στην εκ μέρους του οφειλέτη απόκτηση από τον αντισυμβαλλόμενο, επ' ευκαιρία ή κατόπιν της συνάψεως της συμβάσεως, όλων των αποδεικτικών στοιχείων που επιβεβαιώνουν ότι τα εμπορεύματα κατάγονται από το κράτος το οποίο υπάγεται στο σύστημα γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, περιλαμβανομένων και των εγγράφων που αποδεικνύουν την καταγωγή αυτή (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Lagura Vermögensverwaltung, C‑438/11, EU:C:2012:703, σκέψεις 30 και 31).

39.  Από τα ανωτέρω δεν συνάγεται πάντως γενική υποχρέωση του εισαγωγέα να ελέγχει κατά τρόπο συστηματικό τις περιστάσεις της εκδόσεως, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A», στις οποίες περιλαμβάνεται και ο ρόλος του εξαγωγέα στην κατασκευή των εμπορευμάτων. Ο εισαγωγέας υπέχει τέτοια υποχρέωση μόνον αν έχει προφανείς λόγους ώστε να αμφιβάλλει για την ορθότητα ενός πιστοποιητικού καταγωγής. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν παρ' όλ' αυτά δεν αναζήτησε πληροφορίες, εντός των ορίων των δυνατοτήτων του, για τις περιστάσεις της εκδόσεως του πιστοποιητικού αυτού προκειμένου να ελέγξει αν οι εν λόγω αμφιβολίες ήταν δικαιολογημένες, θα πρέπει να κριθεί ότι το πρόδηλο σφάλμα των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είχε γίνει αντιληπτό από τον εισαγωγέα, κατά τρόπον ώστε αυτός να μη δύναται να προβάλει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα.»

 

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα και από το διοικητικό φάκελο δεν διαπιστώνεται σφάλμα των οικείων αρμοδίων αρχών: οι εφεσείοντες έχουν αποδείξει με πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, «ότι η έκδοση από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής του ανακριβούς πιστοποιητικού τύπου «Α», οφείλεται στην ανακριβή έκθεση των γεγονότων ή «απάτης», όπως δέχεται και η εφεσίβλητη, εκ μέρους του εξαγωγέα», Valsts (ανωτέρω), όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε από τις Μαλαισιανές Αρχές.  Λανθασμένα λοιπόν υπό το φως των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως απαραίτητη προϋπόθεση για έκδοση της εκ των υστέρων βεβαίωσης οφειλής, την οποιαδήποτε γνώση, εμπλοκή ή άμεση ή έμμεση συμμετοχή της εφεσίβλητης ως προς την αναληθή δήλωση, σε σχέση με τη χώρα καταγωγής των εμπορευμάτων που οδήγησε «στην αναπαραγωγή της λανθασμένης διασάφησης».  Δεν είναι αρκετό αφ΄ εαυτού το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ενήργησε, ως η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «καλόπιστα υπό το φως των δεδομένων και πιστοποιητικών που είχαν», βλ. σχετικά Framespex Ltd  (ανωτέρω).  Εν προκειμένω, οι αποφάσεις στις οποίες κάνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο[5] εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση που βρίσκονται σε συμφωνία με το δεσμευτικό λόγο της νομολογίας του ΔΕΕ, ως ανωτέρω. Εν πάση περιπτώσει, δεν συντρέχουν σωρευτικά οι τρεις προϋποθέσεις επίκλησης/εφαρμογής του δόγματος της παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης  εμπιστοσύνης.  Το κυριότερο όλων, δεν εντοπίζεται σφάλμα της ίδιας της εφεσείουσας.  Η εφεσίβλητη λόγω της μεγάλης πείρας της στις εισαγωγές και γνώστρια της διαδικασίας αντιντάπιγκ, της δημοσίευσης σχετικής γνωμάτευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έπρεπε να είχε αναζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από το αρμόδιο τμήμα του Τελωνείου ή τις Μαλαισιανές αρχές, ως προς το καθεστώς της εταιρείας εξαγωγής.

 

Δεκτός επίσης γίνεται ο λόγος έφεσης που αφορά στην κατάληξη του Δικαστηρίου, περί του αναιτιολόγητου της διοικητικής πράξης.  Στο σώμα της διοικητικής πράξης, αναφέρονται όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία που είναι αναγκαία και επεξηγούν γιατί επεβλήθη η Τελωνειακή Οφειλή, χωρίς να αφήνεται αμφιβολία για τους λόγους που οδήγησαν το Τμήμα Τελωνείων στην εκ των υστέρων βεβαίωση της, ενώ ο δικαστικός έλεγχος δεν παρακωλύεται: «Αρχική ανακριβής δήλωση στοιχείων. Τα εμπορεύματα έχουν χώρα καταγωγής την Κίνα και όχι τη Μαλαισία η οποία αναφέρεται στα έγγραφα εισαγωγής και δηλώθηκε στις διασαφήσεις τελωνισμού . κατά παράβαση του άρθρου 12 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου.»  Η μη αναφορά στο σώμα της πράξης, όπως εισηγείται το πρωτόδικο Δικαστήριο, της μαρτυρίας που οδήγησε στην καταγωγή των ποδηλάτων, δεν αφαιρεί από την αιτιολογία ή την εγκυρότητα της πράξης. Τα πορίσματα της έρευνας προκύπτουν μετά βεβαιότητας από τον διοικητικό φάκελο, αναπαράγονται στην ένσταση, και δεν αμφισβητήθηκαν κατ΄ ελάχιστον από την εφεσίβλητη.   Στην εν λόγω παράμετρο εντάσσεται και η αρχική θέση της εφεσίβλητης ότι τα ποδήλατα ήταν Μαλαισιανής καταγωγής, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε «απάτη» εκ μέρους του εξαγωγέα.

 

Κατά πάγια γραμμή της νομολογίας, Paraskevaides (ανωτέρω): «.το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στις αποφάσεις των φορολογικών αρχών και στην ερμηνεία που έχουν δώσει σε σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας της δικής τους αρμοδιότητας, εάν είναι της γνώμης ότι οι εν λόγω αποφάσεις ήταν εύλογα και ορθά επιτρεπτές, στη βάση των ορθών γεγονότων και υπό το φως ορθής εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας και νομικών αρχών  (Ignatiou & another v. The Republic (1989) 3 CLR 346). .»

 

Η ουσιαστική εκτίμηση, από το διοικητικό όργανο, των πραγματικών καταστάσεων που συνιστούν τις νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της διοικητικής πράξης δεν υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο παρά μόνον όταν η εκτίμηση αυτή έχει σχέση με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας και ελέγχεται η υπέρβαση των ακραίων ορίων της (ΣΕ 201/1978, 923 1369/1983, 4356/1987), ζήτημα που δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Τα γεγονότα δεν υποστηρίζουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Η απόφαση των εφεσειόντων ήταν ορθή και εύλογα επιτρεπτή, λήφθηκε δε στη βάση των ορθών γεγονότων, κατ΄ εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας.

 

 

 

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.  Η επίδικη πράξη επικυρώνεται.  Η έφεση γίνεται δεκτή με €2.500 έξοδα σε βάρος της εφεσίβλητης.

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

/φκ



[1] Παραρτήματα στην Προσφυγή  15-19 - πιστοποιητικά  FORM A.

[2] 48.-(1) Επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στη σχετική Κοινοτική Νομοθεσία, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής δύναται να βεβαιώσει το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή και της άλλης τελωνειακής οφειλής ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το κοινοποιήσει στο πρόσωπο αυτό.

(2) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί ή αρνείται ή παραλείπει να εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και λόγω της αμέλειας ή άρνησης ή παράλειψής του προκύπτει ποσό οφειλόμενο, τότε ο Διευθυντής δύναται ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του να βεβαιώσει το οφειλόμενο ποσό και το κοινοποιεί στο πρόσωπο αυτό.

(3) Σε περίπτωση που λόγω υποβολής στο Τμήμα Τελωνείων από οποιοδήποτε πρόσωπο οποιασδήποτε δήλωσης ή γνωστοποίησης ή πιστοποιητικού ή οποιασδήποτε άλλης φύσης εγγράφου, δεν καταβλήθηκε το πλήρες ποσό που οφείλετο, με βάση την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία, ή επιστράφηκε ή παραχωρήθηκε έκπτωση ή αποδόθηκε ποσό μεγαλύτερο εκείνου που σύμφωνα με την τελωνειακή ή την άλλη νομοθεσία προβλέπετο, το οφειλόμενο ποσό ή το ποσό που επιστράφηκε αχρεώστητα ή που παραχωρήθηκε ως έκπτωση, βεβαιώνεται και κοινοποιείται στο πρόσωπο αυτό.

(4) Όταν οποιοδήποτε ποσό έχει βεβαιωθεί και κοινοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο σύμφωνα με τα πιο πάνω εδάφια, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως ποσό οφειλόμενο από το πρόσωπο αυτό και δύναται να ανακτηθεί ανάλογα, εκτός αν αποσυρθεί η σχετική βεβαίωση ή αναθεωρηθεί το σχετικό ποσό.

    [.]» 

[3] Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, Δημοκρατία ν. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 284 και Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7.

[4] «220(2)  Εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 217 παράγραφος 1 δεύτερο και τρίτο εδάφιο, δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων καταλογισμός όταν:

α) [.]

β) το νομίμως οφειλόμενο ποσό των δασμών δεν βεβαιώθηκε από λάθος των ίδιων των τελωνειακών αρχών, το οποίο λογικά δεν μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος ενήργησε με καλή πίστη και τήρησε όλες τις διατάξεις που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση.

 Όταν το προτιμησιακό καθεστώς ενός εμπορεύματος θεσπίζεται βάσει συστήματος διοικητικής συνεργασίας με τη συμμετοχή των αρχών τρίτης χώρας, η χορήγηση πιστοποιητικού από τις εν λόγω αρχές, εφόσον αυτό αποδειχθεί ανακριβές, συνιστά σφάλμα το οποίο δεν όφειλε ευλόγως να έχει γίνει αντιληπτό κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου.

Η έκδοση ανακριβούς πιστοποιητικού, ωστόσο, δεν συνιστά σφάλμα εάν το πιστοποιητικό βασίζεται σε ανακριβή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα, εκτός εάν, ιδίως, είναι προφανές ότι οι αρμόδιες για την έκδοσή του αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι τα εμπορεύματα δεν πληρούν τους απαιτούμενους όρους προκειμένου να επωφεληθούν προτιμησιακής μεταχείρισης.

Ο υπόχρεος μπορεί να επικαλεστεί την καλή του πίστη εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι, κατά την περίοδο των συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων, κατέβαλε κάθε επιμέλεια ώστε να εξακριβωθεί ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προτιμησιακή μεταχείριση.

Ο υπόχρεος δεν μπορεί, ωστόσο, να επικαλεστεί την καλή του πίστη εάν η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται ότι υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος από τη δικαιούχο χώρα·»

[5] Frakapor Co Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.2001, Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, Δημοκρατία ν. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 284, Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7, Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803 Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675, Fournaris M &J Imports & Exports Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 486.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο