ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ODYSSEAS GEORGHIOU ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1976) 3 CLR 74
Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 387
Γρηγορίου Aναστάσιος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 728
Xατζηβασιλείου Παναγιώτης ν. Aρχής Λιμένων Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 755
Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. ΕπιτροπήςΠροστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314
Aναστασίου Γιάννης ν. Eπιστημονικού Tεχνικού EπιμελητηρίουKύπρου (2003) 3 ΑΑΔ 616
Sigma Radio TV Ltd και Άλλοι ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134
Sigma Radio T.V. Ltd ν. Aρχής Pαδιοτηλεόρασης Kύπρου (Αρ. 1) (2007) 3 ΑΑΔ 258
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αντέννα Λίμιτεδ ν. (Αρ. 1). (2013) 3 ΑΑΔ 242
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:C20
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 137/2012)
25 Ιανουαρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΧΧΧ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________
΄Ελενα Ρήγα, για Ηλ. Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
΄Αννα Χρίστου, με Ηλ. Νικολαΐδου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
Ρ. Μίσιης, για Χρήστος Πουργουρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, καθ' ης η αίτηση, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, (η «Αρχή»), με απόφασή της, ημερομηνίας 27.4.2010, προήγαγε το XXX Στεφανή, (το ενδιαφερόμενο πρόσωπο), στη μόνιμη θέση Τεχνίτη Δικτύου (Εναέρια) Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, (η «θέση»). Η προαγωγή του θα ίσχυε από 1.5.2010. Υποψήφιος για τη θέση ήταν, επίσης, ο εφεσείων, XXX Μιχαήλ, ο οποίος, μη ικανοποιηθείς από την απόφαση αυτή, καταχώρισε, ανεπιτυχώς, την προσφυγή αρ. 672/2010. Η υπό εξέταση έφεση στρέφεται κατά της απορριπτικής απόφασης στην εν λόγω προσφυγή.
Όσον αφορά τα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης, σημειώνεται, κατ' αρχάς, ότι η όλη διαδικασία διεξήχθη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986, (Κ.Δ.Π. 291/1986), όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί, (οι «Κανονισμοί»). Κατά συνέπεια, σε πρώτο στάδιο, επιλήφθηκε του συγκεκριμένου θέματος προαγωγής η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, (η «Επιτροπή Επιλογής»). Αυτή, αφού κατέγραψε στα πρακτικά της τις συστάσεις των προϊσταμένων των υποψηφίων και αξιολόγησε όλα τα ενώπιόν της υπηρεσιακά τους στοιχεία, σε συνάρτηση με τα κριτήρια προαγωγής του Κ. 23(2) των Κανονισμών, εισηγήθηκε ομόφωνα προς την Αρχή, ως επικρατέστερους για προαγωγή στη θέση, τρεις υποψήφιους. Ανάμεσά τους ήταν ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Ακολούθησε, στις 20.11.2009, η συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, (η «Συμβουλευτική Υπεπιτροπή»), στην οποία κλήθηκε, για σκοπούς σύστασης, ο τότε Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Αρχής, Κ. Ηλιόπουλος. Αυτός σύστησε, ως καταλληλότερο για προαγωγή, τον υποψήφιο XXX Μιχαήλ. Τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, κατόπιν δικής τους αξιολόγησης του συνόλου των δεδομένων και αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, αποφάσισαν ομόφωνα να συστήσουν στην Αρχή, για προαγωγή στη θέση, τον υποψήφιο XXX Μιχαήλ.
Στη συνέχεια, του θέματος πλήρωσης της θέσης επιλήφθηκε το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, στη συνεδρία του ημερομηνίας 27.4.2010. Ενώπιόν του κλήθηκε και παρέστη ο νέος Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Αρχής, Ν. Παπαδόπουλος, (ο «Διευθυντής»). Αυτός, αφού επεσήμανε ότι ο υποψήφιος XXX Μιχαήλ, ο οποίος είχε υπέρ του τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή Κ. Ηλιόπουλου, είχε, ήδη, προαχθεί σε παρόμοια με την υπό αναφορά θέση, νωρίτερα, στην ίδια διαδικασία, προχώρησε και σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν του τεθέντα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης του Διευθυντή, επέλεξε ομόφωνα για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Με την έφεση, προβάλλεται, για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης, αριθμός λόγων. Προέχει, ωστόσο, η εξέταση του ισχυρισμού περί παράνομης σύνθεσης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τον οποίο προέβαλε ο εφεσείων με το περίγραμμα αγόρευσής του. Το συγκεκριμένο θέμα συνιστά ζήτημα δημοσίας τάξεως. Ως τέτοιο, εξετάζεται, ακόμη και αν τούτο δεν αναφέρεται στο δικόγραφο, καθώς, επίσης, αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, (βλ. Σύνδ. Ασφ. Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτρ. Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314 και Sigma Radio T.V. Ltd κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134). Συνεπώς, δε βρίσκει έρεισμα η εισήγηση της συνηγόρου της Αρχής ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται στους νομικούς λόγους της προσφυγής και, ως εκ τούτου, αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί.
Επιπρόσθετα, η εισήγηση της συνηγόρου ότι το υπό αναφορά θέμα δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θέμα δημοσίας τάξεως, αφού, όπως η ίδια αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσής της, αυτό «δεν συνιστά καν θέμα 'σύνθεσης', αλλά κωλύματος», κρίνεται αβάσιμη. Η απουσία από συνεδρία μέλους συλλογικού διοικητικού οργάνου, όπως είναι, εν προκειμένω, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και, δη, του Προέδρου αυτού, έστω λόγω κωλύματος, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, άπτεται ευθέως της ίδιας της σύνθεσής του και, συνακόλουθα, σαφώς συνιστά ζήτημα δημοσίας τάξεως, εξεταζόμενο, ως εκ τούτου, και αυτεπάγγελτα.
Υποστηρίζει, λοιπόν, ο εφεσείων, στα πλαίσια του συγκεκριμένου ισχυρισμού, ότι, όπως αποκαλύπτεται από το πρακτικό της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, ημερομηνίας 20.11.2009, κατ' αυτή, προέδρευσε όχι ο Πρόεδρος της Αρχής, αλλά ο Αντιπρόεδρος αυτής, λόγω κωλύματος του Προέδρου, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται ποιο ήταν το κώλυμα, ούτε και αν αυτό ήταν αιτιολογημένο. Παραμένουν δε άγνωστοι οι λόγοι που οδήγησαν στη μη συμμετοχή του Προέδρου στην υπό αναφορά προαγωγική διαδικασία, αφού ούτε από τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους προκύπτει οτιδήποτε επί του ζητήματος αυτού. Είναι, επομένως, η θέση του εφεσείοντος πως η μη καταγραφή του λόγου απουσίας του Προέδρου της Αρχής καθιστά παράνομη τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και, συνακόλουθα, συμπαρασύρει σε ακυρότητα την τελική απόφαση της Αρχής, δεδομένου ότι η τελευταία απορροφά όλες τις προπαρασκευαστικές πράξεις της σύνθετης διοικητικής ενέργειας. Επικαλέστηκε, προς τούτο, την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (απόφαση πλειοψηφίας) στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλ. Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242.
Στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει ρητή πρόνοια περί της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Κ. 19(1) των Κανονισμών:-
«19. - (1) Συνίσταται Συμβουλευτική Υπεπιτροπή η οποία θα είναι γνωστή ως 'Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής διά θέματα Προσωπικού' απαρτιζομένη εκ τριών Μελών της Αρχής εις τα οποία θα συμπεριλαμβάνεται ο εκάστοτε Πρόεδρος, ή ελλείψει Προέδρου, ή κωλυομένου του Προέδρου να παρακαθήση, ο Αντιπρόεδρος της Αρχής. Τα δυο έτερα Μέλη θα καθορίζωνται υπό της ολομελείας της Αρχής η οποία θα δύναται να καθορίζη τον χρόνον της θητείας των και να παύη και αντικαθιστά ταύτα.»
Επίσης, οι Κανόνες στο Μέρος ΙΙ (Κανονισμός 19) του Δεύτερου Πίνακα των Κανονισμών, που ρυθμίζουν τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής προνοούν, μεταξύ άλλων, ότι:-
«1. Ουδεμία εργασία θα διεξάγεται εις συνεδρίαν της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής εκτός εάν υπάρχη απαρτία καθ' όλην την διάρκειαν εκάστης συνεδρίας. Δύο Μέλη της Υπεπιτροπής θα συνιστούν απαρτίαν.
2. Εάν ο Πρόεδρος της Αρχής παρίσταται εις συνεδρίαν της Υπεπιτροπής, ή εάν ελλείψει Προέδρου ή κωλυομένου του Προέδρου να παραστή παρίσταται ο Αντιπρόεδρος της Αρχής, ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, ως η περίπτωσις, θα προεδρεύη της συνεδρίας της Υπεπιτροπής. ...»
Υπό το φως του πιο πάνω κανονιστικού πλαισίου, στο οποίο γίνεται σαφής αναφορά στο πώς αντιμετωπίζεται η περίπτωση κωλύματος του Προέδρου της Αρχής για συμμετοχή του στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, η νομολογία, ανωτέρω, που επικαλείται ο εφεσείων, σαφώς, δεν τυγχάνει εφαρμογής. ΄Οπως ορθά επεσήμανε η συνήγορος της Αρχής, ο Κ. 19 των Κανονισμών δεν προβλέπει την καταγραφή του λόγου απουσίας του Προέδρου της Αρχής, αλλά περιορίζεται στην καταγραφή και μόνο της ύπαρξης κωλύματος. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή απαρτιζόταν από τον αριθμό των μελών που προνοεί ο εν λόγω Κανονισμός. Ο Πρόεδρος δε της Αρχής, ο οποίος δεν παρέστη λόγω κωλύματος, αντικαταστάθηκε από τον Αντιπρόεδρο αυτής, με τον τρόπο, δηλαδή, που, ακριβώς, προβλέπεται από τον ίδιο Κανονισμό. Συνεπώς, η σύνθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στη συγκεκριμένη συνεδρία κρίνεται νόμιμη και πλήρως σύμφωνη με τις κανονιστικές διατάξεις που την διέπουν. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν ευσταθεί.
Εισηγείται, περαιτέρω, ο εφεσείων, σε συνάφεια με τον πιο πάνω ισχυρισμό του, ότι, στην παρούσα υπόθεση, δεν υπήρξε νομότυπη πρόσκληση προς όλα τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής στη συγκεκριμένη συνεδρία της και, ιδιαίτερα, προς τον Πρόεδρο της Αρχής. Οι σχετικές αρχές επί του εγειρομένου ζητήματος είναι σαφείς. Η ρητή διάταξη του άρθρου 21(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, επιβάλλει τη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήση όλων των μελών ενός συλλογικού οργάνου στις συνεδρίες του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αυτό συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες. Στην παρούσα περίπτωση, δεν προβλήθηκε ισχυρισμός για συνεδρίες της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής σε τακτές ημέρες και ώρες. ΄Ηταν, επομένως, αναγκαία η εμπρόθεσμη και νομότυπη αποστολή προσκλήσεων προς όλα τα μέλη της.
Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τονίστηκε ότι η σύνθεση του οργάνου πάσχει, όταν δε βεβαιώνεται η αποστολή της πρόσκλησης προς τα απόντα μέλη του για τις υπό κρίση συνεδρίες του. Στην Αναστασίου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616, υιοθετήθηκε απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, στη σελίδα 111, όπου αναφέρεται ότι η πρόσκληση των μελών ενός συλλογικού οργάνου πρέπει να προκύπτει είτε από αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής πρόσκλησης, είτε από βεβαίωση του μέλους, είτε από άλλα έγγραφα, όχι μεταγενέστερα της συνεδρίας αυτού. Στη Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 258, η Ολομέλεια, αποδεχόμενη την έφεση, υπέδειξε ότι η σχετική πρόσκληση δεν έφερε ένδειξη ότι εστάλη, ούτε υπήρχε άλλη σύγχρονη καταγραφή, που να τεκμηρίωνε την αποστολή της.
Στην παρούσα περίπτωση, ο Πρόεδρος της Αρχής, απουσίαζε από την κρίσιμη συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της 20.11.2009. Η συνήγορος, ωστόσο, της Αρχής επισύναψε στο περίγραμμα αγόρευσής της, ως μέρος του Παραρτήματος Α, την ημερήσια διάταξη για τη συγκεκριμένη συνεδρία, η οποία φέρει ημερομηνία 13.11.2009 και στην οποία σημειώνεται ρητά η κοινοποίησή της προς όλα τα μέλη της εν λόγω Επιτροπής, περιλαμβανομένου του Προέδρου της Αρχής. Συνεπώς, δεν υφίσταται, εν προκειμένω, ζήτημα μη νομότυπης πρόσκλησης είτε του Προέδρου της Αρχής είτε των υπολοίπων μελών της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης που προβάλλει ο εφεσείων στρέφονται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είναι στα ορθά πλαίσια που, εν πρώτοις, ο Διευθυντής, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, έστω και αναιτιολόγητα, και, στη συνέχεια, η Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη της τη σύσταση του Διευθυντή, το προήγαγε στη θέση. Οι λόγοι αυτοί έφεσης βασίζονται στα σχετικά γεγονότα που παρατίθενται ανωτέρω, με δεδομένη την πλήρη ισοδυναμία του εφεσείοντος με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε βαθμολογημένη αξία, για όλη την περίοδο των πέντε ετών που προηγούνται του ουσιώδους χρόνου. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, στη βάση της διαπίστωσής του ότι τα στοιχεία των φακέλων αποκάλυπταν την απόλυτη ισοβαθμία του ενδιαφερομένου προσώπου και του εφεσείοντος σε αξία, έκρινε ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου, έστω και αναιτιολόγητη, δεν ενείχε οτιδήποτε το μεμπτό.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της εν λόγω πρωτόδικης κρίσης. Παρά δε την αποδοχή, από μέρους του, ότι οι σχετικοί Κανονισμοί δεν απαιτούν, εν προκειμένω, αιτιολογημένη σύσταση, υπογραμμίζει πως, δεδομένης της πανομοιότυπης βαθμολογίας του με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατά τα τελευταία έτη, η αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή δε βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία των φακέλων, καθώς μεταβάλλει τη μεταξύ τους ισορροπία και, ως εκ τούτου, αυτή καθίσταται τεχνητή και χωρίς οποιαδήποτε αξία. Επομένως, συνεχίζει η εισήγησή του, η Αρχή δε θα έπρεπε να της αποδώσει την καθοριστική σημασία που της απέδωσε. ΄Οπως επισημαίνει, ο Διευθυντής σύστησε «ως καταλληλότερο» για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η φράση «ως καταλληλότερο» συνιστά αιτιολογία σύστασης και, ως τέτοια, πρέπει να ελέγχεται και να βρίσκει έρεισμα στους διοικητικούς φακέλους.
Να σημειωθεί, κατ' αρχάς, ότι, πράγματι, οι σχετικοί Κανονισμοί δεν επιβάλλουν αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή. Σύμφωνα δε με τη σχετική νομολογία, η σύσταση του Διευθυντή διατηρεί την εγκυρότητά της, εφόσον αυτή δε συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, (βλ. Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 και Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 75). Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως πολύ ορθά υπέδειξε το εκδικάσαν Δικαστήριο, ο εφεσείων δεν κατέδειξε ότι αυτός υπερείχε έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου, ώστε η σύσταση του Διευθυντή να συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων. Εν προκειμένω, η επιλογή του Διευθυντή ήταν ανάμεσα σε δύο ισοδύναμους υποψήφιους σε όλα τα κριτήρια επιλογής. Ήταν, κατά συνέπεια, εύλογα επιτρεπτό για τον ίδιο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να συστήσει για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Πρέπει δε να σημειωθεί πως, όταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, το δικαστήριο δεν υποκαθιστά, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητάς του, τη δική του κρίση με εκείνην του διορίζοντος διοικητικού οργάνου, εφόσον το τελευταίο ασκεί σωστά τη διακριτική του ευχέρεια, (βλ. Alexandros Crhistou & Others and The Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 1 και X˝Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755).
Συναφής με την πιο πάνω πτυχή είναι και η εισήγηση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο έσφαλε, αποφασίζοντας ότι η τελική απόφαση της Αρχής, που οδήγησε στην επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου, λήφθηκε κατόπιν δικής της ενδελεχούς έρευνας και ήταν απόλυτα αιτιολογημένη. Κατά τον εφεσείοντα, η Αρχή υιοθέτησε, απλά και μόνο, τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία, όπως αυτός χαρακτηριστικά αναφέρει, είναι τρωτή, χωρίς να προβεί η ίδια σε οποιαδήποτε περαιτέρω αξιολόγηση και στάθμιση όλων των ενώπιόν της δεδομένων.
Εν πρώτοις, έχει, ήδη, διαπιστωθεί ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, τρωτή και, συνεπώς, ορθά λήφθηκε υπόψη από την Αρχή. Επιπλέον, στο τηρηθέν πρακτικό της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ημερομηνίας 27.4.2010, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, καταγράφεται ρητά ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τα στοιχεία των υποψηφίων, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία πέντε χρόνια. Προχώρησαν δε, συνεχίζει το πρακτικό, «στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων, ...». Παραπονείται, ειδικότερα, ο εφεσείων ότι δεν καθίσταται φανερό από το εν λόγω πρακτικό ποιο ήταν εκείνο το στοιχείο που προσμέτρησε στην επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου και ποιο ή ποια ήταν τα κριτήρια στα οποία αυτό υπερτερούσε.
Σύμφωνα με τη νομολογία, το αποφασίζον διοικητικό όργανο, για να δικαιολογήσει την επιλογή του, δεν πρέπει να αποδείξει ότι ο επιλεγείς υπερέχει έκδηλα των υπολοίπων υποψηφίων. Αντίθετα, το βάρος τούτο, κατά πάγια νομολογιακή αρχή, το φέρει ο αιτητής ή ο εφεσείων, αναλόγως της περίπτωσης, ο οποίος οφείλει να καταδείξει στο δικαστήριο ότι αυτός όχι απλά υπερέχει αλλά υπερέχει έκδηλα έναντι του προαχθέντος, (βλ. Odysseas Georghiou v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 74). Για να ευσταθεί δε ισχυρισμός για καταφανή ή έκδηλη υπεροχή, αυτή πρέπει, από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων, να είναι αυταπόδεικτη και προφανής, (βλ. Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728). Το δικαστήριο επεμβαίνει, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι λογικά εφικτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, η εικόνα του ενδιαφερομένου προσώπου και του εφεσείοντος στο κριτήριο της αξίας έχει, ήδη, καταγραφεί. Πρόκειται για δύο, καθ' όλα, απόλυτα ισοδύναμους υποψήφιους, εκ των οποίων ο πρώτος είχε υπέρ του και το πρόσθετο στοιχείο της σύστασης του Διευθυντή, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δε συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων. Κατά συνέπεια, τα όσα, σχετικά, ειπώθηκαν, ανωτέρω, αιτιολογούν πλήρως την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων στρέφεται κατά του συμπεράσματος του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, όπως αυτό καταγράφεται στην απόφασή του, ότι «... οι θέσεις του αιτητή εδράζονται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι το αποφασίζον διοικητικό όργανο οφείλει να αποδείξει ότι το προαχθέν ενδιαφερόμενο μέρος ήταν καταφανώς υπέρτερο του αιτητή και να δικαιολογήσει την επιλογή του.». Αποτελεί, ειδικότερα, εισήγησή του ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου είναι πεπλανημένη, αφού, καθώς επισημαίνει, ουδέποτε ο ίδιος βάσισε την υπόθεσή του σε έκδηλη υπεροχή. Υπογραμμίζει δε πως υφίστανται, εν προκειμένω, λόγοι ακυρότητας, οι οποίοι επιβάλλουν τη δικαστική παρέμβαση και πως η όποια έκδηλη υπεροχή θα είχε σημασία, μόνο αν δεν ευσταθούσαν άλλοι λόγοι ακύρωσης, όπως, για παράδειγμα, η έλλειψη αιτιολογίας.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο οδηγήθηκε στο υπό αναφορά συμπέρασμα, γιατί μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντος, ενώπιόν του, στρεφόταν κατά της έλλειψης αιτιολογίας για την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου, τόσο από μέρους του Διευθυντή που προέβη στη σχετική σύσταση όσο και από μέρους της Αρχής που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση. Όλα δε όσα προαναφέρθηκαν κατά την εξέταση των προηγηθέντων λόγων έφεσης καθιστούν τη συγκεκριμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου απόλυτα ορθή.
Επιπρόσθετα, ο εφεσείων, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, εισηγείται ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου πως δεν υπήρχε οποιοσδήποτε νομικός λόγος, για τον οποίο η όλη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής θα έπρεπε να επαναδιεξαχθεί. Έρεισμα για τη θέση αυτή του εφεσείοντος αποτέλεσε το γεγονός ότι ο Διευθυντής, μετά τη διαπίστωσή του, κατά τη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής στις 27.4.2010, ότι ο υποψήφιος που συστήθηκε για προαγωγή από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή XXX Μιχαήλ είχε, ήδη, προαχθεί σε παρόμοια με την υπό αναφορά θέση, νωρίτερα, στην ίδια διαδικασία, προχώρησε και σύστησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Κατά τον εφεσείοντα, υπό το φως αυτού του δεδομένου, η όλη διαδικασία θα έπρεπε να άρχιζε από την αρχή ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, η οποία θα έπρεπε να δώσει ξανά τη σύστασή της. Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο εφεσείων, η γενικότερη διαδικασία που ακολουθήθηκε πάσχει.
Εν προκειμένω, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή προέβη στη σύστασή της όπως προνοείται από τον Κ. 19(2) των Κανονισμών και, στη συνέχεια, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, αφού, ως το αποφασίζον διοικητικό όργανο, έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για την έκδοση της τελικής απόφασης. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Κ. 19(3) των Κανονισμών, οι συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής έχουν καθαρά συμβουλευτική υπόσταση, η δε Αρχή, σύμφωνα με τον Κ. 19(4) των Κανονισμών, δε δεσμεύεται από αυτές.
Πρόσθετα προς τα πιο πάνω, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν μεταξύ των προταθέντων για προαγωγή από την Επιτροπή Επιλογής προς την Αρχή. Κατά συνέπεια, προαγομένου του υποψηφίου XXX Μιχαήλ σε θέση Τεχνίτη Δικτύου (Υπόγεια), παρέμεινε η εισήγηση της Επιτροπής Επιλογής υπέρ του αλλά και υπέρ του εφεσείοντος. Αυτήν την εισήγηση της Επιτροπής Επιλογής την είχε υπόψη της η Αρχή, όταν η ίδια επιλαμβανόταν του θέματος. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε κατά την εξέταση προηγηθέντος λόγου έφεσης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής προέβη στη δική του έρευνα και συζήτηση, προτού καταλήξει στην τελική του απόφαση. Κατά συνέπεια, η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν ήταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, άκυρη και, ως εκ τούτου, ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Τέλος, ο εφεσείων, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλει πως εσφαλμένα το εκδικάσαν Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν παραβιάστηκαν οι Κανονισμοί που ρυθμίζουν τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και, ειδικότερα, ο Κανόνας 3(1) στο Μέρος ΙΙ (Κανονισμός 19) του Δεύτερου Πίνακα των Κανονισμών. ΄Οπως υποστηρίζει, σύμφωνα με τον εν λόγω Κανόνα, σε κάθε συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συζητήσεων, τα οποία ετοιμάζονται εντός επτά ημερών από την ημερομηνία της συνεδρίας και, στη συνέχεια, συμφωνούνται και υπογράφονται από τον προεδρεύσαντα αυτής. Παραβιάστηκε, λοιπόν, εν προκειμένω, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η συγκεκριμένη κανονιστική πρόνοια, αφού, ενώ η συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής πραγματοποιήθηκε στις 20.11.2009, τα πρακτικά ετοιμάστηκαν και υπογράφηκαν στις 22.6.2010, ήτοι επτά μήνες και όχι επτά μέρες μετά, όπως απαιτεί ο Κανονισμός. Σαφώς, η εισήγηση, ανωτέρω, δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά, στις 22.6.2010, ό,τι υπογράφηκε ήταν τα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ημερομηνίας 27.4.2010 και όχι τα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερομηνίας 20.11.2009, τα οποία φαίνεται να υπογράφηκαν κατά την ημερομηνία τήρησής τους, ήτοι στις 20.11.2009. Ως εκ τούτου, ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, πλέον Φ.Π.Α.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ