ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C552
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 213/12]
(Υπόθεση Αρ. 30/10)
20 Δεκεμβρίου, 2018
[K. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
χχχ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση
---------
Α. Κωνσταντίνου, για εφεσείοντα.
Δ. Εργατούδη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εφεσίβλητους.
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίυ θα δώσει η Δ. Μιχαηλίδου, Δ/στής.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), προήγαγε με απόφαση της ημερ. 24.11.2009, στη θέση πρώτου λειτουργού, στη Μέση Γενική Εκπαίδευση, τον χχχ Χατζήκο (ΕΜ). Κατά της εν λόγω απόφασης ασκήθηκαν αντίστοιχες προσφυγές: η Υποθ. Αρ. 1663/09 και η Υποθ. Αρ. 30/10, εκ μέρους του εφεσείοντος (η προσφυγή). Οι δύο υποθέσεις συνεκδικάστηκαν.
Για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αιτητές πρόβαλαν πρωτοδίκως διάφορους λόγους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας κατά προτεραιότητα την αίτηση υπ΄ αρ. 1663/09 και τους συναφείς λόγους ακυρότητας, την έκανε δεκτή, ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω πλάνης. Λανθασμένα δεν λήφθηκε υπόψη η βαθμολογία του αιτητή για το έτος 2008-2009:
«Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν μπορούν να γίνουν, σ΄ αυτό το στάδιο, εικασίες ως προς τη διαμόρφωση του ισοζυγίου της βαθμολογημένης αλλά και της γενικότερης εικόνας της αξίας των υποψηφίων και της αντίστοιχης εκτίμησης και κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής, σε περίπτωση που θα λαμβανόταν υπόψη η βαθμολογία του αιτητή για το έτος 2008-2009.»
Εν όψει της επιτυχίας της προσφυγής αρ. 1663/09, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι η προσφυγή του εφεσείοντος-αιτητή κατέστη άνευ αντικειμένου, με αποτέλεσμα να μην εξετασθούν οι πρωτοδίκως προσβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης, που αφορούν στον εφεσείοντα, εξ ου και η καταχώριση της παρούσας αναθεωρητικής έφεσης.
Όπως περιήλθε σε γνώση του Εφετείου κατά την ακροαματική διαδικασία, μετά την υπό κρίση ακυρωτική απόφαση, η ΕΕΥ προέβη σε επανεξέταση και αποφάσισε την επαναπροαγωγή του ΕΜ, οπότε ο εφεσείων την προσέβαλε με νέα προσφυγή (αρ. 27/13) η οποία και πάλι απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 28.9.2012, για να ακολουθήσει νέα έφεση (ΑΕ Αρ. 10/15) (η δεύτερη έφεση).
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, εν όψει της επανεξέτασης και της έφεσης που ακολούθησε εκ μέρους του εφεσείοντος, διερευνήσαμε με τους δικηγόρους των διαδίκων κατά πόσο ήταν δυνατόν η Δημοκρατία να δηλώσει, ότι ο κατάλογος που αφορούσε στον εφεσείοντα περιείχε λάθη και δεν ήταν ο ορθός, να αποσυρθεί η παρούσα έφεση και το ζήτημα να αφεθεί να αποφασιστεί στα πλαίσια της δεύτερης έφεσης. Η Δημοκρατία δεν ηθέλησε να προβεί σε τέτοια δήλωση, θεωρώντας ότι οι όποιες διαφορές του καταλόγου, ακόμη και αν υφίστανται, δεν είναι καταλυτικές για την εγκυρότητα των αποφάσεων της ΕΕΥ.
Από την άλλη, οι προβληματισμοί του δικηγόρου του εφεσείοντος επικεντρώθηκαν στον κίνδυνο, σε περίπτωση που αποσύρει την παρούσα έφεση, έγερσης εκ μέρους της Δημοκρατίας έλλειψης εννόμου συμφέροντος, εν όψει του ότι η προσφυγή του εφεσείοντος απερρίφθη ως άνευ αντικειμένου, χωρίς να εξεταστεί στην ουσία της. Κάτω από αυτούς τους προβληματισμούς, ο δικηγόρος του εφεσείοντος εμμένει στη θέση του να εξεταστούν οι συναφείς λόγοι έφεσης που αφορούν στους λόγους ακυρότητας, τους οποίους το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει: τις υπηρεσιακές εκθέσεις εφεσείοντος και ΕΜ, το λανθασμένο κατάλογο εκθέσεων, καθώς και άλλους λόγους που αφορούσαν στα προσόντα, την αρχαιότητα και την αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση (λόγοι έφεσης 1-6).
Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι πάντων και έχει ισχύ δεδικασμένου, άρθρο 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99:
«59.—(1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.
(2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης.»
Πλούσια επ΄ αυτού η νομολογία του Αναθεωρητικού Εφετείου.[1]
Ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο και ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμα της[2] (erga omnes) και δεσμεύει κάθε όργανο ή Αρχή ενώ απορριπτική ισχύει inter partes, Aρχή Λιμένων Κύπρου ν. Παπαδάκη κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, 146:
«.Η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμά της. Εξ ου και οι αποφάσεις Μιλτιάδους και Χαραλάμπους (ανωτέρω), σύμφωνα με τις οποίες, ενόψει τούτου, άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξης καθίστανται άνευ αντικειμένου. Ως προς τα κριθέντα ζητήματα, εκείνα δηλαδή που οδήγησαν ως διαπιστώσεις στο αποτέλεσμα, το δεδικασμένο είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε. Ουσιώδης δε προϋπόθεσή του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Ισχύει inter partes.»
Εν όψει τούτου, άλλες αιτήσεις, κατά της ίδιας ή όμοιας ακυρωθείσας πράξης, καθίστανται άνευ αντικειμένου, εκτός αν προκύπτει ανάγκη για έκδοση απόφασης για σκοπούς αποζημιώσεων, δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, ζήτημα που δεν συντρέχει στην υπό κρίση, Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 65/2011, 69/2011, 22.12.2016.
Η υπό κρίση απόφαση, δεν κατέστη δεσμευτική inter partes: τα επίδικα διοικητικής φύσεως ζητήματα, τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που αφορούσαν στον εφεσείοντα δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ουσία τους. Ο δε εφεσείων προσέβαλε τόσο τη διοικητική απόφαση, η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση, όσο και κατ΄ έφεση όσο και την απόφαση που παρήχθη κατά την επανεξέταση. Του παρέχεται
λοιπόν η δυνατότητα στα πλαίσια της δεύτερης έφεσης, να εγείρει και τους λόγους ακύρωσης που πρόβαλε και δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω επιτυχίας της συνεκδικαζόμενης προσφυγής αρ. 1663/09, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτοί συνέτρεξαν κατά την επανεξέταση.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ακύρωση της απόφασης της ΕΕΥ κατόπιν επιτυχίας της προσφυγής αρ. 1663/09 κατέστησε την προσφυγή του εφεσείοντος άνευ αντικειμένου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Έχοντας κατά νου τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της έφεσης επιδικάζουμε σε βάρος του εφεσείοντος μειωμένα έξοδα: €1.500 πλέον ΦΠΑ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/φκ
[1] Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318 και Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους (1992) 3 Α.Α.Δ. 251, Αρχή Λιμένων ν. Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, Καλλένου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 5/2011, 2.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:C66.
[2] Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.