ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C488
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 208/2012)
8 Νοεμβρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
XXXXX ΧΟΝΔΡΟΥΛΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.),
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Σόφη Νικολάου, για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
΄Ελενα Συμεωνίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αποτελεί το μέσο, διά του οποίου πολίτης, ο οποίος θεωρεί ότι έχει προσβληθεί από πράξη, απόφαση ή παράλειψη της Διοίκησης το έννομο συμφέρον του, δύναται να καταφύγει στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο για θεραπεία, ΄Αρθρο 146.1 του Συντάγματος. Προς το σκοπό αυτό, πρέπει να χρησιμοποιήσει τον τύπο αίτησης, στον οποίο παραπέμπει ο Κ. 4(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, (ο «Κανονισμός»)[1].
Στον ίδιο Κανονισμό, προβλέπεται, επίσης, ο τρόπος δικογράφησης του περιεχομένου της αίτησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Κ. 4(2)(β), αυτή δέον «να περιλαμβάνη έκθεσιν της υποθέσεως του αιτητού διαλαμβάνουσαν - (i) κατά συνοπτικόν τρόπον όλα τα ουσιώδη γεγονότα, επί των οποίων βασίζεται η τοιαύτη αίτησις, ...». Επιπρόσθετα, στον Κ. 7, αναφέρεται ότι: «΄Εκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων[2] αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.» Κάθε ένα από τα πιο πάνω μέρη της αίτησης εκτίθεται στο σημείο του εντύπου αυτής, που καθορίζεται ειδικά προς τούτο. Η χρήση του συγκεκριμένου τύπου επιβάλλεται, για σκοπούς συνοχής της διαδικασίας της προσφυγής. Η συμμόρφωση με τις, ως άνω, απαιτήσεις των εν λόγω Κανονισμών, σε ό,τι αφορά τη δικογράφηση των ουσιωδών γεγονότων και των νομικών σημείων της αίτησης, είναι απαραίτητη, προς το σκοπό να γνωρίζει η αντίθετη πλευρά, καθώς, επίσης, το ίδιο το δικαστήριο την υπόθεση του αιτητή, (βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135).
Η εφεσείουσα, ούσα η αιτήτρια πρωτοδίκως, καταχώρισε μια τέτοια αίτηση, την προβλεπομένη στον τύπο που καθιέρωσε ο Κανονισμός. Με αυτή, ζητούσε ακύρωση της απόφασης του Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών, (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), να μην της αναγνωρίσει συγκεκριμένο τίτλο σπουδών. Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., με την απόφασή του, την οποία της κοινοποίησε, την πληροφορούσε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-
«..., το Συμβούλιο αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα σας για αναγνώριση του τίτλου σπουδών σας 'Bachelor of Science' που απονεμήθηκε από το University of Teesside του Ηνωμένου Βασιλείου, ως τίτλου ισότιμου ή ισότιμου και αντίστοιχου προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, διότι όλο το πρόγραμμα δεν έχει γίνει σε αναγνωρισμένο ίδρυμα ή αξιολογημένο-πιστοποιημένο κλάδο σπουδών και, συνεπώς, δεν πληρούνται οι πρόνοιες του κανονισμού 3.-(3)(α) των Κανονισμών Κ.Δ.Π. 172/99.
Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα που υποβάλατε, η παρακολούθηση των μαθημάτων για την απόκτηση του τίτλου 'Bachelor of Science' έγινε στο Mediterranean College Θεσσαλονίκης της Ελλάδας. Το Mediterranean College Θεσσαλονίκης δεν είναι αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης από τους αρμόδιους φορείς της Ελλάδας.»
Η εφεσείουσα, διά του συνηγόρου της, εισηγήθηκε ότι η απόφαση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ήταν αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Οδηγία 36/2005, καθώς, επίσης, ότι λανθασμένα το Mediterranean College της Θεσσαλονίκης δεν τύγχανε αναγνώρισης στην Ελλάδα ως εκπαιδευτικό ίδρυμα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ο ευπαίδευτος Δικαστής του Δικαστηρίου τούτου, που επιλήφθηκε πρωτοδίκως της αίτησης της εφεσείουσας, αποφάσισε ότι δε θα εξέταζε την εισήγησή της, ανωτέρω, γιατί, όπως ανέφερε, αυτή «δεν καλύπτεται από τα νομικά σημεία και τα γεγονότα της προσφυγής». Συνεχίζοντας δε επί του ιδίου θέματος, παρατήρησε και τα εξής:-
«Στα νομικά σημεία της προσφυγής ουδεμία αναφορά γίνεται στην εν λόγω Οδηγία 36/2005 παρά μόνο μια γενική και σαφώς ανεπαρκής αναφορά ότι η απόφαση είναι αντίθετη 'με τις σχετικές Ευρωπαϊκές οδηγίες και/ή Νόμους και/ή Κανονισμούς', ενώ και το μόνο που ισχυρίζεται η Αιτήτρια στα γεγονότα της προσφυγής είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση 'είναι λανθασμένη'.»
Πράγματι, μόνο αυτά είναι που δικογραφούνται στην αίτηση, σε σχέση προς την πιο πάνω εισήγηση. Ο ευπαίδευτος Δικαστής δε, αναπτύσσοντας, περαιτέρω, την απόφασή του, δεν παρέλειψε να διαπιστώσει και το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν προέβη καν σε αναφορά στον Κανονισμό 3(3)(α) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999, (Κ.Δ.Π. 172/1999), επί του οποίου το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είχε βασίσει την απόφασή του, ούτε έκαμε αναφορά σε οποιαδήποτε άλλη σχετική νομοθετική πρόνοια. Με τους λόγους έφεσης, γίνεται παραπομπή στις αγορεύσεις εκ μέρους της εφεσείουσας, πρωτοδίκως, ως καλύπτουσες την ανεπάρκεια στη δικογράφηση της αίτησης.
Η εν λόγω αίτηση της εφεσείουσας, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, κρίθηκε, αποκλειστικά, στη βάση των απαιτήσεων του Κανονισμού, όσον αφορά τη δικογραφική της επάρκεια. Σε αυτή, διαπιστώθηκε η ύπαρξη παντελούς απουσίας αναφοράς σε νομικά σημεία και σε ουσιώδη γεγονότα. Υπήρχαν μόνο γενικές αναφορές, όπως υποδεικνύεται στο απόσπασμα από την απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, ανωτέρω, οι οποίες κρίθηκε ότι ήταν εντελώς ανεπαρκείς για σκοπούς εξέτασής της. ΄Ιδια είναι η διαπίστωση και του παρόντος Δικαστηρίου. Από την εξέταση του περιεχομένου της συγκεκριμένης αίτησης, προκύπτει, αναμφίβολα, ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση, σε οποιοδήποτε βαθμό, με τις πιο πάνω δικογραφικές πρόνοιες του Κανονισμού. Δεν ήταν δε επιτρεπτό το κενό αυτό να καλυφθεί με οποιεσδήποτε αναφορές, σχετικά, στις αγορεύσεις εκ μέρους της εφεσείουσας, (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, σελίδα 605). Επομένως, ορθώς η αίτηση απορρίφθηκε.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000,00.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ. Ψαρα-Μιλτιάδου, Δ.
/ΜΠ
[1] Είναι το έντυπο υπ' αρ. 1 του Παρατήματος στον Κανονισμό.
[2] «'έγγραφος πρότασις' συμπεριλαμβάνει αίτησιν, ένστασιν ή ανταπαίτησιν∙», (Κ. 2(1) του Κανονισμού).