ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C463
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 231/12
24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXXXX ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
--------------------
Χρ. Μιχαηλίδου (κα), για Μ. Ηλιάδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εσιαγγελέα, για Εφεσίβλητη
Στ. Παπαΐωάννου (κα) για Χριστοφή και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Ενδιαφερόμενο Μέρος
-----------------------------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Προσφυγή της Εφεσείουσας, με την οποία αιτείτο την ακύρωση της απόφασης ημερ. 19.10.2009 των Καθ' ων η Αίτηση με την οποία προήγαγαν τα τρία (3) Ενδιαφερόμενα Μέρη στην μόνιμη θέση Ανώτερου Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, αναδρομικά από 1.11.2009, απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 3.10.2012.
Με τέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Να σημειωθεί ότι τους ίδιους λόγους πρόβαλε και πρωτόδικα και απερρίφθησαν. Θα επανέλθουμε σ' αυτούς αφού πρώτα παραθέσουμε τα γεγονότα όπως αυτά εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν αμφισβητούνται.
"Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στις 17.9.2009 συνεδρίασε, κατόπιν πρότασης, της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, για την πλήρωση τριών κενών θέσεων ως η επίδικη. Επειδή επρόκειτο για θέσεις προαγωγής, αποφάσισαν να επιληφθούν της πρότασης σε επόμενη συνεδρία τους, ώστε στη συνεδρία να παραστεί και η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, στο εξής «η Διευθύντρια». Στη συνεδρία της στις 19.10.2009 η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία και τη σύσταση της Διευθύντριας υπέρ των τριών ΕΜ, κατέληξε ότι οι καταλληλότεροι υποψήφιοι για προαγωγή στην επίδικη θέση είναι τα τρία ΕΜ, στα οποία πρόσφερε προαγωγή, από την 1.11.2009."
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Με τον λόγο αυτό η Εφεσείουσα προτάσσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν απέρριψε τον λόγο ακύρωσης περί του ότι οι αξιολογήσεις της Εφεσείουσας/Αιτήτριας στις Εμπιστευτικές Εκθέσεις του 2004 και μετά έπασχαν λόγω μεροληψίας και/ή έλλειψης αντικειμενικότητας στην σύνταξη τους.
Ο λόγος αυτός συνδέεται με ένσταση που υπέβαλε η Εφεσείουσα στην ομάδα αξιολόγησης της αναφορικά με την εμπιστευτική έκθεση του 2004. Όπως εισηγείται, από την απάντηση που της δόθηκε από ένα μέλος της τριμελούς ομάδας αξιολόγησης, το βάσιμο του ισχυρισμού της φαίνεται και αποδεικνύεται διότι:
- Για την "απόδοση, διευθυντική και διοικητική ικανότητα" της δόθηκαν εξηγήσεις σε "προηγούμενες χρονιές".
- Η απάντηση κατά το μέρος που αφορούσε τους μαθητές που ανέλαβε στην Λάρνακα αναφέρετο σε άλλο χρονικό πλαίσιο, ήτοι το 2005 και όχι αυτό το οποίο αφορούσε η Έκθεση και ήταν το έτος 2004
- Έγινε αναφορά για βραδυπορία της "να μαζέψει τα πράγματα της και να μεταβεί στη Λάρνακα όπου μετατέθηκε", ενώ από τον προσωπικό της φάκελο φαίνεται ότι όταν μετατέθηκε αμέσως μετέβη στη Λάρνακα.
- Ο υπογράφων την επιστολή/απάντηση ανέφερε ότι και "μελλοντικά" θα βαθμολογείτο χαμηλά η Εφεσείουσα.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα εισηγήθηκε, αναφορικά με τις Εκθέσεις, ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα, οι αξιολογήσεις δεν αντικατοπτρίζουν τα δεδομένα της αναφερόμενης χρονιάς και δόθηκαν ατεκμηρίωτες εξηγήσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η ανεπαρκής δε έρευνα οδήγησε σε λήψη απόφασης κάτω από πλάνη, η πιθανολόγηση της οποίας είναι αρκετή για να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδικης πράξης. Είναι, περαιτέρω, η εισήγηση της ότι δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για απόδειξη των πραγματικών περιστατικών καθότι η μεροληψία των μελών της Ομάδας Αξιολόγησης, που απάντησε στην ένσταση της, φαίνεται από την ίδια την επιστολή τους ημερ. 7.3.2005 και στοιχεία των φακέλων.
Αντίθετη είναι η θέση της άλλης πλευράς η οποία εισηγήθηκε ότι η δοθείσα απάντηση στην ένσταση της Εφεσείουσας στην αξιολόγηση για το έτος 2004 δεν καταδεικνύει έλλειψη μεροληψίας και αντικειμενικότητας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το όλο θέμα ως ακολούθως:
"Η αξιολόγηση της Αιτήτριας για το 2004 πάσχει λόγω μεροληψίας και έλλειψης αντικειμενικότητας - Λόγος ακύρωσης 1
Το παράπονο της Αιτήτριας είναι ότι η εμπιστευτική έκθεση του 2004 για την ίδια ήταν πεπλανημένη και μη αντικειμενική και γι' αυτό υπέβαλε ένσταση στην ομάδα αξιολόγησης. Η απάντηση που έλαβε αποκάλυψε έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Συγκεκριμένα, ο προϊστάμενος στηρίχθηκε σε δύο στοιχεία για να δικαιολογήσει την αξιολόγηση της ομάδας, ότι:- (α) η Αιτήτρια το 2004 εξυπηρέτησε μειωμένο αριθμό μαθητών σε σύγκριση με άλλους Λειτουργούς και (β) όταν της ζητήθηκε να μετατεθεί στο γραφείο της Υπηρεσίας στη Λάρνακα, αυτή κωλυσιεργούσε. Αν και η θέση της Αιτήτριας ήταν ότι μόνο η εμπιστευτική έκθεση του 2004 δεν ήταν αντικειμενική, εντούτοις ζήτησε για λόγους που δεν εξηγεί,να μη ληφθούν υπόψη ούτε οι εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 2005 και 2006.
Οι Καθ' ων η αίτηση αρχικά ήγειραν ένσταση ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα. Αυτό ανάγκασε τη δικηγόρο της Αιτήτριας να τροποποιήσει το δικόγραφο της προσφυγής για να συμπεριλάβει ως νομικό σημείο και αυτόν το λόγο.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Ως προς το πρώτο σκέλος που αφορά στο μειωμένο αριθμό των μαθητών, μετά τις διευκρινίσεις που ζήτησε το Δικαστήριο, η κα Καλλιγέρου δεν επέμεινε εξηγώντας ότι τα όσα αναφέρθηκαν αφορούσαν σε χρόνο άλλο από αυτόν που αρχικά εξέλαβε η Αιτήτρια. Επέμεινε όμως ως προς το δεύτερο σκέλος του λόγου ακύρωσης που αφορά στη μεροληψία και έλλειψη αντικειμενικότητας από πλευράς προϊσταμένου. Ο βασικός λόγος του παραπόνου είναι ότι στην απαντητική του επιστολή στην ένσταση της Αιτήτριας, επικαλέστηκε «εξηγήσεις» που δόθηκαν σε προηγούμενα χρόνια, ενώ κάτι τέτοιο δεν επιτρεπόταν, αφού η ετήσια αξιολόγηση αφορά στο χρόνο που γίνεται. Η μεροληπτική του στάση, κατά την κα Καλλιγέρου, διαφαίνεται και από το σχόλιο στην ίδια επιστολή, ότι η κατάσταση «θα έχει και μελλοντικές αρνητικές επιπτώσεις στην αξιολόγησή της».
Σύμφωνα με το άρθρο 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), κάθε διοικητικό όργανο πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης. Η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα των φακέλων, είτε με ασφαλή συμπεράσματα από τα γεγονότα (βλ. Νεοφύτου ν. ΕΔΥ (2007) 3 ΑΑΔ 8 και Medcon Construction Co Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 441).
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συμφωνώ ότι έχει αποδειχθεί μεροληψία με τη βεβαιότητα που απαιτείται από τη νομολογία. Ως προς το πρώτο σκέλος, δεν βλέπω γιατί η αναφορά σε εξηγήσεις προηγούμενων ετών να σημαίνει κατ' ανάγκη μεροληπτική στάση. Το σημαντικό είναι ότι ο αξιολογών υιοθετεί για κάποια θέματα που θεωρεί ότι συνεχίζουν να παρουσιάζουν την ίδια εικόνα, τις εξηγήσεις που έδωσε ή τα σχόλια που διατύπωσε σε προηγούμενο χρόνο. Δεν βλέπω οτιδήποτε το μεμπτό στο να υιοθετούνται θέσεις που έχουν ήδη διατυπωθεί. Αυτό γίνεται συχνά για αποφυγή επανάληψης.
Ως προς το δεύτερο σκέλος του παραπόνου, η αναφορά του προϊσταμένου φαίνεται να έχει παρερμηνευθεί. Εκείνο που στην ουσία διατυπώνει στην επιστολή του, είναι ότι η Αιτήτρια, το 2005 που γραφόταν η επιστολή η οποία αφορούσε σε γεγονότα του 2004, συνέχιζε «να μην παρουσιάζει το αναμενόμενο για τη θέση της ενδιαφέρον και υπευθυνότητα για την τρέχουσα χρονιά, κατάσταση που θα έχει και μελλοντικές επιπτώσεις στην αξιολόγησή της». Δεν βλέπω από πού μπορεί να στοιχειοθετηθεί μεροληψία. Εκείνο που σαφώς εννοούσε ο Προϊστάμενος, δίδοντας καλόπιστα την πιο πάνω προειδοποίηση, είναι ότι αν το ενδιαφέρον της συνεχίσει να είναι μειωμένο, τότε θα συμβεί το προφανές, ότι δηλαδή θα έχει τα ίδια αποτελέσματα και επιπτώσεις."
Για σκοπούς παρουσίασης ολοκληρωμένης εικόνας είναι ορθό και δίκαιο πιστεύουμε, να εκτεθεί και το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 7.3.2005 που δόθηκε σε απάντηση επιστολής του δικηγόρου της Εφεσείουσας και η οποία απευθύνετο σε δύο Λειτουργούς, αυτόν που απάντησε και ακόμη ένα. Η επιστολή/ένσταση του δικηγόρου της Εφεσείουσας αναφέρετο στην "αξιολόγηση για την υπηρεσιακή έκθεση της για το έτος 2004" μόνο και ζητούσε την αναθεώρηση της. Παραθέτουμε την απάντηση:
"Δικηγορικό Γραφείο
Ανδρέας Σίμου Αγγελίδης
Κύριε
ΘΕΜΑ: Ετήσια Υπηρεσιακή Έκθεση αξιολόγησης της XXXXX Γιαννακού Κωνσταντινίδου, Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου Α', Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού
Η Επιτροπή Αξιολόγησης της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας ύστερα από προσεκτική μελέτη της επιστολής σας» κρίνει πως η Κα XXXXX Γιαννακού Κωνσταντινίδου ορθά αξιολογήθηκε για το 2004.
Σ' ό,τι αφορά τους τομείς (2) «απόδοση» και (8) «διευθυντική διοικητική ικανότητα» δόθηκαν εξηγήσεις σε προηγούμενες χρονιές για τη μείωση τους.
Για τον τομέα (3) «υπηρεσιακό ενδιαφέρον», η αξιολόγηση μειώθηκε δικαιολογημένα το 2004. Από τα πολλά θέματα στα οποία η πελάτιδά σας έδειξε μειωμένο ενδιαφέρον αναφέρω ενδεικτικά δύο:
• Ο αριθμός των μαθητών που εξυπηρετήθηκαν από την Κα XXXXX Γιαννακού Κωνσταντινίδου ήταν, συγκριτικά με τους υπόλοιπους Λειτουργούς, αισθητά μειωμένος,
• Όταν της ζητήθηκε από την Υπηρεσία να μετατεθεί στο Επαρχιακό Γραφείο της Λάρνακας-Αμμοχώστου χρειάστηκε δύο ολόκληρους μήνες για να μαζέψει και ετοιμάσει τα πράγματά της και άλλους δύο για να τα τακτοποιήσει στο γραφείο της Λάρνακας. Χρειάστηκε βέβαια για τούτο η παρέμβαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας. Τα πιο πάνω δεν είναι μόνο γνωστά στην Επιτροπή Αξιολόγησης αλλά και στο σύνολο των Λειτουργών της Υπηρεσίας.
Πρέπει επίσης να σας αναφέρω πως η πελάπδά σας συνεχίζει να μην παρουσιάζει το αναμενόμενο για τη θέση της ενδιαφέρον κα υπευθυνότητα για την τρέχουσα χρονιά, κατάσταση που θα έχει και μελλοντικά αρνητικές επιπτώσεις στην αξιολόγησή της. Για παράδειγμα, οι οδηγίες της Διεύθυνσης της Υπηρεσίας προς αυτήν είναι ανάμεσα στ' άλλα της καθήκοντα να έχει προσωπική ευθύνη για πέραν των 2,000 μαθητών, αυτή ενέγραψε στο όνομα της μόνο 770, εκ των οποίων οι 620 μαθητές φοιτούν στο ίδιο σχολείο. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως οι παραπομπές από το συγκεκριμένο σχολείο δόθηκαν σ' άλλους Λειτουργούς του γραφείου της αντί να τους εξυπηρετήσει η ίδια.
Με εκτίμηση
Μιχάλης Ιωάννου
Προϊστάμενος
Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας
(για την Επιτροπή Αξιολόγησης)"
Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα τέθησαν ενώπιον μας και είμαστε της γνώμης ότι ορθά αντιμετώπισε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η απάντηση στην ένσταση ότι δηλαδή "για τους τομείς (2) 'απόδοση' και (8) 'διευθυντική διοικητική ικανότητα' δόθηκαν εξηγήσεις σε προηγούμενες χρονιές για την μείωση τους" αφορούσε την παρατήρηση του δικηγόρου της Εφεσείουσας στην παράγρ. 3 της επιστολής του.
"3. Για ότι αφορά το σημείο 2 και 8, αναφέρω απλά ότι είναι παράδοξο το γεγονός, ότι παρ' όλο που έχει εργασθεί για πολλά χρόνια η πελάτισσα μου στην Υπηρεσία, επιδεικνύοντας όρεξη και ζήλο για εργασία, προσφέροντας τις γνώσεις της και το προσωπικό της ενδιαφέρον, παρατηρείται μια σταδιακή μείωση της αξιολόγησης της τα τελευταία τρία χρόνια από εξαίρετα σε πολύ ικανοποιητικά και αυτό δεν μπορεί παρά να δημιουργεί υποψίες για αλλότρια ή/και τιμωρητική (για άγνωστους πάντα λόγους) καταδίωξη της πελάτισσα μου."
Η απάντηση ως άνω δεν είχε καμία σχέση με την αξιολόγηση της Εφεσείουσας για το έτος 2004. Αυτό είναι εμφανές από το όλο περιεχόμενο - απάντηση ημερ. 7.3.2005.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον αριθμό μαθητών που ανέλαβε η Εφεσείουσα. Για το έτος 2004 που αφορούσε η Έκθεση/Αξιολόγηση και ένσταση δεν αμφισβητήθηκαν από την Εφεσείουσα. (βλ. παράγρ. 4 της απάντησης ημερ. 7.3.2005). Εκείνο που αμφισβητήθηκε ήταν ο αριθμός των μαθητών που ανατέθηκαν στην Εφεσείουσα το 2005. Αυτό όμως δεν αποτελούσε μέρος της αξιολόγησης του 2004 και πολύ ορθά η συνήγορος της Εφεσείουσας δεν επέμενε επ' αυτού του θέματος πρωτοδίκως. (βλ. σχετικά και το πρακτικό ημερ. 3.4.12.)
Όσον αφορά την κατ' ισχυρισμό βραδυπορία της να μεταβεί στην επαρχία Λάρνακας όπου είχε μετατεθεί από 3.1.2005, παρατηρούμε αφενός ότι από τον προσωπικό της φάκελο (Τεκμ. 1Α και 1Β) δεν προκύπτει κάτι τέτοιο όπως δεν προκύπτει και το αντίθετο: ότι δηλαδή μετέβη αμέσως όπως είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της.
Τέλος, όσον αφορά το τέταρτο πραγματικό υπόβαθρο που τέθηκε ότι δηλαδή η Εφεσείουσα θα βαθμολογείτο χαμηλά και μελλοντικά, με όλο το σεβασμό προς την ευπαίδευτο συνήγορο δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Απομονώνεται η σχετική φράση προκειμένου να δοθεί η σημασία που επιθυμεί η Εφεσείουσα παραγνωρίζοντας το υπόλοιπο κείμενο που την περιβάλλει και δίδει μια εντελώς άλλη διάσταση, αυτήν που αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του. Η σχετική αναφορά γίνεται στην επιστολή ημερ. 7.3.2005, το πλήρες κείμενο της απάντησης ήδη κατεγράφη νωρίτερα στην απόφαση μας.
Με δεδομένα τα πιο πάνω θα εξετάσουμε την εισήγηση για μεροληψία και έλλειψη αντικειμενικότητας από πλευρά του συλλογικού οργάνου της ομάδας αξιολόγησης.
Στην Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 526 αναφέρεται:
"...... ισχυρισμοί περί έλλειψης αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύονται και η προβολή τέτοιων ισχυρισμών στην αγόρευση του αιτητή δεν είναι αρκετοί (βλέπε μεταξύ άλλων Soteriadou & Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921, Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28 και Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636, για να περιοριστούμε μόνο στις αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται το πρωτόδικο δικαστήριο).
Στην υπόθεση Κοντεμενιώτης ν. C.B.C (1982) 3 Α.Α.Δ. 1027 αποφασίστηκε ότι η τεταμένη σχέση μεταξύ ιεραρχικά ανώτερου και κατώτερου υπαλλήλου που βασίζεται σε αξιολόγηση ή κρίση για την απόδοση του τελευταίου, μπορεί να μην είναι αρεστή αλλά δεν θεμελιώνει προκατάληψη. Εξ άλλου, στην υπόθεση Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 176, τονίστηκε ότι η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που παρουσιάζονται στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων. Η σύνταξη μη ευνοϊκής εμπιστευτικής έκθεσης δεν θεωρείται από μόνη της ως ικανοποιητική απόδειξη έλλειψης αμεροληψίας (Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, 449). Ούτε η ύπαρξη τεταμένων σχέσεων μεταξύ προϊστάμενου και υπαλλήλου που προέρχονται από την εργασιακή τους σχέση και που πηγάζουν από την κακή εντύπωση που ο προϊστάμενος σχημάτισε για τις υπηρεσίες ή τη συμπεριφορά του υφιστάμενου του, μπορούν να θεμελιώσουν προκατάληψη."
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκε η Εφεσείουσα προκειμένου να υποστηρίξει την εισήγηση της για μεροληψία εκ μέρους του διοικητικού οργάνου, δεν στηρίζεται με ικανοποιητική βεβαιότητα. Ούτε επί γεγονότων που παρουσιάζονται στους σχετικούς υπηρεσιακούς φακέλους, αλλά ούτε σε ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξεχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων. Όλα όσα εισηγείται η Εφεσείουσα στηρίζονται σε υποθέσεις, αβάσιμους συλλογισμούς και αβάσιμα δικά της συμπεράσματα της. Η προειδοποίηση προϊσταμένου για μελλοντικές επιπτώσεις στην αξιολόγηση υπαλλήλου βασιζόμενη στο παρατηρούμενο μειωμένο ενδιαφέρον του εργοδοτούμενου, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτός ήταν προκατειλημμένος στην ετοιμασία εκθέσεων προηγουμένων ετών για τον συγκεκριμένο υπάλληλο.
Ο πρώτο λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Με το λόγο αυτό η Εφεσείουσα εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε όταν απέρριψε το λόγο ακύρωσης ότι δεν υπήρχε πρακτικό του συλλογικού οργάνου της Ομάδας Αξιολόγησης και αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει σε ακύρωση την απόρριψη της ένστασης και την αξιολόγηση του 2004.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι ενόψει του ότι στον υπηρεσιακό φάκελο δεν υπάρχει πρακτικό συνεδρίασης της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν υπάρχει κατά συνέπεια και απόφασή της. Η αναφορά του ενός μέλους για απόφαση της Επιτροπής και υπογραφή της απαντητικής επιστολής μόνο από το ένα μέλος δεν είναι αρκετά.
Αντίθετη ήταν η εισήγηση της άλλης πλευράς η οποία υποστηρίζει την πρωτόδικη κρίση επί του θέματος ως ορθή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο περιεχόμενο της απαντητικής επιστολής ότι ουσιαστικά η Επιτροπή προχώρησε σε προσεκτική μελέτη της επιστολής του δικηγόρου της Εφεσείουσας και ότι αυτή υπογράφετο από τον Πρόεδρο της Επιτροπής "για την Επιτροπή Αξιολόγησης" απέρριψε το λόγο ακύρωσης.
Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προσθέτουμε στα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η απάντηση που δόθηκε από την ομάδα αξιολόγησης είναι σε συμφωνία με τον Κανονισμό 10 των Περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990 έως 1999.
Επιπρόσθετα αναφέρουμε ότι η εξέταση του λόγου αυτού ουδεμία χρησιμότητα προσφέρει ενόψει του γεγονότος ότι η ΕΔΥ που είναι το Όργανο το οποίο απεφάσισε την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών αντί της Εφεσείουσας, με απόφαση του ημερ. 1.7.2005 αφού εξέτασε το όλο θέμα, που εγείρεται με τον λόγο έφεσης υπό εξέταση, έκρινε ότι η ετήσια Υπηρεσιακή Έκθεση για το 2004 της Εφεσείουσας "έγινε καθαρά νόμιμα, σύμφωνα με τους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμούς του 1990 έως 1999 και επομένως λαμβάνεται ως έχει". Περαιτέρω αναφέρει τα ακόλουθα:
"Η Επιτροπή παρατήρησε ότι δόθηκε στην υπάλληλο η ευκαιρία να υποβάλει τις παραστάσεις της προς την Ομάδα Αξιολόγησης και ότι έτυχαν απάντησης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 των πιο πάνω Κανονισμών... "
(βλ. Τεκμ. 18, Ερυθρό 46Α, 46Β)
Η άνω απόφαση της ΕΔΥ δεν προσεβλήθη με την αίτηση ακύρωσης και συνεπώς καθίσταται αντινομικό και αλυσιτελές θέμα η εξέταση οτιδήποτε άλλου.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 2 απορρίπτεται.
ΤΡΙΤΟΣ ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Σύμφωνα με τον τρίτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και/ή επλανήθη όταν αποφάσισε να απορρίψει το λόγο ακυρώσεως ότι έπασχε πολυσχιδώς η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Ο τέταρτος λόγος έφεσης συνδέεται με τον τρίτο και προβάλλεται ότι για τους ίδιους λόγους που έπασχε η σύσταση της Διευθύντριας, έπασχε και η απόφαση της ΕΔΥ, η οποία και υιοθέτησε και έδωσε ίδια αιτιολογία.
Η Εφεσείουσα εισηγείται ότι η σύσταση έπασχε για πέντε λόγους, ήτοι:
(α) Λήφθηκαν υπόψη απόψεις όχι μόνο των άμεσα Προϊσταμένων της, αλλά και συνεργατών τους πράγμα το οποίο είναι εξωγενές, απαράδεκτο και παράνομο.
(β) Κατά πλάνη η υπεροχή σε αξία του Ενδιαφερόμενου Μέρους (Σισμάνη) χαρακτηρίστηκε ως "σημαντική" και "έκδηλη" όταν στις επιμέρους βαθμολογίες των τελευταίων ετών η διαφορά ήταν ένα ή δύο εξαίρετα κατ' έτος.
(γ) Πλάνη της Γενικής Διευθύντριας ως προς τα "πρόσθετα" προσόντα του Ενδιαφερόμενου Μέρους, Σισμάνη, και την υπεροχή τους.
(δ) Πλάνη ως προς την αξία της. Δεν προσμέτρησε καθόλου η υπεροχή της (Εφεσείουσας) σε πείρα που επαυξάνει την αξία. Η υπεροχή της σε πείρα τόσο στην προηγούμενη θέση, όσο και στην υπηρεσία από το 1979 αποσιωπήθηκαν.
(ε) Πλάνη ως προς την πείρα και αρχαιότητα της, η οποία διορίστηκε σε έκτακτη βάση το 1979 και ακολούθως το 1985 σε μόνιμη θέση.
Η άλλη πλευρά απορρίπτει όλα τα πιο πάνω και εισηγείται ότι η σύσταση της Διευθύντριας είναι πλήρως εναρμονισμένη με τα στοιχεία των φακέλων και συνεπώς έγκυρη και νόμιμη. Η σύσταση διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις διαχρονικές αρχές της νομολογίας μας. Υποστήριξε δε ως απόλυτα ορθή την πρωτόδικη απόφαση.
Η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας ήταν ως ακολούθως:
«Προκειμένου να προβώ σε σύσταση, είχα προσωπικές επαφές με τους άμεσα Προϊσταμένους των τεσσάρων υποψηφίων και πήρα πληροφορίες σχετικά με την επίδοση, απόδοση και την εν γένει προσφορά τους στην υπηρεσία, καθώς και την καταλληλότητα της καθεμιάς να αναλάβει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.
Οι τέσσερις υποψήφιες ικανοποιούν όλες τις απαιτούμενες από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρόνοιες.
Προς την κατεύθυνση διατύπωσης συστάσεων, πραγματοποίησα επαφές με τους προϊσταμένους των υποψήφιων και συνεργάτες τους και πήρα πληροφορίες σχετικά με την επίδοση, την απόδοση, την αποτελεσματικότητα και την εν γένει προσφορά τους στην υπηρεσία, καθώς και την καταλληλότητα της κάθε μιας να αναλάβει τα καθήκοντα της θέσης που θα πληρωθεί. Επίσης, μελέτησα τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.
Από τις πιο πάνω επαφές και από τη μελέτη των Φακέλων, διαπίστωσα ότι οι τέσσερις υποψήφιες κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, δηλαδή έχουν τριετή υπηρεσία στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου Α΄.
Αφού έλαβα υπόψη όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία, δηλαδή τα στοιχεία στους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και τις πληροφορίες που εξασφάλισα, καθώς και το σύνολο των θεσμοθετημένων κριτηρίων, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, σε σχέση με τα καθήκοντα, τις ευθύνες και τις απαιτήσεις της προς πλήρωση θέσης, συστήνω για προαγωγή στις τρεις κενές θέσεις Ανώτερου Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου τις Καψάλη-Ιακώβου XXXXX, Ηλιάδου-Χατζηλούκα XXXXX και Σισμάνη XXXXX.
Οι τρεις πιο πάνω υποψήφιες συστήνονται ως οι καταλληλότερες για προαγωγή για τους ακόλουθους λόγους:
Η Καψάλη-Ιακώβου XXXXX υπερτερεί σε αξία της μη συστηθείσας Γιαννακού XXXXX, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων. Κατέχει επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, και συγκεκριμένα μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών M.Sc. in Occupational Psychology, προσόν το οποίο, αν και είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, του απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα. Όσον αφορά την αρχαιότητα, η συστηνόμενη υστερεί έναντι της Γιαννακού μόνον ως προς την ημερομηνία γέννησης, που είναι στοιχείο χαμηλής σημασίας.
Η Σισμάνη XXXXX υπερτερεί σε αξία της μη συστηθείσας Γιαννακού XXXXX, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση στις αξιολογήσεις των τεσσάρων από τα πέντε τελευταία έτη, για τα οποία υπάρχουν κοινές αξιολογήσεις. Κατέχει επιπρόσθετα υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, αφού διαθέτει Διδακτορικό τίτλο σπουδών (Ph.D. in Professional Studies). Σημείωσα δε ότι η διδακτορική διατριβή της με τίτλο "Female Delinquency in Secondary Schools, Trauma and Depression Precipitating Female Delinquency and the Role of Ethnic Identity in Cyprus", που αποτελεί έρευνα - δράση, έχει πλήρη συνάφεια με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης. Τα πρόσθετα αυτά ακαδημαϊκά προσόντα, όμως, δεν απαιτούνται, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, τους έδωσα την ανάλογη βαρύτητα. Όσον αφορά την αρχαιότητα, η συστηνόμενη υστερεί έναντι της Γιαννακού κατά δύο χρόνια περίπου στην παρούσα θέση, στοιχείο που δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη σημαντική υπεροχή της επιλεγείσας σε αξία.
Σ' ό,τι αφορά τη Γιαννακού, σημειώνω ότι υστερεί σημαντικά σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, έναντι και των τριών ανθυποψηφίων της για τα χρόνια που υπάρχουν κοινές αξιολογήσεις. Κατέχει επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα και συγκεκριμένα διαθέτει, Maitrise Ψυχολογίας και D.E.S.S. με τίτλο Marketing Quantitatif, τα οποία είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτούνται, όμως, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, τους απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα. Η Γιαννακού υπερτερεί σε αρχαιότητα των ανθυποψηφίων της και συγκεκριμένα υπερέχει έναντι των Καψάλη-Ιακώβου και Ηλιάδου-Χατζηλούκα, μόνον όμως όσον αφορά στην ημερομηνία γέννησης, που είναι στοιχείο χαμηλής σημασίας, της Σισμάνη κατά δύο χρόνια περίπου στην παρούσα θέση. Επιπλέον, έναντι της Ηλιάδου-Χατζηλούκα η Γιαννακού υπερτερεί και σε προσόντα, τα οποία, αν και σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτούνται ούτε αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και στα οποία απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα, δεν μπορούν, όμως, κατά τη γνώμη μου να υπερσκελίσουν την έκδηλη υπεροχή και των τριών ανθυποψηφίων της σε αξία.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας είναι σύμφωνη με τα νομολογηθέντα και απέρριψε τα παράπονα της Εφεσείουσας.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
Στη Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Οι συστάσεις του Προϊσταμένου ενός Τμήματος αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως. Σε περίπτωση που η Ε.Δ.Υ. αποφασίσει να μη ακολουθήσει τις συστάσεις πρέπει να καταγράψει καθαρά στο πρακτικό της τους λόγους. Αυτό επιβάλλεται για την προστασία των νομίμων δικαιωμάτων των υποψηφίων, δυνάμει του άρθρου 151 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 146 (Βλ. Theodossiou v. Republic, 2 R.S.C.C. 44, 48, Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, HadjiConstantinou & Others v. Republic (1973) 3 C.L.R. 65, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοσμά, Α.Ε. 1608/17.6.96, Δημοκρατία ν. Χριστούδη, Α.Ε. 1636/21.6.96, Κέντα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1576/30.10.96).
Στην Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501, επεξηγείται ότι η ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη οι συστάσεις του προϊσταμένου του Τμήματος εκφράζεται στο άρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1967 (Ν 33/67). Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του προϊσταμένου του Τμήματος στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι, κατά τη διαδικασία της επιλογής, η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Περαιτέρω ο προϊστάμενος ενός Τμήματος βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλέψει επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του.
Ο Προϊστάμενος μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές όπως είναι η περίπτωση πληροφοριών από Προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί σε συστάσεις (Βλ. Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, 388)."
Εξετάσαμε με κάθε δυνατή προσοχή όλα τα στοιχεία ενώπιον μας και σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρούμεν ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας είναι σύμφωνη με τα όσα η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθιέρωσε. Σ' αυτή γίνεται από τη Γενική Διευθύντρια σύγκριση των τεσσάρων υποψηφίων για προαγωγή και ακολούθως η σύσταση της. Την στήριξε στις ενώπιον της αξιολογήσεις, εμπιστευτικές εκθέσεις, προσόντα των υποψηφίων και αρχαιότητα. Η προτίμηση της δε για το Ενδιαφερόμενο Μέρος ευρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τα στοιχεία των φακέλων. Υπενθυμίζουμε ότι και τα τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη υπερτερούσαν σε αξία, τα δύο Ενδιαφερόμενα Μέρη (Καψάλη και Σισμάνη) υπερτερούσαν σε προσόντα ενώ το τρίτο Ενδιαφερόμενο Μέρος (Ηλιάδου) υπερτερούσε σε προσόντα έναντι της Εφεσείουσας πλην όμως αυτά "αν και σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης δεν απαιτούνταν ούτε αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας". Η Εφεσείουσα υπερτερούσε σε αρχαιότητα αναφορικά με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (Καψάλη και Ηλιάδου) μόνο ως προ της ημερομηνία γέννησης και κατά δύο έτη όσον αφορά το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σισμάνη. Καταλήγουμε, συνεπώς, ότι η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας ήταν καθόλα ορθή, δίκαιη, επαρκής και σε συμφωνία με τα όσα η νομολογία μας καθιέρωσε. Η αιτιολογία δε της Καθ' ης η Αίτηση πλήρως εμπεριστατωμένη και ορθή.
Οι λόγοι Έφεσης 3 και 4 απορρίπτονται.
Διά τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.,
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/γκ