ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C462
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 181/12]
(Υπόθεση Αρ. 1047/10)
24 Οκτωβρίου, 2018
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXXXX REYES
Εφεσείουσα/Aιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η Αίτηση
---------
Α. Καρεκλάς, για Εφεσείουσα.
Λ. Λάμπρου Ουστά (κα), ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους.
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, με καταγωγή από τις Φιλιππίνες, ήρθε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 30.6.1993. Της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 31.12.1994, για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός. Ακολούθως, εργάστηκε κατόπιν σχετικής άδειας, σε οικογένειες διαφόρων ξένων διπλωματών που διέμεναν στη Δημοκρατία, ανάμεσα στις οποίες και στην Ελληνική Πρεσβεία.
Στις 24.6.2004, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, δυνάμει του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002 (ο Νόμος), όπως τροποποιήθηκε.
Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος, υιοθετώντας την αρνητική θέση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (η Διευθύντρια), απέρριψε την αίτηση.
Η εισήγηση της Διευθύντριας, ως φαίνεται, μορφοποιήθηκε στη βάση της θετικής εισήγησης του Επάρχου Λευκωσίας, της αρνητικής τοποθέτησης του υπεύθυνου του Κλιμακίου του Τμήματος Αλλοδαπών Λευκωσίας και του διοικητή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), όπως ενσωματώθηκαν στο σημείωμα της, η οποία καταληκτικά εισηγήθηκε τα ακόλουθα:
«8. Μετά από μελέτη του σχετικού φακέλου, διαφαίνεται ότι η σχέση της αιτήτριας με την Δημοκρατία είναι καθαρά εργασιακή και μάλιστα σε προσωρινή βάση, εφόσον δεν έχει οποιοδήποτε άλλο δεσμό με την Κύπρο. Είμαι της άποψης ότι η ικανοποίηση και μόνο των, κατά Νόμο, ελάχιστων χρονικών προσόντων / απαιτήσεων δεν μπορεί να δικαιολογήσει την έγκριση της αίτησης αφού θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και άλλοι παράγοντες όπως το όφελος ή και επιβάρυνση που πιθανόν να έχει το κράτος καθώς και αν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον. Πέραν τούτου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η αιτούσα, λόγω της προσωρινότητας της φύσης της εργασίας της, αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας της Ε.Ε. για το καθεστώς των επί μακρόν διαμενόντων και κατά τη γνώμη μου τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι λογικό να αναμένουν να καταστούν πολίτες της Δημοκρατίας, όταν δεν πληρούν τις προϋποθέσεις να αποκτήσουν πρώτα καθεστώς μόνιμης διαμονής εδώ.
9. Βάσει των πιο πάνω και αφού έλαβα υπόψη μου τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης, γίνεται εισήγηση όπως απορρίψετε την αίτηση της για Πολιτογράφηση της ως πολίτιδας της Κυπριακής Δημοκρατίας.»
Με τέσσερις λόγους έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η προσβαλλόμενη απόφαση: ως αναιτιολόγητη, για συντρέχουσα πλάνη περί τον Νόμο και/ή περί τα πράγματα, ως προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και/ή δέουσας έρευνας, ως παραβιάζουσα την αρχή της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και τέλος, ότι η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση κάθε νομοθετικής αρχής που αφορά τα προσόντα για πολιτογράφηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας καταρχάς τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας, που δεν απασχολεί για σκοπούς της έφεσης, κατέληξε ως ακολούθως:
«Ούτε οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της αιτήτριας ευσταθούν. ΄Οπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και, ειδικότερα, από τις γραπτές Εκθέσεις των αρμοδίων τμημάτων, που τέθηκαν ενώπιον του Υπουργού, η έρευνα, η οποία έγινε, ήταν επαρκής. Σημασία είχε η άποψη της Διευθύντριας ότι η σχέση της αιτήτριας με τη Δημοκρατία ήταν καθαρά εργασιακή και, μάλιστα, σε προσωρινή βάση, γεγονός που την απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου του 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες - (βλ. Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29) - οπόταν δε θα ήταν λογικά αναμενόμενο, κατά την άποψή της, αυτή, ως πρόσωπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την απόκτηση του καθεστώτος της πιο πάνω Οδηγίας να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας με πολιτογράφηση. Η εξέταση, βέβαια, της περίπτωσης έγινε στα πλαίσια του ΄Αρθρου 111 του Νόμου, για το οποίο η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 74/08, 26/1/11, ανέφερε τα εξής:-
«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης. Η παραχώρηση πολιτογράφησης είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. ΄Ετσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος.»
Ούτε η εξέταση της υπόθεσης φαίνεται να έγινε κατά τρόπο αντίθετο με την καλή πίστη και τη χρηστή διοίκηση, η δε αιτιολογία της συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας είναι φανερό ότι στηρίχτηκε στο σκοπό της άφιξής της και στην προσωρινή μορφή της εδώ παραμονής της.»
Όπως απερρίφθη και ο ισχυρισμός περί πλάνης της διοίκησης περί τα πράγματα ή κακοπιστία. Θεώρησε το Δικαστήριο επί του προκειμένου, ότι οι αντίθετες απόψεις του Επάρχου και του διοικητή του Κλιμακίου Αλλοδαπών, αναφορικά με την προσαρμογή της εφεσείουσας με τα ήθη και τα έθιμα της Κύπρου, δεν στοιχειοθετούν πλάνη ή κακοπιστία.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111 του Νόμου και την ισχύουσα νομολογία, παρέχεται σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση - το οποίο όμως δεν είναι απόλυτο - εφόσον ικανοποιήσει τον Υπουργό Εσωτερικών ότι συντρέχουν στην περίπτωση του οι προϋποθέσεις του Νόμου: Amer (ανωτέρω), την οποία παραθέτει προς υποστήριξη της κατάληξης του και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα προσόντα που απαιτούνται για πολιτογράφηση καθορίζονται στον «Τρίτο Πίνακα» του Νόμου.
Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων, δεν οδηγεί βεβαίως αυτομάτως και άνευ ετέρου σε έγκριση. Εκτός από τη βούληση του ατόμου, η οποία εκφράζεται με την υποβολή αίτησης, απαιτούμενο στοιχείο είναι και η έκφραση κυρίαρχης βούλησης της πολιτείας που δύναται να προσδώσει την ιθαγένεια. Συνεπώς, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου. Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής, βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126. Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα. Εντός του εν λόγω πλαισίου, εντάσσεται και φυσικά δεν αναιρείται, η υποχρέωση καλόπιστης εξέτασης του αιτήματος και διεξαγωγή δέουσας έρευνας.
Ο ασκών την εξουσία, δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα, όταν η απόφαση του στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής. Εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 307).
Tο τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Από τα στοιχεία του φακέλου τα οποία, κατά το Δικαστήριο, συμπληρώνουν την αιτιολογία, έκδηλα προκύπτει ότι υπήρχαν στοιχεία που έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης και όχι μόνο. Υπήρχαν στοιχεία τα οποία αγνοήθηκαν παντελώς ή καταγράφησαν κατά τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του φακέλουˑ όπως ότι η εφεσείουσα εργάστηκε στην Ελληνική πρεσβεία ως μέλος βοηθητικού προσωπικού, και μάλιστα σε δύο χρονικές περιόδους, οπότε θα έπρεπε ενδεχομένως να διερευνηθεί περαιτέρω το θέμα των γνώσεων της στην Ελληνική. Ότι η αδελφή της, όπως προκύπτει από το φάκελο, XXXXX Μικελλίδου, πολίτις της Κυπριακής Δημοκρατίας, διαμένει με τον Ελληνοκύπριο σύζυγο της στην Κύπρο. Η υποκειμενική τελική τοποθέτηση της Διευθύντριας, ότι η εφεσείουσα «δεν έχει οποιοδήποτε άλλο δεσμό με την Κύπρο» δεν αντανακλά την αληθινή κατάσταση πραγμάτων.
Άλλωστε, η διαπίστωση ότι η εφεσείουσα ως αλλοδαπή δεν έχει δεσμούς με τον τόπο, είναι κρίση που δύναται να αποδοθεί σε κάθε αλλοδαπό. Στην υπό κρίση περίπτωση, όχι μόνο δεν αναφέρεται οτιδήποτε στην επιστολή της Διευθύντριας που να δικαιολογεί τη διαπίστωση, αλλά αντιθέτως δεν αποκαλύπτεται και ως στοιχείο δυνάμενο να επιδράσει στη μόρφωση της τελικής απόφασης ο συγγενικός δεσμός με την αδελφή της. Ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου είναι αβάσιμος. Οι αναφορές των αρμοδίων είναι γενικές και αόριστες. Εν πάση περιπτώσει η εν λόγω αρχή δεν αποτελεί πανάκεια για να καλύψει κάθε κενό. Η αιτιολογία αποτελεί εχέγγυο σύννομης άσκησης της διοίκησης αποκλείοντας την αυθαιρεσία. Η κρίση ότι «δεν συντρέχει ουσιαστικός λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση» και «δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο» πάσχει από αοριστία.
Σε κάθε περίπτωση οι αρχές του διοικητικού δικαίου υποβάλλουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των συναφών ουσιωδών γεγονότων. Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ποικίλει αναλόγως με το υπό εξέταση ζήτημα. Η έκταση που θα της προσδοθεί και η μορφή που θα πάρει η έρευνα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η διερεύνηση των ουσιωδών θεμάτων τα οποία παρέχουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα συνιστούν το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας έρευνας ως πλήρους. Η δε επάρκεια της ελέγχεται ως προς τη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το υπό εξέταση ζήτημα (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100).
H υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, το οποίο επεμβαίνει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594).
Για τη διαπίστωση πλάνης περί τα πράγματα: «.απαιτείται αντικειμενική ανυπαρξία των εφ΄ ων η πράξις ερείδεται πραγματικών περιστατικών και προϋποθέσεων: 2134 (52) διαπιστούμενη άνευ του στοιχείου της υποκειμενικής κρίσης: 1089 (46). Δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα οσάκις η Διοίκησις εκτιμά κατ΄ ουσία διάφορα, και αντιφατικά στοιχεία, ων η στάθμισις δύναται κατ΄ αρχήν να οδηγεί και εις το συμπέρασμα εις ο ήχθη η Διοίκησις. Τοιαύτη εκτίμησις δεν ελέγχεται κατ΄ ουσίαν εν τη ακυρωτική δίκη (βλ. και 1474 (56)).» (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σ. 268).
Τούτου δοθέντος, εμφιλοχώρησε πλάνη στην απόφαση της καθ΄ ης ως προς τα πράγματα, με αποτέλεσμα η απόφαση να πάσχει: Διαφορετική ενδεχομένως να ήταν η απόφαση, αν τα εν λόγω στοιχεία εντάσσονταν στην όλη εικόνα και απορρίπτονταν αιτιολογημένα. Εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση το Δικαστήριο να εκτιμήσει σε ποιο βαθμό η πλάνη επηρέασε τη λήψη της απορριπτικής απόφασης, Ζένιος v. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1181, 1183 και 1184, Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Αμπελ. Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, 235.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς για έλλειψη δέουσας και/ή περαιτέρω, υπό τις περιστάσεις, ενδεδειγμένης έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €2.000 έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/φκ