ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Kαραγιώργης Aνδρέας και ’λλος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1669
Kυπριακή Δημοκρατία και ’λλη ν. Aντώνη Bασιλειάδηκαι ’λλων (Aρ. 1) (2006) 3 ΑΑΔ 297
Δημητριάδου Αννίτα ν. Γλαύκου Καριόλου και ’λλων (2015) 3 ΑΑΔ 274, ECLI:CY:AD:2015:C395
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 115/1990 - Ο περί Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμος του 1990
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:C429
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
3 Οκτωβρίου, 2018
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες
XXXXX ΚΑΤΣΟΥΡΗ
Eφεσείουσα/αιτήτρια
Και
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
- - - - - - - -
Α.Σ.Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα,
Ν.Κλεάνθους, (κα), για Χρ.Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσίβλητο
-------- ----------- --------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
-------- ----------- -------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ως αιτήτρια προσέβαλε απόφαση του εφεσίβλητου/καθ΄ου η αίτηση η οποία της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 11.5.2010. Η απόφαση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο του διορισμού της εφεσείουσας ως Γενικής Διευθύντριας. Το παράπονο της τελευταίας εστιάζετο, δυνάμει της ως άνω προσφυγής, στο ότι ο εφεσίβλητος αντί να την επαναφέρει στη θέση Διευθυντή Τουρισμού στον Οργανισμό (θέση που κατείχε πριν τον ακυρωθέντα διορισμό), τερμάτισε τις υπηρεσίες της θεωρώντας ότι δεν ανήκει στον ΚΟΤ όπου υπηρετούσε, πριν την ακυρωθείσα απόφαση.
Πρέπει να δοθεί ένα σύντομο ιστορικό των επιδίκων γεγονότων. Η εφεσείουσα εργαζόταν στον ΚΟΤ από το 1985 και από το 1990 είχε προαχθεί στη θέση Διευθύντριας Τουρισμού. Με απόφαση του εφεσίβλητου Οργανισμού και έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 12.12.2006 η εφεσείουσα διορίστηκε στη θέση Γενικής Διευθύντριας. Γι΄αυτό το σκοπό υπεγράφη από τους διαδίκους σύμβαση εργοδοσίας 5ετούς διάρκειας με λήξη την 26.2.2012. Να σημειωθεί επίσης ότι η εφεσείουσα με επιστολή της ημερ. 26.2.2007 δήλωσε την παραίτηση της από τη θέση Διευθύντριας Τουρισμού και αποδέχθηκε το διορισμό της στη θέση της Γενικής Διευθύντριας.
Εναντίον του διορισμού της καταχωρήθηκαν προσφυγές οι οποίες συνεκδικάστηκαν (προσφυγές αρ. 593/07 και 613/07) και εξεδόθη η ως άνω ακυρωτική απόφαση ημερ. 10.5.2010. Είναι δυνάμει αυτής της απόφασης που ο Οργανισμός οδηγήθηκε στον τερματισμό της επίδικης ως άνω σύμβασης με την εφεσείουσα. Δέον να λεχθεί ότι επί της απόφασης κατεχωρήθη έφεση η οποία και εκδικάστηκε με επικύρωση της πρωτόδικης κρίσης. Πρόκειται για τις ΑΕ69/2010 και 77/2010 Φ.Κατσούρη v. Μ.Πεύκαρος κ.α. ημερ. 9.6.2015.
Ο εφεσίβλητος ενήργησε με επίκληση του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμο του 1990 Ν.115/90, όπως τροποποιήθηκε και κυρίως το άρθρο 3(8).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της προσφυγής θεώρησε ότι πρέπει να επιτύχει προδικαστική ένσταση η οποία προεβλήθη από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Οργανισμού, ότι δηλαδή η πρσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη ή απόφαση, υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο. Παρατίθεται το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εξής:
Μετά την ακυρωτική απόφαση στις Προσφυγές 613/2007 και 593/2007, το διοικητικό συμβούλιο του ΚΟΤ, κατά τη συνεδρίασή του, απλά διαπίστωσε τη δημιουργία της κατάστασης που προέκυψε, ενόψει των ρητών προνοιών του Νόμου και της Σύμβασης ημερομηνίας 27.2.2007 που ήταν, ουσιαστικά, ότι η αιτήτρια βρισκόταν εκτός της υπηρεσίας και τούτο διότι αυτή, είχε παραιτηθεί από τη θέση της Διευθύντριας Τουρισμού στον Κυπριακό Οργανισμό πριν την αποδοχή της θέσης της Γενικής Διευθύντριας.
Η οποιαδήποτε επιφύλαξη των δικαιωμάτων της που είχε αναφέρει η αιτήτρια στη σχετική επιστολή της ημερομηνίας 26.2.2007 (έχει παρατεθεί πιο πάνω) προφανώς αφορούσε σε χρηματικές αποζημιώσεις και δεν διαφοροποιεί, κατά την άποψη μου, το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε υποβάλει οικειοθελώς και αμετακλήτως την παραίτησή της από την προηγούμενη θέση που κατείχε.
Κρίνω, επομένως, ότι το διοικητικό συμβούλιο εφάρμοσε απλά τις πρόνοιες του Νόμου 115/90 (όπως τροποποιήθηκε) σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Σύμβασης εργοδότησης ημερομηνίας 27.2.2007 που υπογράφηκε μεταξύ της αιτήτριας και του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού. Οι πρόνοιες της υπογραφείσας Σύμβασης από μόνες τους δημιούργησαν, μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Προσφυγές υπ΄ αριθμό 593/2007 και 613/2007, νέα νομική τάξη πραγμάτων αναφορικά με τον τερματισμό της υπηρεσίας της αιτήτριας, χωρίς να έχει παρεμβληθεί οποιαδήποτε απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση.
Παρατηρώ συναφώς ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της αιτήτριας που απορρέουν από την πιο πάνω σύμβαση εργοδότησης, κατά ακολουθία της απόφασης του Δικαστηρίου, αποτελούν ζητήματα που δεν ανάγονται στο τομέα του δημοσίου δικαίου αλλά του ιδιωτικού δικαίου.
Συνακόλουθα κρίνω ότι το Συμβούλιο κατά την επίδικη συνεδρία του δεν έλαβε οιανδήποτε απόφαση εκτελεστού χαρακτήρα[1] η οποία να δύναται να αποτελέσει το αντικείμενο Προσφυγής με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας με σκοπό να στηρίξει την επιχειρηματολογία του ότι οι καθ΄ ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να επαναφέρουν την αιτήτρια στη θέση που κατείχε προηγουμένως στον Οργανισμό, δηλαδή εκείνης της Διευθύντριας Τουρισμού και να την αποκαταστήσουν, παραπέμπει σε νομολογία και υποθέσεις που σχετίζονται με την αποκατάσταση υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία, όπου στις περιπτώσεις εκείνες υπάρχει διαφορετική ρύθμιση.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 45 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) προβλέπεται ότι:
«45.(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η προαγωγή ενός υπαλλήλου σε μία θέση ακυρώνεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί, αν κατά την επανεξέταση δεν αποφασίσει την εκ νέου προαγωγή του στη θέση αυτή και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στο εδάφιο (2), να αποφασίσει την προαγωγή ή την υπεράριθμη προαγωγή του, ανάλογα με το αν υπάρχει ή όχι κενή θέση, σε θέση στην οποία κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προαγόταν, αν δε γινόταν η προαγωγή του που ακυρώθηκε.»
Θεωρώ ότι οι υποθέσεις εκείνες τις οποίες ο ευπαίδευτος συνήγορος επικαλέστηκε προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του, διαφέρουν από την εξεταζόμενη, καθώς κάτι ανάλογο του άρθρου 45 του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) πουθενά δεν προβλέπεται στους περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1970 (όπως τροποποιήθηκαν)).»
Στη βάση δε του ως άνω σκεπτικού απέρριψε την προσφυγή. Εναντίον της πρωτόδικης κρίσης διατυπώνονται λόγοι έφεσης οι οποίοι και συμπυκνώθηκαν στο περίγραμμα της εφεσείουσας ως εξής:
Λόγοι 1 και 3: Κατά τη Νομολογία και βέβαια κατά το ’ρθρο 146(5) του Συντάγματος η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου πρέπει να τυγχάνει ενεργού συμμόρφωσης και παράλληλα επιβάλλει την ανάγκη επανεξέτασης, (αφού, αποκατασταθούν τα δεδομένα ως είχαν πριν την ακυρωτική απόφαση), με βάση τα όσα ίσχυαν στον ουσιώδη χρόνο.
Λόγος έφεσης 2: Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι πρόνοιες της υπογραφείσας Σύμβασης από μόνες τους δημιούργησαν νέα νομική τάξη πραγμάτων αναφορικά με τον τερματισμό της υπηρεσίας της Αιτήτριας την οποία το διοικητικό συμβούλιο εφάρμοσε κατά τις πρόνοιες, δήθεν, του Νόμου 115/90.
Λόγος έφεσης 4: Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι (α) ο Καθ' ου η Αίτηση μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης εφάρμοσε απλώς τις πρόνοιες του Νόμου 115/90 (όπως τροποποιήθηκε) σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Σύμβασης εργοδότησης ημερομηνίας 27/2/2007 και (β) ότι δεν είχε υποχρέωση να επανεξετάσει και/ή να επαναφέρει την Εφεσείουσα στη θέση που κατείχε προηγουμένως στον ΚΟΤ (Διευθύντρια Τουρισμού), καθ' ότι δεν προβλέπεται στους περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Κανονισμούς του 1970 (όπως τροποποιήθηκαν) ανάλογη πρόνοια, όπως το άρθρο 45 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου.
Ως λόγος έφεσης 5 προβάλλεται το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προέβαλε η εφεσείουσα.
Θεωρούμε ότι οι λόγοι 1-4 μπορούν να εξεταστούν ενιαία ενώ ο λόγος έφεσης 5 παίρνει υπόσταση μόνο εάν επιτύχει οποιοσδήποτε από τους προηγούμενους λόγους έφεσης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Βασιλειάδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 297).
Ο κ.Αγγελίδης ανέπτυξε λεπτομερώς γραπτά και προφορικά τους πιο πάνω λόγους έφεσης εστιάζοντας τα επιχειρήματα του στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να επανεξετάσει σε συμμόρφωση με το ΄Αρθρο 146.5 και 35 του Συντάγματος και αντί να αποκαταστήσει την εφεσείουσα στη θέση Διευθύντριας Τουρισμού, που κατείχε πριν το διορισμό της, την ίδια ημέρα έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης «με τρόπο ανοίκειο και εξαιρετικά προσβλητικό», την εξεδίωξε. Προς επίρρωση των θέσεων του, σε διαφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, μας παρέπεμψε κυρίως στις υποθέσεις Καραγιώργη ν. Δημοκρατίας (1990)3 Α.Α.Δ. 1669 και Αννίτα Δημητριάδου ν. ΚΟΤ, Α.Ε.124/10, ημερ. 5.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:C395, καθώς και σε διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις.
Στην αντίπερα πλευρά η κα Κλεάνθους υποστήριξε την εγκυρότητα της ενέργειας του Οργανισμού, όπως επίσης και την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης.
Το άρθ.3(8) του Ν.115/90 το οποίο εφαρμόστηκε στην παρούσα περίπτωση (βλ. πιο πάνω) έχει ως εξής:
(8) Σε περίπτωση ακύρωσης, από το Ανώτατο ∆ικαστήριο, της δυνά΅ει του παρόντος άρθρου απόφασης για διορισ΅ό οποιουδήποτε προσώπου στη θέση Γενικού ∆ιευθυντή, η υπογραφείσα ΅εταξύ αυτού και του οικείου νο΅ικού προσώπου δη΅όσιου δικαίου σύ΅βαση τερ΅ατίζεται από την η΅ερο΅ηνία έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου.
Χρήσιμη αναφορά επίσης μπορεί να γίνει και στο άρθρο 3(1).
3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε οικείου Νό΅ου, ο Γενικός ∆ιευθυντής νο΅ικού προσώπου δη΅όσιου δικαίου διορίζεται από το οικείο Συ΅βούλιο, ΅ετά από προκήρυξη της θέσης, ΅ε σύ΅βαση ιδιωτικού δικαίου πενταετούς διάρκειας, ή ΅ικρότερη, ώστε να ΅ην υπερβαίνει το καθορισ΅ένο όριο ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, της σύ΅βασης εργασίας ορισ΅ένου χρόνου υπαγορευό΅ενης από αντικει΅ενικούς λόγους, ΅έσα στα πλαίσια του άρθρου 7 του περί Εργοδοτου΅ένων ΅ε Εργασία Ορισ΅ένου Χρόνου (Απαγόρευση ∆υσ΅ενούς Μεταχείρισης) Νό΅ου:
Παρατηρούμε ότι δυνάμει της τελευταίας αυτής πρόνοιας σαφώς και εκ του Νόμου, η σχέση που δημιουργήθηκε με τη σύμβαση που η εφεσείουσα υπέγραψε, αποδεχόμενη τη θέση της Γενικής Διευθύντριας, υπήρξε «σύμβαση ιδιωτικού δικαίου» καθορισμένης μάλιστα διάρκειας (πενταετούς). Η παραίτηση της από την υπαλληλική σχέση που είχε πριν την υπογραφή της σύμβασης, υπήρξε απόρροια της επιλογής της να συμβληθεί με τον Οργανισμό και να υπάγεται πλέον στις πρόνοιες της εν λόγω σύμβασης και του Νόμου.
Η «επιφύλαξη» που περιέχεται στην εν λόγω παραίτηση[1] δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει οποιονδήποτε δικαίωμα, εάν αυτό το δικαίωμα δεν υπήρχε. Σίγουρα δε, η επιφύλαξη, έστω και αν δεχθούμε πως δεν είχε σκοπό να περιοριστεί στην έννοια χρηματικών αποζημιώσεων (όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο), δεν θα δημιουργούσε άνευ ετέρου δικαίωμα επανεξέτασης και αποκατάστασης κατ΄αναλογία του άρθρου 45 του Νόμου 1/90, όπως διατυπώθηκε στην εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας, εάν τέτοιο δικαίωμα δεν υφίσταται.
Ο πυρήνας της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απόλυτα σωστός, αφού, ερμηνεύοντας ορθά το Νόμο 115/90, και ειδικά το ως άνω άρθρο 3(1) και (8) οδηγήθηκε στο εξίσου ορθό συμπέρασμα πως οι πρόνοιες της σύμβασης εργοδότησης της εφεσείουσας σε συνδυασμό με το Νόμο 115/90 δημιούργησαν «νέα τάξη πραγμάτων» για την εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος δια της συνεδρίασης του στις 10.5.2010 απλώς διαπίστωσε τη νέα τάξη πραγμάτων που οδηγούσε στον τερματισμό της σχέσης του με την εφεσείουσα, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερ. 10.5.2010. Γι΄αυτό το λόγο ορθά έκρινε πως δεν υπήρχε εκτελεστή διοικητική πράξη.
Ουσιαστικά, ο «ομφάλιος λώρος» που συνέδεε την εφεσείουσα με τον Οργανισμό ως υπάλληλο, απεκόπη με την υπογραφή της ως άνω σύμβασης. Επρόκειτο πια για άλλης φύσεως σχέση που την απέκοπτε οριστικά από την ιδιότητα που είχε πριν την αποδοχή του διορισμού αυτής ως Γενικής Διευθύντριας.
Συνεπώς, δεν θα ήταν λογικό αλλά και θα παραβίαζε το Νόμο 115/90 ως άνω, οποιαδήποτε προσπάθεια «να επαναφερθεί» η εφεσείουσα στην προηγούμενη τάξη πραγμάτων. Εν προκειμένω, δεν υπήρξε μια «συνέχεια» δια προαγωγής ή ακόμη νέου διορισμού ενός υπαλλήλου σε μια θέση - χωρίς υπογραφή νέας σύμβασης συγκεκριμένης διάρκειας και προηγούμενης παραίτησης - ώστε να υπάρχει δικαίωμα επανεξέτασης, και αποκατάστασης όπως επιχειρήθηκε να ερμηνευθούν τα πράγματα.
Κρίνουμε δε, πως το άρθρο 45 του Νόμου 1/90 σαφώς και δεν τυγχάνει εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση. Εξετάζοντας την πιο πάνω αναφερθείσα νομολογία, η οποία παρουσιάστηκε προς επίρρωση της αντίθετης θέσης από την εφεσείουσα, θα πρέπει να αναφέρουμε πως δεν εντοπίσαμε ο,τιδήποτε που να μπορεί να έχει εφαρμογή στην κρινόμενη περίπτωση. Παρά το γεγονός ότι στην Δημητριάδου, ανωτέρω, γίνεται κατ΄αρχήν αποδεκτή η κατ΄αναλογίαν εφαρμογή του αρθ.45 του Νόμου 1/90 και για τον ΚΟΤ, προκύπτει αναμφίβολα πως αυτό ισχύει, όταν οι περιστάσεις της υπόθεσης το επιβάλουν. Στην κρινόμενη όμως υπόθεση, οι περιστάσεις ήταν άκρως διαφορετικές αφού η προηγούμενη σχέση της εφεσείουσας με τον Οργανισμό, έπαυσε να υφίσταται, όχι με την όποια ακυρωτική απόφαση, αλλά με την υποβολή παραίτησης και με την υπογραφή της σύμβασης, η οποία δυνάμει της σχετικής πρόνοιας του ως άνω Νόμου ήταν «σύμβαση ιδιωτικού δικαίου πενταετούς διάρκειας». Κάτι τέτοιο δεν υφίστατο στη Δημητριάδου. ΄Ηταν δε δυνάμει της ως άνω σύμβασης που η εφεσίβλητη ουσιαστικά διέγνωσε τον τερματισμό της νέας αυτής σχέσης, όπως ο Νόμος προνοεί, όταν εξεδόθη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ότι η εφεσείουσα υπήρξε υπάλληλος στον Οργανισμό στον οποίο εντέλει διορίστηκε ως Γενική Διευθύντρια με το ως άνω συμβόλαιο[2] ήταν ένα απλό γεγονός που έτυχε να συντρέχει, χωρίς όμως να αποκλειόταν να εργοδοτείτο προηγουμένως εκτός του ΚΟΤ. Αυτά τα δεδομένα σαφώς δεν ίσχυαν στη Δημητριάδου.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα 2.500, υπέρ του εφεσίβλητου, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] H επιφύλαξη αυτή περιείχετο στην επιστολή παραίτησης της εφεσείουσας ημερ. 26.2.2007 η οποία παρατίθεται αυτούσια: «Αναφέρομαι στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. 64.758 και ημερ. 12.12.2006, με την οποία εγκρίθηκε η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού να με διορίσει στη θέση του Γενικού Διευθυντή του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού και ως συνέπεια αυτής και επειδή αποδέχομαι το διορισμό, υποβάλλω, με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου όπως αυτά πηγάζουν από τη σχετική Νομολογία, την παραίτησή μου από τη θέση Διευθυντή Τουρισμού στον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού.»
[2] (Βλ. ο Περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμος, Κανονισμοί με βάση το άρθρο 4).