ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:C420
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 55/2012)
27 Σεπτεμβρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________
΄Αντης Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.
΄Αννα Χρίστου, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, με την υπόθεση αρ. 37/2011, προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης της εφεσίβλητης Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, (η Αρχή), να προαγάγει στη θέση Φροντιστή Αποθήκης, αντί του ιδίου, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Υπέβαλε, βασικά, ότι η εν λόγω απόφαση είχε ληφθεί κατά παράβαση του δεδικασμένου, το οποίο καθιέρωσε η απόφαση στην προηγηθείσα υπόθεση αρ. 1506/2008, μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Σημειώνεται, συναφώς, ότι η πιο πάνω προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου έγινε μετά από επανεξέταση, αφού η αρχική προαγωγή του στην, ως άνω, θέση ακυρώθηκε, στο πλαίσιο της υπόθεσης αρ. 1506/2008.
Αφετηρία, λοιπόν, για τη διαφορά στην υπό εξέταση έφεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης, καθώς, επίσης, το διατακτικό και οι διαπιστώσεις, σχετικά, του Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 1506/2008. ΄Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, με τους προβληθέντες, εκεί, λόγους ακύρωσης, αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της απόφασης της Αρχής, ως ληφθείσας συνεπεία πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Σύμφωνα με την εισήγηση του εφεσείοντος, αυτό ως προς τη σημασία που είχε δοθεί στην αρχαιότητα και την πείρα του ενδιαφερομένου προσώπου. Η πλάνη δε αυτή διέτρεχε την προηγηθείσα σύσταση, σχετικά, του Γενικού Διευθυντή προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την απόφαση, ακολούθως, της Αρχής, η οποία, ουσιαστικά, είχε υιοθετήσει ανάλογη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η εν λόγω πλάνη, συνιστούσε προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας, αφού τελούσε σε αντίθεση με τα στοιχεία του φακέλου του εφεσείοντος. Ωσαύτως, ο ευπαίδευτος Δικαστής, αφού ανασκόπησε τις ετήσιες εκθέσεις των διαδίκων για σειρά ετών, ανέφερε, σχετικά, στην απόφασή του τα εξής:-
«Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι ο Γενικός Διευθυντής συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος παραγνώρισε παντελώς την υπέρτερη αξία του αιτητή, η οποία έγκειται στη σημαντική διαφορά των 6Α (εξαίρετος) τα τελευταία πέντε και επτά έτη, η οποία συνιστούσε σημαντικό προβάδισμα του αιτητή στο κριτήριο αξία.»
Ο εφεσείων, στο πλαίσιο της υπόθεσης αρ. 37/2011, της οποίας η απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, διατύπωσε την εισήγηση ότι οι πιο πάνω παρατηρήσεις στην υπόθεση αρ. 1506/2008, αναφορικά με την υπέρτερη αξία του ιδίου έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου, δημιούργησαν δεδικασμένο, το οποίο, όμως, δεν έτυχε, ως θα έπρεπε, αναγνώρισης, κατά έκδηλη παραβίασή του. Η πιο πάνω εισήγηση, ως λόγος ακύρωσης, εξετάστηκε από το εκδικάσαν Δικαστήριο, το οποίο, διατυπώνοντας τη διαφωνία του, παρατήρησε, σχετικά, τα εξής:-
«Η ακυρωτική απόφαση δεν δημιούργησε δεδικασμένο ως προς τη σχετική σημασία αρχαιότητας και αξίας, ούτε θα ήταν νοητό να σκοπείτο να εκτείνετο έτσι η δικαιοδοσία του ακυρωτικού δικαστηρίου στην ουσιαστική πρωτογενή κρίση που αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΔΥ. Αυτό που η ακυρωτική απόφαση καθόρισε ως δεδικασμένο ήταν ότι η σύσταση έπασχε ως προς την αιτιολογία της αφού, περιορισθείσα στην αρχαιότητα και μόνο, παρεγνώρισε την αισθητή υπέρτερη αξία του Αιτητή στην οποία και ουδόλως ανεφέρθη.»
Πράγματι, αυτή ήταν η τελική διαπίστωση του Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 1506/2008, αφού αυτό, καταλήγοντας στην απόφασή του, ανέφερε, συγκεκριμένα, τα εξής:-
«Ως αποτέλεσμα κρίνω ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε νομικά όσον αφορά την αιτιολογία της γιατί ήταν αντίθετη με τα στοιχεία του φακέλου, ήτοι την υπεροχή του αιτητή σε αξία και συνεπώς δεν ήταν ορθή. Δεδομένου δε ότι η εν λόγω σύσταση υιοθετήθηκε και λήφθηκε υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, καταλήγω ότι η προσφυγή θα πρέπει να πετύχει.»
Οι αρχές που εφαρμόζονται αναφορικά με το δεδικασμένο, σε περίπτωση επανεξέτασης, προβλέπονται στο άρθρο 59(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), και έχουν ως εξής:-
«(2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης.»
Αυτές αποτελούν, ουσιαστικά, κωδικοποίηση της προηγηθείσας επί του θέματος νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χρήσιμο παράδειγμα, αναφερόμενο, ειδικά, στις εν λόγω αρχές, αποτελεί η διατύπωση στην υπόθεση Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, στη σελίδα 1066:-
"For the doctrine of res judicata to be validly invoked, the following prerequisites must be satisfied:-
(a) The decision relied upon to set up res judicata, must involve an adjudication on the merits, in contradistinction to an adjudication resting on the absence of the requisite formalities. For example a decision issuing out of an incompetent organ or one challenged out of time.
(b) The point in issue must have been decided directly or by necessary implication in the first recourse."
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν αργότερα από τη νομολογία, η οποία πραγματεύεται το ίδιο θέμα, παραδείγματα της οποίας αποτελούν οι υποθέσεις Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, σελίδα 360, Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585 και Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 99, σελίδα 101.
Το Δικαστήριο, στην υπόθεση αρ. 1506/2008, προέβη στην ακύρωση της εκεί προσβαλλόμενης απόφασης της Αρχής, αφού διαπίστωσε την ανεπάρκεια της αιτιολογίας, όσον αφορούσε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Η παράλειψή του να λάβει υπόψη το περιεχόμενο των ετήσιων εκθέσεων του εφεσείοντος, κατά τη σύστασή του, η οποία, εν τέλει, υιοθετήθηκε από την Αρχή, κατά τη διατύπωση της απόφασής της, χαρακτηρίζουν τα εν λόγω δύο στάδια από ανεπάρκεια έρευνας και αιτιολογίας. Αυτή, ακριβώς, ήταν και η διαπίστωση του Δικαστηρίου στην υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση, σε σχέση με τις διαπιστώσεις στην προηγηθείσα υπόθεση αρ. 1506/2008, ότι η σύσταση «έπασχε ως προς την αιτιολογία της». Εμφανώς, η ληφθείσα, ως ανωτέρω, απόφαση στην υπόθεση αρ. 1506/2008 δεν αφορούσε απόφαση επί της ουσίας, καθ' ότι η προσβληθείσα απόφαση στερείτο επαρκούς αιτιολογίας, καθιστώντας την, για το λόγο αυτό και μόνο, υποκείμενη σε ακύρωση.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2,5000,00, πλέον Φ.Π.Α.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ