ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Θ. Κουσπή (κα), για την Εφεσείουσα. Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους. Θ. Κουσπή (κα), για την Εφεσείουσα του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-09-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2012, 5/9/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C383

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2012)

(Υπ. Αρ. 266/2010, 274/2010, 323/2010)

 

5 Σεπτεμβρίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δικαστές]

ΧΧΧΧΧ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.

----------

Θ. Κουσπή (κα), για την Εφεσείουσα.

 

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

----------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγελθεί από τη Σταματίου, Δ., με την οποία συμφωνούν ο υποφαινόμενος, Παναγή, Γιασεμή, ΔΔ. Διιστάμενη απόφαση θα απαγγείλει ο Χριστοδούλου, Δ.

----------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας η οποία συνεκδικάστηκε με δύο άλλες συναφείς προσφυγές.

 

Τα γεγονότα, σε όση έκταση ενδιαφέρουν για σκοπούς της παρούσας έφεσης, έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 25.2.2009 ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, με στόχο την πλήρωση 53 κενών θέσεων για το βαθμό του Λοχία στην Αστυνομία και Πυροσβεστική Υπηρεσία, όρισε, μετά από διαβουλεύσεις με τον Αρχηγό Αστυνομίας, Επιτροπή Αξιολόγησης για την αξιολόγηση των υποψηφίων για προαγωγή, καθώς και τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων. Επίσης, στις 24.3.2009 ο Υπουργός, σύμφωνα με τον Κανονισμό 8 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (ΚΔΠ 214/2004), όπως τροποποιήθηκαν, όρισε τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Συμβουλίου Κρίσης.

 

Η Επιτροπή Αξιολόγησης, αφού ακολούθησε τη διαδικασία του Κανονισμού 7, συμπλήρωσε για κάθε υποψήφιο το έντυπο αξιολόγησης. Ετοιμάστηκε στη συνέχεια κατάλογος των υποψηφίων με βάση τη βαθμολογία, ο οποίος αναρτήθηκε σε όλες τις Αστυνομικές Διευθύνσεις και Μονάδες, ως ο Καν. 7(5).

 

Ακολούθησε η εξέταση ενστάσεων από την Επιτροπή Ενστάσεων, η οποία και συνέταξε το δικό της κατάλογο με βάση τη βαθμολογία και ετοίμασε έκθεση αιτιολογώντας τις αποφάσεις της επί των ενστάσεων. Στον τελικό κατάλογο συμπεριλήφθηκαν 229 υποψήφιοι.

 

Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Κρίσης προχώρησε σε προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη καταγράφηκε και αιτιολογήθηκε στα πρακτικά του Συμβουλίου.

 

Ανώτατο όριο της βαθμολογίας ήταν οι 7 μονάδες. Τα κριτήρια ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, εμφάνιση και κρίση στις απαντήσεις του υποψηφίου βαθμολογούνταν με ανώτατη βαθμολογία 0.50 το καθένα, ενώ οι γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και οι γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας με ανώτατη βαθμολογία 2.50 το καθένα. Η βαθμολογία του κάθε υποψηφίου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των τριών μελών του Συμβουλίου σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(4)(γ).

 

Ο Πίνακας των υποψηφίων για προαγωγή μαζί με τα έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης υποβλήθηκαν από το Συμβούλιο στον Αρχηγό Αστυνομίας, ο οποίος, ακολουθώντας τις πρόνοιες του Καν. 9(7) και του άρθρου 17(1) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), αποφάσισε την προαγωγή των υποψηφίων που φαίνονται στο σχετικό Πίνακα και, μετά την εξασφάλιση της απαιτούμενης από το Νόμο έγκρισης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, δημοσίευσε την απόφασή του στις Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερομηνίας 21.12.2009.

 

Η εφεσείουσα καταχώρησε προσφυγή με την οποία προσέβαλε την προαγωγή εννέα ενδιαφερομένων μερών (ενώ κατά την έφεση απέσυρε εναντίον ενός εξ αυτών), ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στον Καν. 9(4)(β) της ΚΔΠ 214/2004, που απαιτεί ειδική αιτιολόγηση της εντύπωσης του Συμβουλίου Κρίσης κατά την προσωπική συνέντευξη, και ότι ελήφθη κατά κατάχρηση και/ή καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τα σχετικά έντυπα όπως έχουν συμπληρωθεί παρέχουν επαρκή αιτιολόγηση, όπως απαιτεί ο σχετικός Κανονισμός. Κατέληξε, επίσης, ότι η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης και ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσης ήταν νόμιμη και, συνεπώς, το γεγονός ότι με την τελική αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσης η σειρά κατάταξης έχει διαμορφωθεί, αυτό δεν οδηγεί σε κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας και απέρριψε την προσφυγή.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τους ακόλουθους δύο λόγους έφεσης, οι οποίοι είναι ταυτόσημοι με τους λόγους που επικαλέστηκε πρωτοδίκως η εφεσείουσα για ακύρωση της επίδικης πράξης:

 

«1ος Λόγος Έφεσης

 

Το Δικαστήριο που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση περί τον νόμο και/ή τα πράγματα επλανήθη και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης αναφορικά με την απόδοση της Εφεσείουσας-Αιτήτριας και των Ενδιαφερομένων Μερών κατά την ενώπιον του προσωπική συνέντευξη ήταν αιτιολογημένη όπως απαιτεί ο Κανονισμός 9(4)(β) και (γ) της Κ.Δ.Π. 214/04, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π.350/2005 και/ή εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας-Αιτήτριας ότι η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης για την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον του προφορική συνέντευξη δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς και/ή κατά τον τρόπο που επιτάσσουν οι νομολογιακές αρχές.»

 

«2ος Λόγος Έφεσης

 

Το Δικαστήριο που εκδίκασε πρωτόδικα την υπόθεση περί τον νόμο και/ή τα πράγματα επλανήθη και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι η απόφαση για προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών δεν ήταν προϊόν κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι η διαμόρφωση της τελικής σειράς κατάταξης των υποψηφίων δεν οδηγεί σε κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας αφού η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσης ήταν νόμιμη.»

 

Κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας προσδιόρισε ότι ο δεύτερος λόγος συναρτάται με την έλλειψη αιτιολογίας και περιορίζεται μόνο σε αυτό το θέμα. Ως εκ των ανωτέρω, θα εξετάσουμε τους δύο λόγους έφεσης μαζί.

 

Το παράπονο της εφεσείουσας είναι ότι η αιτιολογία που δόθηκε από τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσης για τον κάθε ένα από τους υποψηφίους (εφεσείουσα και ενδιαφερόμενα μέρη) πάσχει, ενώ απουσιάζει παντελώς η αποτύπωση της διανοητικής διεργασίας την οποία ακολούθησαν τα μέλη του Συμβουλίου για τη διαμόρφωση της τελικής τους κρίσης για ένα έκαστο των υποψηφίων. Διευκρίνισε η συνήγορος ότι με βάση τον Καν. 9(4)(β) θα πρέπει να δίδεται αιτιολογία στην αξιολόγηση. Οι χαρακτηρισμοί «εξαίρετος», «πολύ καλός» κλπ που δίδονται δεν μπορεί να εξισωθούν με αιτιολογία, καθότι δεν επιτρέπουν το δικαστικό έλεγχο. Από την άλλη, η Δημοκρατία υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και, περαιτέρω, παρέπεμψε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ40/2011, ημερομηνίας 22.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:C572, η οποία, κατά την κρίση της, υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση.

 

Υπάρχουν επί του εγειρόμενου ζητήματος πρωτόδικες αποφάσεις που υποστηρίζουν τις εκατέρωθεν θέσεις, στις οποίες μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι.

 

Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις Πολύβιος Χ»Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2327/2006, ημερομηνίας 15.5.2008, Πιερής Μαούρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2286/2006, ημερομηνίας 4.6.2008, Ανδρέας Σάββα κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 175/2009 κ.ά., ημερομηνίας 31.5.2010, Ιωάννης Χαραλάμπους κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 1700/2007 κ.ά., ημερομηνίας 18.6.2010, Πολύβιος Χ»Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 250/2009, ημερομηνίας 31.5.2011, Ροδοσθένης Μακρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 397/2010, ημερομηνίας 4.10.2011, Μιχάλης Θεοφίλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 167/2010, ημερομηνίας 25.7.2012, Γεώργιος Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 324/2010, ημερομηνίας 25.7.2012, Ιωάννης Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 296/2012, ημερομηνίας 8.4.2015, ECLI:CY:AD:2015:D264, Ιωάννης Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 261/2012, ημερομηνίας 3.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D571, Γεώργιος Κουλουντής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 241/2012, ημερομηνίας 23.11.2015 και Μάξιμος Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 256/2012, ημερομηνίας 31.3.2017, κρίθηκε ότι εφόσον ο Καν. 9(4)(β) της ΚΔΠ 214/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον Καν. 7 της ΚΔΠ 350/2005, απαιτεί καταγραφή στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης με παράλληλη αιτιολογία, συνεπάγεται πως πρέπει να προσδιορίζονται και οι λόγοι, δηλαδή τα γεγονότα, τα στοιχεία και οι παρατηρήσεις που οδήγησαν στη διαμόρφωση της καταγραφείσας γενικής εντύπωσης και που την εξηγούν. Στην απουσία τέτοιας αιτιολογίας είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.

 

Στις υποθέσεις Ανδρέας Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 303/2004, ημερομηνίας 28.6.2005, Νίκος Χριστοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 305/2004 κ.ά., ημερομηνίας 31.10.2005, Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 388/2006, ημερομηνίας 18.4.2008, Ευριπίδης Παναγιώτου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 454/2006 κ.ά., ημερομηνίας 30.5.2008, Χριστάκης Μηλιδώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 141/2007, ημερομηνίας 14.9.2009, Μιχάλης Ανδρονίκου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 241/2009, ημερομηνίας 2.2.2010, Μάριος Παπαευριβιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 246/2009, ημερομηνίας 23.2.2010, Ηλίκκος Χαβάτζιας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 245/2009, ημερομηνίας 26.10.2010, Βασούλα Γιαννακού κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 251/2009 κ.ά, ημερομηνίας 5.5.2011, Παναγιώτα Σατσιά Κυριάκου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 240/2010 κ.ά., ημερομηνίας 29.12.2011, Χρίστος Γεωργάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 464/2010, ημερομηνίας 23.2.2012, Αντώνης Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 654/2012, ημερομηνίας 4.10.2013 και Χαράλαμπος Λιμνατίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 483/2013, ημερομηνίας 7.4.2015, ECLI:CY:AD:2015:D257, κρίθηκε πως αιτιολογία ως η πιο πάνω θα σήμαινε εξωτερίκευση της προηγηθείσας εσωτερικής, νοητικής διεργασίας των κριτών, κάτι που εκφεύγει του πεδίου ελέγχου του Δικαστηρίου. Ο Καν. 9(4)(β) δεν αναφέρεται σε ειδική λεπτομερή αιτιολογία, με αποτέλεσμα οι επιμέρους χαρακτηρισμοί του Συμβουλίου Κρίσης «μέτρια απάντηση», «απάντησε εξαίρετα» κλπ, κατά την προφορική συνέντευξη να αποτελούν επαρκή αιτιολογία στα πλαίσια του Κανονισμού. Είναι μόνο η γενική εντύπωση που πρέπει να αντανακλάται στη βαθμολογία. Διαφορετικά θα έπρεπε να γράφονται οι ερωτήσεις προς τους υποψηφίους, οι απαντήσεις και οι λεπτομέρειες της κρίσης κάθε μέλους του Συμβουλίου Κρίσης. Κρίθηκε, περαιτέρω, πως «το ίδιο το έντυπο με τα επεξηγηματικά του σημειώματα, όπως έχει διαμορφωθεί σε κατηγορίες και ομάδες, αποτελεί από μόνο του ικανοποιητική αιτιολογία.»  

 

 Στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση ακολουθήθηκε η προσέγγιση της δεύτερης ομάδας υποθέσεων. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο κατέληξε να ακολουθήσει το σκεπτικό των αποφάσεων στις υποθέσεις Μάριος Παπαευριβιάδης ν. Δημοκρατίας, και Ανδρέας Ανδριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, στις οποίες κρίθηκε ότι τα σχετικά έντυπα, όπως έχουν συμπληρωθεί σε συνδυασμό με το υπόλοιπο υλικό που συνοδεύει την ένσταση, περιέχουν επαρκή αιτιολογία. Όπως ανέφερε ενδεικτικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, «Η αιτιολογία μιας απόφασης κρίνεται πάντοτε σε σχέση και με τη φύση αυτής. Η λεπτομερής αιτιολογία που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ότι έπρεπε να υπάρχει, να εξηγεί δηλαδή το κάθε μέλος της Επιτροπής γιατί δίνει συγκεκριμένη βαθμολογία, αν ληφθεί υπόψη ότι το θέμα εξετάζεται από δύο ξεχωριστές Επιτροπές και ότι ο αριθμός των υποψηφίων είναι συνήθως αρκετά μεγάλος, αν όχι πρακτικά αδύνατο, είναι αρκετά δύσκολο να δοθεί.»

 

Στο σημείο αυτό, σημειώνουμε ότι η υπόθεση Παναγιώτης Ηλία κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, πιο πάνω, που μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Όπως ορθά υπέδειξε η κα Κουσπή πρόκειται για υπόθεση επανεξέτασης από το έτος 2001, προτού θεσπιστεί ο επίδικος Κανονισμός.

 

Για σκοπούς πληρότητας παραθέτουμε τον Καν. 9(4) στο σύνολό του, παρά το ότι η εφεσείουσα επικεντρώθηκε στον Καν. 9(4)(β):

 

«(4)(α) Το Συμβούλιο Κρίσης καλεί σε προσωπική συνέντευξη όλους τους υποψήφιους που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που υποβλήθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων.

 

(β) Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται.

 

(γ) Στα πλαίσια της προσωπικής συνέντευξης, η οποία βαθμολογείται με ανώτατο όριο τις 7 μονάδες, αξιολογείται η ικανότητα έκφρασης, η αυτοπεποίηθηση/αυτοέλεγχος, η εμφάνιση, η εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου κατά την προσωπική συνέντευξη, οι γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και οι γενικές γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και οι γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της Αστυνομίας:

 

Νοείται ότι τα κριτήρια ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, εμφάνιση και η κρίση στις απαντήσεις του υποψηφίου βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 0.50 της μονάδας το καθένα, ενώ τα υπόλοιπα δύο βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 2.50 μονάδες το καθένα, όπως φαίνεται στο Παράρτημα Β:

 

Νοείται περαιτέρω ότι η βαθμολογία του υποψηφίου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των τριών μελών του Συμβουλίου Κρίσης.»

 

Είναι πρόδηλο ότι η παράγραφος 4(γ) προσδιορίζει τα επί μέρους κριτήρια και την ανώτατη βαθμολογία που μπορεί να αποδοθεί στο καθένα, ενώ, παράλληλα, απαιτείται με την παράγραφο 4(β) η καταγραφή της γενικής εντύπωσης του Συμβουλίου Κρίσης ως προς την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, η οποία πρέπει να αιτιολογείται. Με δεδομένο ότι στον Κανονισμό προσδιορίζεται μόνο το ανώτατο όριο του κάθε στοιχείου κρίσης, συνεπάγεται ότι παρέχεται δυνατότητα απόδοσης μονάδων μέχρι του ανωτάτου ορίου του καθενός. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τα σχετικά έντυπα και τα επεξηγηματικά σημειώματα που επισυνάπτονται στην ένσταση της Δημοκρατίας, ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Κανονισμού για αιτιολογία.

 

Κατ΄ αρχάς πρέπει να τονιστεί ότι αποτελεί πάγια νομολογία πως η νοητική διεργασία του κριτή εκφεύγει του πεδίου ελέγχου του Δικαστηρίου (βλ. Σωτηρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 452). Όμως, στις περιπτώσεις όπου νομοθετικά επιβλήθηκε η ανάγκη για αιτιολογία της γενικής εντύπωσης, κρίθηκε, σε υποθέσεις που αφορούσαν διορισμούς από την ΕΔΥ, πως η απόδοση των χαρακτηρισμών «εξαίρετος», «πάρα πολύ καλός» κλπ, με αναφορά στην ορθότητα των απαντήσεων που έδιδαν οι υποψήφιοι, δεν ήταν επαρκής, καθότι δεν ήταν εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 374). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 ΑΑΔ 485, «Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται.» Αυτό δεν ισοδυναμεί με καταγραφή νοητικής διεργασίας.

 

Στην υπόθεση Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (πιο πάνω), απασχόλησε το θέμα της αιτιολόγησης που απαιτείται σε σχέση με τη γενική εντύπωση της ΕΔΥ κατά την προφορική συνέντευξη. Παραθέτουμε απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση που θεωρούμε σχετικό με το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Μας φαίνεται πως η νομολογία δεν δικαιολογεί την άποψη ότι πρέπει να καταγράφεται το περιεχόμενο (δηλαδή ερωτήσεις-απαντήσεις) της προφορικής εξέτασης. Ο νόμος απαιτεί ρητή αιτιολογία της γενικής εντύπωσης. Η νομολογία εξηγεί τί είναι που συνιστά μια τέτοια αιτιολογία και τί όχι. Υποδεικνύεται ότι πρέπει να δίνονται οι λόγοι για τη γενική εντύπωση. Που σημαίνει, όπως τέθηκε στην Ευθυμίου (ανωτέρω), τον "προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων" που τη δικαιολογούν. Και, βέβαια, όπως επίσης λέχθηκε στην Ευθυμίου (ανωτέρω), "το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους" αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζεται να καταγράφεται το περιεχόμενο της εξέτασης ως το υπόβαθρο της αιτιολογίας ώστε να μπορεί το ίδιο το Δικαστήριο να σχηματίσει γνώμη για την αξιολόγηση. Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Είναι σ' αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση. Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης ώστε να καλύπτει και τα όσα το σώμα που διενήργησε την προφορική συνέντευξη θεώρησε, από άποψης βαθμολόγησης, πως συνέθεταν τα επί μέρους, τα οποία μεταφέρονται για να δικαιολογήσουν τη γενική εντύπωση. Αυτό όμως ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία το απαιτούν.

 

Δεν συμμεριζόμαστε λοιπόν την άποψη του συναδέλφου μας ότι θα έπρεπε να είχε καταγραφεί το περιεχόμενο των συνεντεύξεων.  Επομένως, στη βάση που έχουμε θέσει το ζήτημα, αδυνατούμε να δεχθούμε ότι η γενική εντύπωση "πάρα πολύ καλός" για τον Ε. Δημητριάδη, "πάρα πολύ καλός +" για τους Λ. Παιονίδη και Δ. Πελεκάνο και "εξαίρετος" για τον Π. Πούρο δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Παρατηρούμε πως στην κάθε περίπτωση εκτίθεται αρκετή λεπτομέρεια για τα επί μέρους, που συγκεκριμενοποιούν και εξηγούν τη γενική εντύπωση.  Και εδώ τελειώνει.»

 

Στην παρούσα περίπτωση οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στα σχετικά έντυπα ως προς τις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, με τους χαρακτηρισμούς «απάντησε εξαίρετα», «πολύ καλά» κλπ, αποτελούν μία λεκτική αντιστοιχία της αριθμητικής απόδοσης μονάδων για τα διάφορα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης. Αυτό, σύμφωνα με την Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (πιο πάνω), αποτελεί τη γενική εντύπωση, η οποία και στην υπόθεση εκείνη, όπως και εδώ, απαιτείτο νομοθετικά να είναι αιτιολογημένη και ήταν με την προσθήκη λεπτομερειών για τα επιμέρους «τα οποία συγκεκριμενοποιούν και εξηγούν τη γενική εντύπωση» που η αιτιολογία κρίθηκε επαρκής.

 

Ελλείπει, συνεπώς, εν προκειμένω, η παράθεση εκείνων των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που επεξηγούν τη γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης όπως απαιτείται από τον Κανονισμό. Αντίθετη κατάληξη θα σήμαινε πως θα κατέρρεε, εν γένει, κάθε σύστημα αξιολόγησης σε προφορική εξέταση, όπου ο νόμος ή κανονισμός απαιτεί αιτιολόγηση.

 

Τούτου δοθέντος, ο τρόπος διατύπωσης της κρίσης εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να ενεργήσει, με βάση τον Κανονισμό, έτσι ώστε να υπάρχει τέτοια αιτιολογία, που να καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο. Αντιλαμβανόμαστε ότι, σε περιπτώσεις όπου ο αριθμός των υποψηφίων είναι αρκετά μεγάλος, όπως στην παρούσα περίπτωση, εναποτίθεται στο διοικητικό όργανο ένα δύσκολο έργο. Υπάρχει, όμως, υποχρέωση όπως εφαρμόζονται πιστά οι διατάξεις του Κανονισμού.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, υπέρ της εφεσείουσας. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                                              ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 50/2012

(Υπ. Αρ. 266/2010, 274/2010, 323/2010)

 

 

 

5 Σεπτεμβρίου, 2018

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΧΧΧΧΧ  ΙΩΑΝΝΟΥ

 

                                                          Εφεσείουσας/Αιτήτριας

 

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ  ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 

                                                          Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση

 

.....

 

Θ. Κουσπή (κα), για την Εφεσείουσα

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους

του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους

 

.....

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Μειοψηφίας)

 

 

          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Με κάθε σεβασμό προς την απόφαση της Πλειοψηφίας, θεωρώ ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ακολουθήσει το σκεπτικό της δεύτερης ομάδας υποθέσεων.  Το ίδιο σκεπτικό ακολούθησα στην Λιμνατίτη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 483/13 ημερ. 7.4.15, ECLI:CY:AD:2015:D257, και ναι μεν θεωρώ πειστική την  απάντηση που δίδεται από την Πλειοψηφία στο ερώτημα «. κατά πόσο τα σχετικά έντυπα και τα επεξηγηματικά σημειώματα στην ένσταση της Δημοκρατίας, ικανοποιούν τις απαιτήσεις του Κανονισμού για αιτιολογία», πλην όμως θεωρώ πιο πειστική την απάντηση που δόθηκε στο ερώτημα από τη δεύτερη ομάδα υποθέσεων για τον επίδικο Καν. 9(4).  Μεταφέρω επί τούτου το πιο κάτω απόσπασμα από την Σάββα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 373/09 ημερ. 30.12.11, που υιοθετήθηκε στη Λιμνατίτη (ανωτέρω) το οποίο, κατά την άποψή μου, δίνει και την ορθή απάντηση στο εγειρόμενο ερώτημα:

 

 

«Η διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων ρυθμίζεται από τον Κ. 9(4) των Κανονισμών, ο οποίος απαιτεί καταγραφή της γενικής εντύπωσης και αιτιολογία. Καθορίζονται, επίσης, τα κριτήρια αξιολόγησης και η ανώτατη    βαθμολογία για το κάθε ένα από αυτά, η οποία αποτυπώνεται σε ειδικό έντυπο -{«Παράρτημα Β» των Κανονισμών), στο οποίο αποτυπώνεται και η αιτιολογία των επί μέρους στοιχείων αξιολόγησης.

Στην παρούσα περίπτωση, το Συμβούλιο Κρίσεως χρησιμοποίησε το πιο πάνω έντυπο, στο οποίο μεταφέρθηκε ο μέσος όρος των τριών βαθμολογιών (Προέδρου και Μελών) του κάθε κριτηρίου. Για τις ξεχωριστές βαθμολογίες χρησιμοποιήθηκαν βοηθητικά έντυπα, τα οποία, επίσης, επισυνάφθηκαν στο ειδικό έντυπο,  το οποίο περιλαμβάνει χωριστά «αιτιολογία προσωπικής συνέντευξης», στην οποία αντικατοπτρίζεται αριθμητικά η βαθμολογία (μέσος όρος) που αποδόθηκε στα έξι κριτήρια του Κ. 9(4)(γ) των Κανονισμών. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε περιγράφεται αναλυτικά στην Έκθεση του Συμβουλίου Κρίσεως, το οποίο, όπως σημειώθηκε, για σκοπούς «ομοιόμορφης, δίκαιης και ίσης μεταχείρισης» των υποψηφίων,  αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι και τα τρία μέλη του Συμβουλίου θα ετοίμαζαν εκ των προτέρων αριθμό ερωτήσεων για τα θέματα της αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων και ότι η επιλογή της ερώτησης που θα υποβαλλόταν, κατά περίπτωση, θα γινόταν πριν την έναρξη των συνεντεύξεων».

 

 

 

          Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

 

 

 

 

 

 

 

                                                          Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο