ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα στην 14/2015. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-09-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ κ.α. ν. ΛΕΩΝΙΔΟΥ κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2/2015 amp;amp; 14/2015, 19/9/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C410

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2/2015 & 14/2015)

 

 

 

19 Σεπτεμβρίου, 2018

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

   Α.Ε. 2/2015

 

 

1. XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσείουσες,

 

και

 

XXXXX ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητος/Αιτητής,

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

-------------------------------------

 

                                                                                     

 

 

 

 

 Α.Ε. 14/2015

 

XXXXX ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσείοντας/Αιτητής,

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητων/Καθ'ων η αίτηση.

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Εφεσείουσες στην 2/2015 και Ενδιαφερόμενο Μέρος στην 14/2015.

 

Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα στην 14/2015.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση στην 2/2015 και Εφεσίβλητους στην 14/2015.

__________________________

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: H διαδικασία πλήρωσης της θέσης του Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας που άρχισε στις                    11 Ιουλίου 2005, με το διορισμό του XXXXX Λεωνίδου, δεν έμελλε, μέχρι σήμερα, να τελειώσει.

 

Στο πλαίσιο των συνεκδικαζόμενων εφέσεων αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην προσφυγή υπ' αρ. 258/2014, ημερ. 22 Δεκεμβρίου 2014, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με την οποία είχε διοριστεί αναδρομικά στη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας ο αποβιώσας XXXXX Δημητρίου (εφεσείων στην                 Α.Ε. 2/2015). Στην έφεση αυτή καταχωρίστηκε υπόμνημα/αντέφεση από τον επιτυχόντα διάδικο XXXXX Λεωνίδου, για εξέταση των λόγων ακυρώσεως, που πρωτοδίκως, πρόβαλε και δεν είχαν εξεταστεί. Καταχωρίστηκε επίσης, από το XXXXX Λεωνίδου, η έτερη Α.Ε 14/2015, εναντίον της παράλειψης του Δικαστηρίου να εξετάσει τους λόγους ακυρώσεως που προηγούνταν του λόγου ακυρώσεως που έγινε αποδεκτός. Καταχωρίστηκε επίσης από τη Δημοκρατία η έφεση 13/2015, στην οποία καταχωρίστηκε αντέφεση από το XXXXX Λεωνίδου για παράλειψη εξέτασης των λόγων ακυρώσεως. Η εν λόγω έφεση, τελικώς, αποσύρθηκε και παρέμεινε προς απόφανση ή αντέφεση.

 

Στο σημείο αυτό θεωρούμε αναγκαίο όπως εκτεθεί το ιστορικό αυτής της υπόθεσης.

 

Η ΕΔΥ διόρισε στις 11 Ιουλίου 2005 τον εφεσείοντα στην                           Α.Ε. 14/2015 (XXXXX Λεωνίδου), στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας. Εναντίον του εν λόγω διορισμού ασκήθηκαν οι προσφυγές υπ' αρ. 1205/2005 (XXXXX Δημητρίου) και 1266/2005 (XXXXX Λεμεσιανός), οι οποίες, όμως, αποσύρθηκαν λόγω ανάκλησης της απόφασης.

 

Στις 9 Φεβρουαρίου 2007,  η ΕΔΥ προέβηκε σε επανεξέταση και αποφάσισε τον επαναδιορισμό του XXXXX Λεωνίδου στην επίδικη θέση. Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε, εκ νέου, με τις προσφυγές υπ' αρ. 555/2007 και 556/2007, οι οποίες απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 24 Μαρτίου 2009 (Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας). Έφεση που ασκήθηκε εναντίον της πιο πάνω απόφασης είχε επιτυχή κατάληξη. (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 A.A.Δ. 74).

 

Η επακολουθήσασα δεύτερη επανεξέταση, που έλαβε χώρα στις            19 Απριλίου 2012, οδήγησε στο διορισμό του XXXXX Δημητρίου. Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε από τον XXXXX Λεωνίδου, επιτυχώς, με την προσφυγή αρ. 819/2012 (Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 22 Φεβρουαρίου 2013). Οι, στη συνέχεια, καταχωρηθείσες εφέσεις εκ μέρους της Δημοκρατίας και του επιτυχόντα διάδικου XXXXX Λεωνίδου, αποσύρθηκαν στις 12 Νοεμβρίου 2013, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του τελευταίου.

 

Ακολούθησε η τρίτη επανεξέταση εκ μέρους της ΕΔΥ, η οποία, με απόφαση της, ημερομηνίας 22 Ιανουαρίου 2014, επέλεξε για διορισμό τον XXXXX Δημητρίου.

 

Η ορθότητα της εν λόγω απόφασης αμφισβητήθηκε με την προσφυγή αρ. 258/2014 και η οποία και ακυρώθηκε στις                              22 Δεκεμβρίου 2014, λόγω παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης. Κρίθηκε συναφώς ότι η κρίση της ΕΔΥ να μην πιστώσει στον XXXXX Λεωνίδου το προβλεπόμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε με την υπό εκδίκαση έφεση αρ. 2/2015. Ασκήθηκε επίσης αντέφεση από τον εφεσίβλητο  καθώς και η έφεση αρ. 14/2015 από τον επιτυχόντα αιτητή για λόγους ακυρώσεως που είχαν προβληθεί πρωτόδικα και δεν εξετάστηκαν.

 

Η ΕΔΥ, όμως, συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα και ανεξαρτήτως της ύπαρξης της παρούσας έφεσης, προχώρησε στις 14 Απριλίου 2016 σε επανεξέταση - την τέταρτη στη σειρά - και αφού προέβη σε εξέταση των στοιχείων που αφορούν την πείρα των υποψηφίων κατέληξε ότι, ο XXXXX Λεωνίδου διέθετε το πλεονέκτημα. Ακολούθως, σε συνεδρία της ημερ. 18 Ιουλίου 2016 επαναδιόρισε και πάλι, τον XXXXX Δημητρίου, στη θέση του Διευθυντή, αναδρομικά από τις 3 Οκτωβρίου 2005 μέχρι τις 20 Απριλίου 2014, ημερομηνία κατά την οποία ο XXXXX Δημητρίου απεβίωσε.  Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρίστηκε, και πάλι, προσφυγή από τον XXXXX Λεωνίδου (προσφυγή αρ. 1009/2016).

 

Στη συνέχεια, και δεδομένου ότι ο διορισμός του XXXXX Δημητρίου ήταν για περιορισμένο διάστημα, έγινε νέα εξέταση του θέματος από την ΕΔΥ δια προκηρύξεως της επίδικης θέσης και τελικώς, διορίστηκε τρίτο πρόσωπο. Αυτό οδήγησε εκ νέου το XXXXX Λεωνίδου να καταχωρίσει την προσφυγή αρ. 162/2017.

 

Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, οι παρούσες εφέσεις στρέφονται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης στην προσφυγή αρ. 258/2014 που καταχωρίστηκε εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ ημερ.                          22 Ιανουαρίου 2014.

 

Ο εφεσείων στην Α.Ε. 2/2015 εισηγήθηκε, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΔΥ τελούσε υπό πλάνη και χωρίς τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία δεν πίστωσε τον εφεσίβλητο με το πλεονέκτημα. Ως σφάλμα χαρακτήρισε ο εφεσείων, με το δεύτερο λόγο έφεσης, την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η ΕΔΥ υπό πλάνη έκρινε ότι ο εφεσίβλητος δεν διέθετε δεκαετή πείρα σε θέματα πολιτικής αεροπορίας. Οι δύο λόγοι θεωρούμε ότι συνδέονται μεταξύ τους και έτσι θα εξεταστούν σωρευτικά.

 

Το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προέβλεπε ότι «Μακρά και ευδόκιμη πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας θα αποτελεί πλεονέκτημα».

 

Η ΕΔΥ, κατά το στάδιο της αρχικής διαδικασίας πλήρωσης της θέσης το 2005, κατέληξε ότι πέντε υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων ο εφεσείων, αλλά όχι ο εφεσίβλητος, είχαν μακρά και ευδόκιμη πείρα και συνεπώς τους πιστώθηκε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Οι τρεις εκ των υποψηφίων κατείχαν πείρα λιγότερη των δέκα ετών. Δεν είχε καθορίσει η ΕΔΥ, στο στάδιο εκείνο ποια θα ήταν η χρονική διάρκεια της πείρας, έτσι ώστε να θεωρείται ως μακρά και ευδόκιμη.

 

Κατά το στάδιο της πρώτης επανεξέτασης που ακολούθησε μετά την ανάκληση του διορισμού του εφεσιβλήτου και μετά την υποβολή από τον τελευταίο στοιχείων ως προς την πείρα του, η ΕΔΥ αποφάσισε ότι κατείχε πενταετή πείρα σε θέματα Πολιτικής Αεροπορίας, πλην, όμως, στηριζόμενη σε όσα είχαν αποφασιστεί κατά την αρχική διαδικασία δεν πίστωσε τον εφεσίβλητο και πάλι με το πλεονέκτημα.

 

Στην τρίτη επανεξέταση, η οποία αφορά την παρούσα έφεση, η ΕΔΥ έκρινε ότι μακρά και ευδόκιμη πείρα θεωρείται, τουλάχιστο, η δεκαετής πείρα και ως εκ τούτου αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος δεν κατείχε το πλεονέκτημα, σε αντίθεση με τους άλλους υποψηφίους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακυρώνοντας την απόφαση ανέφερε ότι:

 

 "Αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι αυτή η θεώρηση πραγμάτων από την Ε.Δ.Υ., κατά την πλειοψηφική της κρίση, δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή αποκλείοντας στην ουσία τον αιτητή από τη διεκδίκηση της θέσης με την πίστωση σ΄ αυτόν του πλεονεκτήματος. Αυτό, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στην έννοια της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, η εκ των υστέρων καθιέρωση δεκαετούς πείρας ως εκείνης που θα θεωρείτο «μακρά και ευδόκιμη» κατά την ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η θέση της Ε.Δ.Υ. και του ενδιαφερομένου μέρους ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας εναπόκειται κατά πάγια νομολογία στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, είναι βεβαίως ορθή και επαναλαμβάνεται συνεχώς στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτές που μνημονεύει στην αγόρευση της η συνήγορος της Ε.Δ.Υ., Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999)              3 Α.Α.Δ. 517 και Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93. Υπήρχε όμως εδώ ερμηνεία. Η θέση που παραμένει επίδικη στην παρούσα προσφυγή είναι η ίδια από το 2005. Η κρίση της Ε.Δ.Υ. οφείλει να είναι ενιαία καθ΄ όλη τη χρονική διάρκεια που εκκρεμοδικεί η πλήρωση της θέσης ώστε κατά ενιαίο μέτρο κρίσης, της κρίσης αυτής εφαρμοζόμενης ισότιμα και ισόνομα προς όλους τους υποψηφίους, να εξετάζονται τα δεδομένα με σταθερές και όχι εναλλασσόμενες μεταβλητές."

 

 

Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι η ΕΔΥ ποτέ δεν είχε κρίνει ότι ο εφεσίβλητος κατείχε το πλεονέκτημα και συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κρίνοντας ότι η ΕΔΥ αγνόησε ή παρέλειψε να επαναλάβει προηγουμένη της κρίση. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, με τις ακυρωτικές αποφάσεις δεν διασώθηκε οτιδήποτε από τα κριθέντα, αφού οι προηγούμενες αποφάσεις ακυρώθηκαν από το αρχικό στάδιο της όλης διαδικασίας. Τέλος ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος κωλύεται, λόγω δεδικασμένου, να εγείρει θέμα της μη πίστωσης του πλεονεκτήματος αφού κάτι τέτοιο δεν είχε θέσει στην αρχική διαδικασία.

 

Θεωρούμε την πρωτόδικη κρίση επί του θέματος ως ορθή. Παρουσιάζεται μια αντιφατική συμπεριφορά από πλευράς ΕΔΥ, διαφοροποιώντας τη στάση της αναφορικά με το θέμα της μακράς και ευδόκιμης πείρας. Κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας η ΕΔΥ είχε θεωρήσει ότι πείρα, μικρότερη των δέκα ετών - χωρίς οποιοδήποτε χρονικό προσδιορισμό - προσμετρούσε ως μακρά και ευδόκιμη πείρα. Κατά το στάδιο εκείνο σε υποψήφιους με πείρα τριών ετών είχε πιστωθεί το πλεονέκτημα. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί με τον εφεσίβλητο. Παρατηρούμε ότι σε μεταγενέστερο στάδιο η ΕΔΥ διαφοροποιεί τη θέση της και καταλήγει σε συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος κατείχε πενταετή ευδόκιμη και μακρά πείρα. Ακολουθεί η επόμενη επανεξέταση που, ενώ η ΕΔΥ αναγνώρισε ότι ο εφεσίβλητος κατείχε πενταετή πείρα, τελικώς, δεν του πιστώθηκε η ύπαρξη του πλεονεκτήματος και η ΕΔΥ καθόρισε ότι μακρά και ευδόκιμη πείρα πρέπει να είναι αυτή των δέκα ετών. 

 

Η επισήμανση του αδελφού Δικαστή περί παράλειψης της ΕΔΥ να εφαρμόσει ενιαίο μέτρο κρίσης, είναι απολύτως ορθή. Αρχικώς, θεωρείται η τριετής πείρα ως επαρκής, στη συνέχεια χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία παρατηρούμε ότι η διάρκεια της πείρας αυτής αυξάνεται σε δεκαετή. Επιπροσθέτως, σημειώνουμε ότι η ΕΔΥ δεν εφάρμοσε ισότιμα την κρίση της έναντι όλων των υποψηφίων. Σε συνάρτηση με τον εφεσίβλητο κρίθηκε αρχικώς ότι δεν κατείχε δεκαετή πείρα αλλά πενταετή, πλην, όμως, δεν τον πίστωσε με το πλεονέκτημα, ενώ κάτι ανάλογο έπραξε σε άλλους υποψηφίους οι οποίοι είχαν πείρα λιγότερη των δέκα ετών. Τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Το διοικητικό όργανο έχει υποχρέωση να εφαρμόζει ισότιμο και ενιαίο μέτρο κρίσης έναντι όλων των υποψηφίων σε μια διαδικασία επιλογής, η οποία διαρκεί χρόνια με αλλεπάλληλες επανεξετάσεις.

 

Στο σύγγραμμα Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Έβδομη έκδοση, σελ. 176, παρ. 389, αναφέρεται ότι η «ασυνεπής αντιφατική συμπεριφορά τ̄ης διοικήσεως (venire contra factum Propium) προσβάλλει την δικαιολογημένη ̕εμπιστοσύνη του ̕ιδιώτη ̕απέναντί της και μπορε͂ι να συνεπάγεται την παρανομία τῆς διοικητικῆς πράξεως».

 

Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι με τις δύο ακυρωτικές αποφάσεις δεν διασώθηκε οτιδήποτε από τα ήδη κριθέντα, τα οποία έχουν, όπως λέχθηκε, εξαφανιστεί εξ' υπαρχής και ως αποτέλεσμα τούτου, η ΕΔΥ, υπό τη νέα της σύνθεση, δεν δεσμευόταν από τις προηγούμενες κλήσεις. Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Οι προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις αφορούσαν τη σύνθεση της ΕΔΥ και επίσης τη συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή και σε κανένα σημείο δεν είχε συζητηθεί ή αποφασιστεί το θέμα του πλεονεκτήματος. Ορθώς, σημειώνεται, πρωτοδίκως ότι η ΕΔΥ επανεξέτασε στη βάση των στοιχείων του πίνακα, ως αυτά είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς να παρουσιάζεται οποιαδήποτε διαφοροποιημένη προσέγγιση ως προς την πίστωση του πλεονεκτήματος. H πίστωση αυτή, σε υποψηφίους με πείρα λιγότερη από δέκα έτη, δεν είχε αποτελέσει λόγο ακύρωσης στις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις. H ίδια η ΕΔΥ δεσμεύτηκε ως προς την κλήση της αναφορικά με την πίστωση του πλεονεκτήματος στους υποψηφίους που αναφέραμε πιο πάνω.

 

Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο απαντά στο εγειρόμενο θέμα:

 

″Αυτό απαντά και τη θέση του ενδιαφερομένου μέρους ότι η όλη διαδικασία της επανεξέτασης ανέτρεξε στη ρίζα της διαδικασίας και άρα ήταν ανοικτό για την Ε.Δ.Υ. να εξετάσει εκ νέου τα προσόντα των υποψηφίων. Δεν παρέχεται όμως, αν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποια εξήγηση ότι η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη της κάποια άλλα δεδομένα εκτός από τα στοιχεία του πίνακα που τέθηκε ενώπιον της ως προς την πιστωθείσα «μακρά και ευδόκιμη πείρα» των Λεμεσιανού και Σώσειλου (ο Λουκά δεν παρουσιάστηκε). Άλλωστε, η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε με βάση τον ουσιώδη χρόνο που δεν μπορεί να ήταν άλλος από το 2005, ούτε και η Ε.Δ.Υ. συζήτησε την υπόθεση με βάση μόνο την ακυρωτική απόφαση στην υπ΄ αρ. 819/2012. Και όταν το Δικαστήριο στην εν λόγω ακυρωτική απόφαση ανεφέρθη στη «ρίζα της διαδικασίας», η αναφορά ήταν σαφής στο γεγονός ότι με τη συμμετοχή ενός Γενικού Διευθυντή συμμετοχή που ήταν «αντικειμενικά αδύνατη» ενόψει της διεκδίκησης της θέσης Γενικού Διευθυντή με συνυποψήφιο του αιτητή λίγες ημέρες προηγουμένως, η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. ήταν πάσχουσα κατά το άρθρο 42(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ως μη έχουσα αμερόληπτη κρίση. Εκείνο όμως που δεν παρείχε αυτή την αμερόληπτη κρίση ήταν η διαδικασία της προφορικής εξέτασης με την παρουσία και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, (δέστε σελ. 2-3 της απόφασης στην υπ΄ αρ. 819/2012 προσφυγή).″

 

Ούτε η εισήγηση περί ύπαρξης δεδικασμένου το οποίο να στερεί τον εφεσίβλητο από του να προωθήσει τις θέσεις του, όπως ήταν η εισήγηση του εφεσείοντα, μας βρίσκει σύμφωνους. Στις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις, ο εφεσίβλητος ήταν ο ενδιαφερόμενος και ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να εγείρει θέμα μη πίστωσης του πλεονεκτήματος. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να προβάλλει ισχυρισμούς εναντίον, της υπέρ του, απόφασης, αλλά έχει υποχρέωση να την υποστηρίξει.

 

Στην Λαμπρατσιώτης ν. Ανδρέου (2013) 3 Α.Α.Δ. 202 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Άλλωστε η νομολογία αποδοκιμάζει την έγερση θεμάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που έρχονται σ' αντίθεση με τη θέση που λαμβάνει το διοικητικό όργανο, το οποίο είναι βεβαίως κατ' εξοχήν το αρμόδιο σώμα να αποφασίσει πώς θα χειριστεί μια ακυρωτική από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος οφείλει να συνδράμει στην απόφαση και όχι να προβάλλει χωριστές αιτιάσεις στήριξης της διοικητικής πράξης έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης. Η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Κυπριανού κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Συνεκδ. Προσφ. Αρ. 1519/09 κ.ά., ημερ. 20.7.2012).″

 

 

Όπως έχουμε σημειώσει, με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων προώθησε τη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΔΥ υπό πλάνη αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος δεν διαθέτει δεκαετή πείρα σε θέματα πολιτικής αεροπορίας. Πρωτοδίκως αποφασίστηκε, και ήταν λόγος ακύρωσης της απόφασης της ΕΔΥ, ότι η τελευταία δεν αιτιολόγησε τη θέση της ότι ο εφεσίβλητος δε διέθετε δεκαετή πείρα. Ο λόγος αυτός εξετάστηκε και ήταν συνδεδεμένος, με τον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Η ΕΔΥ, στην απόφαση της, απλώς ανέφερε ότι τα στοιχεία που περιέχοντο στην επιστολή της δικηγόρου του εφεσιβλήτου, δεν πρόσθεταν οτιδήποτε το νέο το οποίο να διαφοροποιεί τη θέση της ότι ο εφεσίβλητος δεν διαθέτει δεκαετή πείρα.

 

Θεωρούμε ότι ούτε και αυτός ο λόγος εφέσεως ευσταθεί. Η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΕΔΥ δεν παρείχε την απαιτούμενη αιτιολογία, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει ο απαιτούμενος δικαστικός έλεγχος της εν λόγω απόφασης, είναι ορθή.

 

Στη βάση των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης δεν έχουν έρεισμα και απορρίπτονται.

 

 

 

 

Οι προβληθέντες λόγοι της αντέφεσης που καταχώρισε ο εφεσίβλητος στην έφεση Α.Ε. 2/2015, όπως και οι λόγοι που περιλαμβάνονται τόσο στη δική του έφεση Α.Ε. 14/2015, όσο και οι λόγοι αντέφεσης που καταχωρίστηκαν στην έφεση της Δημοκρατίας Α.Ε. 13/2015, είναι ταυτόσημοι. Τούτοι δε είναι οι εξής:

 

″Γ.3 Πάσχουσα διαδικασία λόγω παράβασης του Ν. 1/90 από την ΕΔΥ στην απόφασή της τόσο να καλέσει τους υποψηφίους σε νέες συνεντεύξεις, αντί να λάβει υπόψη της τις αρχικές, συνεντεύξεις, βάσει του άρθρου 34(Α)(3) του                  Ν. 1/90, όσο και να καλέσει άλλο Γενικό Διευθυντή Υπουργείου να δώσει συστάσεις, κατά παράβαση του άρθρου 34(Α)(6) του Ν. 1/90.

 

Γ.4 Ο αιτητής ήταν καταλληλότερος υποψήφιος από το Ε/Μ. Η ΕΔΥ απέτυχε στο έργο της να αξιολογήσει την ακαταλληλότητα του καθενός υποψηφίου και να επιλέξει τον καταλληλότερο υπό τις περιστάσεις υποψήφιο, που ήταν ο αιτητής.″

 

 

Το παράπονο το οποίο προβάλλεται από τον εφεσίβλητο είναι ότι οι εν λόγω λόγοι ακυρώσεως δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως και όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, η τελική ετυμηγορία επί τούτων είναι σημαντική για την περαιτέρω πορεία των υφιστάμενων δικαστικών διαδικασιών.

 

Το θέμα που αναφύεται είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο μετά τη θέσπιση του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 1915 (Ν. 131(Ι)/2015) στερείται της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας επί προσφυγών, όπως ίσχυε προηγουμένως, στη βάση της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος (βλ. Ν. 130(Ι)/2015). Το θέμα αυτό αποφασίστηκε προσφάτως και στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 6 Ιουλίου 2018, ECLI:CY:AD:2018:C344.

 

Όπως, όμως, αποφασίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Βασιλειάδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 297, για να εξεταστούν οι άλλοι νομικοί λόγοι της προσφυγής, με το υφιστάμενο τώρα νομικό καθεστώς, να παραπεμφθούν στο Διοικητικό Δικαστήριο, θα πρέπει να παραμεριστεί η πρωτόδικη απόφαση. Κάτι που δεν ισχύει επί του προκειμένου.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, η έφεση 2/2015 απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Ενόψει της πιο πάνω νομολογίας, παρέλκει η εξέταση της έφεσης 14/2015 και των αντεφέσεων 2/2015 και 13/2015.

 

 

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διάδικου                             XXXXX Λεωνίδου και για τις τέσσερις διαδικασίες, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, μειωμένα, όμως, κατά το ήμισυ, καθότι οι εν λόγω εφέσεις είχαν ακουστεί μαζί.

 

 

 

                                                Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο