ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Λουίζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες. Θεοφάνης Ανδρέου, μαζί με την Θέα Ανδρέου (κα) και την Στέφανη Ανδρέου (κα), για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-09-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α. ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 106/2012, 19/9/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C408

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 106/2012

 

19 Σεπτεμβρίου, 2018

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, M. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.Δ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.    ΕΦΟΡΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

3.    ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,

                                                                Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση,

 

-         ΚΑΙ  -

 

XXXXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

                   Εφεσίβλητου/Αιτητή.

---------------------------

 

 

Λουίζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Θεοφάνης Ανδρέου,  μαζί  με την Θέα Ανδρέου (κα) και την Στέφανη Ανδρέου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

----------------------

   ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:-   Στο επίκεντρο της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς και της παρούσας έφεσης είναι η ερμηνεία προνοιών του περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και ’λλων Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2002 (Ν.35(Ι)/2002) όπως τροποποιήθηκε (στο εξής «ο Νόμος»)[1].  Προτού, όμως, ασχοληθούμε με το ζήτημα αυτό, θα συνοψίσουμε, ως εισαγωγή, το ιστορικό της επίδικης πράξης ώστε να είναι καλύτερα κατανοητά τα όσα θα απασχολήσουν στη συνέχεια.

 

Ο εφεσίβλητος, αιτητής στις συνενωμένες προσφυγές υπ' αρ. 92/2011 και 93/2011, επιδίωξε, με την πρώτη, την ακύρωση της απόφασης της Εφόρου Ασφαλίσεων και γενικότερα των εφεσειόντων, καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 6.12.2010 με την οποία αρνήθηκαν να προωθήσουν την αίτηση του ημερομηνίας 14.9.2010 για εγγραφή στο Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων.  Με τη δεύτερη προσέβαλε την παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των εφεσειόντων να εκδώσουν απόφαση επί της αίτησής του μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών από την υποβολή της.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«Ο αιτητής ήταν εγγεγραμμένος ασφαλιστικός σύμβουλος για σειρά ετών και τελευταίως στη βάση άδειας από την Έφορο Ασφαλίσεων ημερ. 16.3.2007, (Παράρτημα 1 στην ένσταση), για τη διεξαγωγή ασφαλιστικών εργασιών με εταιρείες του ομίλου εταιρειών της Εθνικής. Στις 29.7.2010, η Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λτδ, η οποία ήταν μια από τις δύο ασφαλιστικές εταιρείες για τις οποίες είχε εκδοθεί το προαναφερθέν πιστοποιητικό, ζήτησε τη διαγραφή του αιτητή από το Μητρώο λόγω διακοπής της μεταξύ τους συνεργασίας, πληροφορώντας ταυτόχρονα τους καθ΄ ων ότι ο αιτητής είχε οικονομικές υποχρεώσεις προς αυτή ύψους €112,166,25. Στις 2.8.2010, η Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών διέγραψε τον αιτητή από το Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων, πληροφορώντας τον ανάλογα με ταυτάριθμη της επιστολή, (Παράρτημα 3). Την επόμενη ημέρα 3.8.2010, (Παράρτημα 4), οι καθ΄ ων ζήτησαν από τον αιτητή να πληροφορηθούν σχετικά με την προαναφερθείσα οικονομική οφειλή του προς την Εθνική. Ο αιτητής αντέδρασε με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 24.8.2010, (Παράρτημα 5), διαμαρτυρόμενος ουσιαστικά ότι οι καθ΄ ων εξέλαβαν ως δεδομένη την οφειλή που η Εθνική παρουσίασε ότι υφίστατο.

 

Στις 14.9.2010, ο αιτητής υπέβαλε στο προνοούμενο έντυπο ΕΑ/Δ.2, αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων ώστε να ενεργεί εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας, Trust International Insurance (Cyprus) Ltd. Οι καθ΄ ων απέστειλαν στην Εθνική επιστολή στις 22.9.2010 (Παράρτημα 7), για τις δικές της απόψεις. Η τελευταία απέστειλε στις 29.9.2010 επιστολή (Παράρτημα 8), επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη της οφειλής, επισυνάπτοντας προς τούτο διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων, και δύο γραμμάτια συνήθους τύπου ύψους £10.000 έκαστο, καθώς και αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού του αιτητή όπου εμφαίνετο, ο τρόπος κατά τον οποίο προέκυψε το χρεωστικό υπόλοιπο των €112.166,063.

 

Οι καθ΄ ων, ενόψει όλων των ανωτέρω, πληροφόρησαν τον αιτητή στις 2.12.2010 (Παράρτημα 9), ότι η αίτηση του για εγγραφή στο Μητρώο δεν μπορούσε να προωθηθεί περαιτέρω και ότι δυνάμει του άρθρου 175(2) του περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και ’λλων Συναφών Θεμάτων Νόμου αρ. 35(Ι)/2002, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), είχε υποχρέωση να υποβάλει βεβαιώσεις από τις εταιρείες Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λίμιτεδ και Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λίμιτεδ, στις οποίες ασκούσε μέχρι προ τινός εργασίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, ότι δεν όφειλε σ΄ αυτές οποιαδήποτε ποσά.

 

[..]

 

Στις 28.12.2010, η Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λίμιτεδ, ήγειρε την υπ΄ αρ. 110390/2010 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επιδιώκοντας την ανάκτηση εκ μέρους του αιτητή του ποσού των €112.066,63 πλέον τόκους και έξοδα (Παραρτήματα 11 και 12).»

 

 

Βασική θέση του εφεσίβλητου στην προσφυγή αρ. 92/2011, ήταν ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν πρόσθετα στοιχεία, ούτε είχε ο ίδιος υποχρέωση να υποβάλει βεβαιώσεις των εταιρειών με τις οποίες συνεργάστηκε, ότι δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό σε αυτές.  Με την προσφυγή υπ' αρ. 93/2011 ισχυρίστηκε, ως έχει αναφερθεί, ότι υπήρχε εκ μέρους των εφεσειόντων, παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, κατά παράβαση του άρθρου 178(2)[2] του Νόμου.

 

Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος εκδίκασε τις προσφυγές πρωτοδίκως,  απέρριψε την προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων, ότι η επίδικη απόφαση δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά ήταν προπαρασκευαστική και/ή πληροφοριακού περιεχομένου, κρίνοντας ότι η απόφαση παρήγαγε ουσιαστική διοικητική πράξη με την οποία επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του εφεσίβλητου.   Αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες των άρθρων 171, 172(1) και (2), 175(2) και 53(5)(β) του Νόμου, έκρινε ότι ο εφεσίβλητος είχε δίκαιο και επί της ουσίας, θεωρώντας ότι:

 

 «.η εξουσία της Εφόρου να επιζητεί πρόσθετα στοιχεία που κρίνει αναγκαία, πρέπει να έχουν αναφορά σε σχέση με την εξέταση για εγγραφή στο Μητρώο, η οποία αίτηση με τη σειρά της εξετάζεται στα πλαίσια των προαναφερομένων άρθρων του Νόμου, τα οποία, μεταξύ άλλων, αφορούν και την καταλληλότητα και ικανότητα ενός αιτητή, όπως αυτές προκαθορίζονται στον ίδιο το Νόμο.  Ουδεμία εξουσία έχει η Έφορος να επιζητεί στοιχεία αναφορικά με τις τυχόν οικονομικές υποχρεώσεις του αιτητή που ενδεχομένως προέκυψαν από τη συνεργασία του με άλλη ασφαλιστική εταιρεία και η αναζήτηση τέτοιων στοιχείων, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία που περιέχεται στην ένσταση της Εφόρου, αλλά και στο διοικητικό φάκελο, είναι έξω από το νομοθετημένο πλαίσιο.»   

 

 

 

Για το ζήτημα που απασχολούσε, θεώρησε «ευθέως σχετική» την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ στην Κώστας Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1550/2005, ημερ. 29.1.2007. Αποφασίζοντας υπέρ του εφεσίβλητου και ως προς το ζήτημα της παράβασης οφειλόμενης ενέργειας, σημείωσε ότι με τον τρόπο που ενήργησε η Έφορος, δεν άσκησε εύλογη διακριτική ευχέρεια αλλά απεμπόλησε την εξουσία της να αποφασίσει επί της ουσίας της αίτησης του εφεσίβλητου «υπό το πρόσχημα της ευχέρειας».

 

Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.  Διατυπώνονται τέσσερεις λόγοι έφεσης με τους οποίους, ουσιαστικά, αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου να μην αποδεχτεί την προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων, καθώς και του ευρήματος του ότι η Έφορος αναζήτησε στοιχεία άσχετα με τις προϋποθέσεις εξέτασης της αίτησης του εφεσίβλητου, βασιζόμενο, λανθασμένα, στην υπόθεση Κωνσταντίνου (ανωτέρω).   Προσβάλλεται, επίσης, ως εσφαλμένη, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για συνεχιζόμενη παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των εφεσειόντων.

 

Το δεσπόζον ερώτημα είναι κατά πόσο η Έφορος Ασφαλίσεων είχε  εξουσία να ζητήσει τα πρόσθετα στοιχεία που απαίτησε από τον εφεσίβλητο, ερώτημα που προϋποθέτει ερμηνεία προνοιών του Νόμου.

 

Τα περί της υποβολής αίτησης για εγγραφή προβλέπονται από το άρθρο 175 του Νόμου, το οποίο, στο εδάφιο 2, προνοεί ότι:

 

«175.-(1) [.]

(2) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε ΅ετά την υποβολή της αιτήσεως να απαιτήσει την προσκό΅ιση πρόσθετων στοιχείων που κρίνει αναγκαία για την εξέταση της αιτήσεως.

[..]»

 

Δεν χρειάζεται να αναπαράγουμε στην ολότητα της την επιστολή της Εφόρου, στην οποία περιέχεται η υπό αναφορά απαίτηση της για πρόσθετα στοιχεία.  Παραθέτουμε το ουσιαστικό της μέρος:

 

«Σας πληροφορώ ότι στην Υπηρεσία μας υπάρχουν διάφορα έγγραφα,  που κατά τη γνώμη της πιο πάνω εταιρείας [Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λτδ] αποδεικνύουν την ύπαρξη χρεωστικού υπολοίπου εκ μέρους σας προς αυτούς.  Μεταξύ των εγγράφων είναι δύο γραμμάτια συνήθους τύπου ύψους ΛΚ10.000 το καθένα, τα οποία υπογράψατε στις 18.9.2006 και στις 29.9.2006.  Επίσης, μια Συμφωνία μεταξύ εσάς και της Εθνικής Ασφαλιστικής (Κύπρου) Λτδ, όπου φαίνονται οι όροι της μεταξύ σας συνεργασίας, μεταξύ άλλων, ότι στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο η συνεργασία του «Ασφαλιστικού Συμβούλου/Agency Manager» με την εταιρεία τερματισθεί, πριν την πάροδο των πέντε χρόνων ή την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων παραγωγής και στρατολόγησης, τότε όλα τα ποσά που έχουν πληρωθεί κάτω από αυτή τη συμφωνία καθίστανται άμεσα απαιτητά και πληρωτέα στην εταιρεία και φέρουν τόκο 8% από την ημερομηνία τερματισμού.  Επίσης, υπάρχει αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού σας όπου φαίνεται πως προέκυψε το χρεωστικό ποσό των €112.066,63.

[..]

 Ως εκ τούτου, με βάση τα πιο πάνω, η αίτηση σας Τύπος ΕΑ/Δ.2 που λήφθηκε στην Υπηρεσία μας στις 14.9.2010 για την εγγραφή σας ως Ασφαλιστικός Πράκτορας για να ενεργείτε εκ μέρους της εταιρείας Trust International Insurance Co (Cyprus) Ltd, δεν μπορεί να τύχει περαιτέρω προώθησης στο παρόν στάδιο εφόσον είναι ελλιπής, εκτός εάν υποβάλετε στην Υπηρεσία μας βεβαίωση σύμφωνα με το άρθρο 175(2) των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και ’λλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002-2009 από τις εταιρείες Εθνική Ασφαλιστική (Κύπρου) Λτδ και Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ, ότι δεν υφίσταται κανένα πρόβλημα οικονομικής φύσεως μεταξύ σας.»

 

Επαναλαμβάνοντας τα όσα πρόβαλε πρωτοδίκως και με παραπομπή σε νομολογία[3], μη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υπέδειξε ότι με την παραπάνω επιστολή η Έφορος πληροφόρησε τον εφεσίβλητο για την ανάγκη προσκόμισης  περαιτέρω στοιχείων προς  υποστήριξη της αίτησης του, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η εξέταση της. Επομένως, δεν επάγεται αυτοτελώς άμεσα έννομα αποτελέσματα έναντι του διοικούμενου και δεν υπάρχει εκτελεστή απόφαση επί της αίτησης. Με ιδιαίτερη αναφορά στα άρθρα 175(2) και 195 του Νόμου και τον Κανονισμό 38(4) των Κανονισμών περί ’σκησης Ασφαλιστικών Εργασιών και ’λλων Συναφών Θεμάτων, ΚΔΠ 806/2004, εισηγήθηκε ότι παρεχόταν στην Έφορο η δυνατότητα να απαιτήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων.  

 

Από την άλλη πλευρά, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου  υποστήριξε ότι η απόφαση της Εφόρου παρήγαγε ουσιαστική διοικητική πράξη με την οποία επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του εφεσίβλητου, επιβάλλοντας του την υποχρέωση, η οποία δεν υπήρχε πριν από την επίδικη διοικητική απόφαση, να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τρίτου προσώπου, προκειμένου να εξασφαλίσει βεβαίωση μη οφειλής, ενώ δεν είχε τέτοια υποχρέωση.  Η απαίτηση της Εφόρου δεν έχει έρεισμα στις πρόνοιες του Νόμου, τις οποίες και παραβιάζει αφού επιχειρείται να εισαχθεί, ως πρόσθετο κριτήριο για εγγραφή στο Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων, η έλλειψη οικονομικής  οφειλής του αιτητή προς τρίτο πρόσωπο. 

 

Μπορεί να λεχθεί από τώρα ότι οι εξουσίες ελέγχου του Εφόρου με βάση το άρθρο 195 του Νόμου, το οποίο αφορά στην εποπτεία της άσκησης εργασιών διαμεσολαβητών, και καθιστά εφαρμοστέες, όπου το ίδιο εφαρμόζεται, τις πρόνοιες του άρθρου 193, δεν είναι σχετικές με την αξιολόγηση της αίτησης για εγγραφή στο Μητρώο η οποία διέπεται από το Δεύτερο Κεφάλαιο του Μέρους ΧΙΙ του Νόμου και τους σχετικούς Κανονισμούς (ΚΔΠ 806/2004). Ο δε Κανονισμός 38(4)[4] που επίσης επικαλούνται οι εφεσείοντες, εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που ο αιτητής είναι ήδη εγγεγραμμένος σε ένα από τα Μητρώα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 170 του Νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος είχε διαγραφεί από το μητρώο, κατόπιν απόφασης της Εφόρου, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 2.8.2010. Συνεπώς η εν λόγω πρόνοια δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση του.

 

Οι προϋποθέσεις εγγραφής φυσικών προσώπων στο Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 170(1) του Νόμου, εκτίθενται στο άρθρο 172. Σύμφωνα με αυτό (στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει):

 

«172.- (1) Ο Έφορος εγγράφει σε ένα από τα Μητρώα που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νό΅ου, ανάλογα ΅ε την περίπτωση, κάθε φυσικό πρόσωπο που πρoτίθεται να ασκεί εργασίες δια΅εσολάβησης εφόσον κατά την κρίση του το πρόσωπο αυτό πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 171 του Νό΅ου και είναι ικανό και κατάλληλο για την άσκηση των εργασιών αυτών.

(2) Το πρόσωπο αυτό λογίζεται ικανό για την άσκηση των εργασιών αυτών εφόσον διαθέτει επαρκείς γενικές, ε΅πορικές και επαγγελ΅ατικές γνώσεις και ικανότητες, ανάλογα ΅ε τις εργασίες που προτίθεται να ασκεί, στον Κλάδο Γενικής Φύσεως ή στον Κλάδο Ζωής και διαθέτει ειδικότερα τα καθορισ΅ένα ΅ε Κανονισ΅ούς προσόντα.

 

[..]»

 

 

 

Κατά το εδάφιο 3, πρόσωπο δεν θεωρείται κατάλληλο εφόσον υφίσταται κάποια από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 53(5)(β), το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«(5)(α) .

 (β) ∆ε λογίζεται ως κατάλληλο πρόσωπο για τους σκοπούς της παραγράφου (ι) του    εδαφίου (1) του άρθρου 21 του παρόντος Νό΅ου, πρόσωπο που—

 

(i) Καταδικάστηκε για πλαστογραφία, κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, εκβίαση, δωροδοκία, λαθρε΅πορία, απόσπαση χρη΅άτων ΅ε ψευδείς παραστάσεις, φόνο εκ προ΅ελέτης, ανθρωποκτονία, βιασ΅ό, αδική΅ατα ηθικής αισχρότητας ή άλλα συναφή προς τα ανωτέρω ποινικά αδική΅ατα·

 

(ii) κηρύχθηκε σε πτώχευση και δεν αποκαταστάθηκε· ή

 

(iii) κατείχε προηγου΅ένως ειδική συ΅΅ετοχή ή θέση διευθύνοντος προσώπου, σε ασφαλιστική επιχείρηση ή άλλη συναφή επιχείρηση του χρη΅ατοπιστωτικού το΅έα, της οποίας επιχείρησης η άδεια ανακλήθηκε για σοβαρή παραβίαση των υποχρεώσεων της, εκτός εάν αποδείξει ότι ο ίδιος δε συναίνεσε ή συνέπραξε στην παραβίαση.»

 

 

Η μη εξόφληση οφειλής δεν εντάσσεται στα εξειδικευμένα στο εν λόγω άρθρο.  Πουθενά δε στο Νόμο ή στους Κανονισμούς δεν αναφέρεται η μη εξόφληση οφειλής, ως λόγος ανικανότητας και ακαταλληλότητας αιτητή για την άσκηση των εργασιών διαμεσολαβητή και για εγγραφή του στο σχετικό μητρώο.

 

Στόχος και επιδίωξη του ερμηνευτικού έργου νομοθετήματος πρέπει να είναι η διακρίβωση της βούλησης του νομοθέτη, (βλ. K.O.T. ν Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ 86 και Southfield Industries Ltd v Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ 59), η οποία εξάγεται από το λεκτικό που χρησιμοποιείται στο Νόμο.  Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι βασικό κριτήριο για την ερμηνεία νομοθετήματος είναι η συνήθης σημασία των λέξεων.  Δεν είναι επιτρεπτή προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο (Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204 και Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384).

 

Η εξουσία του Εφόρου δυνάμει του άρθρου 175(2) του Νόμου να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία που αυτός κρίνει αναγκαία, συναρτάται με την εξέταση της αίτησης για εγγραφή, η οποία εξετάζεται στα πλαίσια των προαναφερόμενων άρθρων, ειδικότερα των άρθρων 53(5)(β), 171 και 172 του Νόμου.  Εν προκειμένω, ο Νόμος είναι σαφής και τα όσα προτείνουν οι εφεσείοντες δεν εμπίπτουν στο σαφές του νόημα και στην πρόθεση του νομοθέτη όπως αυτό την αποκαλύπτει.  Υιοθέτηση των εισηγήσεων των εφεσειόντων θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη προσθήκη ή αλλοίωση (βλ. Αντωνίου ν. Χριστοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 183)

 

Είναι δε ορθή η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για το ζήτημα που εδώ απασχολεί, απόλυτη εφαρμογή έχει το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ στην υπόθεση Κωνσταντίνου (ανωτέρω):

 

«Σε συμφωνία με τις εισηγήσεις του αιτητή, καταλήγω πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά πλάνη περί το Νόμο. Το άρθρο 172(1) αναφέρεται στην κρίση του Εφόρου σε σχέση με τις προϋποθέσεις του άρθρου 171 και δεν τίθεται εδώ θέμα μη συνύπαρξής τους. Τα περαιτέρω, αν δηλαδή ο αιτητής είναι πρόσωπο «ικανό και κατάλληλο για την άσκηση των εργασιών αυτών», τελούν υπό τις παραγράφους που ακολουθούν. Εκείνη της παραγράφου (2) ως προς την ικανότητα που πάλιν δεν αφορά στην περίπτωση και εκείνη της παραγράφου 3 ως προς την καταλληλότητα, όπως τα έχω παραθέσει. Το άρθρο 53 αναφέρεται στην ικανότητα και καταλληλότητα διευθυνόντων κυπριακή ασφαλιστική εταιρεία και, σε εκείνη την περίπτωση, προσδιορίστηκε το περιεχόμενο τού όρου «ικανό και κατάλληλο» με τις παραγράφους 5(α) και 5(β). Το άρθρο 172(3) παραπέμπει μόνο στο άρθρο 53(5)(β), όχι στο (α), και σε αυτό και μόνο είναι δυνατό να εντοπιστεί ποιο πρόσωπο, για τους σκοπούς εγγραφής του ως ασφαλιστικού αντιπροσώπου, δεν λογίζεται κατάλληλος. Δεν περιλαμβάνεται σ' αυτό η μη εξόφληση οφειλής και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.»

 

 

 

Η θέση των εφεσειόντων ότι η παρούσα διακρίνεται από την Κωνσταντίνου στη βάση των γεγονότων της, καθιστώντας άσχετη την παραπομπή στην τελευταία από το Δικαστήριο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Ειδοποιό διαφορά θεωρούν οι εφεσείοντες την απόρριψη της αίτησης του αιτητή στην Κωνσταντίνου, από την Έφορο, με βάση το άρθρο 172(1) του Νόμου, σε σχέση με την καταλληλότητα του, ενόψει της ύπαρξης οφειλών προς ασφαλιστική εταιρεία.   Θεωρούμε ότι το γεγονός αυτό δεν οδηγεί σε διαφορετική κατάληξη.  Το κύριο ερώτημα που αναδυόταν προς απόφαση στην Κωνσταντίνου αλλά και στην παρούσα, ήταν το ίδιο - κατά πόσο η εξόφληση χρέους αποτελεί προϋπόθεση για την εγγραφή προσώπου στο Μητρώο Ασφαλιστικών Συμβούλων, ώστε η αναζήτηση σχετικών βεβαιωτικών στοιχείων από την Έφορο να εμπίπτει στο πεδίο των δικαιωμάτων ή της εξουσίας της.  

 

Εν προκειμένω, η απόφαση της Εφόρου ότι η αίτηση του εφεσίβλητου ήταν ελλιπής, εκτός εάν αυτός υπέβαλλε «βεβαίωση σύμφωνα με το ’ρθρο 175(2)» του Νόμου από τις εταιρείες, πρώην συνεργάτιδες του, πως δεν υφίσταται «κανένα πρόβλημα οικονομικής φύσεως» μεταξύ τους, καθιστούσε την προσκόμιση τέτοιων βεβαιώσεων ως  προϋπόθεση για την εξέταση της αίτησης του, ενώ η αναζήτηση τέτοιων στοιχείων ήταν, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί,  εκτός του νομοθετημένου πλαισίου και των νόμιμων δικαιωμάτων της Εφόρου.   Υπό τα δεδομένα αυτά, η απόφαση της Εφόρου δεν ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα αλλά επαγόταν για τον εφεσίβλητο, άμεσα έννομα αποτελέσματα.   

 

Σύμφωνα με πάγια νομολογία η παράλειψη διοικητικού οργάνου να εκπληρώσει καθήκον υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όταν αυτό συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης επιβαλλομένης από το νόμο, (βλ. Στρούθου ν Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 ΑΑΔ 301 και Δήμος Λάρνακας ν Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 AAΔ 400).  Το άρθρο 178(2) του Νόμου επιβάλλει υποχρέωση στον Έφορο να εκδώσει απόφαση επί αίτησης για εγγραφή σε ένα από τα Μητρώα εντός τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης.   Εν προκειμένω, η Έφορος δεν εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας της αίτησης του εφεσίβλητου. 

 

Στηριζόμενοι σε κατ' ισχυρισμό αδράνεια του εφεσίβλητου να ανταποκριθεί στο αίτημα της Εφόρου για πρόσθετα στοιχεία, ώστε να μπορεί να τοποθετηθεί επί του αιτήματος του, οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν πρωτοδίκως και ενώπιον μας ότι υπό τις περιστάσεις, δεν πρόκειται για περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας.   Θέση, θαρρούμε, η οποία εκθεμελιώνεται εκ της επικύρωσης της πρωτόδικης κρίσης ότι η αναζήτηση των στοιχείων αυτών εξέπιπτε των εξουσιών της Εφόρου.   Όσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι η Έφορος έχει διακριτική ευχέρεια, δυνάμει του άρθρου 172(1) του Νόμου, στη λήψη της απόφασης για εγγραφή, θεωρούμε ότι η προαναφερόμενη νομοθετική πρόνοια, σύμφωνα με την οποία η εγγραφή διενεργείται «εφόσον κατά την κρίση του [Εφόρου] το πρόσωπο αυτό πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 171 του Νό΅ου και είναι ικανό και κατάλληλο για την άσκηση των εργασιών αυτών»,  δεν συνδέεται με το ζήτημα που εδώ απασχολεί και που δεν είναι άλλο από την υποχρέωση της Εφόρου να προχωρήσει στη λήψη απόφασης εντός της προθεσμίας που θέτει το άρθρο 178 του Νόμου.  Συμφωνούμε, λοιπόν, με το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η μη έκδοση απόφασης από την Έφορο επί της ουσίας της αίτησης του εφεσίβλητου πρόκειται για παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους της.

 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

                                                                    Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                   Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

 

         

 

 

 

 

 



[1] Ο Νόμος αυτός καταργήθηκε από τον περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και ’λλων Συναφών Θεμάτων Νόμο (Ν. 38(Ι)/2016)

[2] 178.- (1) Ο Έφορος απορρίπτει την αίτηση για εγγραφή σε ένα από τα Μητρώα που τηρούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 173 του Νόμου εάν κρίνει ότι δεν συντρέχουν όλες οι προς εγγραφή προϋποθέσεις, που ορίζονται στα προηγούμενα άρθρα του  Μέρους αυτού.

  (2) Ο Έφορος εκδίδει την απόφασή του μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την ημέρα υποβολής της αιτήσεως παραθέτοντας τους λόγους που δικαιολογούν την απόρριψή της. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος παραλείπει να εκδώσει απόφαση μέσα στην προθεσμία των τριών μηνών παρέχεται δικαίωμα προσφυγής στον Υπουργό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Νόμου.

 

[3] U.I.B. Insurance Reinsurance and Consultants Brokers Limited v Υπουργού Οικονομικών κ.ά , Υπόθεση αρ. 2251/2006, ημερ. 22.8.2008 και Αντιγόνη Γεωργίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 55/2007, ημερ. 7.7.2009.

[4] 38(4)  Στην περίπτωση που ο αιτητής είναι ήδη εγγεγραμμένος σε ένα από τα Μητρώα του εδαφίου (1) του άρθρου 170 του Νόμου και επιθυμεί την εγγραφή του σε άλλο Μητρώο, οφείλει, επιπρόσθετα από τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο (1), να προσκομίσει βεβαίωση από όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, για λογαριασμό των οποίων ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης, ότι δεν οφείλει σε αυτές οποιαδήποτε ποσά που έχει εισπράξει εκ μέρους των ασφαλισμένων, κατά παράβαση του εδαφίου (1) του άρθρου 185 του Νόμου και του Κανονισμού 49:»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο