ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα για τον Εφεσείοντα. για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-07-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012, 6/7/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C344

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012)

 

6 Ιουλίου 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων

ΚΑΙ

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητου

-----------------------------------------

 

Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. Ηλιάδης και Συνεταίροι ΔΕΠΕ,

για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Πασιουρτίδου (κα) για Α. Τριανταφυλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ,

για τον Εφεσίβλητο.

 

------------------------------------------

 

 

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων παραπονείται για την πρωτόδικη κρίση με την οποία απερρίφθη η προσφυγή που υπέβαλε σε σχέση με την απόφαση του εφεσίβλητου Πανεπιστημίου που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 22.12.2009, με την οποία πληροφορήθηκε ότι ο διορισμός του ως Λέκτορα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου θα έπαυε να ισχύει από 1.1.2010, με αναφορά στο ότι στις δύο προηγηθείσες συνεδριάσεις του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου δεν είχε εξασφαλιστεί η απαιτούμενη πλειοψηφία του συνόλου των μελών.

 

        Στην προσφυγή του ο εφεσείων ήγειρε διάφορα θέματα όπως παράβαση δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης εφόσον πρόκειτο για ανάκληση ευμενούς για τον ίδιο απόφασης, παράβαση του Κανονισμού 4 των Κανόνων Λειτουργίας του Πανεπιστημίου ως προς το ότι η πρόσκληση που απευθύνθη για τη συνεδρία της 9.11.2009 είχε αποσταλεί πέντε αντί επτά ημέρες πριν από τη συνεδρία και ότι το ζήτημα της ανάκλησης του διορισμού του δεν περιλαμβανόταν επαρκώς στα θέματα στα οποία αφορούσε η πρόσκληση για την εν λόγω συνεδρία.  Για τα τρία αυτά θέματα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ουδόλως εγείρονταν στην προσφυγή και δεν θα εξετάζονταν με δεδομένο ότι στην αίτηση ακυρώσεως υπήρχαν πολύ γενικές αναφορές για παράβαση γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, όχι όμως κατά τρόπο που δικαιολογούσαν την ενασχόληση του Δικαστηρίου με αυτά.  Όμως, ως προς το δικαίωμα ακρόασης και την αποστολή της πρόσκλησης με προθεσμία ολιγότερων ημερών από τις προνοούμενες,  το Δικαστήριο παρά ταύτα έκρινε, έστω συνοπτικά, ότι το δικαίωμα ακρόασης δεν αφορούσε σε γεγονότα επί των οποίων οι απόψεις και τα σχόλια του αιτητή θα ήσαν ενδεχομένως σημαντικά πριν τη λήψη απόφασης, αλλά σε καθαρώς νομικό ζήτημα επί του οποίου ο εφεσείων, μέσω της προσφυγής του, ακούστηκε πλήρως.  Ως προς την αποστολή της πρόσκλησης, το Δικαστήριο δέχθηκε την υπόδειξη του Πανεπιστημίου ότι οι κανόνες λειτουργίας δεν συνιστούσαν νομοθετική διάταξη και ουδόλως είχε φανεί ότι η αποστολή της πρόσκλησης πέντε ημέρες αντί επτά ημέρες πριν από τη συνεδρία δεν έφερε επαρκώς σε γνώση των μελών τη συνεδρία ή το θεματολόγιο της, ή, επηρέασε τη δυνατότητα τους να παρευρεθούν.

 

        Επί των ζητημάτων αυτών που αποτελούν τους λόγους έφεσης 2 και 3, όσον αφορά το δικαίωμα ακρόασης και 4, 5 και 6, όσον αφορά τους Κανόνες Λειτουργίας του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, να λεχθεί ότι, όπως είναι καλώς γνωστό, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, επιβάλλει όπως έκαστος των διαδίκων με τις έγγραφες προτάσεις του εκθέτει «... τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως.». Η πιο πάνω πρόνοια έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρωτόδικη και κατ΄ έφεση δικαιοδοσία και η νομολογία αυτή συγκλίνει στο ότι με αυστηρότητα πρέπει να τηρείται η σχετική πρόνοια.  Η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων.  Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

        Στη Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, εξηγήθηκε ότι η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.  Επί συνταγματικών δε θεμάτων, η αναγκαιότητα έγερσης τους με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655).  Γενικώς, δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση από τη ρητή επιταγή του Κανονισμού 7, (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23).  Στη Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59, το Εφετείο αρνήθηκε να εξετάσει ζήτημα που αφορούσε νομικό σημείο που δεν είχε καν εκτεθεί στην προσφυγή ούτε και εξειδικευόταν στο δικόγραφο κατ΄ αντίθεση προς τις ρητές πρόνοιες του Κανονισμού 7.  Δικαιολογείται να λεχθεί ότι ο Κανονισμός 7 είναι η αντίστοιχη στο Διοικητικό Δίκαιο πρόνοια της δικογράφησης στην αστική δίκη με σαφή τρόπο των ισχυρισμών του διαδίκου, καθορίζοντας έτσι τη σιδηροδρομική γραμμή επί της οποίας θα  συζητηθεί η υπόθεση. 

 

        Στην προκείμενη υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής με γενικότητα η παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης χωρίς καμία απολύτως εξειδίκευση, κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου.  Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν σημαίνει στην ουσία οτιδήποτε η γενική διατύπωση στη δικογραφία ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο ή με παράνομη συγκρότηση ή σύνθεση ή λειτουργία ή ότι η όλη διαδικασία που προηγήθηκε της τελικής απόφασης πάσχει από ακυρότητα.  Αυτού του είδους οι τοποθετήσεις δεν είναι παρά γενικότητες που μπορούν με ευκολία να τεθούν σε οποιαδήποτε αίτηση ακυρώσεως.  Πρέπει, αντίθετα, να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τι συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο.  Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο.

 

        Επομένως, ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν καλύπτονταν τα θέματα, από τη δικογραφία, η δε απάντηση που έδωσε επ΄ αυτών ήταν εν πάση περιπτώσει ορθή.

 

        Εκεί που το Δικαστήριο έσφαλε ήταν ως προς το εγερθέν σημείο περί της λανθασμένης ερμηνείας του Κανονισμού 13(3) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Όργανα του Πανεπιστημίου) Κανονισμών του 1994, Κ.Δ.Π. 55/1994, και ότι ο εν λόγω Κανονισμός εκφεύγει του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου  αρ. 144/89, αφενός και ότι, αφετέρου, στο μέτρο που αναφέρεται στο Συμβούλιο,  είναι ultra vires του Νόμου.  Το σημείο είχε όντως με λεπτομέρεια εγερθεί με τροποποίηση που είχε εισαχθεί στις 12.10.2011 με την προσθήκη των σχετικών παραγράφων που κάλυπταν το ως άνω θέμα.  Δεν υπάρχει τελικώς κρίση επί των ζητημάτων αυτών πρωτοδίκως εφόσον το Δικαστήριο θεωρώντας ότι δεν εγείρονταν στη δικογραφία, παραβλέποντας ατυχώς την τροποποίηση που το ίδιο ενέκρινε, απέρριψε την εισήγηση αυτή ως μη καλυπτόμενη από την αίτηση ακυρώσεως.

 

 

 

 

 

         Επομένως εκ των πραγμάτων η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται   εξ  ολοκλήρου.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

                                                Δ.

 

 

        ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:   Με τον παραμερισμό της πρωτόδικης κρίσης, οι απόψεις διαφέρουν ως προς την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης.    Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Παρπαρίνος, Δ.  Προσωπικά θα δώσω διϊστάμενη απόφαση.

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Πριν την ίδρυση και λειτουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου, ο τρόπος άσκησης της Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ρυθμίζετο από το Άρθρο 11 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμο του 1964,  Ν.33/1964.

 

11.-(1) Η δικαιoδoσία, αι αρμoδιότητες ή εξoυσίαι άτιvας τo  Δικαστήριov κέκτηται δυvάμει τoυ άρθρoυ 9, ασκoύvται, υπό τηv επιφύλαξιv τωv διατάξεωv τωv εδαφίωv (2) και (3) και παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, υπό της oλoμελείας τoυ Δικαστηρίoυ.

 

 (2) Η πρωτoβάθμιoς δικαιoδoσία δι' ης περιβέβληται τo Δικαστήριov δυvάμει τoυ ισχύovτoς δικαίoυ και oιαδήπoτε αvαθεωρητική δικαιoδoσία, περιλαμβαvoμέvης και της δικαιoδoσίας επί εκδικάσεως πρoσφυγής γεvoμέvης κατά πράξεως ή παραλείψεως oιoυδήπoτε oργάvoυ, αρχής ή πρoσώπoυ ασκoύvτoς εκτελεστικήv ή διoικητικήv λειτoυργίαv επί τω λόγω ότι αύτη αvτίκειται πρoς τας διατάξεις τoυ ισχύovτoς δικαίoυ, ή ότι εγέvετo καθ' υπέρβασιv ή κατάχρησιv εξoυσίας, δύvαται vα ασκηθή, τηρoυμέvoυ παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, υπό τιvoς Δικαστoύ ή Δικαστώv ως ήθελεv τo Δικαστήριov απoφασίσει.

 

      Νoείται ότι, τηρoυμέvoυ παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, χωρεί έφεσις εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ κατά τωv oύτω υπό Δικαστoύ ή Δικαστώv εκδιδoμέvωv απoφάσεωv.

     

(3) Η δευτερoβάθμιoς δικαιoδoσία δι' ης περιβέβληται τo Δικαστήριov ασκείται, τηρoυμέvoυ παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, υπό τριώv τoυλάχιστov Δικαστώv oριζoμέvωv υπό τoυ Δικαστηρίoυ.

 

      Ούτoι oρίζovται υπό τoυ Δικαστηρίoυ διά περίoδov τεσσάρωv μηvώv και εις τηv αρχήv εκάστης τoιαύτης περιόδoυ.

 

      Νoείται ότι η δευτερoβάθμια δικαιoδoσία τoυ Δικαστηρίoυ δυvάμει της επιφύλαξης στo εδάφιo (2) ασκείται από πέvτε τoυλάχιστo Δικαστές πoυ oρίζovται από τo Δικαστήριo."

 

 

Με την Όγδοη τροποποίηση του Συντάγματος (βλ. Ν.130(Ι)/2015) και ίδρυση και Λειτουργία Διοικητικού Δικαστηρίου (βλ. Ν.131(Ι)/2015) η αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αποφασίζει πρωτοβάθμια επί προσφυγών, μεταβιβάσθη στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Με τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμο του 2015, Ν.132(Ι)/2015 το άρθρο 11 του Ν.33/1964 τροποποιήθηκε ως ακολούθως:

 

"11.-(1) Η δικαιoδoσία, αι αρμoδιότητες ή εξoυσίαι άτιvας τo  Δικαστήριov κέκτηται δυvάμει τoυ άρθρoυ 9, ασκoύvται, υπό τηv επιφύλαξιv τωv διατάξεωv τωv εδαφίωv (2) και (3) και παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, υπό της oλoμελείας τoυ Δικαστηρίoυ.

 

(2) Η πρωτoβάθμιoς δικαιoδoσία δι' ης περιβέβληται τo Δικαστήριov δυvάμει τoυ ισχύovτoς δικαίoυ, δύvαται vα ασκηθή, τηρoυμέvoυ παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, υπό τιvoς Δικαστoύ ή Δικαστώv ως ήθελεv τo Δικαστήριov απoφασίσει.

 

      Νoείται ότι, τηρoυμέvoυ παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, χωρεί έφεσις εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ κατά τωv oύτω υπό Δικαστoύ ή Δικαστώv εκδιδoμέvωv απoφάσεωv.

 

(3) Η δευτερoβάθμιoς δικαιoδoσία δι' ης περιβέβληται τo Δικαστήριov ασκείται, τηρoυμέvoυ παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, υπό τριώv τoυλάχιστov Δικαστώv oριζoμέvωv υπό τoυ Δικαστηρίoυ.

 

      Ούτoι oρίζovται υπό τoυ Δικαστηρίoυ διά περίoδov τεσσάρωv μηvώv και εις τηv αρχήv εκάστης τoιαύτης περιόδoυ.

      Νoείται ότι η δευτερoβάθμια δικαιoδoσία τoυ Δικαστηρίoυ δυvάμει της επιφύλαξης στo εδάφιo (2) ασκείται από πέvτε τoυλάχιστo Δικαστές πoυ oρίζovται από τo Δικαστήριo:

 

      Νοείται περαιτέρω ότι, για οποιεσδήποτε διαδικασίες επί προσφυγών οι οποίες,  κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2015, εκκρεμούν κατόπιν επιφύλαξης της απόφασης και οι οποίες θα συνεχιστούν και θα αποπερατωθούν στο Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούν, η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ασκείται από πέντε (5) τουλάχιστο Δικαστές που ορίζονται από το Δικαστήριο."

 

Παρατηρείται συναφώς ότι από το εδάφιο (2) αφαιρέθηκε η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία εκδικάσεως προσφυγής από το Ανώτατο Δικαστήριο και κατά προέκταση από Δικαστή του Ανωτάτου.

 

Το άρθρο 15 του Ν.131(Ι)/2015 στο οποίο προνοούνται μεταβατικές διατάξεις, αφορούν την διατήρηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με προσφυγές στις οποίες επεφυλάχθη η απόφαση και μόνο.

 

Είναι ξεκάθαρο από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει πρωτοβάθμια δικαιοδοσία να εξετάσει λόγους ακύρωσης (προσφυγής) σε κανένα στάδιο της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένης της Έφεσης.  Η νομολογία και η πρακτική που ίσχυε πριν την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου στηρίζετο στην τότε ισχύουσα νομοθεσία και πρακτική που διαμορφώθηκε από την Ολομέλεια με βάση τα τότε δεδομένα.

 

Μετά την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου και ανάληψη υπό αυτού της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του, το Εφετείο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει σε πρώτο βαθμό τους λόγους ακύρωσης (προσφυγή).  Η άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εφετείου, βάσει του άρθρου 9 του Ν.33/1964 ασκείται υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 11 του Ν.33/1964.  Η αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης  δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος προσφυγής ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο.  (Βλ. άρθρο 3 του Ν.131(Ι)/2015 και Χαραλαμπίδης κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία κ.α., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 99/2016, ημερ. 4.4.2018).

Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης είναι και δική μας ανησυχία πλην όμως δεν μπορούμε να αναλάβουμε δικαιοδοσία και να ασκήσουμε εξουσία την οποία δεν έχουμε.  Συναφώς, ο χρόνος καταχώρησης της επίδικης Προσφυγής και Έφεσης είναι άνευ σημασίας, αφού δεν μπορεί να προσδώσει δικαιοδοσία ή εξουσία προς εκδίκαση, κατά παρέκκλιση του Νόμου.

 

Διά τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή παραπέμπεται στο Διοικητικό Δικαστήριο για εκδίκαση, κατά προτεραιότητα, των λόγων ακυρώσεως που δεν έχουν εξεταστεί.

 

                                                Λ.   ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                Δ.  ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                Α.   ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ως προς το ζήτημα που προκύπτει πλέον μετά την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, κατά πόσον, δηλαδή, η εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής θα πρέπει να εξεταστεί από την Ολομέλεια ή να αποσταλεί η προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, με όλο το σεβασμό προς την αντίθετη άποψη, την οποία βεβαίως και είμαι  υποχρεωμένος να ακολουθήσω, αισθάνομαι την ανάγκη καταγραφής της δικής μου θεώρησης.

 

        Όπως και στις περιπτώσεις όπου η Ολομέλεια ανατρέποντας κρίση επί θέματος που αφορά σε προδικαστικό ζήτημα εννόμου συμφέροντος ή εκτελεστότητας της διοικητικής πράξης, προχωρούσε να διαγνώσει την ουσία της προσφυγής επί της οποίας δεν υπήρξε πρωτόδικη απόφαση, (Παιδικό Κανάλι το Ένα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 609 και Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 79), έτσι και στην προκείμενη περίπτωση χάριν της όσο το δυνατό ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης και εφόσον όλο το υλικό είναι ενώπιον της Ολομέλειας αφορώντα σε καθαρώς νομικό ζήτημα και όχι εκτίμηση γεγονότων, θα ήταν ορθό να διατυπωθεί η απόφαση της Ολομέλειας στη βάση των αντιστοίχων και ήδη υπαρχόντων αγορεύσεων και θέσεων των διαδίκων.

 

         Δικαιοδοσία προς τούτο ασφαλώς και έχει η Ολομέλεια δεδομένου ότι η εκδικασθείσα πρωτοδίκως και τώρα ανατραπείσα προσφυγή, είχε τεθεί ενώπιον Μέλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, όπως ίσχυε τότε, και το άρθρο 11 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/1964.  Η έφεση ασκήθηκε πριν τη δημιουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου και έτσι η Ολομέλεια ανέλαβε δικαιοδοσία με βάση τα υφιστάμενα τότε πραγματικά και νομικά δεδομένα.  Η δικαιοδοσία αυτή δεν παύει να υφίσταται λόγω της εκ των υστέρων εγκαθίδρυσης του Διοικητικού Δικαστηρίου με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου αρ. 131(Ι)/2015.  Ο οποίος και τέθηκε σε εφαρμογή από 21.7.2015, πλην των διατάξεων που αφορούσαν τη χορήγηση αποκλειστικής δικαιοδοσίας στο Διοικητικό Δικαστήριο και έναρξη της λειτουργίας αυτού που έγινε με Γνωστοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 31.12.2015 με ισχύ από 1.1.2016.  Τόσο η προσφυγή, όσο και η έφεση, καταχωρήθηκαν προ πολλού.

 

         Τίποτε στο Νόμο αρ. 131(Ι)/2015, ή, στους εκδοθέντες περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Κανονισμούς του 2015 (αρ. 6/15), δεν επιτρέπουν ανάγνωση των προνοιών τους κατά τρόπο που να αποστερούν από την Ολομέλεια, ως τελευταίου άλλωστε βαθμού δικαιοδοσίας, της δυνατότητας εκδίκασης της ουσίας των λόγων ακυρότητας που δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως.  Το άρθρο 15 του Νόμου αρ. 131(Ι)/2015, προνόησε για μεταβατικές διατάξεις.  Με μεν το εδάφιο (1), το Ανώτατο Δικαστήριο διατήρησε και ασκούσε τη δικαιοδοσία του, πρωτοβάθμια, και τονίζεται αυτό, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της πιο πάνω Γνωστοποίησης, με δε το εδάφιο (2), όλες οι εκκρεμούσες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαδικασίες κατά την πρωτοβάθμια πάντοτε δικαιοδοσία του, μεταφέρθηκαν στο Διοικητικό Δικαστήριο εφόσον η απόφαση Μέλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί των εκκρεμουσών προσφυγών δεν είχε επιφυλαχθεί.  Ούτε οι Κανονισμοί προνόησαν κάτι διαφορετικό.

 

        Επομένως, συνάγεται ότι η εφετειακή δικαιοδοσία, διαδικασία, νομολογία και πρακτική που υφίστατο πριν το Νόμο αρ. 131(Ι)/2015, παρέμεινε αλώβητη και θα έπρεπε να ακολουθείται.  Η Ολομέλεια ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση δεν αναλαμβάνει την εξέταση των λόγων ακυρώσεως ως να ήταν πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή, μονομελές.  Αντίθετα, ενεργεί πλέον ως Ολομέλεια, δηλαδή ως Εφετείο, με όλες τις εξουσίες και δικαιοδοσίες που έχει ως δικαστικό όργανο, τελευταίου βαθμού.  Με ανάληψη της εξέτασης των λόγων ακυρότητας επέρχεται σε σύντομο χρόνο η τελεσιδικία, άλλως οι διαφορές των διαδίκων διαιωνίζονται αχρείαστα.

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                       Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο