ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KYRIACOS G. BAGDADES ν. THE CENTRAL BANK OF CYPRUS (1973) 3 CLR 417
VASSO TOURPEKI ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1973) 3 CLR 592
Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 2540
Δημητρίου Παύλος ν. Δημοκρατίας (Aρ.1) (1990) 3 ΑΑΔ 1426
Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317
Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376
Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ.2) (1993) 3 ΑΑΔ 347
Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 387
Kυπριακή Δημοκρατία μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας ν. Aίγλης Xριστούδη (1996) 3 ΑΑΔ 267
Φιλίππου Δέσποινα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας (1997) 3 ΑΑΔ 1
Γιαγκουλλής Όθωνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 481
Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695
Μορίτσης Χαράλαμπος ν. Φιλίππας Καρσερά (2009) 3 ΑΑΔ 109
Χριστοδούλου Ειρήνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 164
Λαμπρατσιώτη Μαρία ν. Ηλιάνας Ανδρέου και άλλης (2013) 3 ΑΑΔ 202
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:C357
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 172/12]
(Υπόθεση Αρ. 448/10)
10 Ιουλίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΑΓΙΔΗ
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητη/Καθ΄ ης η αίτηση
---------
Α. Κωνσταντίνου, για Εφεσείουσα.
Δ. Εργατούδη (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για ενδιαφερόμενο μέρος.
---------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας-αιτήτριας, κατά της απόφασης της εφεσίβλητης-καθ΄ης η αίτηση να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος (ΕΜ) στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Εναέριας Κυκλοφορίας, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, από 1.2.2010. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης[1] Επιθεωρητή Εναέριας Κυκλοφορίας δεν απαιτούνταν ακαδημαϊκά προσόντα επιπέδου BSc ή ΜSc.
H Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), κατά το στάδιο της γενικής αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων, αποφάσισε να μην υιοθετήσει την υπέρ της εφεσείουσας σύσταση του Διευθυντή και αφού έλαβε υπόψη τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - αποδίδοντας στο καθένα την ανάλογη βαρύτητα, κατά πλειοψηφία έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε την προαγωγή του στην επίδικη θέση:
«Η πλειοψηφία της Επιτροπής, διαφωνούντος του κ. Παπαδόπουλου, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολο τους και αποδίδοντας σ΄ αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του διευθυντή υπέρ της Μελετιέ και αντ΄ αυτής, έκρινε ότι ο ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ υπερέχει των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Εναέριας Κυκλοφορίας, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, από1.2.10.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, επιλέγοντας τον Κωμοδρόμο, έλαβε υπόψη ότι αυτός είναι ίσος με τους λοιπούς υποψηφίους σε αξία, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος, δεν υστερεί σε προσόντα, συγκρινόμενος με τους υποψηφίους που ακολουθούν αυτού σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται είτε στην προηγούμενη τους θέση είτε στην παρούσα τους θέση, αφού κατέχει και αυτός, όπως και οι υποψήφιοι που ακολουθούν σε αρχαιότητα, επιπρόσθετα προσόντα επιπέδου Master, και, συγκεκριμένα, κατέχει Master of Science από το University of Maryland, το οποίο, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.
Τέλος, η πλειοψηφία της Επιτροπής, επιλέγοντας τον Κωμοδρόμο, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι αυτός υστερεί σε αρχαιότητα έναντι των υποψηφίων με α/α 1. Μακρή και 2. Στυλιανού, αρχαιότητα η οποία είναι απομακρυσμένη και οφείλεται στην ημερομηνία Πρώτου Διορισμού τους. Ωστόσο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτοί, παρόλο που κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα και συγκεκριμένα ο μεν Μακρής κατέχει Δίπλωμα Α.Τ.Ι. ο δε Στυλιανού κατέχει Δίπλωμα Δόκιμου Αξιωματικού Ασυρμάτου, Ανώτερη Δημόσια Σχολή Εμπορικού Ναυτικού, και Δίπλωμα Ραδιοτηλεγραφητή Β Τάξης, Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, προσόντα τα οποία κρίνονται και αυτά σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, εντούτοις έκρινε ότι τα προσόντα του επιλεγέντα, όπως και όλων των υπολοίπων υποψηφίων είναι υψηλότερου επιπέδου (επιπέδου Master).»
Πρωτοδίκως η εφεσείουσα, ενώ δικογράφησε ικανό αριθμό λόγων ακυρώσεως περιορίστηκε, και ορθά θεωρούμε, στους πλέον ουσιώδεις λόγους: πλάνη της ΕΔΥ σε σχέση με τα προσόντα των διαδίκων, έλλειψη δέουσας και ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή, υπεροχή της εφεσείουσας ως προς τα προσόντα της που υπερίσχυαν της αρχαιότητας του ΕΜ και τέλος παράλειψη αξιολόγησης των πρόσθετων προσόντων των διαδίκων.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα της παραγνώρισης της σύστασης του Διευθυντή υπέρ της εφεσείουσας, την έκρινε ως αναιτιολόγητη θεωρώντας ότι «σύσταση που επαναλαμβάνει απλά τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν αρκεί» (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 και Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695) οπότε:
«Στην παρούσα περίπτωση, η σύσταση του Διευθυντή, την οποία έχω, ήδη, παραθέσει, δε φαίνεται να είναι σύμφωνη με τις νομολογιακές αρχές. Ουσιαστικά, περιλαμβάνει αόριστες αναφορές στα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, με βάση τα οποία, όπως αφήνεται να εννοηθεί, προέκυπτε η καταλληλότητα της αιτήτριας, για την οποία, στη συνέχεια, αναφέρθηκε λακωνικά και αόριστα ότι αυτή «υπερτερεί συνολικά των άλλων υποψηφίων». Δεν έχουν επισημανθεί από το Διευθυντή συγκεκριμένες ικανότητες ή ιδιότητες, που, κατά την άποψή του, η αιτήτρια διέθετε και οι οποίες, σε συσχετισμό με τα καθήκοντα και τις ανάγκες της θέσης, θα δικαιολογούσαν τη σύστασή της ως της καταλληλότερης. Η άριστη βαθμολογία της, σύμφωνα με την αναφορά του Διευθυντή, με δεδομένη την ισοδυναμία των μερών, όπως αυτή προκύπτει από τις Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, συνιστά απλή αναπαραγωγή αξιολογημένων στοιχείων των φακέλων και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα της επιλογής του. Κατά τον ίδιο τρόπο και χωρίς ουσιαστική σημασία είναι και η τελευταία αναφορά της σύστασης, ότι, δηλαδή, «τα πρόσθετα προσόντα που κατέχουν όλοι οι υποψήφιοι είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης». Με αυτή, δεν αποκαλύπτεται οποιοσδήποτε συσχετισμός ή συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων, που θα βοηθούσε στην εκτίμηση για την καταλληλότητα της υποψήφιας που ο Διευθυντής επέλεξε να συστήσει. Ενόψει των πιο άνω, θεωρώ ότι η Ε.Δ.Υ. εύλογα κατέληξε να μην υιοθετήσει την αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή, εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερούσε σε βαθμολογημένη αξία, κατείχε, όπως και ορισμένοι άλλοι υποψήφιοι, περιλαμβανομένης της αιτήτριας, μεταπτυχιακό τίτλο ως επιπρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας κατά εννέα μήνες στην προηγούμενη θέση.»
Ομοίως απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας ότι δεν έγινε η δέουσα αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων της:
«Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι δεν έγινε η δέουσα αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων, επίσης, δεν ευσταθεί. Καθώς προκύπτει από τα πρακτικά ημερομηνίας 15/1/2010, η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι δύο άλλοι υποψήφιοι, που προηγούνταν σε αρχαιότητα, κατείχαν επιπρόσθετα διπλώματα που ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αυτά, όμως, δεν ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου Master, ενώ τα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους ήταν σε υψηλότερο επίπεδο. Η Ε.Δ.Υ., καθώς προκύπτει, έλαβε υπόψη της όλα τα πρόσθετα προσόντα, εξέτασε τη σχετικότητα τους και απέδωσε, ως ήταν αναμενόμενο, μεγαλύτερη βαρύτητα στους πανεπιστημιακούς τίτλους μεταπτυχιακού επιπέδου. Με δεδομένη την κατοχή τόσο από την αιτήτρια όσο και από το ενδιαφερόμενο μέρος μεταπτυχιακών ακαδημαϊκών προσόντων και τη, συνακόλουθη, ισοδυναμία τους στο σχετικό κριτήριο, ως και τις πανομοιότυπες ετήσιες αξιολογήσεις τους, η εννεάμηνη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους αποκτούσε σημασία, εφόσον αυτή πρόσθετε στην πείρα. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καταλήγω ότι η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ.»
Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με έξι λόγους.
Με τους λόγους έφεσης 3 και 4 προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου περί της ορθότητας της απόκλισης της ΕΔΥ από τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της εφεσείουσας.
Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί αναγνωρίζεται στην Επιτροπή η δυνατότητα απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου, νοουμένου ότι η απόκλιση αιτιολογείται επαρκώς με πειστικούς λόγους που αντισταθμίζουν τη σύσταση, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, 171:
«Στην Επιτροπή αναγνωρίζεται η δυνατότητα απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου, νοουμένου ότι η απόκλιση αιτιολογείται επαρκώς (Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267). Ειδική αιτιολογία συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, η παράθεση πειστικών λόγων που να αντισταθμίζουν τη σύσταση (Σπανός ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Όπως επισημαίνεται και στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά., ανωτέρω, η σταθερή και διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζει τη δυνατότητα παραγνώρισης όταν παρέχεται από το διορίζον όργανο πειστική ειδική αιτιολογία. Δηλαδή, θα πρέπει να δίδονται πειστικοί ή ειδικοί λόγοι για την επιλογή συγκεκριμένου υποψήφιου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα ή τη σύσταση του προϊσταμένου. Οι λόγοι δε αυτοί θα πρέπει να φαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης και δεν μπορούν να συνάγονται από τα πρακτικά. Στην απόφαση Δημοκρατία κ.ά. ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 τονίστηκε ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλέπε ακόμα Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, Tourpeki ν. Republic (1973) 3 C.L.R. 592, Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540 και Παγδατής ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417).»
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι στο πρακτικό της απόφασης της ΕΔΥ δεν καταγράφεται ρητά και δεν δίδεται πειστικός ή και ειδικός λόγος γιατί υπήρξε απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της εφεσείουσας, παρά μόνο σημειώνεται ότι, η ΕΔΥ «.έλαβε επίσης υπόψη την κρίση και τη σύσταση του Διευθυντή.» Προκύπτει επίσης ότι απουσιάζει από το σκεπτικό της απόφασης της ΕΔΥ η αιτιολογία της πρόκρισης του ΕΜ έναντι της εφεσείουσας.
Αφής στιγμής η ΕΔΥ «έλαβε υπόψη» την κρίση και τη σύσταση του Διευθυντή, θεωρώντας την έγκυρη και νόμιμη, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε αυτεπαγγέλτως στην εξέταση της «αιτιολογίας της σύστασης» κρίνοντας την ως αναιτιολόγητη και κατ΄ αντίθεση των νομολογηθέντων και μάλιστα ενώ ο λόγος αυτός δεν προωθήθηκε πρωτοδίκως. Αντιθέτως, ό,τι υποστηρίχθηκε τόσο από την εφεσίβλητη όσο και από το ΕΜ ήταν ότι η ΕΔΥ έδωσε πειστική αιτιολογία γιατί δεν ακολούθησε τη σύσταση του Διευθυντή.
Πέραν τούτου, το ΕΜ δεν μπορεί να εγείρει θέματα κατ΄ έφεση που έρχονται σε αντίθεση με τη θέση που λαμβάνει το διοικητικό όργανο: η εμπλοκή του στη διαδικασία, όπως έχει νομολογηθεί, αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης, Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109, Κυπριανού κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Συνεκδ. Προσφ. Αρ. 1519/09 κ.ά., ημερ. 20.7.2012 και Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202, 211. Άλλωστε δια της αγορεύσεως δεν επιτρέπεται να εισάγονται εκ των υστέρων γεγονότα ώστε να αιτιολογείται ή επεξηγείται εκ των υστέρων η κρίση της διοίκησης.
Το Δικαστήριο αντί να περιοριστεί στο ζητούμενο: αν δόθηκε ή όχι επαρκής αιτιολογία για την απόκλιση από τη σύσταση, ανεπίτρεπτα υπεισήλθε στο νομότυπο της σύστασης, άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, και απαράδεκτα υποκατέστησε και/ή συμπλήρωσε την κατά τα άλλα ελλιπή αιτιολογία του αρμοδίου οργάνου, ΕΔΥ, παραλείποντας κατ΄ ουσία να απαντήσει καθηκόντως επί του συγκεκριμένου λόγου ακυρότητας.
Εν όψει των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης 3 και 4 επιτυγχάνουν.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 5 και 6 ταυτίζονται: κατ΄ ουσίαν πλήττουν ως πεπλανημένη ή και εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα πρόσθετα προσόντα που κατέχουν οι υποψήφιοι, τα μη απαιτούμενα ως τέτοια ή ως πλεονέκτημα από το σχέδιο υπηρεσίας, τα οποία κρίθηκαν από την ΕΔΥ ως σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.
Τόσο η εφεσείουσα όσο και το ΕΜ κατέχουν επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα. Συγκεκριμένα, η εφεσείουσα είναι κάτοχος Master in Public Sector Management, Master in Business Administration του Cyprus International Institute of Management και κάτοχος Διπλώματος Πολιτικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει αναγνωριστεί από το ΚΥΣΑΤΣ ως ισότιμο με μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master. Το δε ΕΜ είναι κάτοχος του Master of Science, University of Maryland, Η.Π.Α. Επ΄ αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι:
«Τα πιο πάνω οδήγησαν την αιτήτρια να ισχυριστεί ότι αυτή κατείχε τρία επιπρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα, ισχυρισμός, όμως, που δεν ευσταθεί, αφού, σύμφωνα με τις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 1426 και Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, Master που απονέμεται μετά από πενταετή φοίτηση και αποτελεί το πρώτο πτυχίο του κατόχου δεν μπορεί να λογιστεί και ως βασικός και ως μεταπτυχιακός τίτλος, ούτε να ενεργήσει προς όφελός του δύο φορές. Η Ε.Δ.Υ., στα πρακτικά της, κατέγραψε ότι τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος όσο και υποψήφιοι που ακολουθούν σε αρχαιότητα διέθεταν επιπρόσθετα προσόντα, επιπέδου Master, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Συνεπώς, η αναφορά της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερούσε σε προσόντα δεν ήταν, όπως ισχυρίζεται η αιτήτρια, πεπλανημένη.
[.]
«.Με δεδομένη την κατοχή τόσο από την αιτήτρια όσο και από το ενδιαφερόμενο μέρος μεταπτυχιακών ακαδημαϊκών προσόντων και τη, συνακόλουθη, ισοδυναμία τους στο σχετικό κριτήριο, ως και τις πανομοιότυπες ετήσιες αξιολογήσεις τους, η εννεάμηνη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους αποκτούσε σημασία, εφόσον αυτή πρόσθετε στην πείρα. .»
Εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάσχει: λανθασμένα, θεωρούμε, το Δικαστήριο διαπίστωσε ισοδυναμία της εφεσείουσας με το ΕΜ, όσον αφορά τα πρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα της ίδιας και του ΕΜ. Ό,τι προκύπτει από το σκεπτικό της επίδικης απόφασης είναι πως η ΕΔΥ περιορίστηκε μόνο σε σύγκριση του ΕΜ με άλλους υποψηφίους, που προηγούνταν σε αρχαιότητα και κατείχαν επιπρόσθετα διπλώματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, χωρίς όμως να αξιολογήσει - δεν γίνεται καμιά αναφορά - τα τρία πρόσθετα προσόντα της εφεσείουσας επιπέδου Master. Τούτων δοθέντων η ΕΔΥ παρέλειψε να αξιολογήσει δεόντως και/ή καθόλου τα πρόσθετα προσόντα της εφεσείουσας.
Η έλλειψη κρίσης της ΕΔΥ επί του προκειμένου, δεν υποβοηθεί το Δικαστήριο να αντιληφθεί σε ποιο βαθμό λήφθηκαν υπόψη τα πρόσθετα προσόντα, τόσο της εφεσείουσας όσο και του ΕΜ, όπως επίσης και κατά πόσο τα προσόντα αυτά επέδρασαν στη λήψη της επίδικης απόφασης
Κάθε πρόσθετο προσόν αποτελεί στοιχείο που θα πρέπει να προσμετρηθεί από το διοικητικό όργανο και να συνεκτιμηθεί αναλόγως. Δεν εναπόκειται στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο να προβεί σε πρωτογενή κρίση επί της σχετικότητας ή στάθμισης των προσόντων των υποψηφίων, Χριστοδούλου (ανωτέρω) και Γιαγκουλλής ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 481, 484. Η ΕΔΥ όφειλε να διεξέλθει με προσοχή ένα έκαστο των ακαδημαϊκών προσόντων των δύο υποψηφίων και να κρίνει κατά πόσο αυτά ήσαν ή όχι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, σε περίπτωση δε καταφατικής απάντησης κατά πόσο προσέδιδαν ή όχι υπεροχή στον ένα ή στον άλλο υποψήφιο (Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 328).
Η λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου επεκτείνεται και ως προς τη θεώρηση ότι «Master που απονέμεται μετά από πενταετή φοίτηση και αποτελεί το πρώτο πτυχίο του κατόχου δεν μπορεί να λογιστεί και ως βασικός και ως μεταπτυχιακός τίτλος, ούτε να ενεργήσει προς όφελός του δύο φορές.» (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 1426 και Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376). Παραβλέπει το Δικαστήριο ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτούσε οποιοδήποτε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή μεταπτυχιακό. Συνεπώς δεν ετίθετο θέμα το δίπλωμα της εφεσείουσας να προσμετρήσει και ως βασικό και ως πρόσθετο προσόν.
Οι συναφείς λόγοι έφεσης 1, 2, 5 και 6 επιτυγχάνουν. Η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η διοικητική πράξη ακυρώνεται.
Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/φκ
[1] «(1) Τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας 1ης Τάξης ή/και στην προηγούμενη θέση Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας.
(2) Πτυχίο Ελεγκτή Εναέριας Κυκλοφορίας μετά πιστοποιητικών ισχύος (α) στον έλεγχο αεροδρομίου, (β) στον έλεγχο προσεγγίσεως, (γ) στον έλεγχο περιοχής και (δ) στον έλεγχο με σύστημα Ραντάρ. Τα πιστοποιητικά ισχύος θα πρέπει να είναι σχετικά με τις υπηρεσίες του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(3) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία καi ευθυκρισία.
(4) Επίπεδο υγείας όπως καθορίζεται από το Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας.
(5) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.»