ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C326
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 164/2012)
2 Ιουλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Εφεσείοντες/Καθ'ων η αίτηση
ν.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή
___________________________
Αλ. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η προσπάθεια του εφεσιβλήτου να εγγράψει ένα, νομίμως εισαχθέν, από τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτοκίνητο, μάρκας Hammer H2 SUT, (στο εξής το ″αυτοκίνητο″), προσέκρουσε στην αντίθεση του Τμήματος Οδικών Μεταφορών (ΤΟΜ), το οποίο αρνήθηκε την εν λόγω εγγραφή.
Ως αποτέλεσμα τούτου, ο εφεσίβλητος καταχώρισε προσφυγή και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ακυρώθηκε «ως προϊόν ελλιπούς και/ή καθόλου έρευνας στερούμενη επαρκούς και οιασδήποτε αιτιολογίας, αντιφατική και παραβιάζουσα τις αρχές της καλής πίστης».
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με τη δυνατότητα ένταξης του συγκεκριμένου αυτοκινήτου στην Κατηγορία Μ1. Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι υπήρξε αιτιολογία κατάταξης του αυτοκινήτου στην Κατηγορία Ν, αντί Κατηγορία Μ. Τέλος, με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι υπήρξε και επαρκής αιτιολογία και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η στάση των εφεσειόντων αντιφατική και ως παραβιάζουσα τις αρχές της καλής πίστης.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 μπορούν να εξεταστούν από κοινού, καθότι άπτονται ουσιαστικώς της απουσίας, όπως αποφασίστηκε πρωτοδίκως, αιτιολογίας, ως προς την κατάταξη του αυτοκινήτου στην Κατηγορία Ν2 αφενός, και στην εξέταση των υπόλοιπων δεδομένων, που υπήρχαν, αφετέρου.
Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι το αυτοκίνητο μπορούσε να μεταφέρει, πέραν της δυνατότητας μεταφοράς εμπορευμάτων, και οχτώ επιβάτες.
Η όλη αλληλογραφία που είχε κατατεθεί πρωτοδίκως, και αποτελούσε σαφή ένδειξη δέουσας έρευνας, όπως εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, υποδηλεί ότι η κατάταξη του αυτοκινήτου από το ΤΟΜ στην Κατηγορία Ν2, αποτελούσε τη βάση συζήτησης από τους εφεσείοντες, όπως η επιστολή 5 Δεκεμβρίου 2008, η επιστολή 16 Ιουλίου 2009 προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Συγκοινωνιών και η επιστολή 26 Μαρτίου 2009. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η τελευταία επιστολή του ΤΟΜ ημερ. 10 Μαρτίου 2010, που έδωσε το έναυσμα για την καταχώριση της προσφυγής.
Υπήρχαν, όμως, κάποιες περαιτέρω παράμετροι, που, όπως επισημαίνεται πρωτοδίκως και μας βρίσκει σύμφωνους, δεν λήφθηκαν υπόψη.
Οι εφεσείοντες επικαλούμενοι τον Καν. 54(1) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 - 2009, αποφάσισαν ότι δεν επιτρέπεται η εγγραφή οχημάτων με αριστερό σύστημα οδήγησης, εκτός αδείας. Πλην, όμως, υπήρχε και μια εγκύκλιος από το Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών ημερ. 31 Δεκεμβρίου 2007 (εγκ. Αρ. 60/2007), σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η εγγραφή οχημάτων με αριστερό σύστημα οδήγησης Μ1 για ιδιωτική χρήση. Αυτό δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει τους εφεσείοντες.
Η ίδια η κατάταξη του αυτοκινήτου δεν φαίνεται να έτυχε επαρκούς έρευνας.
Το ίδιο το Παρ. 15 επί του οποίου εδράζεται η απόφαση, παρουσιάζει μια ιδιομορφία, που δεν φαίνεται πως ερμηνεύτηκε από το ΤΟΜ. Στην Κατηγορία Μ1, κατατάσσονται τα «οχήματα τα οποία έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για τη μεταφορά προσώπων και το πολύ έχουν θέσεις καθημένων πέραν του καθίσματος του οδηγού», ενώ στην Κατηγορία Ν2 κατατάσσονται τα «οχήματα τα οποία έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για τη μεταφορά εμπορευμάτων και έχοντα μέγιστη μάζα άνω των 3.5 και έως 12 τόνους». Δεν εντοπίζεται στους πιο πάνω ορισμούς η σύζευξη που επιχείρησαν να εισαγάγουν οι εφεσείοντες, «επιβάτες/μάζα». Οι εφεσείοντες απλώς στηρίχθηκαν στη δυνατότητα μεταφοράς εμπορευμάτων.
Περαιτέρω, ο κατασκευαστής το κατέταξε, με βάση τις προδιαγραφές του, ως όχημα μεταφοράς επιβατών και στη βάση του Ευρωπαϊκού Κώδικα TARIF κατατάσσεται στην Κατηγορία 8703, ως επιβατικό μεταφοράς επιβατών. (Επίσημη Εφημερίδα Ευρωπαϊκής Ένωσης 30.5.2008 "Motor cars and other motor vehicles principally designed for the transport of persons (other than those of heading 8702) including station wagons and racing cars").
Επιπροσθέτως υπήρχε και η απόφαση του Τμήματος Τελωνείων, η οποία κατά το στάδιο εισαγωγής του αυτοκινήτου το είχε κατατάξει στην Κατηγορία 8703, δηλαδή όχημα pick-up που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε για τη μεταφορά προσώπων.
Το κράτος είναι ένας ενιαίος φορέας άσκησης εξουσίας. Οφείλει η μια υπηρεσία να σέβεται τις αποφάσεις της άλλης. Θα επανέλθουμε σ' αυτό αργότερα, αλλά για σκοπούς αιτιολογίας μιας απόφασης πουθενά δεν φαίνεται ν' απασχόλησε αυτή η πτυχή το ΤΟΜ. Όχι ως δέσμευση, αλλά θα λέγαμε ότι απαιτούσε μια εξήγηση στο υποκείμενο δικαίου - τον εφεσίβλητο επί του προκειμένου - που εισήγαγε ένα αυτοκίνητο νομίμως και πλήρωσε το δασμό του. Στην υπόθεση Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, αναφέρθηκαν τα εξής:
″Έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο. (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647.
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό. (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).″
Όλα τα πιο πάνω κατατείνουν προς μια κατεύθυνση, ότι, όπως ορθώς αποφασίστηκε πρωτοδίκως, δεν λήφθηκαν υπόψη οι άλλες παράμετροι της υπόθεσης και με ατέλεια αποφασίστηκε η απόρριψη του αιτήματος του εφεσιβλήτου, χωρίς επάρκεια έρευνας και ελλιπή αιτιολογία.
Στη βάση των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Με τον τρίτο λόγο, που θα τον χαρακτηρίζαμε προέκταση των δύο πρώτων, αμφισβητείται η κατάληξη πρωτοδίκως ότι η στάση των εφεσειόντων ήταν αντιφατική και κατά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.
Όπως σημειώσαμε, ο εφεσίβλητος, εισάγοντας το αυτοκίνητο την 1η Νοεμβρίου 2008, το Τμήμα Τελωνείων το κατηγοριοποίησε ως double cabin και αφού κατέβαλε τους αναλογούντες δασμούς, εκτελωνίστηκε στις 14 Νοεμβρίου 2008. Στη συνέχεια, στις 18 Νοεμβρίου 2008, επιχείρησε να το εγγράψει και άρχισε μια «οδύσσεια» διάρκειας 10 σχεδόν χρόνων.
Δεν δεσμεύεται από την απόφαση άλλης αρχής ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων, παρά μόνο από τη νομοθεσία που διέπει τις εξουσίες του, υποστήριξε η συνήγορος των εφεσειόντων. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο. Εκείνο που απαιτείται από τη διοίκηση, ως ενιαίος φορέας άσκησης εξουσίας, είναι η συνέπεια, η συνέχεια και η ενιαία προσέγγιση. Θα ήταν οξύμωρο και θα λέγαμε αντιφατικό, μια υπηρεσία να αποδέχεται τη θέση ενός αιτητή και την επομένη, άλλη, να την απορρίπτει χωρίς εξήγηση. Δεν συνάδει με χρηστή διοίκηση η προσέγγιση αυτή. Το υποκείμενο δικαίου, που προσφεύγει στο κράτος, απαιτεί τη μέγιστη δυνατή και ενιαία ανταπόκριση.
Το άρθρο 12 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158/99, προβλέπει ότι:
″Ένα διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του αναγνωρίζει ως ισχυρές και εφαρμόζει τις πράξεις άλλων διοικητικών οργάνων, εφόσον αυτές έχουν εξωτερικά τα γνωρίσματα έγκυρων πράξεων.″
Στο σύγγραμμα του Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Έβδομη Έκδοση, σελ. 176, παρ. 389, αναφέρονται τα ακόλουθα:
″Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας. Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντί της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως. Συγκεκριμένα, κακόπιστη είναι η συμπεριφορά της διοικήσεως, όταν αίρει εκ των υστέρων στην συγκεκριμένη περίπτωση κίνητρα που πρόβλεψε ο νόμος για να προσελκύσει ορισμένη συμπεριφορά του ιδιώτη (συχνά στην νομοθεσία επενδύσεων ή εισαγωγής ξένου συναλλάγματος)٠ ή όταν αντίκειται σε υποσχέσεις ή «δεσμευτικές» ή «επίσημες» πληροφορίες των αρμόδιων αρχών ή πληροφορίες, την χορήγηση των οποίων προβλέπει ο νόμος (αν και όχι απλές πληροφορίες χωρίς δέσμευση).″
Επί του προκειμένου, η αντιμετώπιση που έτυχε ο εφεσίβλητος δεν ήταν η ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις, περαιτέρω, για έξι χρόνια, μετά την έκδοση της πρώτης απόφασης, αναμένεται η επανεξέταση του θέματος, που ακόμη δεν έγινε.
Για τους πιο πάνω λόγους, ούτε αυτός ο λόγος δεν έχει έρεισμα.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΔΓ