ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C325
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 161/2012)
2 Ιουλίου 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείοντας/Ε/Μ,
ν.
ΜΗΛΙΟΥ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ,
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ης η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ'ης η αίτηση.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 5 Νοεμβρίου 2009 διορίστηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ο Χατζηγεωργίου (ο εφεσείων) και άλλο πρόσωπο στη μόνιμη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Ο Μήλιου (ο εφεσίβλητος), ο οποίος ήταν επίσης υποψήφιος για προαγωγή, καταχώρισε την προσφυγή υπ' αρ. 1760/2009 αμφισβητώντας τη νομιμότητα του διορισμού του εφεσείοντα.
Πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι η υπό αμφισβήτηση απόφαση της ΕΔΥ ήταν λανθασμένη, καθότι δεν είχε προηγηθεί ορθή αξιολόγηση των προσόντων τόσο του εφεσείοντα όσο και του εφεσιβλήτου (Προσφυγή υπ' αρ. 1760/2009, Μήλιου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 4 Ιουλίου 2012).
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση εδραζόμενη επί τριών λόγων έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα, πρόσθετο προσόν, και ως αποτέλεσμα τούτου, παρανόμως δεν του αποδόθηκαν 0,75 μονάδες για τούτο.
Ο εφεσείων είναι κάτοχος διπλώματος Πολιτικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, κατόπιν πενταετούς φοίτησης. Το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ) είχε αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών του εφεσείοντα στην «Πολιτική Μηχανική από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ως ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου «Master's»».
Ο εφεσίβλητος κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα στην Αρχιτεκτονική (Bachelor of Arts in Architecture, Birmingham Polytechnic), μεταπτυχιακό δίπλωμα (Postgraduate Diploma in Architecture, University of Central England in Birmingham, National Diploma in Building Studies από το Nene College, Northampton και τέταρτο, Computer Aided Draughting and Design Using Antocad, City & Guilds (Aston Itec Birmingham)). Αμφότεροι οι υποψήφιοι ήταν εγγεγραμμένοι στο ΕΤΕΚ.
Στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης ήταν απαραίτητο να υπάρχει πανεπιστημιακό δίπλωμα στην Πολεοδομία, Αρχιτεκτονική κ.ά. και εγγραφή στο ΕΤΕΚ. Με βάση σημείωση στο Σχέδιο Υπηρεσίας ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα, κάλυπτε και μεταπτυχιακό δίπλωμα.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) είχε, όπως άλλωστε δικαιούτο, προκαθορίσει την παραχώρηση 0,75 μονάδων για μεταπτυχιακό δίπλωμα, πέραν του απαιτουμένου, σε κλάδο σπουδών που αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Αξιολογώντας τα προσόντα αμφότερων των υποψηφίων, έκρινε ότι κανένας από τους δύο δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν και έτσι δεν παραχωρήθηκαν οποιεσδήποτε επιπρόσθετες μονάδες.
Το Postgraduate Diploma που κατείχε ο εφεσίβλητος, όπως και ο πρώτος τίτλος σπουδών του, κρίθηκαν ότι ήταν προαπαιτούμενα για εγγραφή του ως μέλος του ΕΤΕΚ, συνεπώς, δεν ήταν εφικτό να παραχωρηθούν περαιτέρω πρόσθετες μονάδες. Παρόμοια προσέγγιση υπήρξε και στην περίπτωση του εφεσείοντα, ο οποίος κατείχε μόνο δίπλωμα Πολιτικού Μηχανικού, το οποίο κρίθηκε ότι ήταν απαραίτητο προαπαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας και έτσι δεν παραχωρήθηκαν πρόσθετες μονάδες.
Η ΕΔΥ με τη σειρά της υιοθέτησε τη θέση της ΣE ως προς τα προσόντα του εφεσιβλήτου. Στην περίπτωση του εφεσείοντα κρίθηκε ότι στη βάση της σχετικής βεβαίωσης του ΚΥΣΑΤΣ, ότι το δίπλωμα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου ισοδυναμεί και με μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, παραχώρησε τις σχετικές μονάδες στον τελευταίο.
Πρωτοδίκως κρίθηκε ότι ήταν ανεπίτρεπτος ο συσχετισμός των προσόντων του εφεσιβλήτου με την εγγραφή του στο ΕΤΕΚ. Αναφορικά δε με τον τίτλο σπουδών και τα προσόντα που κατείχε ο εφεσείων, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε τα εξής: "Η όποια αξιολόγηση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., που βεβαίως δεν απονέμει διπλώματα ή τίτλους, δεν μπορούσε εύλογα να σημαίνει πως ο ενδιαφερόμενος είχε προσόν, πέραν του απαιτουμένου, και «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή δεύτερο δίπλωμα». Ένα δίπλωμα είχε, το απαιτούμενο και στο πλαίσιο των όσων προκαθορίστηκαν ήταν λανθασμένη η απόδοση προς τον ενδιαφερόμενο του επιπρόσθετου 0.75 της μονάδας".
Ο εφεσείων εισηγήθηκε επί του προκειμένου, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε ουσιαστικό και όχι αναθεωρητικό έλεγχο εκφεύγοντας της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αρμόδιο επί του συγκεκριμένου θέματος, όπως τονίστηκε, της βεβαίωσης ικανοποίησης των προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας, είναι το αρμόδιο αποφασίζον όργανο και δη, επί του προκειμένου, η ΣΕ και κατ' επέκταση η ΕΔΥ.
Όπως έχει αναφερθεί στην Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517:
«Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. (βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 6). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).»
Ο εφεσείων χαρακτήρισε, ως ορθή, την απόφαση της ΣΕ και στη συνέχεια της ΕΔΥ, να μην θεωρήσουν το Postgraduate Diploma του εφεσιβλήτου, ως πρόσθετο προσόν, και ως εκ τούτου η μη πίστωση επιπρόσθετων μονάδων ήταν η ενδεδειγμένη ενέργεια. Το δίπλωμα του εφεσιβλήτου υπολειπόταν των προϋποθέσεων της παραγράφου 3(1)(Β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, εφόσον τούτο αποτελούσε απαραίτητο προσόν για την εγγραφή του στο ΕΤΕΚ.
Ο εφεσίβλητος στην αντίπερα πλευρά υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, όπου, κατά την εισήγηση του, δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η βάση επί ποίων προσόντων στηρίχθηκε η εγγραφή στο ΕΤΕΚ, αλλά μόνο ότι αυτή η εγγραφή, προβλεπόμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας, υπήρχε. Το μόνο που έπρεπε να ληφθεί υπόψη ήταν, εάν, τα προσόντα του ικανοποιούσαν τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και αν κατείχε πρόσθετα προσόντα. Σημείωσε δε ότι, η ΣΕ και η ΕΔΥ σε άλλη, ανάλογη περίπτωση, είχαν πιστώσει το μεταπτυχιακό δίπλωμα του με τις πρόσθετες μονάδες, ενώ στην παρούσα διαδικασία αντιφατικά, δεν ενήργησαν αναλόγως.
Απαιτούμενο προσόν, για ένα υποψήφιο με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, ήταν η εγγραφή στο Μητρώο του ΕΤΕΚ. Τι προσόντα απαιτούνταν για εγγραφή στο ΕΤΕΚ δεν έπρεπε να είχε απασχολήσει είτε τη ΣΕ, είτε την ΕΔΥ. Σε συμφωνία με την πρωτόδικη κρίση δεν θεωρούμε ότι η εγγραφή στο ΕΤΕΚ και τα ακαδημαϊκά προσόντα του υποψηφίου θα έπρεπε με οποιοδήποτε τρόπο να συνδεθούν. Ο εφεσίβλητος, ως κάτοχος πτυχίου και μεταπτυχιακού, δικαιούτο να πιστωθεί με τις 0,75 επιπρόσθετες μονάδες, που είχαν αποφασιστεί από τη ΣΕ, για την ύπαρξη μεταπτυχιακού. Η μη παραχώρηση αυτή αποτελεί σφάλμα.
Ως αποτέλεσμα τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ως ορθή την απόφαση της ΕΔΥ, σύμφωνα με την οποία ως κάτοχος πρόσθετου προσόντος δικαιούτο την πίστωση των ανάλογων μονάδων, παραπέμποντας στους περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999-2003, ΚΔΠ 172/99 ως τροποποιήθηκαν με την ΚΔΠ 594/2003. Ο Κανονισμός 3(4), όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ότι:
«(4) Για τη χορήγηση ισοτιμίας και ισοτιμίας και αντιστοιχίας πρώτου καταληκτικού τίτλου μπορεί να γίνει προσθετική συνεκτίμηση διαφορετικών τίτλων σπουδών.
Νοείται ότι οι κάτοχοι τίτλων σπουδών που εκδίδονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, τα οποία λειτουργούν-
(ι) Σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε
(ιι) σε χώρες με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία συνδέεται με διμερή συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης τίτλων σπουδών,
Και τα οποία χορηγούν τίτλους δευτέρου επιπέδου, χωρίς ενδιάμεσο πρώτο καταληκτικό τίτλο, μπορούν να τύχουν και αναγνώρισης του τίτλου τους ως ισότιμου ή ισότιμου και αντίστοιχου «πτυχίου» σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως «μεταπτυχιακού διπλώματος επιπέδου MASTER».»
Στην περίπτωση του εφεσείοντα, η ΕΔΥ, εδραζόμενη επί της βεβαίωσης του ΚΥΣΑΤΣ, έκρινε ότι, το πτυχίο Πολιτικού Μηχανικού του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, κάλυπτε το Σχέδιο Υπηρεσίας για κατοχή τόσο πτυχίου, όσο και μεταπτυχιακού, προσφέροντας τις ανάλογες μονάδες της κατοχής επιπρόσθετου προσόντος.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζή (2001) 3Β Α.Α.Δ. 787, η Ολομέλεια ανέφερε ότι:
"Προχωρούμε στο ζήτημα των προσόντων. Να πούμε, και εδώ με εκτίμηση, πως δεν συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη άποψη ότι, ως ζήτημα γενικής αρχής, προσόν που συγκαταλέγεται στα απαιτούμενα του σχεδίου υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να έχει και πρόσθετη σημασία. Υπάρχει περιθώριο κατά την αξιολόγηση για συγκριτική προς τα άνω θεώρηση ανάλογα με ό,τι το προσόν επιπλέον εμπεριέχει και σε συνάρτηση πάντοτε με τις ανάγκες της θέσης. Στην Ανδρέας Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 796/96 ημερ. 31 Μαρτίου 1998, η οποία αφορούσε θέση προαγωγής και στην οποία συγκαταλέγονταν στα απαιτούμενα προσόντα ορισμένες ιδιότητες και ικανότητες όπως η πρωτοβουλία, η ευθυκρισία και η οργανωτική ικανότητα, που περιλαμβάνονταν στα βαθμολογημένα στοιχεία, λέχθηκε ότι ενώ όλοι οι υποψήφιοι τις κατείχαν, εντούτοις μπορούσε να λαμβανόταν υπόψη η ψηλότερη αξιολόγηση ενός υποψηφίου έναντι άλλου. Ισχύουν τότε τα όσα ορίζει η νομολογία για πρόσθετα προσόντα: βλ. την Πανίκος Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου έγινε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας. Διακρίνονται οι περιπτώσεις χρησιμοποίησης του ίδιου προσόντος στην ίδια έκταση δύο φορές. Χρειάζεται βέβαια προσοχή. Δεν είναι εφικτή ή παραδεκτή η σύγκριση ανόμοιων εναλλακτικών προσόντων ή, ακόμα, του ίδιου κατ' ουσίαν προσόντος για προτίμηση του ενός προσόντος έναντι του άλλου. Ακραίο παράδειγμα προσφέρει η Τάσου Κόκκαλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2233, όπου η προτίμηση είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό. Και, πάντως, χρειάζεται αιτιολόγηση."
Η υπόθεση Πογιατζή υιοθετήθηκε στην Α.Ε. 33/2010, Ρούσου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 17 Οκτωβρίου 2014, όπου αναφέρθηκε ότι:
"Όταν πρόκειται για εξέταση του ίδιου προσόντος για σκοπούς προαγωγής ενδέχεται το προσόν να αποκτά τη δική του δυναμική ανάλογα με τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας."
Στην υπόθεση Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 37 σημειώθηκε ότι:
"Αφ' ης στιγμής ένα ακαδημαϊκό προσόν χρησιμοποιείται για να ικανοποιηθεί προαπαιτούμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας έτσι ώστε ένας υποψήφιος να μπορεί να θεωρηθεί ως προσοντούχος, το ίδιο τούτο προσόν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί περαιτέρω έτσι ώστε συγκρινόμενο με προσόν άλλου ή άλλων υποψηφίων, να προσδώσει στον κατέχοντα υποψήφιο υπεροχή, επειδή π.χ. το δικό του προσόν θα μπορούσε να θεωρηθεί ανώτερο, δίδοντας έτσι στον ίδιο και πλεονέκτημα."
Επί του προκειμένου δεν υπήρξε χρησιμοποίηση του ίδιου τίτλου δύο φορές και στην ίδια έκταση, αλλά ούτε και είχε χρησιμοποιηθεί διπλά, για ικανοποίηση των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η ύπαρξη ενός καταληκτικού τίτλου δεν μπορεί να απομονωθεί και να παραγνωριστεί πως, με την κανονιστική αναγνώριση που επέφερε η ΚΔΠ 594/2003 (ανωτέρω), ο εν λόγω τίτλος θα πρέπει να αντικρίζεται και ως πρώτο πτυχίο και ως μεταπτυχιακό, ταυτοχρόνως και όχι διαζευκτικά ή και ο ένας μόνο τίτλος. Το δίπλωμα του εφεσείοντα ήταν, σύμφωνα με την ΚΔΠ 594/2003 και τη βεβαίωση του ΚΥΣΑΤΣ, ισότιμο με πρώτο τίτλο σπουδών και με τίτλο Master's. Θεωρήθηκε ως πρώτο πτυχίο για σκοπούς των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας και ταυτοχρόνως ως μεταπτυχιακό, για σκοπούς απόδοσης πρόσθετων μονάδων.
Παρατηρούμε συναφώς ότι δεν πρόκειται περί της κλασσικής, ας μας επιτραπεί ο όρος, περίπτωσης, χρησιμοποίησης και επαναχρησιμοποίησης του ίδιου τίτλου, για δύο σκοπούς. Πρόκειται περί ιδιάζουσας περίπτωσης, όπου τίτλος σπουδών, λόγω του περιεχομένου του, αλλά και ιδιαιτέρως λόγω της αναγνώρισης που τυγχάνει στη χώρα χορήγησης και παρόμοιας προσέγγισης από το αρμόδιο όργανο, το ΚΥΣΑΤΣ, επί του προκειμένου, ουσιαστικά αναγνωρίζεται ως διπλός τέτοιος, χωρίς να υστερεί οτιδήποτε από αντίστοιχες σπουδές, οι οποίες οδηγούν πρώτα σε ενδιάμεσο τίτλο. Ανάλογο θέμα εξετάστηκε στις Υπ. Αρ. 1010/2012 κ.ά., Μελετιέ - Παναγίδη κ.ά., ημερ. 29 Ιουνίου 2016.
Συνεπώς, σε συμφωνία με την απόφαση της ΕΔΥ, θεωρούμε πως ορθά προσμέτρησε το πτυχίο του εφεσείοντα και ως μεταπτυχιακό. Η προσβαλλόμενη απόφαση επί του προκειμένου πάσχει και αυτός ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι η βαθμολόγηση της πείρας που έγινε από τη ΣΕ έπασχε. Ο τρίτος λόγος έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα αυτής της κατάληξης. Ο εφεσίβλητος είχε αρχικώς αμφισβητήσει την απόδοση δύο μονάδων ως μέγιστο αριθμό που θα μπορούσε να αποδοθεί για πείρα πέραν των δύο ετών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι πλημμελώς καθορίστηκαν οι παράμετροι ως προς την αξιολόγηση της πείρας και ότι ούτε η ΣΕ, ούτε και η ΕΔΥ καθόρισαν ουσιαστικώς ποια ήταν η πείρα του κάθε υποψηφίου. Σημειώθηκε περαιτέρω ότι, ο καθορισμός που έγινε για την πείρα τριών ετών και άνω, εξομοιωνόταν ως προς τη βαρύτητα με πείρα δέκα ετών. Τούτο έγινε χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε διευκρίνισης ή εξήγησης ως προς την εξομοίωση αυτή. Αναφέρθηκε δε το εξής από το Δικαστήριο:
«Η σημασία αυτής της πλημμέλειας είναι συναρτημένη προς την πράγματι πείρα του καθενός. Όμως ούτε η Σ.Ε. ούτε η ΕΔΥ καθόρισαν ποια ακριβώς, από την εξέταση των δεδομένων, ήταν η πείρα του καθενός. Τα μέρη ανέπτυξαν ενώπιόν μου επιχειρήματα στη βάση διαφόρων συλλογισμών, παραπέμποντας και στα προαπαιτούμενα πείρας στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά, βεβαίως, δεν είναι δυνατό αυτά να αξιολογηθούν στην παρούσα υπόθεση, πρωτογενώς. Εναπόκειται στη διοίκηση να διακριβώσει την πείρα τους και νομίμως να την αξιολογήσει ως καθορισθέν στοιχείο κρίσης».
Η ΣΕ προκαθόρισε δύο μονάδες για πείρα πέραν των δύο ετών. Μετά από τη γενόμενη αξιολόγηση της πείρας των υποψηφίων απέδωσε τόσο στον εφεσείοντα, όσο και στον εφεσίβλητο, δύο μονάδες για το θέμα αυτό. Η ΕΔΥ υιοθέτησε την έκθεση της ΣΕ επί τούτου.
Είμαστε σύμφωνοι με την πρωτόδικη απόφαση επί του προκειμένου. Το τι ουσιαστικώς έκαμε η ΣΕ ήταν να εξουδετερώσει οποιαδήποτε πείρα, που υπήρχε, πέραν των δύο ετών. Εξομοίωσε υφιστάμενη πολυετή πείρα με πείρα δύο ετών.
Ως αποτέλεσμα τούτου, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίφθηκε, η πρωτόδικη απόφαση με την οποία ακύρωνε την προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΔΥ ήταν ορθή.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, δεν ανατρέπεται, όμως, το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης λόγω απόρριψης του πρώτου λόγου έφεσης. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα μειωμένα κατά τα δύο τρίτα, ήτοι, €1,000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΔΓ