ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Σωτηρούλλας Χαριλάου Χαρικλείδη και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1608
Τσαγγαρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3392
Zήνων Eυθυμιάδης Eστέιτς Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:C364
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 130/12
16 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑ
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
--------------------
Μ. Δειλινός για Δειλινός & Συνεργάτες, για την Εφεσείουσα
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εσιαγγελέα
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Στις 5.11.1964 δημοσιεύτηκε η γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης ημερ. 15.10.1964 Τεμ. 168, του επίδικου κτήματος "διά την διενέργειαν αρχαιολογικών ανασκαφών και την συντήρηση αρχαιοτήτων εις την αρχαίαν πόλιν της Αμαθούντος εις Άγιο Τύχωνα Λεμεσού". Στις 3.6.1965 ακολούθησε το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Αίτημα της Εφεσείουσας ημερ. 17.3.2009 μέσω των δικηγόρων της για επιστροφή του ακινήτου λόγω παρόδου 44 ετών χωρίς χρήση του ακινήτου για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε δεν απαντήθηκε από την Εφεσίβλητη. Ως αποτέλεσμα η Εφεσείουσα θεώρησε την παράλειψη ως άρνηση επιστροφής του ακινήτου. Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, η Εφεσίβλητη στις 21.12.2009 απάντησε στην άνω επιστολή των δικηγόρων της Εφεσείουσας και εξήγησε τους λόγους μη επιστροφής του ακινήτου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 8.5.2012 απέρριψε την προσφυγή.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση με την οποία η Εφεσείουσα με τρεις (3) λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθη ότι στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης (3.6.1965) και της επίδικης απόφασης δεν προέβησαν σε ενέργειες, εύλογα αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου της απαλλοτρίωσης και ότι η Εφεσείουσα δεν απέσεισε το σχετικό βάρος απόδειξης που έφερε με βάση την Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166 και δεν ακύρωσε την άρνηση της Εφεσίβλητης να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση. Με το δεύτερο λόγο ότι λανθασμένα ερμήνευσε το σκοπό της απαλλοτρίωσης ο οποίος ήταν αποκλειστικά στη διενέργεια αρχαιολογικών ανασκαφών που θα αναδεικνύονταν ή/και θα ανευρίσκοντο και όχι στη διατήρηση της στρωματογραφίας και με τον τρίτο λόγο ότι εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας στην παρούσα υπόθεση.
Προκειμένου να υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα της υπόθεσης, θα πρέπει να λεχθούν και τ' ακόλουθα γεγονότα. Το Τεμ.168(Ι) και τώρα τεμ. 396 είναι μέρος ενός συμπλέγματος τεμαχίων, συνολικά 101, τα οποία ευρίσκονται, στον Άγιο Τύχωνα της Επαρχίας Λεμεσού. Εις το χώρο αυτό των 101 τεμαχίων ανακαλύφθηκε η ύπαρξη της αρχαίας πόλης της Αμαθούντας. Σύμφωνα δε με Αρχαιολογικές έρευνες εντός του επίδικου τεμαχίου βρίσκεται μέρος των αρχαίων κατάλοιπων του σημαντικότατου, ως χαρακτηρίζεται, συγκροτήματος της Παλαιοχριστιανικής Επισκοπικής Βασιλικής της Αμαθούντας. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων έχει διενεργήσει κατ' αρχήν (έτος 1992) δοκιμαστικές έρευνες εντός του παραλιακού δρόμου με αποτέλεσμα τον εντοπισμό κατάλοιπων του συγκροτήματος της Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής και ακολούθως μεταξύ των ετών 1993-1997 προχώρησε στη συστηματική ανασκαφική διερεύνηση του νότιου τμήματος του συγκροτήματος, στα Τεμ. 169/3 και 171/2 στα οποία ανακαλύφθηκε ο Επισκοπικός Ναός της Αμαθούντας, υποδεικνύοντας, κατά τους αρχαιολόγους, ότι τα ευρήματα της περιοχής του δρόμου, που εκτείνονται στο επίδικο τεμάχιο ανήκουν στο Βαπτιστήριο του συγκροτήματος.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο επίδικο τεμάχιο υπήρχε και λειτουργούσε μέχρι το 2006, αρχικά από την αποβιώσασα ιδιοκτήτρια και αργότερα υπό του υιού της, εστιατόριο υπό την επωνυμία "Αρχιπέλαγος". Αμφότεροι αρνούντο να παραδώσουν το επίδικο ακίνητο για κατεδάφιση. Αυτό έγινε εφικτό τον Νοέμβριο του 2006 μετά από επίμονες ενέργειες της Διοίκησης. Σημειώνεται για σκοπούς πληρότητας ότι η πρωτόδικη διαδικασία καταχωρήθηκε 3 χρόνια αργότερα, στις 25.11.2009 και ότι το τεμάχιο μεταβιβάστηκε και ενεγράφη επ' ονόματι της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 29.1.1977 αφού κατεβλήθη το ποσό της αποζημίωσης το οποίο καθορίστηκε με απόφαση Δικαστηρίου.
Το κυριότερο επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από το περίγραμμα αγόρευσης του.
"Το επίδικο ακίνητο έχει απαλλοτριωθεί για τη διενέργεια αρχαιολογικών ανασκαφών και τη συντήρηση των αρχαιοτήτων, πλην όμως ουδέποτε έχε χρησιμοποιηθεί και παραμένει ερειπωμένο και άθικτο για 47 και πλέον χρόνια, αφού το κράτος αποδεδειγμένα δεν έχει προβεί σε καμία ενέργεια ή/και πράξη ή/και δραστηριότητα ή/και θετική ενέργεια που έχει να κάνει με τη διενέργεια αρχαιολογικών ανασκαφών και τη συντήρηση των αρχαιοτήτων. Είναι πασιφανές ότι η Διοίκηση δεν έχει προβεί στις ενέργειες εκείνες που, ήταν ευλόγως αναγκαίες για την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Η γη απαλλοτριώθηκε προφανώς για συγκεκριμένο σκοπό, αλλά δυστυχώς δεν έχει χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό που απαλλοτριώθηκε. Εύλογα διερωτάται κανείς, πώς με το να κρατείται η περιουσία των Αιτητών ως έρμαιο στα χέρια του κράτους για 47 και πλέον χρόνια, με την παντελή απουσία ενεργειών ή/και αδράνεια εκ μέρους της Διοίκησης, εξυπηρετείται ο σκοπός της διενέργεια αρχαιολογικών ανασκαφών και η συντήρηση των αρχαιοτήτων που θα αναδεικνύονταν.
................................ ...............
Σε καμία περίπτωση κατά την άποψη μας, δεν εκπληρώνεται ή/και επιτυγχάνεται ο σκοπός της απαλλοτρίωσης μόνο με την διατήρηση της στρωματογραφίας του εδάφους. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση. Με όλο το σέβας, δεν συμφωνούμε με την ερμηνεία που έχει δώσει στον σκοπό της απαλλοτρίωσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο θεωρεί ότι με την διατήρηση της στρωματογραφίας του εδάφους, επιτυγχάνεται η "διαφύλαξη" και η "συντήρηση των αρχαιοτήτων" και ως εκ τούτου έχει επιτευχθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης."
Τέλος και με αναφορά στις υποθέσεις Motais de Narbonne εναντίον Γαλλίας και Cappella Paolini ν. Αγίου Μάρκου εισηγήθηκε ότι:
"... σύμφωνα και με τη Νομολογία του ΕΔΑΔ, το ακίνητό της θα έπρεπε να απαλλοτριωθεί όταν η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν έτοιμη να εκπληρώσει τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, ήτοι να διενεργήσει αρχαιολογικές ανασκαφές και συντήρηση των αρχαιοτήτων. Δεν είναι νομικά επιτρεπτό, κατά την ταπεινή μας άποψη, να έχει απαλλοτριωθεί το ακίνητο της το 1965, να έχει παρέλθει ήδη σχεδόν μισός αιώνας, το ακίνητο να βρίσκεται στην ίδια ακριβώς μορφή που βρισκόταν όταν απαλλοτριώθηκε και να μην υπάρχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας", παραβίαση του άρθρου 23.5 του Συντάγματος και παραβίαση του άρθρου 15 του Ν.15/62."
(οι υπογραμμίσεις είναι του συνήγορου)
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της άλλης πλευράς η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το όλο θέμα ως ακολούθως:
"Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, μετά από δοκιμαστικές ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή στο διπλανό με το επίδικο τεμάχιο, εντοπίστηκαν αρχικά κατάλοιπα του σημαντικότατου συγκροτήματος της παλαιοχριστιανικής Επισκοπικής Βασιλικής της Αμαθούντος. Το γεγονός ότι οι Καθ' ων η αίτηση από την ημέρα απαλλοτρίωσης του επίδικου ακίνητου δεν προέβησαν ακόμη σε οποιαδήποτε ανασκαφή, κατά την άποψή μου, δεν σημαίνει ότι εγκαταλείφθηκε ο επιδιωκόμενος σκοπός της. Μέχρι το 1982, οι Καθ' ων η αίτηση εμποδίζονταν από την αποβιώσασα ιδιοκτήτρια του κτήματος και από τότε μέχρι το 2006 από τους κληρονόμους της, από του να προβούν σε οποιαδήποτε ανασκαφή ή άλλο έργο. Χρειάστηκαν δικαστικά μέτρα για να κατεδαφιστεί το εστιατόριο που λειτουργούσε ο γιος της ιδιοκτήτριας, ώστε να παραδοθεί η κατοχή του κτήματος στη διοίκηση, η οποία προχώρησε αμέσως στην ενοποίηση του χώρου με το υπόλοιπο συγκρότημα του αρχαιολογικού χώρου. Σήμερα το κτήμα αποτελεί μέρος του περιφραγμένου αρχαιολογικού χώρου. Όπως αναφέρεται στο φάκελο, μελέτες έχουν δείξει ότι εντός του επίδικου κτήματος βρίσκεται μέρος των αρχαίων καταλοίπων του συγκροτήματος της Βασιλικής της Αμαθούντος. Κατά την κρίση μου, η διατήρηση της στρωματογραφίας του χώρου από μόνη της, είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη και συντήρηση του αρχαιολογικού χώρου και ως εκ τούτου εντός του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Όπως ανέφερα, στην Πρέπη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 168/08, ημερ. 5.5.2011:-
«..ως εκ της φύσεως του χώρου που περικλείει αρχαιότητες, ο χώρος χρήζει μακροχρόνιας ειδικής προστασίας και όπως ορθά υποδείχθηκε στην Τσαγγαρίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3392 η διατήρηση του χώρου ανέπαφου για μελλοντικές ανασκαφές, καθίσταται αναγκαία.».
(Βλ. επίσης Ramon ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 764/07, ημερ. 22.7.2009)
Το ότι μεταξύ των σκοπών της απαλλοτρίωσης δεν αναφέρεται και η διατήρηση της στρωματογραφίας, δεν επηρεάζει την κατάληξή μου. Ας μη ξεχνάμε ότι η απαλλοτρίωση έγινε το 1964 με τις τότε γνώσεις για την περιοχή και προτού ολοκληρωθούν οι ανασκαφές του κυρίως αρχαιολογικού χώρου. Όπως αναφέρθηκε στη Τσαγγαρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Ε) ΑΑΔ 3392 (στην οποία ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν όπως και εδώ οι διενέργειες ανασκαφών και η συντήρηση):-
«..γη μπορεί να απαλλοτριωθεί για αρχαιολογικούς σκοπούς όχι μόνον όταν στον ίδιο το χώρο που απαλλοτριώνεται περικλείονται αρχαιότητες, αλλά και όταν η απαλλοτρίωση της κρίνεται αναγκαία για την περίφραξη και προστασία του χώρου στον οποίο υπάρχουν αρχαία μνημεία. Αυτό προβλέπεται ρητά από το άρθρο 12 του Κεφ. 31. Συνεπώς μπορεί να επιδιωχθεί η απαλλοτρίωση όχι μόνον της γης η οποία περικλείει αρχαία μνημεία αλλά και της γης η οποία την περιφράσσει οποτεδήποτε επιβάλλεται για τη διαφύλαξη και προστασία των αρχαιοτήτων. Ο προσδιορισμός της ύπαρξης αρχαιοτήτων και οι μέθοδοι προστασίας τους ανάγονται στην επιστήμη της αρχαιολογίας. Ο εντοπισμός και προστασία τους αποτελεί ευθύνη του αρχαιολογικού τμήματος.»
Όπως σ' εκείνη την υπόθεση, έτσι και εδώ, δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να θέτει υπό αμφιβολία την κρίση του Τμήματος ότι η γη παραμένει αναγκαία για συντήρηση και διατήρηση του χώρου ως ενιαίου αρχαιολογικού χώρου και για ανάδειξη του όλου συγκροτήματος της Βασιλικής της Αμαθούντος, με μελλοντική ανασκαφή ανάλογα με τις γνώσεις που αποκτούνται. Δεν συμφωνώ με το στενό τρόπο που ο δικηγόρος της Αιτήτριας προσπάθησε να διαφοροποιήσει τις έννοιες της συντήρησης και διατήρησης. Όπως ορθά υποδεικνύει η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση με αναφορά στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, οι δύο όροι είναι συνώνυμοι. Ο όρος «συντήρηση» ερμηνεύεται στο «να παραμείνει κάτι σε σταθερή μορφή, να μην υφίσταται αλλοίωση ή φθορά» και ο όρος «διατήρηση», στο «να παραμένει κάτι στην κατάσταση ή στα επίπεδα που βρίσκεται τώρα». Ούτε συμφωνώ ότι για να εκπληρωθεί ο σκοπός της «συντήρησης αρχαιοτήτων», θα πρέπει να είχαν εντοπιστεί οι αρχαιότητες που θα συντηρούντο. Από τη στιγμή που στο επίδικο κτήμα βρίσκεται μέρος των αρχαίων καταλοίπων του συγκροτήματος της Βασιλικής της Αμαθούντος, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης επιτεύχθηκε με ενσωμάτωση του χώρου στο υπόλοιπο συγκρότημα της Βασιλικής της Αμαθούντος, ώστε να συντηρηθεί και διαφυλαχθεί ο χώρος ως ενιαίος. Το ότι μέχρι σήμερα δεν έγινε κατορθωτό να διενεργηθούν ανασκαφές στο συγκεκριμένο σημείο, κυρίως λόγω των προσκομμάτων από πλευράς της αρχικής ιδιοκτήτριας και των κληρονόμων της, δεν αναιρεί την ήδη συντελεσθείσα συντήρηση και διαφύλαξη των αρχαιοτήτων που υπάρχουν στο χώρο. Η εισήγηση του δικηγόρου της Αιτήτριας ότι ο χώρος θα πρέπει να αντικριστεί ως αυτόνομος και να ειδωθεί ανεξάρτητα από τον υπόλοιπο αρχαιολογικό χώρο, είναι παράλογος και στην περίπτωση αρχαιολογικών χώρων με όλες τις ιδιαιτερότητές τους, θα οδηγούσε σε άκρως παράλογα αποτελέσματα σε βάρος πάντοτε του δημόσιου συμφέροντος.
Όπως υποδεικνύεται από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία μετακίνησης του παραλιακού δρόμου Αμαθούντος-Λεμεσού, θα προχωρήσουν και οι περαιτέρω ανασκαφές. Όπως έχει νομολογηθεί, η μέθοδος συντήρησης και προστασίας των αρχαιοτήτων, είτε αυτή είναι στο υπέδαφος, είτε στο έδαφος, είτε στον περίχωρο, ανήκει στο Τμήμα Αρχαιοτήτων και ως τεχνικό θέμα, είναι ανέλεγκτο από το Δικαστήριο (βλ. Τσαγγαρίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω). Περαιτέρω η διατήρηση του χώρου, επιβάλλεται και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αφού το επίδικο τεμάχιο, έχει δια νόμου ανακηρυχθεί ως αρχαίο μνημείο.
Στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, η οποία να σημειωθεί είναι δεσμευτικό προηγούμενο και συνάμα αποτελεί καθοδήγηση για υποθέσεις της φύσης όπως και η παρούσα, ανασκοπήθηκε η νομολογία σε σχέση με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και ειδικότερα για τα όρια του εφικτού και ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Το καθοριστικό κριτήριο για τυχόν επιστροφή ακίνητης ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε δεν είναι αν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί εντός των προβλεπόμενων τριών ετών, αλλά αν ο σκοπός αυτός είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος με τη διοίκηση να υποχρεούται να έχει προβεί σε ενέργειες, αναλόγως της περίπτωσης, οι οποίες είναι ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Η Εφεσείουσα, η οποία αξιώνει την επιστροφή της ιδιοκτησίας, βαρύνεται ν' αποδείξει όχι ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή ότι κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως της περίπτωσης, θα κρίνονται ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου (βλ. Ντίνος Ραμόν ν. Δημοκρατία (2013) 3 Α.Α.Δ. 292)
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, την κατοχή του επίδικου ακινήτου είχε μέχρι το 1982 η αποβιώσασα τότε ιδιοκτήτρια του και ακολούθως μέχρι το 2006 οι κληρονόμοι της (υιός της), οι οποίοι αρνούντο να την παραδώσουν. Παρεδόθη μετά από ενέργειες των Καθ' ων η Αίτηση. Αυτά λέγονται όχι για υποβοήθηση της υπόθεσης των Καθ' ων η Αίτηση αλλά για να επισημανθεί ότι διάδικος, εδώ η Αιτήτρια, που προκάλεσε ή έστω συναίνεσε στην καθυστέρηση δεν μπορεί να οικοδομήσει την υπόθεση της πάνω σ' αυτήν. (βλ. Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Σωτηρούλλας Χαρικλείδη κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1608)
Σύμφωνα με τα αναμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το απαλλοτριωθέν ακίνητο είναι μέρος συμπλέγματος τεμαχίων αποτελούμενο από 101 τεμάχια όπου ανακαλύφθηκε η αρχαία πόλη της Αμαθούντας. Περαιτέρω δεν αμφισβητείται ότι το όλο σύμπλεγμα είναι περιφραγμένο και εντός του επίδικου τεμαχίου ευρίσκεται μέρος των αρχαίων καταλοίπων συγκροτήματος της Παλαιοχριστιανικής Επισκοπικής Βασιλικής της Αμαθούντας και ειδικότερα μέρος του Βαπτιστηρίου. Αυτά τα γεγονότα από μόνα τους δηλώνουν ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει κατ' ουδένα τρόπο εγκαταλειφθεί. Η διατήρηση και συνεπώς η συντήρηση των αρχαιοτήτων ακόμη και στο χώρο όπου αυτές βρίσκονται είναι σκοπός αυθύπαρκτος και δεν απαιτούν οποιαδήποτε έργα για να θεωρηθεί ότι υλοποιήθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης. Στην Ραμόν (άνω) το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε μέρος της πρωτόδικης απόφασης όπου σε παρόμοια γεγονότα έκρινε ότι "ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει υλοποιηθεί μόνο και μόνο με τη διατήρηση του αρχαιολογικού χώρου".
Η στενή ερμηνεία από πλευράς Εφεσείουσας ότι ο μοναδικός σκοπός που έγινε η απαλλοτρίωση ήταν "για να προβούν σε αρχαιολογικές ανασκαφές και στη συντήρηση των αρχαιοτήτων που θα ανεύρισκαν" δεν είναι ορθή. Συγκεκριμένα εισηγείται ότι εφόσον δεν έγιναν ανασκαφές στο επίδικο τεμάχιο και συνεπώς δεν βρέθηκαν αρχαία, δεν τίθεται και θέμα συντήρησης των. Η Μορίτση κ.α. ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 420 στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας δεν τον βοηθά. Εκεί το θέμα που απασχόλησε ήταν κατά πόσο έγινε συγκεκριμένη πρόβλεψη ή όχι στην γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης και συγκεκριμένα πρόβλεψη και για χώρο πρασίνου. Στην παρούσα υπόθεση υπάρχει πρόβλεψη και είναι αυτή της συντήρησης αρχαιοτήτων. Η "συντήρηση" όπως υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο σχετική εισήγηση των Καθ' ων η Αίτηση, σημαίνει "το να παραμένει κάτι σε σταθερή μορφή, να μην παρίσταται αλλοίωση ή φθορά" και είναι συνώνυμη της λέξης "διατήρηση" και αντίθετη με τις "αλλοίωση, φθορά, καταστροφή". (βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Β' Έκδοση, σελ. 1712). Συνεπώς, η διατήρηση και μόνο του αρχαιολογικού χώρου ως τέτοιου είναι αρκετή για να λεχθεί ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει υλοποιηθεί και η πρωτόδικη απόφαση επί τούτου είναι ορθή.
Επίσης δεν είναι ορθή η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε στην ερμηνεία του σκοπού της απαλλοτρίωσης να απομονώσει την φράση "συντήρηση των αρχαιοτήτων" από το υπόλοιπο μέρος της που προέβλεπε όπως "προβούν σε αρχαιολογικές ανασκαφές". Η δεύτερη ενέργεια (συντήρηση) είναι αυθυπόστατη και δεν προϋποθέτει την πρώτη (αρχαιολογική ανασκαφή). Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθό στον τρόπο που χειρίστηκε το όλο θέμα.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Ο τρίτος λόγος έχει ως υπόβαθρο, την θεώρηση από την Εφεσείουσα παρέλευσης πολύ μεγάλου χρόνου από την ημέρα της κήρυξης της απαλλοτρίωσης και ότι το έργο και/ή σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί.
Με όλο το σεβασμό, όπως έχουμε αναφέρει όταν συνεξετάζαμε τους λόγους έφεσης 1 και 2 ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει υλοποιηθεί και συνεπώς δεν υπάρχει θέμα προς συζήτηση.
Η Έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ