ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Χατζηπαντελή (1989) 3 ΑΑΔ 961
Σαββίδης & άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 249
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 74
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Βασιλείου Σοφούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517
Ηλία Άννα και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 884
Κάππας Γεώργιος ν. Oργανισμού Κυπριακής ΓαλακτοκομικήςΒιομηχανίας (2000) 3 ΑΑΔ 36
Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ρεβέκκας Παπαδάκη και Άλλων (2002) 3 ΑΑΔ 140
Ραφτόπουλος Μιχαλάκης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 241
Συμβούλιο Aμπελουργικών Προϊόντων ν. Άννας Θ. Περικλέους (2005) 3 ΑΑΔ 619
Σολωμoύ Σόλων και Άλλοι ν. Aρχηγού Aστυνομίας και Άλλου (2006) 3 ΑΑΔ 271
Θεοδώρου Μιχάλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 44
Καπακιώτης & Παπαέλληνας Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 660, ECLI:CY:AD:2016:C568
First Elements Euroconsultants Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 936, ECLI:CY:AD:2017:C462
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:C284
8 Iουνίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
Εφεσείοντα/Αιτητή
ΚΑΙ
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Εφεσιβλήτων/Αιτητών
............
Φ. Καμένος, για Εφεσείοντα
Α. Χριστοφόρου, για Εφεσίβλητη
NIKOΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου Θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Την 1.11.05 το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών (στο εξής το Συμβούλιο) αποφάσισε δυνάμει του Καν. 51(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π.90/90 ως έχει τροποποιηθεί, στο εξής οι Κανονισμοί) τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας 30 αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας αποσπασμένων στην Εθνική Φρουρά. Μεταξύ αυτών και της υπηρεσίας του εφεσείοντα, ο οποίος κατείχε τότε τον βαθμό του Συνταγματάρχη Πεζικού.
Ο εφεσείων αντέδρασε στον τερματισμό της υπηρεσίας του με την υπ΄ αρ. 216/06 προσφυγή αλλά, εκκρεμούσης της εκδίκασης της προσφυγής του, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε στις 5.2.09 ακυρωτική απόφαση σε προσφυγή άλλου επηρεαζόμενου αξιωματικού, του Ταξίαρχου Μ. Θεοδώρου (Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44).
Η επιτυχία του Ταξίαρχου Θεοδώρου εξετάστηκε από το Συμβούλιο σε συνεδρία ημερ. 20.2.09 κατά την οποία επανεξέτασε την απόφαση του ημερ. 1.11.05, με αποτέλεσμα τον εκ νέου ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του εφεσείοντα και άλλων 25 αξιωματικών, με αναδρομική ισχύ από 15.4.06. Και αυτό στη βάση, αφενός, ότι «δεν διαθέτει τη γενικότερη ακαδημαϊκή μόρφωση, η οποία με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτείται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας» και, αφετέρου, ότι «τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών».
Η προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 24.3.09, με την οποία ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας τον πληροφορούσε ότι, ενόψει της αφυπηρέτησής του, προήχθη στον επόμενο βαθμό του Ταξιάρχου από 14.4.06.
Με τη λήψη της πιο πάνω επιστολής ο εφεσείων καταχώρισε την υπ΄ αρ. 548/09 προσφυγή, προβάλλοντας ως βασικούς λόγους ακυρότητας, της αποφασισθείσας αφυπηρέτησής του, την έλλειψη δέουσας έρευνας και την παράβαση του δεδικασμένου. Ανεπιτυχώς όμως εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στις Περικλέους v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 456/09, ημερ. 5.3.12, Αμπίζας v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 627/09, ημερ. 29.2.12 και Θεοδώρου (ανωτέρω), απέρριψε την προσφυγή στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού.
«Με όλο το σέβας προς τους αδελφούς μου Δικαστές, έχω άλλη άποψη του θέματος. Η βασική διαπίστωση του Ανωτάτου Συμβουλίου Kρίσεων ήταν η καλύτερη εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών του στρατεύματος μέσω της στελέχωσης των σχηματισμών, συγκροτημάτων, μονάδων, επιτελικών θέσεων και άλλων υπηρεσιών με αποφοίτους ανωτάτων σχολών. Τα πλεονεκτήματα αυτής της στελέχωσης επεξηγήθησαν λεπτομερώς και αφορούσαν όλους τους κλάδους του στρατεύματος. Δεν υπήρξε "απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου", όπως έγινε στη Θεοδώρου, αλλά πλήρης ανάλυση των διαπιστωθεισών αναγκών όλων των κλάδων όπως εξειδικεύθησαν σε συνάρτηση με τις σύγχρονες απαιτήσεις και τα πλεονεκτήματα της στελέχωσης όλων των υπηρεσιών όλων των κλάδων με αξιωματικούς καταρτισμένους στο ανώτατο ακαδημαϊκό επίπεδο. Τι άλλη έρευνα ως προς εξειδικευμένες ανάγκες κατά κλάδο θα αναμένετο, αφού δεν ήταν πλέον θέμα εξειδικευμένων αναγκών αλλά ανάγκης που διείπε όλους τους κλάδους. Η επάρκεια της έρευνας συναρτάται προς τη φύση του θέματος και εδώ η φύση και ποιότητα της ανάγκης δεν απαιτούσε περαιτέρω εξειδίκευση πλην, ως έγινε, της εξέτασης της κάθε περιπτώσεως υπό το πρίσμα της επιδίωξης που είχε εξειδικευθεί».
Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση για 8[1] λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε αυτούσιο τον Καν. 51(4) βάσει του οποίου λήφθηκε από το Συμβούλιο η προσβαλλόμενη πράξη. Έχει ως ακολούθως:-
(4) Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού αξιολογήσει την εν γένει κατάσταση, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, όλους ή οποιοδήποτε από τους πιο κάτω παράγοντες, ήτοι:
(α) την όλη σταδιοδρομία του Αξιωματικού∙ ή
(β) τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του Αξιωματικού∙ ή
(γ) το χρόνο παραμονής του Αξιωματικού στον κατεχόμενο βαθμό∙ ή
(δ) την ηλικία του Αξιωματικού
αποφασίζει κατά πόσο ο Αξιωματικός του οποίου εξετάζει την περίπτωση πρέπει να αφυπηρετήσει ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία».
Είναι θέση του εφεσείοντα ότι το Συμβούλιο δεν προέβη στη δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα και κυρίως παρέλειψε - πριν καταλήξει στην επίδικη απόφαση - να εφαρμόσει ορθά τον πιο πάνω Κανονισμό αφού δεν αξιολόγησε με τον ορθό τρόπο τους προνοούμενους τρεις καθοριστικούς παράγοντες. Δηλαδή «. την εν γένει κατάσταση, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών». Συναφώς εισηγείται ότι το Συμβούλιο θα έπρεπε να εξειδικεύσει τους παράγοντες αυτούς με αναφορά στην κατάσταση που επικρατούσε στην Εθνική Φρουρά τη δεδομένη στιγμή, παραθέτοντας προς τούτο συγκεκριμένα στοιχεία που θα τους τεκμηρίωναν. Αντ΄ αυτού, ισχυρίζεται, αρκέστηκε σε γενικόλογη και αόριστη επίκληση της έρευνας του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, του οποίου τα συμπεράσματα αναφορικά με τις πιο πάνω ανάγκες παραμένουν ούτως ή άλλως άγνωστα. Κατά συνέπεια, κατέληξε, η αιτιολόγηση που δόθηκε από το Συμβούλιο είναι πλημμελής αφού το περιεχόμενο του πρακτικού της 20.2.09 αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με το σκεπτικό της Θεοδώρου (ανωτέρω) και, παράλληλα, συνιστά παράβαση των αρχών της επανεξέτασης και των άρθρων 57 και 59 του Ν.158(1)/99 (λόγοι έφεσης 1, 2, 4 και 5).
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της εφεσίβλητης η οποία εισηγείται ότι η έρευνα που προηγήθηκε ήταν πλήρης, η αιτιολογία που δόθηκε από το Συμβούλιο για την περίπτωση του Εφεσείοντα ήταν σαφής και εξειδικευμένη και ότι υπήρξε συμμόρφωση με το ακυρωτικό δεδικασμένο και την κανονιστική πρόνοια.
Όπως γίνεται αντιληπτό η εξέταση της βασιμότητας των πιο πάνω ισχυρισμών, οι οποίοι προβλήθηκαν για προώθηση των λόγων έφεσης 1, 2, 4 και 5, προϋποθέτει την παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τα πρακτικά του Συμβουλίου που έχουν ως ακολούθως:-
«Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στην συνέχεια ενημερώθηκε από το Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, για την υπηρεσιακή κατάσταση και τις υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος για το έτος 2005, μετά από προσωπική έρευνα που έκανε. Ακολούθως αφού συζήτησε διεξοδικά το θέμα, εκτίμησε την εν γένει κατάσταση, όπως αυτή αξιολογείται και διαμορφώνεται από το γεγονός ότι, οι αξιωματικοί, που υπηρετούσαν κατά το έτος 2005, στους βαθμούς του Ανθυπολοχαγού μέχρι και του Αντισυνταγματάρχη, στην πλειονότητά τους είναι απόφοιτοι Ανώτατων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΣΕΙ) ή Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), ενώ στους βαθμούς του Συνταγματάρχη και άνω οι περισσότεροι από τους υπηρετούντες δεν προέρχονται από ΑΣΕΙ ή ΑΕΙ. Ενοψει τουτου εκρινε οτι οι υπηρεσιακες αναγκες του στρατευματος εξυπηρετουνται καλυτερα, οταν οι αξιωματικοι που καλουνται να διοικησουν σχηματισμους ή συγκροτηματα ή μοναδες ή/και να στελεχωσουν κρισιμες επιτελικες θεσεις του στρατευματος και του Υπουργειου Αμυνας ή/και να τοποθετηθουν σε αλλες κρατικες υπηρεσιες, ειναι αποφοιτοι ΑΣΕΙ ή ΑΕΙ, Ανωτατης Σχολης Πολεμου και Σχολης Εθνικης Αμυνας και να εχουν παρακολουθησει επιμορφωτικα σεμιναρια της ειδικοτητας τους. Τα προσόντα αυτά έκρινε ότι παρέχουν στους αξιωματικούς τη δυνατότητα, αφενός να ανταπεξέρχονται ευκολότερα και αποτελεσματικότερα στις ανάγκες σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος στην ειρήνη και κυρίως σε περιόδους κρίσεων και επιχειρήσεων, αφού θα διαθέτουν ως εκ της ακαδημαϊκής τους μόρφωσης, το απαιτούμενο προς τούτο γνωσιολογικό υπόβαθρο και αφετέρου θα δύνανται να συμμετέχουν σε διεθνείς αποστολές, στα πλαίσια δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων Διεθνών Οργανισμών, καθώς επίσης και να τοποθετούνται σε Πρεσβείες της Δημοκρατίας ή άλλες Διπλωματικές Αποστολές στο εξωτερικό. Περαιτέρω έκρινε ότι, οι εξειδικευμένες ανάγκες του στρατεύματος, κατά Κλάδο, που επιβάλλονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί Ενόπλων Δυνάμεων και ανταπόκρισης σε μελλοντικές προκλήσεις, επιβάλλουν τη στελέχωσή του με προσωπικό που να έχει το υπόβαθρο παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο και στα σύγχρονα οπλικά συστήματα, ως απόρροια της εκπαίδευσής τους στα ΑΣΕΙ και στις άλλες Σχολές. Ενόψει των πιο πάνω, έκρινε ότι υπάρχει ανάγκη στο στράτευμα να δοθεί η δυνατότητα ανέλιξης των αξιωματικών των κατώτερων βαθμών, που στην πλειονότητα τους είναι απόφοιτοι ΑΣΕΙ ή ΑΕΙ και διαθέτουν την απαιτούμενη ακαδημαϊκή μόρφωση».
Έχουμε εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προς προώθηση των λόγων έφεσης 1, 2, 4 και 5, η οποία δεν μας φάνηκε πειστική.
Να επισημάνουμε καταρχάς ότι δεδικασμένο inter partes δεν υπάρχει στην παρούσα περίπτωση εφόσον ο εφεσείων δεν ήταν διάδικος στη Θεοδώρου (ανωτέρω). Παραπέμπουμε επί τούτου στην Αρχή Λιμένων ν. Παπαδάκη κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:-
«Η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμα της. Εξ ου και οι αποφάσεις Μιλτιάδους και Χαραλάμπους (ανωτέρω), σύμφωνα με τις οποίες, ενόψει τούτου, άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξης καθίστανται άνευ αντικειμένου, Ως προς τα κριθέντα ζητήματα, εκείνα δηλαδή που οδήγησαν ως διαπιστώσεις στο αποτέλεσμα, το δεδικασμένο είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε. Ουσιώδης δε προϋπόθεσή του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Ισχύει inter partes».
Κατά τα άλλα, το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση είχε υποχρέωση να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να προχωρήσει στη λήψη νέας απόφασης, απαλλαγμένης από τη νομική πλημμέλεια που εντοπίστηκε (βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Δηλαδή τη διόρθωση του σφάλματος που διαπιστώθηκε στη Θεοδώρου, το οποίο αφορούσε την παράλειψη των εφεσιβλήτων να διενεργήσουν την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό 51(4) προκαταρκτική έρευνα και να παραθέσουν στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας των 26 αξιωματικών, μεταξύ των οποίων και του εφεσείοντα. Όπως σχετικώς είχε παρατηρηθεί από την Ολομέλεια, οι Εφεσίβλητοι αρκέστηκαν, εκεί, στην επανάληψη των προνοιών του Κανονισμού γεγονός που κατέστησε την απόφαση τους υποκείμενη σε ακύρωση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ωστόσο, από το απόσπασμα του πρακτικού που παραθέσαμε πιο πάνω, προκύπτει ότι κατά την επανεξέταση, το Συμβούλιο συμμορφώθηκε στα όσα είχαν παρατηρηθεί στην Θεοδώρου, θεραπεύοντας τις πλημμέλειες που υποδείχθηκαν. Συγκεκριμένα:-
Η έρευνα του Συμβουλίου αυτή τη φορά ήταν επαρκής, όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεκτεινόμενη προς όλες τις παραμέτρους του Κανονισμού 51(4). Επί τούτου στηρίχθηκε στην έκθεση του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, ο οποίος ήταν και μέλος του. Η διεξαγωγή έρευνας από τον κατ' εξοχήν εμπειρογνώμονα ήταν και εύλογη και σύμφωνη με τη νομολογία, η οποία δεν επιβάλλει την διεξαγωγή της έρευνας από το ίδιο το αποφασίζον όργανο. Καθήκον και υποχρέωση του Συμβουλίου ήταν η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης, το δε κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας συνίσταται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Zάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270). Το σκεπτικό επομένως του Συμβουλίου, όπως διατυπώθηκε στο πρακτικό του έχει καλύψει όλες τις πτυχές του θέματος, συμπεριλαμβανομένης της εν γένει κατάστασης των υπηρετούντων κατά το 2005 αξιωματικών στις κατώτερες και ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε απόφοιτους ανώτερων σχολών για τη στελέχωση των νευραλγικών διοικητικών θέσεων και τη δυνατότητα ανέλιξης των κατώτερων αξιωματικών.
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω δεν ήταν αναγκαία η αναφορά σε κάθε κλάδο ξεχωριστά, όπως εισηγείται ο εφεσείων, εφόσον με την έρευνα που προηγήθηκε προέκυψε ότι οι ανάγκες για στελέχωση των διοικήσεων και των επιτελείων μεγάλων μονάδων και σχηματισμών, καθώς και κρίσιμων θέσεων στο Υπουργείο, στις διπλωματικές αποστολές και τους Διεθνείς Οργανισμούς, κάλυπταν το σύνολο του στρατεύματος και πάνω σε αυτή τη βάση αξιολογήθηκαν. Το Συμβούλιο έκρινε επί του σημείου αυτού, ότι οι εξειδικευμένες ανάγκες κατά κλάδο, όπως αυτές επιβάλλονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί Ενόπλων Δυνάμεων και ανταπόκρισης σε μελλοντικές προκλήσεις, επέβαλλαν τη στελέχωση του στρατεύματος με προσωπικό που να έχει το υπόβαθρο παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο και στα σύγχρονα οπλικά συστήματα, ως απόρροια της εκπαίδευσης τους στα ΑΣΕΙ και στις άλλες Σχολές. Και αυτό με παράλληλη αναφορά στην επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση να ήταν υπό τις περιστάσεις πλεονασμός.
Επιπροσθέτως των πιο πάνω, το Συμβούλιο δεν παρέλειψε την ειδική αξιολόγηση της περίπτωσης του εφεσείοντα σ΄ ό,τι αφορά τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του, την οποίαν - όπως ευλόγως έκρινε - περιόριζε το γεγονός της μη κατοχής ακαδημαϊκών προσόντων ενώ η συνέχιση της παραμονής του στην υπηρεσία θα εμπόδιζε και την ανέλιξη άλλων ιεραρχικά κατώτερων αξιωματικών που διέθεταν υπέρτερη ακαδημαϊκή μόρφωση. Σχετικές επί του ζητήματος είναι οι Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 74, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Zάμπογλου (πιο πάνω), Σολωμού κ.ά. v. Aρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 271, σύμφωνα με τις οποίες η έκταση και η μορφή της δέουσας έρευνας είναι συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εξάλλου δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων είναι ανέλεγκτη όταν δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 -1959 σελ. 227, Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων v. Περικλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 619, First Elements Euroconsultants Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας. Αναθ. Έφεση Αρ. 34/12, ημερ. 15.12.17, ECLI:CY:AD:2017:C462).
Στην παρούσα περίπτωση το Συμβούλιο έκρινε ότι, για τους λόγους που περιγράφονται με σαφήνεια στο πρακτικό του, η αποστράτευση αριθμού αξιωματικών θα καθιστούσε αποτελεσματικότερη τη λειτουργία του στρατεύματος. Από τη στιγμή που εκτίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση του Συμβουλίου και παρατίθενται τα κριτήρια βάσει των οποίων άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, δεν υπάρχει έδαφος για δικαστική επέμβαση.
Η πιο πάνω κατάληξη καθιστά ανεδαφικό και τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί νομικής και πραγματικής πλάνης του Συμβουλίου λόγω άγνοιας ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων της υπόθεσης (6ος λόγος έφεσης). Δεδομένου δε ότι η έρευνα του Συμβουλίου ήταν επαρκής και όλα τα ουσιώδη στοιχεία αξιολογήθηκαν, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως επέλεξε η διοίκηση να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα, υπ' αυτής διαπιστωθέντα, πρωτογενή ευρήματα.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5 και 6 απορρίπτονται.
Με τον 3ο λόγο έφεσης προβάλλεται πως ο υπό κρίση Κανονισμός είναι αντισυνταγματικός ως αντίθετος με την αρχή της ισότητας, για δύο λόγους. Ο πρώτος γιατί παρέχει στο Συμβούλιο εξουσία να μεταχειρίζεται διαφορετικά μια κατηγορία προσώπων που βρίσκονται σε όμοια θέση, δηλαδή να αποφασίζει κατά την κρίση του τον τερματισμό της υπηρεσίας οποιουδήποτε από τους αξιωματικούς οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις που τίθενται στον υπό αναφορά Κανονισμό, χωρίς υποχρέωση αιτιολόγησης της απόφασης επιλογής των συγκεκριμένων αξιωματικών έναντι άλλων οι οποίοι παραμένουν στο στράτευμα. Ο δεύτερος γιατί παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να ενεργήσει μεροληπτικά, ευνοώντας συγκεκριμένους αξιωματικούς βάσει οποιουδήποτε εκ των κριτηρίων που τίθενται διαζευκτικά προς εξέταση, ή ακόμη να επικαλεστεί και άλλα μη καθορισμένα εξ' αρχής κριτήρια αποφασίζοντας κατά το δοκούν και χωρίς σύγκριση μεταξύ ομοιόβαθμων.
Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι πιο πάνω αιτιάσεις του εφεσείοντα. Καταρχάς η έγερση τους προσκρούει στο δόγμα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, εφόσον επικαλείται τις πρόνοιες του Κανονισμού αφενός ως βάση ότι ο ίδιος δεν θα έπρεπε να αποστρατευθεί και αφετέρου διατείνεται ότι παραβιάζουν την αρχή της ισότητας και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να εφαρμοστούν. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Ηλία κ.α. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Κάππας v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 36, Ραφτόπουλος v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 241, Καπακιώτης και Παπαέλληνας Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 91/2011, ημερ. 21.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:C568 και Σαββίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249, σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι επιτρεπτό - ειδικά σε αναθεωρητικές εφέσεις - διάδικος να προβάλλει ταυτόχρονα δύο αντικρουόμενα πράγματα με σκοπό τον προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους. Εν πάση περιπτώσει, επί της ουσίας, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας από την προβλεπόμενη διαδικασία του Κανονισμού 51 εφόσον το Συμβούλιο ασκεί τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει ο εν λόγω Κανονισμός στη βάση προκαθορισμένων κριτηρίων αξιολόγησης, τα οποία ισχύουν για όλους τους αξιωματικούς που εμπίπτουν στην εμβέλεια των σχετικών κανονιστικών προνοιών και τα οποία στη συνέχεια εξετάζονται κατά τρόπο ειδικό και εξατομικευμένο για την κάθε ξεχωριστή περίπτωση υπό το φως των κριτηρίων της παραγράφου (4).
Για τους πιο πάνω λόγους απορρίπτεται και ο 3ος λόγος έφεσης.
Με τον 10ο λόγο έφεσης υποστηρίζεται από τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε όλα τα ζητήματα που είχαν τεθεί ενώπιον του με την προσφυγή του, ενώ με τον 11ο λόγο έφεσης παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υιοθέτησε τρεις άλλες πρωτόδικες αποφάσεις που αφορούσαν την ίδια ακριβώς διαδικασία και οι οποίες είχαν ακυρωτική κατάληξη.
Εξετάσαμε και επ΄ αυτών τα παράπονα του εφεσείοντα και καταλήξαμε ότι ούτε αυτά ευσταθούν.
H πρωτόδικη κρίση κάλυψε τα σημεία εκείνα τα οποία προσδιορίζονταν στην προσφυγή και αποτελούσαν τον πυρήνα της υπόθεσης, με αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτά ήταν η επάρκεια της έρευνας και το δεδικασμένο. Είναι γεγονός ότι κάποια θέματα που είχαν εγερθεί, όπως ο ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας, δεν αποφασίστηκαν πρωτόδικα. Τέθηκαν όμως εκ νέου στο Εφετείο το οποίο έχει την εξουσία να τα εξετάσει δεδομένου ότι το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης (Δημοκρατία v.Χατζηπαντελή (1989) 3 Α.Α.Δ. 961). Αναφορικά δε με το παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε τις αποφάσεις (πρωτόδικες) που επικαλέστηκε ο εφεσείων, είναι αρκετό να σημειώσουμε ότι αυτές, μολονότι σχετικές, δεν αποτελούσαν δεσμευτικό προηγούμενο (βλ. Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363).
Υπό το φως των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €3.000 έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Άλλοι τρεις (3) λόγοι έφεσης - οι υπ΄ αρ. 7, 8 και 9 - αποσύρθηκαν κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.