ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C237
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 135/2012)
(Υπόθεση Αρ. 794/2010)
17 Μαΐου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστές]
ΕΛΕΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα/Ε/Μ,
ΚΑΙ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,
Εφεσίβλητος/Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
----------
Δ. Στεφανίδης για Ιεροθέου, Καμπέρη & Σία ΔΕΠΕ, για την
Εφεσείουσα.
Ο Εφεσίβλητος παρουσιάζεται προσωπικά.
Α. Λοϊζίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
----------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός της εφεσείουσας-ενδιαφερόμενου μέρους, στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων (η οποία μετονομάστηκε σε Επιμετρητή Ποσοτήτων), Τμήμα Δημοσίων Έργων, ημερομηνίας 26.4.2010, αναδρομικά από 15.10.2002, αντί του αιτητή-εφεσίβλητου.
Ο διορισμός ήταν το αποτέλεσμα τρίτης επανεξέτασης μετά από δύο ακυρωτικές αποφάσεις. Τα γεγονότα όπως εκτίθενται από το πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν ως ακολούθως:
«. η αρχική απόφαση της καθ' ης η αίτηση για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους ημερομηνίας 27.8.2002 είχε ακυρωθεί επειδή, όπως κρίθηκε, ήταν παράνομη η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. (Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1133/2002, ημερομηνίας 10.12.2003). Η δεύτερη απόφαση ημερομηνίας 12.5.2005 με την οποία κατόπιν επανεξέτασης επαναδιορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στην ίδια θέση αναδρομικά, ακυρώθηκε επειδή η Συμβουλευτική Επιτροπή που επανασυστάθηκε έλαβε υπόψη και τις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση τις οποίες είχε διεξαγάγει η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την ακυρωθείσα διαδικασία. (Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 701/2005, ημερομηνίας 19.12.2006). Ακολούθησε δεύτερη επανεξέταση ως αποτέλεσμα της οποίας και πάλι διορίστηκε το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος στην επίδικη θέση αναδρομικά από τις 15.10.2002. Αυτή η απόφαση της ΕΔΥ, η οποία είχε ληφθεί κατά την 10.7.2007, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν προσφυγής την οποία άσκησε ο αιτητής. Κύριος λόγος ακύρωσης που έγινε δεκτός από το Δικαστήριο ήταν το ότι η πρόσδοση 4 μονάδων (από 100) στον αιτητή για το πλεονέκτημα το οποίο παραδεδεγμένα κατέχει, παραβίαζε νομολογιακές αρχές. (Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1291/2007, ημερομηνίας 7.9.2009).
Της απόφασης στην υπόθεση αρ. 1291/2007 ακολούθησε τρίτη στη σειρά επανεξέταση με την ίδια απόληξη, δηλαδή την απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση ημερομηνίας 26.4.2010, με την οποία επαναδιορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωαννίδου στην επίδικη θέση, αναδρομικά από την 15.10.2002.
Η τελευταία αυτή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής με την οποία ο αιτητής επιζητεί την ακύρωσή της».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, έκρινε ότι υπήρξε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ παραβίαση του δεδικασμένου, το οποίο προέκυψε από την Οδυσσέας Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1291/2007, ημερομηνίας 7.9.2009, επαναλαμβάνοντας «τον ίδιο καθορισμό στο 4% και διατηρώντας τον ίδιο συσχετισμό με την υπέρμετρη σχετικά βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική εξέταση». Κρίθηκε, επίσης, ότι το πλεονέκτημα του αιτητή ανεπιτρέπτως εκτοπίστηκε από τις δύο προφορικές εξετάσεις. Όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, στην κρίση των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, φαίνεται να εμφιλοχώρησε η πεπλανημένη εντύπωση ότι το δεδικασμένο αφορούσε σε έλλειψη αιτιολογίας και ότι με την παράθεση ειδικής αιτιολογίας θα υπήρχε συμμόρφωση.
Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται με τέσσερις λόγους έφεσης. Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης αποσύρθηκαν οι πρώτοι δύο που αφορούσαν το έννομο συμφέρον του εφεσίβλητου και παρέμειναν οι υπόλοιποι δύο.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε «ότι ο επανακαθορισμός του 4% για το πλεονέκτημα εδραζόταν σε πεπλανημένη αντίληψη της ΕΔΥ και της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι συναπτόταν με παροχή επαρκούς αιτιολογίας και ότι παραβιάσθηκε το δεδικασμένο της απόφασης στην συναπτή με την - υπό έφεση - προσφυγή 1291/2007, ημερομηνίας 7.9.2009, καθώς δεν επιτρεπόταν να επανακαθορισθεί αυτό στο 4% στη βάση, πλέον, αιτιολογίας.».
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι δεν συντρέχει παραβίαση του δεδικασμένου, καθότι στην εν λόγω ακυρωτική απόφαση δεν υπήρχε οποιαδήποτε αιτιολόγηση του καθορισμού του ποσοστού του πλεονεκτήματος στο 4%, κάτι που έγινε εν προκειμένω. Η δε εμμονή της διοίκησης στο περιεχόμενο της ακυρωθείσας πράξης δεν παραβιάζει το δεδικασμένο, εφόσον η διοίκηση προσφεύγει σε νέα στοιχεία (Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, 1988, σελ. 65, καθώς και αποφάσεις ΣτΕ 378/64 και 1832/64, ΣτΕ 1113/2005, ΣτΕ 3926/1994, ΣτΕ 1868/1994 και Διοικητικού Εφετείου Αθηνών 941/2008). Περαιτέρω, παρά το ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής, εφόσον πρόκειται για θέση για την οποία απαιτείται η κατοχή πτυχίου, η εφεσείουσα παραπέμπει στις πρόνοιες του άρθρου 3(1)(β) του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998, Ν. 6(Ι)/98, όπου καθορίζεται η βαρύτητα του κριτηρίου του πλεονεκτήματος των σχεδίων υπηρεσίας για θέσεις πρώτου διορισμού από 0-5 μονάδες. Τέλος, είναι στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας, «η δυνατότητα καθορισμού της βαρύτητας όλων των κριτηρίων επιλογής των υποψηφίων καθώς και η ανάλογη σημασία που πρέπει να αποδίδεται σε καθένα από αυτά».
Στην υπόθεση 1291/2007, πιο πάνω, το Δικαστήριο έκρινε πως «ο χειρισμός πράγματι οδήγησε σε ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του πλεονεκτήματος, όταν κατά την πάγια νομολογία μας, η κατοχή πλεονεκτήματος προσδίδει προβάδισμα που μόνο με ειδική αιτιολογία είναι δυνατό να παρακαμφθεί».
Παρατηρείται πως η εν λόγω απόφαση δεν αναφέρεται σε έλλειψη αιτιολογίας αναφορικά με την απόδοση των συγκεκριμένων μονάδων στο πλεονέκτημα αλλά σε «ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του πλεονεκτήματος».
Δε χρειάζεται να υπεισέλθουμε στην εξέταση των επιχειρημάτων του εφεσίβλητου περί της σημασίας του πλεονεκτήματος, διότι αυτά αφορούν τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν εξ αρχής το Δικαστήριο στην πιο πάνω κρίση του.
Η καταγραφείσα κατάληξη της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την επανεξέταση, πως «ο καθορισμός της βαρύτητας του πλεονεκτήματος στο 4% είναι λογικός και δίκαιος για τους πιο κάτω λόγους: .» δεν θα μπορούσε, κάτω από οποιαδήποτε περίπτωση, να θεωρηθεί ότι αποτελεί συμμόρφωση προς το δεδικασμένο. Παρομοίως και η απόφαση της ΕΔΥ με την οποία υιοθετήθηκε ο επανακαθορισμός της βαρύτητας του πλεονεκτήματος και πάλι στο 4% από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, έστω με τη διαφωνία του Προέδρου της ΕΔΥ, ο οποίος για τους ορθούς λόγους διαφώνησε με την πλειοψηφία πως τα πιο πάνω δεν ήταν αρκετά για συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου.
Είναι, συνεπώς, ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση πως η επίδικη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο.
Οι πιο πάνω αναφερόμενες εισηγήσεις της εφεσείουσας δεν κρίνουμε ότι ανατρέπουν την κατάληξη αυτή. Είτε αναφέρονται στη δυνατότητα της διοίκησης να εκδώσει απόφαση ιδίου περιεχομένου με ακυρωθείσα με την προσθήκη απουσιάζουσας αιτιολογίας, είτε στον δια νόμου - κατ' αναλογία - καθορισμό βαρύτητας των κριτηρίων επιλογής, είτε στη διοικητική ευχέρεια ερμηνείας σχεδίων υπηρεσίας, δεν μπορεί να παραγνωριστεί πως κινούνται στα πλαίσια της ανάγκης για αιτιολογία της απόφασης και, συνεπώς, έξω από τα πλαίσια της δεσμευτικής δικαστικής απόφασης. Η εντοπισθείσα από το Δικαστήριο αντινομία δεν θεραπεύεται με την χορηγηθείσα αιτιολογία. Η μη απόδοση της δέουσας βαρύτητας στον καθοριστικό, κατά τη νομολογία, παράγοντα του πλεονεκτήματος, υπό την έννοια του προκαθορισμού των μονάδων γι' αυτό, εξακολουθεί να υφίσταται. Συνακόλουθα, η πρωτόδικη κρίση περί παραβίασης του δεδικασμένου είναι ορθή. Ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης 3 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι παραγνωρίσθηκε από την ΕΔΥ το πλεονέκτημα του εφεσίβλητου και, συναφώς, ότι το πλεονέκτημά του εκτοπίσθηκε από τις δύο προφορικές εξετάσεις, της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ. Και αυτό επειδή, η πιο πάνω κρίση παραγνωρίζει ότι η εφεσείουσα υπερείχε, έστω και ελαφρά, στη γραπτή εξέταση (32,80 έναντι 32,33), οπότε η παράκαμψη του πλεονεκτήματος του εφεσίβλητου έγινε και στη βάση αυτής και όχι μόνο της διαφοράς τους στην προφορική συνέντευξη, γεγονός το οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη κατά την τελική αξιολόγηση της εφεσείουσας.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Δεν πρέπει να διαφεύγει το γεγονός ότι η θέση που προβάλλει η εφεσείουσα χρονικά συνδέεται με στάδιο κατοπινό του εκ των προτέρων καθορισμού του 4% για το πλεονέκτημα, ζήτημα το οποίο δεν έχει σχέση με τα υποκειμενικά δεδομένα των υποψηφίων και τις κρίσεις στις οποίες άχθηκε η διοίκηση. Είναι την κατανομή των μονάδων στη ρίζα τους που έπληξε η ακυρωτική απόφαση 1291/2007, γι' αυτό και η περίληψη αιτιολογίας δεν θεράπευσε την κατάσταση, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, μια και αυτό δεν ήταν το ζητούμενο. Δεδικασμένο συνιστούσε η ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του πλεονεκτήματος και η παράκαμψή του χωρίς ειδική αιτιολογία, δια της υπέρμετρης βαρύτητας που δόθηκε στην προφορική εξέταση. Συνεπώς, συμμόρφωση με το δεδικασμένο συνεπαγόταν ανακατανομή των μονάδων και, κατ΄ επέκταση, ορθή, κατά τη νομολογία, στάθμιση του κριτηρίου του πλεονεκτήματος.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με €200 έξοδα, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ