ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C216
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙKΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 10/2012 & 11/2012
2 Μαίου, 2018
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, M. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ Δ/ΣΤΕΣ]
Α.Ε. 10/2012
ΜΕΤΑΞΥ:
ΣΑΒΒΑ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσείοντα/Αιτητή,
- ΚΑΙ -
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΤΩ ΠΥΡΓΟΥ,
Εφεσίβλητων/Καθ΄ ων η Αίτηση.
---------------------------
Α.Ε. 11/2012
ΜΕΤΑΞΥ:
ΠΛΑΣΤΗΡΑ,
Εφεσείοντα/Αιτητή,
- ΚΑΙ -
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΤΩ ΠΥΡΓΟΥ,
Εφεσίβλητων/Καθ΄ ων η Αίτηση.
---------------------------
Σπύρος Ιεροθέου για Ιεροθέου, Καμπέρης & Σια ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.
Απόστολος Ντορζής, για τους Εφεσίβλητους.
----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Οι εφεσείοντες, με ξεχωριστή προσφυγή που καταχώρησε έκαστος στο Ανώτατο Δικαστήριο, προσέβαλαν την απόφαση των εφεσιβλήτων, κατόπιν επανεξέτασης, με την οποία τους επιβλήθηκε εκ νέου η πειθαρχική ποινή της απόλυσης. Οι προσφυγές τους συνεκδικάστηκαν πρωτοδίκως και απορρίφθηκαν. Ακούσαμε μαζί τις δύο εφέσεις που ασκήθηκαν κατά της πρωτόδικης απόφασης.
Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα όσα θα απασχολήσουν στο πλαίσιο των εφέσεων, θεωρούμε αναγκαία σύντομη αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν της έκδοσης της ως άνω διοικητικής απόφασης.
Το 2006, ενώ οι εφεσείοντες ήταν υπάλληλοι των εφεσιβλήτων, βρέθηκαν ένοχοι από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στην Πάφο σε κατηγορίες που αφορούσαν συνωμοσία προς καταδολίευση κατά παράβαση των άρθρων 302 και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 155 και συγκάλυψη κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 (Ν. 61(Ι)/96) και επιβλήθηκε στον καθένα ποινή φυλάκισης δύο ετών. Σύμφωνα με γνωμάτευση που οι εφεσίβλητοι ζήτησαν και πήραν από το νομικό τους σύμβουλο, τα εν λόγω αδικήματα ενέχουν έλλειψη εντιμότητας. Ως εκ τούτου, οι εφεσίβλητοι κάλεσαν τους εφεσείοντες ενώπιον τους και τους επέβαλαν την πειθαρχική ποινή της απόλυσης. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενο τις σχετικές προσφυγές των εφεσειόντων με αρ. 9/08 και 10/08 αντίστοιχα λόγω μη εφαρμογής από τους εφεσίβλητους προνοιών του άρθρου 53(1)(β) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, (Ν. 86(1)/99).
Ακολούθως, οι εφεσίβλητοι κάλεσαν τους εφεσείοντες ενώπιον τους στις 7.11.2009 αφού προηγουμένως τους επιδόθηκε σχετική ειδοποίηση στην οποία αναφέρονταν λεπτομερώς τα αδικήματα στα οποία αυτοί είχαν καταδικαστεί από το Κακουργιοδικείο και ότι δικαιούνταν να αντιπροσωπευθούν από δικηγόρο της εκλογής τους ή με εκπρόσωπο της συντεχνίας τους και να αναφέρουν οτιδήποτε επιθυμούσαν προτού τους επιβάλουν πειθαρχική ποινή ενόψει της παραπάνω καταδίκης τους. Οι εφεσίβλητοι, αφού άκουσαν τα όσα προτάθηκαν από τους δικηγόρους των εφεσειόντων ως ελαφρυντικοί και μετριαστικοί για την ποινή παράγοντες, όρισαν νέα συνεδρίαση για τις 10.11.2009 με σκοπό να «σκεφτούν» ποια ήταν η αρμόζουσα ποινή. Κατά τη συνεδρίαση της 10.11.2009 δεν λήφθηκε οποιαδήποτε απόφαση καθότι τα 2/3 των μελών των εφεσιβλήτων εισηγήθηκαν την ποινή της απόλυσης οπότε η συνεδρίαση αναβλήθηκε για την 21.11.2009 με σκοπό τη λήψη τελικής απόφασης.
Στις 21.11.2009 οι εφεσίβλητοι επέβαλαν στους εφεσείοντες την ποινή της απόλυσης, απόφαση η οποία λήφθηκε κατά πλειοψηφία από το εννεαμελές Συμβούλιο των εφεσιβλήτων, με Πρόεδρο τον Κοινοτάρχη.
Πρωτοδίκως, οι εφεσείοντες πρόβαλαν έξι λόγους ακύρωσης, με προεξάρχοντα αυτόν της κακής σύνθεσης των εφεσιβλήτων κατά τη λήψη της υπό αναφορά διοικητικής απόφασης. Άλλοι λόγοι αφορούσαν στο μη δεόντως αιτιολογημένο της απόφασης και κατά πόσο αυτή, όπως περιλαμβάνεται στο πρακτικό των εφεσιβλήτων, συνάδει με την απόφαση που κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες. Προβλήθηκε επίσης, ότι η απόφαση παραβίαζε το πραγματικό καθεστώς και την επανεξέταση και πως η συμμετοχή του Κοινοτάρχη (Προέδρου των εφεσιβλήτων) στη λήψη της απόφασης ήταν παράνομη. Αφού το Δικαστήριο εξέτασε τους προαναφερόμενους λόγους, τους απέρριψε.
Διατυπώθηκαν λόγοι έφεσης αναφορικά με πλείστα από τα πιο πάνω ζητήματα αλλά και σε σχέση με λόγους ακύρωσης που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε, κάποιοι εκ των οποίων αποσύρθηκαν κατά τη επ' ακροατηρίω συζήτηση της έφεσης.
Πρώτο ζήτημα είναι αυτό της ανεπαρκούς αιτιολογίας το οποίο οι εφεσείοντες συζητούν από δύο όψεις. Θεωρώντας ότι η περί του αντιθέτου απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, εισηγούνται ότι η απόφαση της πλειοψηφίας των εφεσιβλήτων δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη ούτε προσδιόριζε τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους αυτή λήφθηκε, η οποία και δεν συνάδει με τα πρακτικά των τριών συνεδριάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου. Αναφέρονται ειδικά στην απόφαση των εφεσιβλήτων που περιέχεται στα πρακτικά ημερομηνίας 10.11.2009 και 21.11.2009 στο βιβλίο πρακτικών των εφεσιβλήτων, σημειώνοντας ότι η αναφορά «Αποφασίζω την ποινή της απόλυσης» ή «Αποφασίζω απόλυση» δεν συνιστά αιτιολογία. Εγείρουν συναφώς και το ερώτημα, πότε τελικά λήφθηκε η απόφαση των εφεσιβλήτων, επισημαίνοντας ότι στην επιστολή που αυτοί έλαβαν στις 7.12.2009 γίνεται λόγος για απόφαση ημερομηνίας 10.11.2009, ενώ οι εφεσίβλητοι στην ένσταση και τη γραπτή τους αγόρευση κάνουν λόγο τόσο για απόφαση ημερομηνίας 10.11.2009 όσο και για απόφαση ημερομηνίας 21.11.2009.
Η άλλη όψη του ζητήματος αφορά στη διαφωνία του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την εισήγηση των εφεσειόντων ότι στην αιτιολογημένη απόφαση των εφεσιβλήτων δεν γίνεται λόγος για αξιολόγηση ή στάθμιση των ελαφρυντικών και ότι η ποινή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εισηγούνται συναφώς, οι εφεσείοντες, ότι πουθενά δεν φαίνεται ουσιαστικά αν και κατά πόσο και πώς οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εκ μέρους τους, ιδίως ως προς την επιβαλλόμενη ποινή, λήφθηκαν υπόψη.
Σημειώνουμε κατ' αρχάς ότι καμία αναφορά δεν γίνεται στην ένσταση των εφεσιβλήτων περί απόφασης ημερομηνίας 10.11.2009, όπως εισηγείται η πλευρά των εφεσειόντων. Σε ό, τι αφορά το θέμα της αιτιολογίας, έχουμε ελέγξει τα δεδομένα και μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ζήτημα. Όπως έχει αναφερθεί, η τελική απόφαση λήφθηκε την 21.11.2009 και κοινοποιήθηκε σε καθένα από τους εφεσείοντες με επιστολή ίδιας ημερομηνίας. Σε αυτή, γίνεται λεπτομερής αναφορά, μεταξύ άλλων, στις ενέργειες των εφεσειόντων που οδήγησαν στην καταδίκη τους από το Κακουργιοδικείο και τη φυλάκιση τους για αδικήματα που «ενέχουν έλλειψη τιμιότητας», και καταλήγει:
«Η θέση την οποία σας εμπιστεύτηκε το Κοινοτικό Συμβούλιο ως υπάλληλος αυτού προϋποθέτει πάνω από όλοι να είστε υπόδειγμα τιμιότητας αλλά εσείς δυστυχώς έχετε προβεί σε τέτοιες πράξεις σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου τα οποία αναφέρομε ανωτέρω που πόρρω απέχουν από την υποχρέωση που είχατε σαν υπάλληλος.
Λαμβάνουμε σοβαρά υπ΄όψη στην λήψη της απόφασης μας στην επιβολή σ' εσάς της αρμόζουσας ποινής κάθε τι το οποίο αφορά τις προσωπικές και οικογενειακές σας περιστάσεις και τις συνέπειες τις οποίες θα έχει σ' εσάς και τις οικογένειες σας η οποιαδήποτε ποινή σας επιβληθεί και γενικά οτιδήποτε άλλο προτάθηκε από τους δικηγόρους σας ως ελαφρυντικό και μετριαστικό για την ποινή παράγοντα.
Δυστυχώς οι πράξεις και οι ενέργειες σας ήταν τέτοιες που δεν μας αφήνουν περιθώρια από του να σας επιβάλουμεν την ποινή της απόλυσης από την υπηρεσία του Κοινοτικού Συμβουλίου Κ. Πύργου από σήμερα.
Με την απόφαση συμφωνούν ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Κ. Πύργου κ. Κώστας Μιχαηλίδης και τα μέλη Νίκος Γεωργίου, Άγγελος Σάββα, Ιωάννης Γιαννούρας, Ανδρέας Αγαπίου, Χριστόδουλος Γιώργουρος».
Στο τέλος της απόφασης, η οποία φέρει ημερομηνία 21.11.2009, θέτουν την υπογραφή τους, τόσο ο Πρόεδρος των εφεσιβλήτων όσο και τα πέντε μέλη, οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της απόλυσης των εφεσειόντων, υιοθετώντας με τον τρόπο αυτό το περιεχόμενο της. Παρόλο που δεν εξειδικεύεται στην απόφαση η επίδραση των επί μέρους στοιχείων και παραγόντων, οι λόγοι που οδήγησαν την πλειοψηφία των εφεσιβλήτων στην επιβολή της ποινής της απόλυσης καταγράφονται με σαφήνεια στην απόφαση της, ενώ η κατάληξη εξηγείται επαρκώς με αναφορά στο ότι οι πράξεις και οι ενέργειες των εφεσειόντων, όπως αναφέρεται και στην ίδια την απόφαση, δεν άφηναν περιθώρια για την επιβολή επιεικέστερης ποινής.
Δεν παραγνωρίζουμε, ασφαλώς, την προβαλλόμενη με το 2ο λόγο έφεσης θέση των εφεσειόντων ότι η κατάληξη ανωτέρω, περί απουσίας περιθωρίων που να επιτρέπει τη μη επιβολή της ποινής της απόλυσης «τυγχάνει εσφαλμένη και πεπλανημένη καθότι διέπεται από πεπλανημένη εξίσωση της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου με δέσμια». Κατά τους εφεσείοντες, όταν ο νόμος παρέχει στη διοίκηση εξουσία ενέργειας κατά τη διακριτική της ευχέρεια, αυτή υποχρεούται, όταν αποφασίζει να ενεργήσει, να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής. Επομένως, «πράξη η οποία εκδόθηκε ως υποχρεωτική, από αρχή που εξέλαβε πεπλανημένα δέσμια την προς τούτο αρμοδιότητα της, ενώ προς έκδοση της πράξης είχε διακριτική ευχέρεια, είναι παράνομη». Η αποσπασματική προσέγγιση των εφεσειόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι εμφανές από το σύνολο του περιεχομένου της επίδικης διοικητικής απόφασης ότι αυτή δεν εκδόθηκε ως υποχρεωτική, αλλά κατόπιν άσκησης διακριτικής ευχέρειας από τους εφεσίβλητους, αφού συνυπολόγισαν και στάθμισαν διάφορους παράγοντες, μεταξύ άλλων, ότι οι εφεσείοντες προέβηκαν σε πράξεις, σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, τα οποία, ως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, «πόρρω απέχουν» από την υποχρέωση που είχαν ως υπάλληλοι εκ της θέσης που τους εμπιστεύτηκαν οι εφεσίβλητοι, η οποία προϋπόθετε «πάνω από όλοι (sic)» να είναι υπόδειγμα τιμιότητας.
Οι εφεσείοντες θεωρούν, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση τους ότι η δακτυλογραφημένη απόφαση των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 21.11.2009, η οποία τους κοινοποιήθηκε, διαφέρει από τη χειρόγραφη απόφαση που καταγράφεται στα πρακτικά της ίδιας ημερομηνίας, με αποτέλεσμα «να μη φαίνεται ποιος συνέταξε την απόφαση και ποιος είναι υπεύθυνος για την αιτιολογία που αναφέρεται στη δακτυλογραφημένη απόφαση» η οποία δεν περιλαμβάνεται «στα όσα προκύπτουν από τη χειρόγραφη σημείωση».
Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση των εφεσειόντων. Κατ΄αρχάς, στο πρακτικό ημερομηνίας 21.11.2009 καταγράφεται ονομαστικά η τοποθέτηση του Προέδρου των εφεσιβλήτων και ενός εκάστου των μελών τους κατά τη ψηφοφορία σε σχέση με το ζήτημα της ποινής που θα έπρεπε να επιβληθεί στους εφεσείοντες. Για το ζήτημα αυτό, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ του πρακτικού και της αιτιολογημένης απόφασης της πλειοψηφίας των εφεσιβλήτων που κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες. Είναι δε φανερό ότι η τοποθέτηση των μελών των εφεσιβλήτων, έλαβε χώρα μετά που ο Πρόεδρος του Συβουλίου, κάλεσε τα μέλη, ως είχε καθήκον, να λάβουν υπόψη σε σχέση με την ποινή που θα επέβαλλαν στους εφεσείοντες, συγκεκριμένους παράγοντες, ως ανωτέρω. Δεν υπάρχει κανόνας του διοικητικού δικαίου ο οποίος να υποχρέωνε την καταγραφή στα πρακτικά των νοητικών διεργασιών βάσει των οποίων το κάθε μέλος κατέληξε στην τελική του τοποθέτηση. Ούτε συνιστά πλημμέλημα το οποίο να επιφέρει ακυρότητα η μη καταγραφή στα πρακτικά της αιτιολογίας της απόφασης των εφεσιβλήτων. Οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να αιτιολογήσουν την απόφασή τους, η οποία λήφθηκε κατά πλειοψηφία, σε βαθμό που να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Αυτό έπραξαν, όπως φαίνεται στο κείμενο της απόφασης που ετοιμάστηκε κατ' εξουσιοδότηση τους και υπογράφηκε από τον Πρόεδρο και τα μέλη που τάχθηκαν υπέρ της απόλυσης των εφεσειόντων, την ίδια ημέρα, με την ειδική συνεδρίαση των εφεσιβλήτων κατά την οποία διεξήχθη η ψηφοφορία που καταγράφεται στο πρακτικό ημερομηνίας 21.11.2009 αναφορικά με την ποινή που έπρεπε να επιβληθεί στους εφεσείοντες. Είναι αδιάφορο ποιος συνέταξε το κείμενο της απόφασης που κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες αφού, προκύπτει από το περιεχόμενό της, ότι πρόκειται για την αιτιολογημένη απόφαση της πλειοψηφίας των εφεσιβλήτων, οι οποίοι και την προσυπέγραψαν. Αυτή η απόφαση ήταν το αντικείμενο εξέτασης πρωτοδίκως, στην οποία φαίνονται οι λόγοι για την επιβολή στους εφεσείοντες της ποινής της απόλυσης.
Αποτελεί επίσης παράπονο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το λόγο ακύρωσης, ότι δεν ήταν αιτιολογημένη, κατά τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η απόφαση των εφεσιβλήτων στη συνεδρία ημερομηνίας 7.11.2009 περί έλλειψης κωλύματος του Κοινοτάρχη.
Η θέση των δικηγόρων των εφεσειόντων περί κωλύματος του Κοινοτάρχη, όπως υποβλήθηκε στους εφεσίβλητους στη συνεδρία των εφεσιβλήτων στις 7.11.2009 με τη γραπτή τους αγόρευση ήταν διττή: Πρώτο, ότι ο Κοινοτάρχης δεν μπορούσε να μετέχει στη πειθαρχική διαδικασία αφού, με βάση πληροφορία που έτυχαν οι δικηγόροι από τους εφεσείοντες, αυτός ασκούσε τα καθήκοντα Αναπληρωτή Γραμματέα του Κοινοτικού Συμβουλίου και λάμβανε ωφελήματα και μισθό, γεγονός που θεμελίωνε το προσωπικό του συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης και τη μη επιστροφή των εφεσειόντων στην εργασία τους. Δεύτερον, (καταγράφουμε την εισήγηση αυτολεξεί) «το γεγονός ότι άνευ οιουδήποτε υποβάθρου στέρηση του δικαιώματος και πλήρη απομάκρυνση των πελατών μας από την εργασία τους, με αντίκρουση της προσφοράς τους για εργασία από τον κοινοτάρχη, αμέσως μετά την ακυρωτική απόφαση που επέτυχαν, φαινόμενο το οποίο απάδει προς το νόμο και τη νομολογία». Οι εφεσείοντες υποδεικνύουν ότι το μόνο που καταγράφηκε στο πρακτικό σχετικά με το ζήτημα αυτό ήταν ότι «Η ολομέλεια του Κοινοτικού (sic) αποφάσισε ομόφωνα να παραμείνει ο Κοινοτάρχης αφού δεν υπάρχει κανένα κώλυμα», χωρίς καταγραφή της συζήτησης μεταξύ των μελών των εφεσιβλήτων ή οποιαδήποτε αιτιολογία και μάλιστα ρητή.
Η θέση των εφεσειόντων είναι αβάσιμη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του καταγράφει τη θέση των εφεσειόντων περί διπλού κωλύματος του Κοινοτάρχη και σε τι αυτό συνίστατο, σύμφωνα πάντα με τους ίδιους. Περιγράφοντας το δεύτερο, κατά τους εφεσείοντες, κώλυμα του Κοινοτάρχη, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει: «ήταν ότι ο Κοινοτάρχης διακατέχετο από οξεία έχθρα έναντι των Αιτητών». Αυτή, προφανώς, ήταν η ουσία της εισήγησης, όπως την αντιλήφθηκαν οι εφεσίβλητοι αλλά και το Δικαστήριο, για το δεύτερο κώλυμα. Άλλωστε, δεν είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η αντίληψη αυτή ήταν λανθασμένη. Εξετάζοντας την εισήγηση των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε τα ακόλουθα:
« Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ημερ. 7.11.2009, το συγκεκριμένο θέμα εξετάστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και μετά από εξηγήσεις που δόθηκαν από τον Κοινοτάρχη, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε κώλυμα. Συγκεκριμένα ο Κοινοτάρχης πληροφόρησε τα υπόλοιπα Μέλη, που άλλωστε είχαν και ιδία γνώση, ότι από την 1.6.2009 ουδέποτε πήρε οποιαδήποτε αμοιβή για τη θέση του Γραμματέα. Πέραν τούτου, απέρριψε ότι διακατεχόταν από έχθρα έναντι των Αιτητών. Μετά την ενημέρωση των Μελών, ο Κοινοτάρχης απεχώρησε και άφησε τα Μέλη να αποφασίσουν στην απουσία του για το συγκεκριμένο θέμα. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης του Συμβουλίου, οι δικηγόροι των Αιτητών ζήτησαν και ενημερώθηκαν για τους ακριβείς λόγους που απορρίφθηκε η διπλή προδικαστική ένστασή τους και ο Κοινοτάρχης που στο μεταξύ επανήλθε ως Πρόεδρος του Συμβουλίου, τους έδωσε την απαιτούμενη πληροφόρηση. Επομένως η εισήγηση του δικηγόρου των Αιτητών ότι οι ισχυρισμοί του Κοινοτάρχη ενώπιον του Συμβουλίου αποτελούσαν εκ των υστέρων ισχυρισμούς, δεν ευσταθεί. Η αιτιολογία που καταγράφεται στα πρακτικά, είναι απόλυτα επαρκής.»
Στα πρακτικά καταγράφονται και τα ακόλουθα σχετικά με τις εξηγήσεις που έδωσε ο Κοινοτάρχης:
«Ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου δηλώνει στα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου που άλλωστε το γνωρίζουν ότι από την 1 Ιουνίου 2009 ουδέποτε επήρε οποιαδήποτε χρήματα ή μισθό για τη θέση του Γραμματέα. Ο Κοινοτάρχης εκτελεί τα καθήκοντά του ακριβώς όπως ορίζει ο Νόμος μέχρι συμπληρώσεως της θέσης του Γραμματέα. Παρόντες είναι και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου που έχουν την εξουσιοδότηση να υπογράψουν τους μισθούς των υπαλλήλων, υπάρχει αρχείο πληρωμών που μπορεί να το ελέγξει ανά πάσα στιγμή οποιοδήποτε μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου. Αυτή είναι η απάντηση στην ερώτηση των συνηγόρων. Στον δεύτερο ισχυρισμό εάν αισθάνεται έχθρα ο Κοινοτάρχης για τα άτομα που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση, ο Κοινοτάρχης δεν αισθάνεται καμίαν έχθρα. Ο Κοινοτάρχης αφού έδωσε τις ανάλογες εξηγήσεις για τα σημεία ένα και δύο στα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου, αποχώρησε από την αίθουσα για σκοπούς ψηφοφορίας και την θέση του ανέλαβε ο αντιπρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Νίκος Γεωργίου.
Αντιπρόεδρος: Αφού αποχώρησε ο Κοινοτάρχης καλώ τα μέλη να ψηφίσουν εάν θα παρευρίσκεται στην συνεδρία ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου, μετά τις εισηγήσεις που έδωσε.
Η Ολομέλεια του Κοινοτικού Συμβουλίου αποφάσισε ομόφωνα να παραμείνει ο Κοινοτάρχης αφού δεν υπάρχει κανένα κώλυμα.»
Το επαρκές ή μη της αιτιολογίας της απόφασης δεν είναι ζήτημα έκτασης του λεκτικού της αλλά ζήτημα ουσίας του περιεχομένου, «μετά τις εξηγήσεις που έδωσε», θέτοντας, έτσι, τις δοθείσες εξηγήσεις σε αποδοχή ή απόρριψη. Η ομόφωνη απόφαση να παραμείνει o Κοινοτάρχης «αφού δεν υπάρχει κανένα κώλυμα» σήμανε την αποδοχή των εξηγήσεων που έδωσε ο Κοινοτάρχης, στις οποίες εντοπίζεται και η αιτιολογία της απόφασης περί μη ύπαρξης κωλύματος. Δεν έχουμε οτιδήποτε άλλο χρήσιμο να προσθέσουμε στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Οι εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου