ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μ. Κοτσώνη (κα) δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσείοντες. Κ. Κακουλλή (κα), για τους εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ν. THE CYPRUS PHASSOURI PLANTATIONS CO PUBLIC LTD κ.α., ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 31/11, 26/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C201

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 31/11]

(Υποθέσεις Αρ. 436/09, 438/09, 963/09)

 

26 Απριλίου, 2018

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ,

ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

                            Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση

ΚΑΙ

 

THE CYPRUS PHASSOURI PLANTATIONS CO PUBLIC LTD

(Υποθ. 436/09)

LANITIS FARM LTD (Υποθ. 438/09, 963/09)

                    Εφεσίβλητοι/Αιτητές

---------

Μ. Κοτσώνη (κα) δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσείοντες.

Κ. Κακουλλή (κα), για τους εφεσίβλητους.

---------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

---------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Λόγω της ακραίας ξηρασίας που επηρέασε την Κύπρο το 2008 ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, εξουσιοδοτημένος από το Υπουργικό Συμβούλιο, απευθύνθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (άρθρο 88, §2, τρίτο εδάφιο της ΣΕΚ) και εξασφάλισε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την αναγκαία έγκριση (2008/853/ΕΚ), ως προς τη συμβατότητα με τη Συνθήκη (η Συνθήκη), για να χορηγηθεί επείγουσα συμπληρωματική κρατική ενίσχυση από την κυβέρνηση στο γεωργικό τομέα, ύψους έως 67,5 εκατ. Ευρώ.

 

Ο τρόπος κατανομής της ενίσχυσης προς τους δικαιούχους αφέθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση εξ ολοκλήρου στο αιτούν κράτος (Κύπρος).  Προκύπτει, εκ των δικογράφων και των αντίστοιχων περιγραμμάτων των διαδίκων, ότι πρόκειται περί έκτακτης παροχής, της οποίας η κατανομή στους εν δυνάμει δικαιούχους, δεν διέπεται από συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, Νόμο ή κανονισμό.  Συνεπώς εναπόκειτο στο αρμόδιο Υπουργείο ενασκώντας αρμοδίως τις εκ του Συντάγματος εξουσίες του, πολιτικές, διοικητικές ή άλλες, να καθορίσει τα σχετικά κριτήρια κατανομής, του συνολικού εγκριθέντος ποσού, ως αποζημίωση σε κάθε δικαιούχο.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο ακολούθως εξουσιοδότησε τους Υπουργούς Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και Οικονομικών, όπως σε συνεργασία με τις γεωργικές οργανώσεις, καθώς και με άλλους ενδιαφερόμενους φορείς, καθορίσουν αυστηρά ορθολογικά, δίκαια και συγκεκριμένα κριτήρια για την κατανομή ενισχύσεων στο μέλλον.

 

Η τεχνική επιτροπή του Υπουργείου, που ορίστηκε για κατανομή της κατά χάριν βοήθειας προς τους επηρεαζόμενους, σε συνεργασία με τις αγροτικές οργανώσεις και εκπροσώπους οργανωμένων φορέων, αποφάσισε όπως, η κατά χάριν διάθεση της ενίσχυσης, χορηγηθεί σε όλους τους επηρεαζόμενους κλάδους γεωργίας/κτηνοτροφίας με ομοιόμορφα κριτήρια όπως αυτά  καταγράφονται σε επιστολή, ημερομηνίας 10.11.2008, του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος προς το Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας, τα οποία ορίστηκαν ως ακολούθως:

«Α. Καθορισμός ανωτάτου ορίου (€90000) για οικονομική βοήθεια σε κάθε δικαιούχο.

Β. Διαφοροποίηση της οικονομικής βοήθειας ανάλογα με το καθεστώς ενασχόλησης των δικαιούχων με τη γεωργία/κτηνοτροφία ως εξής:

            «α) 100% ενίσχυσης / κατά χάριν βοήθειας

·         Οι επαγγελματίες γεωργοκτηνοτρόφοι, φυσικά και νομικά πρόσωπα που αποδεικνύουν την ενασχόληση τους με τη γεωργοκτηνοτροφία μέσω του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων

·         Οι δικαιούχοι, φυσικά και νομικά πρόσωπα, στις Μειονεκτικές Περιοχές Α΄ του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013

·         Οι πρόσφυγες δικαιούχοι ανεξάρτητα με τη μόνιμη κατοικία τους και οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε γεωργικές ή κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις στις Μειονεκτικές Περιοχές Α΄ και Β΄ του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013

Β) 70% της ενίσχυσης / κατά χάριν βοήθειας

·         Όλα τα άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα.»

 

Δυνάμει του επίμαχου ανώτατου ορίου (κριτήριο Α ανωτέρω), οι εφεσίβλητες εταιρείες, αν και κρίθηκαν ως δικαιούχες, εισέπραξαν, λόγω της υιοθέτησης του κριτηρίου του μεγίστου ποσού επιδότησης (Α) ανωτέρω, το ποσό των €90.000 μόνο, αντί των υπολογισθέντων ζημιών που ανέρχονταν σε €323.602,64 και €173.827.95 αντιστοίχως.

 

Αντικείμενο της έφεσης, είναι η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία έγιναν δεκτές οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές των εφεσίβλητων/αιτητριών (Υποθ. Αρ. 436/09, 438/09 και 963/09) και ακυρώθηκαν αντίστοιχες αποφάσεις των εφεσειόντων, με τις οποίες, αποφασίστηκε η κατανομή της ενίσχυσης για την ανομβρία του 2008 στους επηρεαζόμενους γεωργούς με «ανώτατο όριο» τα €90.000.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης πλήττεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι αυθαίρετα και κατά παράβαση της αρχής της ισότητας οι εφεσίβλητοι καθόρισαν το ανώτατο όριο της ενίσχυσης στα €90.000 για κάθε δικαιούχο, κρίνοντας ότι οι συνθήκες του ανωτέρω κριτηρίου ήταν παρόμοιες, ή υπήρχαν «ομοιότητες» με τις συνθήκες που εξετάστηκαν στην Αγρόκτημα Λανίτης Ltd κα. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 34.

 

Με το δεύτερο λόγο, οι εφεσείοντες θεωρούν ότι κακώς απορρίφθηκε η προδικαστική ένσταση που είχαν προβάλλει  πρωτοδίκως για το εκπρόθεσμο της προσφυγής αρ.963/2009, που καταχώρισε η εφεσίβλητη Lanitis Farm Ltd, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση των εφεσειόντων για κατάταξη της εφεσίβλητης στην κατηγορία Β ανωτέρω: μη επαγγελματικές γεωργικές επιχειρήσεις, ως αναιτιολόγητη και ως ληφθείσα χωρίς δέουσα έρευνα.

 

Η προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων αντιμετωπίστηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή ως ακολούθως:

«Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση στην 963/09, ότι είναι εκπρόθεσμη η προσφυγή, και πάλι συμφωνώ με τους αιτητές ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως αυτοί είχαν επαρκή γνώση της κατάταξης τους στις μη γεωργικές επιχειρήσεις εξαιτίας του εμβάσματος που τους εστάλη, σύμφωνα με το οποίο τους καταβλήθηκε ποσοστό 70% αντί 100%, αλλά ούτε και εξαιτίας του εντύπου που στάληκε στους αιτητές για να συμπληρώσουν μπορούσε να εξαχθεί σαφώς το συμπέρασμα της γνώσης ότι αυτοί είχαν καταταχθεί σε κατηγορία μη επαγγελματιών γεωργών.»

 

Ό,τι ορίζει θεωρούμε το ερώτημα του 2ου λόγου άπτεται της γνώσης του διοικούμενου και της έναρξης της προθεσμίας που τάσσει το Άρθρο 146 του Συντάγματος (Θ. Τσάτσος, Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη Έκδοση, παραγρ. 30). 

 

Πλήρης, θεωρείται η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο, να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη, παρέχοντας του ταυτοχρόνως την ευκαιρία να προσφύγει στο Δικαστήριο προς έλεγχο της (Χειμωνίδου ν. Ιατρικών Υπηρεσιών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 870).  Η δε επάρκεια της  κρίνεται αντικειμενικά κατά περίπτωση, στη βάση του συνόλου των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Σωφρονίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς (1993) 4 Α.Α.Δ. 1951).  Ενώ δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπ' όψιν για να αιτιολογήσει την πράξη (Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ.1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197).

 

Τα γεγονότα και τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, βεβαιώνουν θετικά ότι οι εφεσίβλητες είχαν επαρκή γνώση της κατάταξης τους στις μη γεωργικές επιχειρήσεις και ότι είχαν καταταχθεί στην κατηγορία Β: μη επαγγελματιών γεωργών, ήδη από τις 17.2.2009, με την ίδια την κατάσταση πληρωμής (Επισυν.11 στην αγόρευση εφεσειόντων), συνεπώς η προθεσμία της προσφυγής εξέπνεε στις 3.5.2009.  Σημειώνουμε ότι στην εν λόγω κατάσταση - η παραλαβή της στις 17.2.2009 δεν αμφισβητείται - στο ερώτημα αν η εφεσίβλητη είναι 100% εταιρεία, πρόσφυγας ή γεωργός, αναγραφόταν στο αντίστοιχο πεδίο το ποσοστό επιδότησης 70% και η ένδειξη «ΟΧΙ». Γνώση που, όπως με σαφήνεια προκύπτει από την επιστολή ημερ.19.03.2009 των δικηγόρων των εφεσιβλήτων (σελ.113 των Πρακτικών), ήδη προϋπήρχε: οι εφεσίβλητες παραδέχονταν στην εν λόγω επιστολή ότι είχαν ήδη πληροφορηθεί από τον ΚΟΑΠ ότι κατατάχθηκαν στους μη επαγγελματίες γεωργούς, εξ ου και ζήτησαν από τους εφεσίβλητους την «αιτιολόγηση» της απόφασης τους. 

 

Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη έλαβε γνώση της απόφασης ως ανωτέρω, έτρεχε και ο χρόνος καταφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος για έλεγχο της  (Χαράλαμπος Ιωαννίδης ν. Α.Η.Κ. κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233).  Η απαντητική επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 11.5.2009, προς τις εφεσίβλητες, με την οποία δίνονταν διευκρινίσεις, όπως τις αιτήθηκαν οι δικηγόροι τους, δεν διακρίνουμε πως συνέβαλλε στη διαμόρφωση πλήρους γνώσης, όπως υποστηρίζει η εφεσίβλητη στην προσπάθεια της να θεμελιώσει το εμπρόθεσμο της προσφυγής, εφόσον δεν προσέθετε οτιδήποτε νέο και δεν συνιστά, θεωρούμε, παρά μόνο πράξη πληροφοριακού/ βεβαιωτικού περιεχόμενου.

 

Διαφορετική προσέγγιση θα καθιστούσε το χρόνο έναρξης της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών αβέβαιο και υποκείμενο σε αιτήματα προς πλήρη ή περαιτέρω αιτιολόγηση και/ή αναθεώρηση της εκάστοτε απόφασης, μη αναγκαίας για τη διαμόρφωση και τεκμηρίωση πλήρους γνώσης της διοικητικής απόφασης.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται, η προσφυγή αρ. 963/2009 απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη.

 

Υπό το φως των ανωτέρω στρεφόμαστε στον πρώτο λόγο έφεσης.  Οι εφεσείοντες, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, υποστήριξαν ότι το κράτος δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας: επρόκειτο για διανομή συγκεκριμένου ύψους χαριστικής βοήθειας από εθνικούς πόρους.  Ήταν λοιπόν θεωρούν, ελεύθερο, προς υλοποίηση της κοινωνικής πολιτικής/στόχευσης της κυβερνητικής/κρατικής λογιστικής, για επιβίωση όλων ανεξαιρέτως των αγροτικών επιχειρήσεων που είχαν πληγεί λόγω της ανομβρίας, να θέσουν ανώτατο όριο για την κατά κεφαλήν βοήθεια προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, στα πλαίσια γενικών, απρόσωπων και διαφανών κριτηρίων, τα οποία ορίστηκαν εκ των προτέρων για τη διανομή της άμεσης ενίσχυσης, εν όψει του περιορισμένου της συνολικής οικονομικής βοήθειας που επετράπη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διατεθεί από το κράτος. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει στοιχείων  στο διοικητικό φάκελο, δεν αιτιολογείται ο καθορισμός του ποσού των €90.000 και κατά συνέπεια ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας κάτω από τις ίδιες συνθήκες που συνέτρεχαν στην Αγρόκτημα Λανίτης (ανωτέρω) όπου  «είχε καθοριστεί ανώτατο όριο καταβολής αποζημίωσης (η ποσότητα των 350 τόνων παραγωγής εσπεριδοειδών), το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχαν τεθεί ενώπιον του τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τη διαφορετική μεταχείριση των αιτητών από τους υπόλοιπους εσπεριδοκαλλιεργητές.»

 

Το περιθώριο εκτίμησης και των ελιγμών της διοίκησης είναι αντιστρόφως ανάλογο της ακρίβειας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου.  Όσο πιο σαφείς και καθορισμένες είναι οι έννοιες του κανόνα δικαίου, τόσο πιο δεσμευμένη είναι η διοίκηση και αντιστρόφως. Στην υπό κρίση περίπτωση παραχωρήθηκε ευρεία διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση χωρίς περιορισμούς, πλην του ανωτάτου ύψους του ποσού που αποδεσμεύθηκε προς διάθεση (άρθρο 88, §2, εδ.3 της ΣΕΚ).  Μόνη δέσμευση της διοίκησης, υπό τας περιστάσεις, ήταν η τήρηση των γενικών αρχών όπως πηγάζουν από το Σύνταγμα ή το διοικητικό δίκαιο.

 

Όπως καταγράφεται στο σύγγραμμα Επ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Τόμος Ι, 14η έκδοση, σελ.156:

«Πάντως το λογικό περιεχόμενο της  αναφερόμενης  στην εφαρμοστέα διάταξη έννοιας, ο σκοπός των διατάξεων που παρέχουν την αρμοδιότητα, ο συνταγματικός κανόνας της ισότητας και οι γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και προστατευόμενης δικαιολογημένης  εμπιστοσύνης του διοικούμενου καθορίζουν τα άκρα νόμιμα όρια, μέσα στα οποία η αρμοδιότητα πρέπει να ασκηθεί ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας.»

 

Διακριτική ευχέρεια συντρέχει όταν οι σχετικοί κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα, δεν ορίζουν ή προκαθορίζουν επακριβώς την ενέργεια του διοικητικού οργάνου, αλλά καταλείπουν ελευθερία δράσης.  Όταν δηλαδή οι σχετικές διατάξεις του Νόμου ή του Κανονισμού δεν εναποθέτουν στο διοικητικό όργανο υποχρέωση, αλλά περιθώριο και ελευθερία δράσης, συνθήκες που συντρέχουν, θεωρούμε, και στην υπό εξέταση.  Είναι προφανές ότι η παροχή χορηγίας στους πληγέντες δεν συνιστά οποιασδήποτε μορφής αποζημίωση, αλλά κατά χάριν κρατική χορηγία.  Καταλείπετο εκ των πραγμάτων στη διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια διάθεσης του ποσού, το οποίο δεν επαρκούσε για να καλύψει εξ ολοκλήρου όλες της ζημιές στον γεωργικό/κτηνοτροφικό τομέα. Υπό τις υφιστάμενες συνθήκες επαφίετο στην κρίση της να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων ρυθμίσεων διαφορετικού περιεχομένου, ή μεταξύ περισσοτέρων συμπεριφορών. Σε τέτοια περίπτωση η διοίκηση επέλεξε να ρυθμίσει εν  είδη Κανονιστικής Πράξης, έστω άτυπης, εφόσον από όσα τέθηκαν ενώπιον μας δεν δημοσιεύθηκε σχετική κανονιστική πράξη, τα γενικά κριτήρια.  Οι Κανονιστικές Πράξεις, όπως η νομολογία του ΣτΕ διαχρονικά έχει αναγνωρίσει, αποτελούν το ιδιαίτερο πεδίο εφαρμογής της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, όπου το αρμόδιο όργανο μπορεί αφενός να ασκήσει την κανονιστική του αρμοδιότητα κατά τον πλέον πρόσφορο τρόπο κατά την κρίση του, επιλέγοντας το κατάλληλο χρονικό σημείο, και αφετέρου να θέσει τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν κατά την εκτίμηση του και εξυπηρετούν καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, ΣτΕ Ολ. 95/13:

«.κατά την έννοια της διάταξης της παραγράφου του ήδη καταργηθέντος άρθρου 14 του Νόμου 3016/02, Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και κατά περίπτωση αρμόδιος Υπουργός δεν είχαν υποχρέωση απλώς διοικητική ευχέρεια να εκδώσουν μετά από εκτίμηση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας κοινές αποφάσεις με τις οποίες να επεκτείνουν, «εν όλω ή εν μέρει», τις ευνοϊκές μισθολογικές ρυθμίσεις που προβλέπονται από Υπουργικές αποφάσεις, εκδιδόμενες δυνάμει συλλογικών συμφωνιών . που δεν συμμετείχαν στη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων.» [Eπί ατομικών πράξεων, η διοίκηση επιλέγει την κατά την κρίση της προσφορότερη για την περίπτωση ρύθμιση.  Για να χαρακτηριστεί η αρμοδιότητα διακριτική καθοριστική σημασία έχει το γράμμα της διάταξης που την παρέχει.  Στην παρούσα περίπτωση η διοίκηση δύνατο, δικαιούτο, να επιλέξει κατά την κρίση της τα κριτήρια εκείνα ώστε να εκπληρωθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο δημόσιος σκοπός της επιδότησης.»

 

Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ελέγχει την ευχέρεια της διοίκησης ή τη φιλοσοφία της διοικητικής απόφασης, προβαίνει μόνο σε έλεγχο νομιμότητας: αν παραβιάστηκε κανόνας δικαίου ή νομοθετική πρόνοια ή έχει τεκμηριωθεί κατάχρηση εξουσίας ή αυθαιρεσίας (P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221).  Πόλλω δε μάλλον δεν προβαίνει σε  διαφοροποίηση ή τροποποίηση Σχεδίου χαριστικής επιδότησης, ούτε και του παρέχεται δυνατότητα αναμόρφωσης των προνοιών μιας διοικητικής απόφασης, Κωνσταντίνου και Σταύρου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267, ΚΟΑ ν. Ποταμίτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 315.  Σε ενωσιακό επίπεδο βλέπε ΔΕΚ, 4.3.1996, C-46/93 και C-48/93, Brassdrae Du Pecheur και Factortame, σκέψεις 43-45, όπου αναγνωρίζεται στη διοίκηση η διακριτική ευχέρεια και μάλιστα ευρεία, σε ζητήματα που σχετίζονται με πολιτικές επιλογές οικονομικής φύσης. 

 

Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, ό,τι ελέγχεται για να απαντηθεί είναι αν η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας, κατά τρόπο που να καθίσταται κακή η χρήση της: αν τηρήθηκαν βασικά συνταγματικά δικαιώματα όπως η αρχή της ισότητας, της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καθώς και της χρηστής διοίκησης, άρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(1)/99, η οποία παρόλο που δεν ανάγεται σε συνταγματικά αναγνωρισμένη αρχή, εκφράζει την κρίση και το δίκαιο που πρέπει να διέπει τα διοικητικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, τα οποία καλούνται να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον (Getian General Services Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 185/10, 1.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:C131, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε. Αρ. 19/11 και 23/11, 22.12.2016 και Α.Ν. Λοϊζου, Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σ.355, Λευκωσία, 2001). 

 

Η αρχή της ισότητας εκλαμβάνεται υπό «την έννοια της ίσης κρίσης ομοίων νομικών και πραγματικών καταστάσεων, συνεπικουρούμενη από την αρχή της αναλογικότητας στην έννοια ότι το μέτρο που επιλέγεται είναι πρόσφορο, αναγκαίο και ανάλογο προς το δημόσιο συμφέρον το οποίο καλείται η διοίκηση να εξυπηρετήσει ή το ιδιωτικό προστατευόμενο αγαθό, στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου με το Νόμο σκοπού», ΣτΕ 1315/2012.

 

Έχοντας κατά νου όλα τα ανωτέρω θεωρούμε ότι τα γεγονότα δεν ήταν τέτοια που να επέτρεπαν αναλογική εφαρμογή του σκεπτικού της Αγρόκτημα Λανίτης (ανωτέρω) για σκοπούς αξιολόγησης των κριτηρίων επιδότησης.  Στην Λανίτης επρόκειτο για διάθεση οικονομικής βοήθειας σε εσπεριδοκαλλιεργητές, λόγω μείωσης εξαγωγών προς την Ευρώπη, στη βάση του ύψους της παραγωγής τους (κλιμακωτή επιδότηση) στην οποία οι αιτητές ενίσταντο. Επιπροσθέτως, στην επίδικη οικονομική ενίσχυση δεν εξετάστηκε καθόλου ζήτημα ορίου /πλαφόν ή ποσόστωσης.  Ακριβώς επειδή η συνολική αποζημίωση για όλους τους κλάδους, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο των Υπουργών της ΕΕ  ήταν έως 67,5 εκ. ευρώ και δεν επαρκούσε για πλήρη κάλυψη των πληγέντων ως ανωτέρω, τέθηκε το ανώτατο όριο των €90.000. Ο καθορισμός του ύψους αναγόταν σε μαθηματικούς υπολογισμούς που εμπίπτουν στην τεχνική κρίση της Διοίκησης, οπότε η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου περιορίζεται από το ανέλεγκτο της ουσιαστικής εκτίμησης της τεχνικής κρίσης της διοίκησης. 

 

Είναι αποδεκτό ότι και στην υπό κρίση η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων είναι το κλειδί ελέγχου και η μόνη οδός για να απαντηθεί ως άνω το ερώτημα, Μ. Πικραμένος, Η αιτιολογία των Διοικητικών Πράξεων και ο Ακυρωτικός Δικαστικός Έλεγχος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 291, και στην υπό κρίση η αιτιολογία που δόθηκε ήταν υπό τις περιστάσεις επαρκής. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αγνόησε πλήρως τα ενώπιον του στοιχεία, θεωρώντας ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε που να δικαιολογεί τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου.  Κρινόμενης δε της αιτιολογίας ως ανεπαρκούς αρκέστηκε στη διαπίστωση παραβίασης της αρχής της ισότητας, χωρίς να υπεισέλθει στη φύση της ενίσχυσης κατά χάριν βοήθεια, την απουσία νομοθετικού πλαισίου, ή άλλων σχετικών παραμέτρων όπως τη στόχευση της κρατικής αγροτικής πολιτικής που εν προκειμένω συνδέθηκε με την επιβίωση του συνόλου των αγροτικών επιχειρήσεων που επλήγησαν από την ανομβρία, ώστε να εκπληρωθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο δημόσιος σκοπός της επιδότησης (Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1996) 3 C.L.R. 640 και ΚΟΑ ν. Ποταμίτη (ανωτέρω).  Από τα στοιχεία του φακέλου πρόβαλλαν εξόφθαλμα οι λόγοι που οδήγησαν τους εφεσείοντες στη λήψη της απόφασης και τον καθορισμό ανωτάτου ορίου.  Εν πρώτοις η ανεπάρκεια του ποσού προς πλήρη κάλυψη των ζημιών σε όλους τους τομείς η μελέτη και οι εισηγήσεις της τεχνικής επιτροπής, ενώ λήφθηκε υπόψη η γνώμη και συνεργασία των αγροτικών οργανώσεων.

 

Αγνοήθηκε όμως από το Δικαστήριο το σπουδαιότερο: Τα κριτήρια που τέθηκαν εκ των προτέρων σε συνεννόηση με οργανωμένους φορείς και αντιπροσώπους σε συνεργασία με την αρμόδια επιτροπή, ουδέτερα, απρόσωπα, γενικά και ομοιόμορφα δεν οδηγούν σε άνιση και δυσμενή ή διακριτική μεταχείριση σε βάρος των εφεσιβλήτων εταιρειών.  Το επιχείρημα ότι λόγω της έκτασης των εφεσιβλήτων (μεγάλοι καλλιεργητές), αποζημιώθηκαν πολύ χαμηλότερα από ότι άλλοι μικρότεροι ή μεσαίοι καλλιεργητές, δεν οδηγεί άνευ ετέρου στο συμπέρασμα, ότι η επιλογή και εφαρμογή του συγκεκριμένου κριτηρίου επέφερε άνιση μεταχείριση: το ίδιο ανώτατο όριο τέθηκε για όλους τους κλάδους και για όλους τους δικαιούχους και εφαρμόστηκε ενιαία στη βάση των εκ των προτέρων τεθέντων κριτηρίων.

 

Δεν έχει καταδειχθεί εκ μέρους των εφεσιβλήτων ότι η Δημοκρατία υπερέβη, υπό τας περιστάσεις, τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας ή ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  H πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Τα πρωτόδικα έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, καθώς και τα έξοδα της έφεσης που καθορίζονται σε €3.000, επιδικάζονται σε βάρος των εφεσιβλήτων.

                                                                   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΊΟΥ, Δ.

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

/φκ                                                              Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο