ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Γ. Κολοκασίδης, για τον Εφεσείοντα. Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-04-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΗΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΧΟΡΗΓΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 134/2012, 27/4/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C204

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 134/2012)

 

 

27 Απριλίου, 2018

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΥΡΟΜΟΥΣΤΑΚΗΣ,

 

Εφεσείοντας/Αιτητής,

ν. 

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΧΟΡΗΓΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ,

 

Εφεσίβλητων/Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Γ. Κολοκασίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η δικαστική επιβεβαίωση της αρνήσεως παραχώρησης ειδικής φοιτητικής χορηγίας στον εφεσείοντα, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Ο εφεσείων, όντας φοιτητής στο Cyprus Institute of Marketing (CIM), υπέβαλε στις 20 Ιουλίου 2008,  αίτηση για παραχώρηση της ειδικής φοιτητικής χορηγίας για το ακαδημαϊκό έτος 2008-2009. Η αίτηση απορρίφθηκε με επιστολή ημερ. 26 Αυγούστου 2008, με το εξής δικαιολογητικό: «. φοιτούσατε σε κλάδο σπουδών που δεν είναι εκπαιδευτικά αξιολογημένος - πιστοποιημένος».

 

Αμφισβητώντας τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή, το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Πρωτοδίκως η προσφυγή απορρίφθηκε, επειδή ο εφεσείων δεν απέδειξε ότι φοιτά σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Τούτου δοθέντος το Δικαστήριο θεώρησε ότι ορθώς οι εφεσίβλητοι    εξέτασαν και απέρριψαν την αίτηση βασιζόμενοι και στη δεύτερη προϋπόθεση, ήτοι της φοίτησης σε μη πιστοποιημένο κλάδο σπουδών και επικύρωσε την απόφαση των εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση αρχικώς περιλάμβανε τρεις λόγους έφεσης. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης οι δύο αποσύρθηκαν και παρέμεινε μόνο ο πρώτος, ο οποίος στρέφεται εναντίον της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι ο CIM, στο οποίο φοιτούσε ο εφεσείων, δεν ήταν αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

 

Ο εφεσείων με την αγόρευση του εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει δικαστική κρίση ως προς την ορθότητα της απόφασης των εφεσιβλήτων και ότι το Δικαστήριο δεν ερμήνευσε, ως επιβαλλόταν από τα περιστατικά της υπόθεσης, τη σχετική διάταξη του νόμου, πλην, όμως, αποδέχτηκε χωρίς δικαστικό συλλογισμό τη θέση ότι το CIM δεν είναι αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Παράλληλα, προβλήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι, χωρίς έρευνα, κατέληξαν με μια ασαφή, αόριστη και γενική σημείωση στην αίτηση ότι, το ίδρυμα είναι μη αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, χωρίς τεκμηρίωση της εν λόγω κατάληξης τους.

 

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το CIM είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που τηρεί το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και περιλαμβάνεται στη σχετική λίστα της Διεύθυνσης Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης. Συνάγεται, όπως αναφέρει ο εφεσείων, ότι η ύπαρξη εγγραφής του CIM στο Υπουργείο Παιδείας, το καθιστά αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, για σκοπούς χορήγησης φοιτητικής χορηγίας.

 

Στην αντίπερα πλευρά οι εφεσίβλητοι εισηγήθηκαν ότι το CIM είναι μεν σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι είναι αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, και δεν είναι.

 

Με βάση τον περί Παροχής Ειδικής Χορηγίας Νόμο (Ν. 77/96)[1] παραχωρείται ειδική χορηγία σε φοιτητή ο οποίος φοιτά σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή σε αξιολογημένο - πιστοποιημένο κλάδο σπουδών (άρθρο 2). Στο ίδιο άρθρο ερμηνεύεται ο όρος  "«εκπαιδευτικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης»″ ότι σημαίνει, "ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο γίνονται δεκτά μόνο πρόσωπα που αποφοίτησαν από σχολείο μέσης εκπαίδευσης εξαετούς τουλάχιστο φοίτησης, ή που κατέχουν άλλο ισοδύναμο προσόν, και στο οποίο σχολείο οι κλάδοι σπουδών έχουν διάρκεια τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους πλήρους φοίτησης ή, στην περίπτωση μερικής φοίτησης, οι κλάδοι αυτοί έχουν διάρκεια που αντιστοιχεί σε ένα πλήρες ακαδημαϊκό έτος και απολήγουν σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά προσόντα, ανώτερα από εκείνα των σχολείων μέσης εκπαίδευσης·"

 

Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι, για να εγκριθεί αίτηση για παραχώρηση της ειδικής φοιτητικής χορηγίας, θα πρέπει να πιστοποιηθεί η ύπαρξη μιας εκ των δύο, διαζευκτικά καθοριζομένων, με βάση το διαζευκτικό ή, στο άρθρο 2, προϋποθέσεων. Ήτοι:

 

«σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ΄Ιδρυμα τριτοβάθμιας         εκπαίδευσης ή σε εκπαιδευτικά αξιολογημένο - πιστοποιημένο κλάδο σπουδών.»

 

 

Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι ο κλάδος σπουδών που ακολουθούσε ο εφεσείων δεν ήταν αξιολογημένος, συνεπώς η αίτηση θα έπρεπε να εξεταστεί στη βάση της πρώτης διαζευκτικής προϋπόθεσης, του αναγνωρισμένου εκπαιδευτικού ιδρύματος.

 

Αναφύεται, συναφώς, το εύλογο ερώτημα πώς διαπιστώνεται αν το CIM ήταν, την επίδικη περίοδο, «αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα».

 

Οι εφεσίβλητοι είχαν αναγράψει στο έντυπο της αίτησης, που υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα, για παραχώρηση της ειδικής χορηγίας, ότι «Μη αναγν. εκ. ίδρ.». Επί τούτου δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξήγηση, αλλά θα επανέλθουμε σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στήριξε την κατάληξη του ότι δεν πρόκειται για αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα στον περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών και Ανώτατης Εκπαίδευσης Νόμο, Ν. 68(Ι)/98  και ειδικότερα στο άρθρο 2 το οποίο αναφέρει ότι «αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα» σημαίνει «ίδρυμα που έχει τύχει αναγνώρισης ως ίδρυμα ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς της χώρας στην οποία λειτουργεί».

 

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η βεβαίωση, που εκδόθηκε από το Υπουργείο Παιδείας, ημερ. 18 Οκτωβρίου 1991, με την οποία πιστοποιείται ότι το CIM είχε εγγραφεί στο «Μητρώο Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας», ελλείψει άλλης διαδικασίας αναγνώρισης, δεν αφήνει άλλο περιθώριο παρά να γίνει δεχτή η έφεση.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον αδελφό Δικαστή, η πιο πάνω κατάληξη του, στηριζόμενη στο άρθρο 2 του Ν. 68(Ι)/98, στη βάση των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, ουδόλως οδηγεί σε                    ασφαλές συμπέρασμα περί μη αναγνώρισης του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού ιδρύματος.

 

Εν πάση περιπτώσει, η στάση της διοίκησης δημιουργεί ένα σχήμα οξύμωρο. Το ίδιο Υπουργείο (Παιδείας) από τη μια ν' αποδέχεται την εγγραφή ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος και από την άλλη, για σκοπούς παραχώρησης φοιτητικής χορηγίας να μην το αναγνωρίζει.

 

Η απόφαση των εφεσιβλήτων για απόρριψη του αιτήματος παραχώρησης της ειδικής φοιτητικής χορηγίας, που ζήτησε ο εφεσείων, πάσχει και για ένα άλλο σημαντικό λόγο. Στο έντυπο, που υποβλήθηκε, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, αναγράφεται ως αιτιολογία άρνησης το «Μη αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα». Το ένα δηλαδή σκέλος των προαπαιτουμένων, στο άρθρο 2 του                    Ν. 77/96, εφόσον χρησιμοποιείται το διαζευκτικό ή.

 

Στην επιστολή, όμως, απόρριψης του αιτήματος, ημερ.                                      26 Αυγούστου 2009, ενώ στην πρώτη παράγραφο παρατίθεται το σχετικό άρθρο, στην κατάληξη αναγράφεται ότι με «τα στοιχεία που έχετε προσκομίσει .. φοιτούσατε σε κλάδο σπουδών που δεν είναι εκπαιδευτικά αξιολογημένος - πιστοποιημένος».

 

Παρατηρούμε, συναφώς, μια παντελή έλλειψη αιτιολογίας, όταν στην ίδια τη νομοθετική πρόνοια υπάρχει διάζευξη, που ενδεχομένως να πρόσφερνε διέξοδο, κάτι που η διοίκηση δεν έκαμε. Παράλληλα υπάρχει μια ανομοιομορφία στον τρόπο εξέτασης του θέματος, που ενισχύει την απουσία αιτιολογίας.

 

Η νομολογία επιτάσσει όπως, στην αιτιολογία των διοικητικών πράξεων πρέπει να γίνεται αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την ουσιαστική της κρίση, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης για να είναι επαρκής θα πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς τον πραγματικό λόγο που το διοικητικό όργανο οδηγήθηκε στη λήψη της απόφασης. Σύμφωνα με το άρθρο 28(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση γενικών χαρακτηρισμών που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση. Ούτε η απλή αναφορά των γενικών όρων του νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επαρκή αιτιολογία. (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 18/2010, ημερ. 14 Μαΐου 2015), ECLI:CY:AD:2015:C340. Τα ίδια ισχύουν και όταν η αιτιολογία είναι αόριστη και ασαφής.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ακυρώνεται. Τα πρωτόδικα έξοδα, όπως και τα της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

                                                Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

                                                Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/ΔΓ



[1] Ο εν λόγω νόμος έχει καταργηθεί με τον Νόμο 188/11 ο οποίος στη συνέχεια καταργήθηκε με τον περί Κρατικής Φοιτητικής Μέριμνας Νόμο, Ν. 203/15


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο