ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
IN RE C.H. AN ADVOCATE (1969) 1 CLR 561
Νικολάου κ.α.ν. Νικολάου και άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 1338
Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315
Xαραλαμπίδης Aνδρέας ν. Aλίκης Παναγιώτου Mελωδία (Xαραλαμπίδου) (1997) 1 ΑΑΔ 724
Κενεβέζος Κυριάκος και Άλλος ν. Ανδρέα Θεμιστοκλέους και Άλλων (2007) 1 ΑΑΔ 412
Investylia Public Company Ltd ν. Σάββα Τσεριώτη και Άλλου (2013) 1 ΑΑΔ 614
Γουότς Ρόναλντ και Άλλοι ν. Γιάννη Λαούρη και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474
Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & άλλου (1991) 2 ΑΑΔ 150
ANTONIOS KOURRIS ν. THE SUPREME COUNCIL OF JUDICATURE (1972) 3 CLR 390
Βύρωνας Κώστας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 77
Καρατσής Σάββας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου (2001) 3 ΑΑΔ 220
Αντέννα Τ.V. Λτδ και Άλλοι ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρουκαι Άλλου (2002) 3 ΑΑΔ 793
Φυλακτού Αλέξανδρος και άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 565
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 33/1964 - Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος του 1964
Ν. 33/1964 - Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος του 1964
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:D57
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 83/2016
(Υπ. Αρ. 469/2015)
5 Φεβρουαρίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΔΔ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ
Εφεσείοντα/Αιτητή,
ΚΑΙ
1. ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ων η Αίτηση,
____________________
Κώστας Βελάρης με Χαρίλαο Βελάρη και Στέλλα Δαμιανού (κα) για Σωτήρη Κυριάκου, για τον Εφεσείοντα /Αιτητή
Ουδεμία εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους 1 / Καθ'ων η Αίτηση
Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Ανδρέα Ευθυμίου, ασκούμενο δικηγόρο εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Εφεσίβλητους 2 / Καθ'ων η Αίτηση.
Δέσποινα-Μαρία Γεωργιάδου (κα) με Τζουλιάνα Γιωργαλλίδου, ασκούμενη δικηγόρο για Δρα Κύπρο Χρυσοστομίδη & Σία ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 Μ. Μαυρονικόλα
Πόλυς Πολυβίου μαζί με Μαρία Αντωνίου (κα) και Χριστίνα Ππεκρή (κα), για το Ενδιαφερόμενο 2 Ε. Εφραίμ
-------------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Νικολάτο, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία αποφασίστηκε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την προσφυγή του Αιτητή-Εφεσείοντα.
Ο Αιτητής-Εφεσείων καταχώρησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, με την οποία ζητούσε ακύρωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου - Εφεσίβλητου 1, ημερομηνίας 21.1.2015, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.1.2015, με την οποία διορίστηκαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Μ. Μαυρονικόλας, Ε. Εφραίμ και Α. Δαυίδ, ή οιοσδήποτε εξ αυτών, στη θέση του Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Με την Έφεση, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους.
1. Η κατάληξη ή το συμπέρασμα του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι οι πράξεις ή οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, καθόσον αφορούν διορισμούς, μεταθέσεις ή προαγωγές Δικαστών, είναι δικαστικής φύσης, είναι εσφαλμένη.
2. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποστέρησε τον Αιτητή από το δικαίωμα να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να ζητήσει θεραπεία για την παραβίαση των δικαιωμάτων του, κατά παράβαση του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και Θεμελιωδών Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αντελήφθη ότι ο Εφεσείων-Αιτητής είχε βασίσει την υπόθεση του (ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου) στην απόφαση της μειοψηφίας στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Kourris Supreme Council of Judicature του 1972.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Διαπιστώνουμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις βασικές αποφάσεις Kourris v The Supreme Council of Judicature (1972) 3 CLR 390 και Καρατσής v. Κυπριακής Δημοκρατίας διά του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 220, θεώρησε ότι οι δύο προαναφερόμενες αποφάσεις είχαν απόλυτη εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση και ότι ήταν δεσμευτικές για το ίδιο και, επομένως, απέρριψε ομόφωνα την προσφυγή του Αιτητή-Εφεσείοντα, κάνοντας δεκτή προδικαστική ένσταση αναφορικά με έλλειψη δικαιοδοσίας.
Στις υποθέσεις Kourris (απόφαση πλειοψηφίας) και Καρατσής (ανωτέρω) κρίθηκε ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δεν συνιστούν αποφάσεις ή πράξεις που ανάγονται ή απορρέουν από την άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου είναι συνυφασμένες με τα δικαστικά θέσμια. Η λειτουργία του Κυπριακού Κράτους θεμελιώνεται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών και τον αυστηρό διαχωρισμό τους. Στην George S. Papaphilippou and The Republic (Council of Ministers) 1 R.S.C.C. 62) διακηρύχθηκε, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών επιβάλλει την απόδοση, σε κάθε εξουσία, του συνόλου των λειτουργιών που ανάγονται στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της (Η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στην Φυλακτού κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 565).
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας εναποθέτει τη στελέχωση της Δικαστικής Υπηρεσίας στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (Άρθρο 157.2 του Συντάγματος). Οι δικαστικοί διορισμοί είναι, όχι μόνο στενά, αλλά και άρρηκτα συνυφασμένοι με την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας. Στην πραγματικότητα, αποτελούν προϋπόθεση γι' αυτήν. Η εναπόθεση των διορισμών των Δικαστών στην ίδια τη δικαστική λειτουργία αποτελεί πτυχή της ανεξαρτησίας της Δικαστικής Εξουσίας και έκφραση της αυτοτέλειας της λειτουργίας της. Ο Νόμος 33/64 εδράζεται σ' αυτήν τη θέση και αντανακλά τη συνταγματική τάξη (Δέστε την ομόφωνη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Kαρατσής (ανωτέρω), στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο διεπίστωσε ότι στερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί του αντικειμένου της προσφυγής του Εφεσείοντα που ήταν η προσβολή της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορούσε στη μη υλοποίηση απόφασης για διορισμό του στη θέση Επαρχιακού Δικαστή, με αίτηση ακυρώσεως βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος).
Είναι προφανές ότι, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αυθεντίες, η πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία, το Διοικητικό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την προσφυγή του Αιτητή-Εφεσείοντα για διορισμό άλλων προσώπων στη θέση του Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι ορθή.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, όμως, μας κάλεσε να αποστούμε από τις προαναφερόμενες αποφάσεις, εισηγούμενος ότι η λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αναφορικά με διορισμούς, μεταθέσεις και προαγωγές Δικαστών, είναι διοικητική λειτουργία και όχι δικαστική ή οιωνεί δικαστική και, επομένως, υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ένας παραπονούμενος Δικαστικός Λειτουργός δεν μπορεί να μην έχει πρόσβαση στο Δικαστήριο και νομική θεραπεία, εισηγήθηκε.
Υπάρχει πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το δεσμευτικό προηγούμενο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τις περιπτώσεις στις οποίες είναι επιτρεπτή η απόκλιση από τέτοιες προηγούμενες αποφάσεις (Δέστε Γεώργιος Μαυρογένης v. Βουλή των Αντιπροσώπων κ.α. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315, Νικολάου v. Νικολάου (1992) 1Β ΑΑΔ 1338, Αντέννα TV Λτδ κ.α. v. ΑΗΚ κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 793, Κώστας Βύρωνας v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 77, Ρόναλτ Γουοτς κ.α. v. Γιάννης Λαουρής κ.α. Π.Ε. 319/2008 ημερ. 7.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A474 και Κενεβέζος v. Θεμιστοκλέους κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 412).
Στην Γουοτς (ανωτέρω) αναφέρθηκαν και τα εξής:
«Το ζήτημα της απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο τέθηκε πρόσφατα στην Πολ. Έφεση αρ. 9/09, ημερ. 13.3.2013, Investylia Publlic Company Ltd v. Τσεριώτη (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας). Στην υπόθεση εκείνη έγινε αναφορά στις Μαυρογένης και Νικολάου (ανωτέρω) και επιβεβαιώθηκε ότι τα περιθώρια και οι προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονταν στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της, που περιέχονται στη Διακήρυξη του 1966 (1966) 3 All E.R. 77. Στη Διακήρυξη εκείνη επιβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο επί του οποίου οικοδομείται το δίκαιο. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα ως δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται επίσης και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (Δέστε: O΄ Brien v. Robinson (1973) 1 All E. R. 583).
Στη Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.α. (1995) 3 ΑΑΔ 363, στη σελ. 374, έγινε αναφορά και σε Αμερικάνικη νομολογία και ειδικά στην Smith v. Allwright, 88 L., Ed. 987, και τονίστηκε ότι: «Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη». Η ελευθερία απόκλισης είναι μεγαλύτερη όταν η προηγούμενη απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή.»
Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται η αρχή δικαίου στην οποία βασίστηκε η απόφαση πλειοψηφίας στην Kourris (ανωτέρω) και η οποία επιβεβαιώθηκε, πολύ αργότερα, από την ομόφωνη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Καρατσής (ανωτέρω). Ούτε και η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώθηκαν οι δύο προαναφερόμενες αποφάσεις μπορεί να θεωρηθεί ως εσφαλμένη. Η αρχή δικαίου που εφαρμόστηκε, ορθά τονίζει και υπογραμμίζει την ανεξαρτησία της Δικαστικής Εξουσίας και το γεγονός ότι δικαστικές ή οιωνεί δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες είναι άρρηκτα συνυφασμένες με τη δικαστική λειτουργία, δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Δεν παραγνωρίζεται βεβαίως ότι το 1972 όταν αποφασίστηκε η Kourris, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είχε διαφορετική σύνθεση συμφώνως των προνοιών του Νόμου αρ. 33/64, το άρθρο 10(1) του οποίου προνοούσε αρχικά ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποτελείτο από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο και τους δύο αρχαιότερους Δικαστές του Δικαστηρίου, τον αρχαιότερο Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου και τον αρχαιότερο Επαρχιακό Δικαστή και ένα δικηγόρο με δωδεκαετή τουλάχιστο πρακτική εξάσκηση του επαγγέλματος του. Ήταν με την σταδιακή τροποποίηση του πιο πάνω άρθρου που το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο υφίσταται σήμερα με την παρούσα του σύνθεση. Αρχικά με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 35/75, η συγκρότηση του περιελάμβανε μόνο τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Πρόεδρο και Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (με την αφαίρεση δηλαδή της συμμετοχής Δικαστών από το Επαρχιακό Δικαστήριο και του δικηγόρου), ενώ με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 3/87 αφαιρέθηκε και ο Γενικός Εισαγγελέας, ώστε μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο, δηλαδή, ο Πρόεδρος και τα μέλη του να αποτελούν πλέον το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου παρέμειναν πάντοτε οι ίδιες, δηλαδή, να υπάγονται στην αποκλειστική του αρμοδιότητα ο διορισμός, η προαγωγή, η μετάθεση, ο τερματισμός της υπηρεσίας, η απόλυση και η πειθαρχική εξουσία επί των δικαστικών λειτουργών.
Η σταδιακή αυτή νομοθετική αλλαγή στη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου επιβεβαίωσε την αυτοτέλεια της δικαστικής λειτουργίας απαλλαγμένης από οποιουσδήποτε άλλους εξωγενείς μη καθαρά δικαστικούς παράγοντες. Παρατηρήθηκε συνεπώς μια επιστροφή στην ουσία στις συνταγματικές διατάξεις των σχετικών άρθρων του Συντάγματος που αφορούσαν το Δικαστικό Συμβούλιο («Council»), το οποίο αποτελείτο για μεν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο από τους Δικαστές αυτού, (Άρθρο 133.8) και για μεν το Ανώτατο Δικαστήριο, επίσης από τους Δικαστές αυτού, (Άρθρο 153.8).
Στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο τα πράγματα διαφέρουν ως προς την έννοια της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας ώστε ενέργειες που στην παραδοσιακή έννοια του Κοινοδικαίου αποτελούν αμιγώς δικαστικές πράξεις, να τίθενται υπό τον έλεγχο του Διοικητικού Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών με έμφαση στο γεγονός ότι θα πρέπει να δίδεται διέξοδος στον επηρεαζόμενο Δικαστή με προσφυγή σε ένα σώμα το οποίο θα μπορεί να εξετάσει το παράπονο του. Ήδη στο Γαλλικό Διοικητικό Δίκαιο, η οργάνωση της δικαιοσύνης θεωρείτο ως κλάδος της δημόσιας υπηρεσίας και ενέπιπτε εντός της δικαιοδοσίας των Διοικητικών Δικαστηρίων. Έτσι στις υποθέσεις Falco και Vidaillac, το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας στις 17.4.1953 αποδέχθηκε δικαιοδοσία να εξετάσει παράπονο αναφορικά με τον τρόπο που έγιναν οι εκλογές για την επιλογή αντιπροσώπου του Δικαστικού Σώματος στο Conseil superieur de la Magistrature. Περαιτέρω, στην Ratzel της 22.1.1954, το Συμβούλιο Επικρατείας της Γαλλίας ανέλαβε να εξετάσει τα ζητήματα που αφορούσαν την προοπτική καριέρας Δικαστή σε πολιτικό Δικαστήριο. (Δέστε Neville Brown και Garner: French Administrative Law 2η Έκδ. σελ. 67-69).
Στις υποθέσεις Falco και Vidaillac και σε άλλη επίσης Γαλλική απόφαση, αναφέρθηκε και ο Τριανταφυλλίδης, Π., στην απόφαση του στην Kourris. Δεν βάσισε όμως το σκεπτικό του σ΄ αυτές αφού σαφώς διέκρινε τη λειτουργία της δικαστικής απόφασης ακόμη και σε θέματα λειτουργικά όπως οι προαγωγές κλπ από τη διοικητική λειτουργία προερχόμενη από διοικητικό όργανο.
Η αντιμετώπιση και ο διαχωρισμός πράξεων που προέρχονται από δικαστικό όργανο στο πλαίσιο διοικητικής λειτουργίας ως επιφέρουσες την αναγκαιότητα ελέγχου από Διοικητικά Δικαστήρια, ενυπάρχει στον Ευρωπαϊκό χώρο και ιδιαίτερα στις χώρες που εφαρμόζουν το ηπειρωτικό σύστημα δικαίου, όπως καταγράφεται στο Opinion No. 17 (2014) On the Evaluation of Judges' Work, the Quality of Justice and Respect for Judicial Independence. Εκεί διαπιστώνεται η ανάγκη, ο υπό αξιολόγηση δικαστικός λειτουργός όχι μόνο να πρέπει να έχει την ευκαιρία να σχολιάσει προκαταρκτικό κείμενο που τον αφορά ή να ακουστεί κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, αλλά πρέπει να έχει και ουσιαστικό δικαίωμα αμφισβήτησης μιας δυσμενούς αξιολόγησης ιδιαίτερα όταν αυτή επηρεάζει τα αστικά δικαιώματα του στην έννοια του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (δέστε ιδιαίτερα την παράγραφο 41 και την παράγραφο 11 των Recommendations της πιο πάνω Γνωμάτευσης).
Όλα τα πιο πάνω που αποτελούν μέρος του Ευρωπαϊκού δικαιϊκού γίγνεσθαι και που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν επηρεάζουν το ουσιώδες το οποίο ήδη αναφέρθηκε από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στην Kourris, ότι το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ασύμφωνο με τη φύση του ακόμη και για τον σκοπό της παροχής δικαστικής θεραπείας σε μια υπόθεση όπου δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε άλλη θεραπεία. Το Άρθρο 146 και η εμβέλεια του δεν μπορεί να επεκταθεί κατά τρόπο που να παρακάμπτει ένα νομικό κενό, ούτε και η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που έχει καθιδρυθεί από το Νόμο αρ. 33/64 μπορεί να επεκταθεί συναφώς. Πρόσθετα, όπως αποφασίστηκε, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είναι όργανο που δημιουργήθηκε και λειτουργεί μέσα στη δικαστική δομή και όχι εντός της διοικητικής δομής της πολιτείας.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός μεταξύ δικαστικής και διοικητικής λειτουργίας του ιδίου του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ορισμένες εξ αυτών να ελέγχονται από το Διοικητικό Δικαστήριο, καθότι όλες οι ενέργειες και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορούν στο διορισμό, προαγωγή κλπ των δικαστικών λειτουργών, είναι και παραμένουν εκ της φύσεως τους εγγενείς και σύμφυτες με την αυτοτέλεια της δικαστικής λειτουργίας.
Όπως τονίζεται στο σύγγραμμα Raymond Odent (Πρώην Προέδρου Τμήματος του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας) Contentieux Administratif, στο οποίο έγινε ευρεία αναφορά στην Κourris (ανωτέρω), στη σελίδα 489:
«Enfin, la jurisdiction administrative est totalement incompétente pour controller la régularité ou le bien-fondé d'une mesure, géneralement une sanction, infligée par une décision juridictionnelle judiciaire (13 février 1957, Weiss, p. 103. 10 juin 1959, Delente, p. 353)»
Σε ελεύθερη μετάφραση.
«Εν τέλει, η διοικητική δικαιοδοσία είναι εντελώς αναρμόδια να ελέγξει την κανονικότητα ή το βάσιμο ενός μέτρου, γενικά μιας κύρωσης, η οποία επιβάλλεται από μια δικαιοδοτική δικαστική απόφαση»
Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, η απόφαση είναι οιωνεί δικαστική καθόσον ο διορισμός δικαστικών λειτουργών είναι πράξη άρρηκτα συνυφασμένη με τη δικαστική λειτουργία και το διορίζον όργανο, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, είναι αμιγώς δικαστικό σώμα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως αφορά στην οργάνωση της Δικαστικής Υπηρεσίας.
Όπως αποφασίστηκε στην In Re C.H. an advocate (1969) 1 CLR 561:
«Matters related to the administration of justice are outside the ambit of Article 146 of the Constitution and the Jurisdiction thereunder»
Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή η θεμελιωμένη αρχή δικαίου οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. Αντίθετα, διευκολύνει το έργο της απονομής της δικαιοσύνης.
Το δεύτερο ουσιαστικό ζήτημα που εγείρεται με την Έφεση είναι η, κατ' ισχυρισμόν, αποστέρηση από τον Εφεσείοντα του δικαιώματος να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να ζητήσει θεραπεία για την παραβίαση των δικαιωμάτων του, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και Θεμελιωδών Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης. Όπως προκύπτει από τη Νομολογία του ΕΔΔΑ, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς. Το δικαίωμα αυτό δεν παραβιάζεται επειδή το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί συγκεκριμένης υπόθεσης (Δέστε Markovic and others v. Italy (2007) 44 EHRR 1045. Δέστε επίσης Γενικός Εισαγγελέας v. Αρτεμίου & άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150 και Χαραλαμπίδης v. Χαραλαμπίδου (1997) 1 Α.Α.Δ. 724).
Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν εγγυάται την κατοχύρωση οποιουδήποτε αστικού δικαιώματος δυνάμει του εθνικού δικαίου των Κρατών Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το οποιοδήποτε αστικό δικαίωμα πρέπει να έχει νομικό έρεισμα στο ίδιο το εθνικό δίκαιο του Κράτους Μέλους: Δέστε BAKA v HUNGARY, Appl. No. 20261/12 (Grand Chamber) ημερ. 23/6/2016.
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, κατά το Εθνικό δίκαιο, μπορεί να δικαιολογηθεί αν
α) προνοείται ρητά στο Εθνικό δίκαιο και
β) αιτιολογείται, με αντικειμενικά κριτήρια, στη βάση του εθνικού συμφέροντος.
Στην Κύπρο οι Δικαστές (περιλαμβανομένων των Δικαστικών Λειτουργών) ασκούν, πρωτογενώς, Δικαστική Εξουσία. Η θέση και το καθεστώς τους είναι αυτά των ανεξάρτητων κρατικών αξιωματούχων. Η νομολογία μας, στο νομικό σύστημα του Κοινού Δικαίου που ισχύει στην Κύπρο, είναι δεσμευτική, πάγια και σαφής ότι δεν παρέχεται δικαίωμα πρόσβασης σε διοικητικό δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, για μή διορισμό-προαγωγή δικαστή. Όπως είναι θεμελιωμένο, ο διορισμός και η προαγωγή δικαστή δεν είναι δικαίωμά του προστατευόμενο από το Ημεδαπό Δίκαιο, αλλά απλή προσδοκία. Η θέση αυτή αιτιολογείται, με αντικειμενικά κριτήρια, στη βάση του εθνικού συμφέροντος, καθότι η διαδικασία διορισμού-προαγωγής δικαστών είναι οιωνεί δικαστική λειτουργία άρρηκτα συνυφασμένη με την ανεξάρτητη και εξωγενώς ανέλεγκτη λειτουργία απονομής της δικαιοσύνης, η οποία θα πρέπει να παραμείνει έτσι, για λόγους ύψιστου εθνικού συμφέροντος διατήρησης του Κράτους Δικαίου.
Στην Καρατσής (ανωτέρω) τονίστηκε ότι μόνο αν το επίδικο ζήτημα ανάγεται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου μπορεί το Δικαστήριο να επιληφθεί του αντικειμένου. Η απλή προσφυγή στο Δικαστήριο δεν δημιουργεί και δεν προσδίδει, από μόνη της, δικαιοδοσία. Είναι παραδεκτή μόνο εφόσον εμπίπτει στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, παραβιάστηκαν συνταγματικά δικαιώματα του πελάτη του, κατά παράβαση των Άρθρων 28 και 30 του Συντάγματος, επειδή ο πελάτης του στερείται του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, το οποίον έχουν οι άλλοι πολίτες. Εξηγήσαμε ήδη ότι ο Εφεσείων, στην παρούσα υπόθεση, δεν είχε οποιανδήποτε διαφωνία αναφορικά με «δικαίωμα» του δυνάμει του Εθνικού Δικαίου (Δέστε την υπόθεση Fazia Ali v. The United Kingdom Appl No. 40378/10, ημερ. 20.10.2015). Επομένως, δεν τίθεται θέμα παραβίασης συνταγματικού δικαιώματος του Εφεσείοντος.
Συναφώς, παρατηρούμε ότι ο Εφεσείων έχει δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, το οποίο και άσκησε, αλλά το αρμόδιο Δικαστήριο, δυνάμει του Εθνικού Δικαίου, ορθά έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία, στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, που ήταν και το μόνο δικαιοδοτικό έρεισμα που επικαλέστηκε ο Εφεσείων.
Στην υπόθεση Κourris (ανωτέρω) στην απόφαση της πλειοψηφίας η οποία δόθηκε από τον αείμνηστο Τριανταφυλλίδη, Π., λέχθηκε (στη σελίδα 415) ότι, παρόλον που ένας Δικαστικός Λειτουργός δεν είχε δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146.1 «. there exists, in a proper case, the possibility of having his complaint examined by the Supreme Council of Judicature, because the Council, like any other collective organ, has the right to review, if necessary, its own decisions».
Η προαναφερόμενη ερμηνεία στην υπόθεση Kourris (ανωτέρω) στην οποία κρίθηκε ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αναφορικά με διορισμούς, μεταθέσεις και προαγωγές Δικαστών δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό δικαστικό έλεγχο, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δόθηκε το 1972 και επιβεβαιώθηκε, ομόφωνα, με την απόφαση Καρατσής το 2001. Είναι, δηλαδή, πάγια και θεμελιωμένη νομική αρχή η οποία ισχύει για 45 χρόνια και είναι δεσμευτική, σύμφωνα με τον κανόνα του δεσμευτικού προηγουμένου, που ισχύει στην Κύπρο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Application no. 70465/01 Savvas Karatsis v. Cyprus, ημερομηνίας 27/9/2001, αφού εξέτασε αίτηση για παραβίαση δικαιώματος προστατευόμενου από την ΕΣΔΑ και τα πρωτόκολλά της, την απέρριψε, παρατηρώντας ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε στην υπόθεση εκείνη, με την οποία να αποκαλύπτεται παραβίαση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται από την συνθήκη και τα πρωτόκολλα της.
Θεωρούμε, επομένως, ότι και στην προκείμενη περίπτωση, κατ' αναλογία, δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση δικαιώματος κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα επικαλέστηκε και την πολύ πρόσφατη απόφαση (πλειοψηφίας) του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Kamenos v. Cyprus, Appl no. 147/07, ημερ. 31/10/2017. Στην υπόθεση εκείνη το ΕΔΔΑ βρήκε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του Αιτητή, σε δίκη από ανεξάρτητο κριτή, δυνάμει του Άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, καθότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ενήργησε και ως Κατήγορος και ως Δικαστής. Στην παρούσα υπόθεση, δεν έχει οποιανδήποτε εφαρμογή η απόφαση Kamenos (ανωτέρω), καθότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν ενήργησε κατά τρόπον που παραβιάζει το αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης: «Νemo Judex in Causa Sua». Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι το Διοικητικό Δικαστήριο, από το οποίο εκδικάστηκε πρωτόδικα η προσφυγή του Εφεσείοντα, έχει οποιανδήποτε σχέση με το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο προέβη στους προσβαλλόμενους διορισμούς.
Ως προς τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα, θεώρησε ότι ο Αιτητής-Εφεσείων βάσισε την υπόθεση του στην απόφαση μειοψηφίας στην Kourris (ανωτέρω), παρατηρούμε ότι στην πρωτόδικη απόφαση αναγράφεται ότι τα επιχειρήματα του Αιτητή-Εφεσείοντα περιλάμβαναν και τη θέση ότι η απόφαση της πλειοψηφίας στην Kourris ήταν εσφαλμένη και ότι η θέση που εκφράστηκε στην απόφαση μειοψηφίας στην Kourris ήταν ορθή. Αυτά τα ανέφερε στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο για να επεξηγήσει ότι η απόφαση μειοψηφίας στην Kourris, όπως επεξηγήθηκε και στην Καρατσής, έβρισκε έρεισμα στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις του Νόμου 33/1964, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, όπως ήδη αναφέραμε προηγουμένως, δεν αποτελείτο αποκλειστικά από τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, συνεπώς, δεν μπορούσε να εξισωθεί με το Δικαστικό Συμβούλιο. Από τότε, η σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου μετεβλήθη και αποτελείται αποκλειστικά από τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρατηρώντας ότι «. συνεπώς, δεν υπάρχει περιθώριο προώθησης της θέσης της μειοψηφίας όπως εκφράστηκε στην Kourris.» Δεν διαγιγνώσκομε οποιονδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε και αναφορικά με αυτό το ζήτημα.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, κρίνουμε όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους και, κατά συνέπεια, απορρίπτουμε την Έφεση με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης 2, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο. Καμιά διαταγή για έξοδα αναφορικά με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Μ. Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΜΣ