ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KIRIAKI TIKIROU ν. THE PUBLIC SERVICE COMMISSION (1968) 3 CLR 515
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 598
Γρηγορίου Aναστάσιος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 728
Latonia Estate Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Ευγενίου και Άλλου (2005) 3 ΑΑΔ 257
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 ΑΑΔ 598
Ζαχαρία Σταύρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 293
Shakir Ismail Mehmet και άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 54
Ιωαννίδου Ελένη και άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 75
Sigma Radio T.V. Public Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 111, ECLI:CY:AD:2015:C245
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:C91
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 156/2012
27 Φεβρουαρίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜUSTAFA HAGHILO
Εφεσείων/αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσιβλήτων/καθ' ων η αίτηση
......
Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για τον εφεσείοντα
Ζ. Κυριακίδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Πούγιουρου, Δ.
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Σύμφωνα με τα ουσιώδη και αδιαμφισβήτητα γεγονότα ο εφεσείων, ο οποίος είναι Ιρανός υπήκοος, αφίχθηκε στην Κύπρο παράνομα, μέσω των κατεχομένων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις 21/3/11 και συνελήφθη στις 28/3/11 όταν παρουσίασε πλαστό διαβατήριο στο αεροδρόμιο Λάρνακας για να αναχωρήσει για το Λονδίνο. Η ποινική διαδικασία που τροχοδρομήθηκε εναντίον του διακόπηκε κατόπιν οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα και στις 4/4/11 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα απέλασης και κράτησης, τα οποία γνωστοποιήθηκαν στον εφεσείοντα.
Στις 12/4/11, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία η οποία στις 30/4/11 απερρίφθη από την Υπηρεσία Ασύλου, γεγονός που γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα. Στη συνέχεια την 1/6/11 υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 10/8/11 από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Εναντίον της απόφασης αυτής ο αιτητής καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή με αρ. 1320/11, η οποία απορρίφθηκε στις 7/1/13 με έξοδα εκ €650 υπέρ του εφεσείοντα/αιτητή, κατόπιν απόσυρσης της ενόψει ανάκλησης της προσβαλλόμενης πράξης. Στις 11/11/11 αποφασίστηκε η προώθηση της απέλασης του η οποία όμως δεν κατέστη εφικτή, εφόσον δεν συνεργάζετο για την εξασφάλιση ταξιδιωτικού εγγράφου. Στη συνέχεια ο εφεσείων καταχώρησε την αίτηση με αρ. 133/11 στο Ανώτατο Δικαστήριο όπου στις 22/12/11 εκδόθηκε προνομιακό ένταλμα της φύσης habeas corpus και αφέθη ελεύθερος, εφόσον κρίθηκε ότι η κράτηση του για χρόνο μεγαλύτερο των 6 μηνών ήταν παράνομη. Την ίδια ημέρα εκδόθηκαν όμως νέα διατάγματα απέλασης και κράτησης του, προς το σκοπό απέλασης του, τη νομιμότητα των οποίων ο εφεσείων προσέβαλε με την προσφυγή με αρ. 1724/11 και συνελήφθηκε εκ νέου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή με την απόφαση του ημερ. 13/7/12.
Με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης στην προσφυγή με αρ. 1724/11με οκτώ λόγους έφεσης, που συνοπτικά είναι οι εξής:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα δεν εξέτασε ουσιαστικά, κανένα από τους λόγους προσφυγής με την αιτιολογία ότι γίνεται μόνο γενική αναφορά στα νομικά σημεία.
2. Εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επειδή ο εφεσείων είχε κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης δεν ετύγχανε εφαρμογής το άρθρο 180Η του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.
3. Εσφαλμενα κατέληξε ότι ο όρος «τελική απόφαση» επεκτείνεται και στη δικαστική διαδικασία.
4. Εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν μπορεί να εξετάζεται μέσω προσφυγής η επάρκεια της ημεδαπής νομοθεσίας, ενόψει ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ στο ημεδαπό δίκαιο.
5. Εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει το άμεσο αποτέλεσμα της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σ' όσον αφορά το δικαίωμα αιτητών ασύλου σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο.
6. Λανθασμένα παρέλειψε να εξετάσει κατά ποσο υπήρξε παράβαση αρχών του Διοικητικού Δικαίου.
7. Λανθασμένα αρνήθηκε να εξετάσει το θέμα κράτησης, ανεξάρτητα από το διάταγμα απέλασης.
8. Η απόφαση του Δικαστηρίου αποδεικνύει ότι η Δημοκρατία παρέλειψε να ενσωματώσει ορθά το άρθρο 15 της Οδηγίες 2008/115/ΕΚ σ' όσον αφορά την εξέταση της νομιμότητας της κράτησης με σκοπό την απέλαση.
Οι λόγοι έφεσης 1,6,7 και 8 είναι συναφείς και αναφέρονται ουσιαστικά στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τους λόγους ακύρωσης της προσφυγής. Σύμφωνα με την αγόρευση της δικηγόρου του εφεσείοντα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα νομικά σημεία της προσφυγής ήταν γενικά γι' αυτό και δεν εξέτασε κανένα λόγο ακύρωσης επί της ουσίας, είναι εσφαλμένη. Παραπέμπει δε στα νομικά σημεία όπως καταγράφονται στην προσφυγή τα οποία και θεωρεί ότι είναι επαρκώς διατυπωμένα και αιτιολογημένα, ώστε το Δικαστήριο να ήταν σε θέση να προχωρήσει σε εξέταση τους. Τα παραθέτουμε για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«1. Η προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που διατάσσει την απέλαση του Αιτητή από τη Δημοκρατία πριν την άσκηση του δικαιώματός του σε πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, λήφθηκε κατά παράβαση του ευρωπαϊκού δικαίου και ειδικότερα της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ή ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 αναφορικά με τη Νομική Κατάσταση των Προσφύγων, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000 μέχρι 2009 (Ν. 6(Ι)/2000) και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Κανονισμών.
2. Η προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που διατάσσει την κράτηση του Αιτητή για σκοπούς απέλασής του από τη Δημοκρατία λήφθηκε κατά παράβαση του ευρωπαϊκού δικαίου και ειδικότερα της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ή ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, της Οδηγίας 2003/9/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη και των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 μέχρι 2009 (Ν. 6(Ι)/2000), της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
3. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν από τους καθ' ων η Αίτηση τελώντας υπό πλάνη περί το Νόμο.
4. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν από τους Καθ' ων η Αίτηση τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα.
5. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ή/και ενέργειες ενδιάμεσες ή.και προπαρασκευαστικές αυτών παραβιάζουν σωρευτικά τις πρόνοιες του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99) και ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 5, 8, 9, 10, 11, 13, 15, 17, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 28, 38, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 50, 51, 52 του εν λόγω Νόμου.»
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση ως προς τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ανεπάρκεια και αοριστία των νομικών σημείων της προσφυγής, για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης.
«Εισηγείται επίσης ο Αιτητής ότι παρανόμως τα διατάγματα απέλασης και κράτησης εξεδόθησαν δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αντί δυνάμει του άρθρου 180Η του ιδίου Νόμου το οποίο εθεσπίσθη προς εναρμόνιση με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ. Και πάλι, δεν θα εξετάσω την εισήγηση αφού η γενική αναφορά που γίνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ ουδόλως θεωρείται επαρκής προς έγερση νομικού σημείου ως προς τα άρθρα 14 και 180Η του Νόμου, αφού μάλιστα ουδεμία διατύπωση τέτοιου παραπόνου γίνεται οπουδήποτε στην προσφυγή. Παρατηρεί όμως συναφώς και η Δημοκρατία ότι, εφ΄όσον ο Αιτητής είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης, το άρθρο 180Η δεν θα είχε εν πάση περιπτώσει εφαρμογή στην περίπτωσή του.
Βασική θέση του Αιτητή είναι ότι δεν διέμενε παρανόμως στη Δημοκρατία και έτσι δεν μπορούσε να θεωρηθεί απαγορευμένος μετανάστης. Ισχυρίζεται προς τούτο ότι είχε δικαίωμα παραμονής το οποίο απορρέει αυτοδικαίως από το άρθρο 8 του περί Προσφύγων Νόμου ως αιτητής ασύλου, εφ΄όσον μάλιστα έχει ασκήσει δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο, εκείνο της προσφυγής κατά της απόφασης της ΑΑΠ με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι ως εκ τούτου παράνομη, καταλήγει ο Αιτητής, η στήριξη της κήρυξης του ως απαγορευμένος μετανάστης και των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης του στο άρθρο 61(κ)(ζ) του Νόμου.
Ούτε τέτοιο νομικό σημείο εγείρεται επαρκώς στα νομικά σημεία και τα γεγονότα της προσφυγής, όπου γίνεται μόνο γενική αναφορά στους περί Προσφύγων Νόμους, για να δικαιούται να εξετασθεί. Ως θέμα όμως εκ πρώτης όψεως νομικής άποψης, και χωρίς να εξετάζω περαιτέρω το θέμα, παρατηρώ ότι δεν με ελκύει η εισήγηση του Αιτητή, στην οποία προβαίνει σε στήριξη της θέσης του, ότι ο όρος «τελική απόφαση» επεκτείνεται πέραν της διοικητικής και στη δικαστική διαδικασία. Είναι η διοικητική διαδικασία που κρίνει την αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα επί της ουσίας της και όχι η δικαστική διαδικασία η οποία αποσκοπεί και μόνο στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής διαδικασίας. Πέραν τούτου, είναι εύστοχη και η παρατήρηση της Δημοκρατίας ότι, καθ΄όσον υπήρξε νομοθεσία προς ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ στο ημεδαπό δίκαιο, δεν μπορεί να εξετάζεται μέσω προσφυγής η επάρκεια της ημεδαπής νομοθεσίας.»
Ήταν περαιτέρω εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει με την εξέταση των λόγων ακύρωσης και να αποφασίσει, εφόσον η νομική πτυχή της προσφυγής συμπληρώνεται, εν πάση περιπτώσει, με την αγόρευση της κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Σύμφωνα με τον Καν. 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο αιτητής θα πρέπει να εξειδικεύσει ρητά και να αιτιολογήσει πλήρως τους νομικούς λόγους ακύρωσης. Ωστόσο ο διαδικαστικός αυτός Κανονισμός τυγχάνει χαλάρωσης όταν διάδικος εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, επιφύλαξη που δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση εφόσον κατά την πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων εμφανίζετο με δικηγόρο.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 ΑΑΔ 257 με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στη σελ. 263 ως προς την αναγκαιότητα τήρησης των προνοιών του Κανονισμού 7:
«Είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας ότι προβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών μια γενική αναφορά ότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης. Προς τούτο έγινε επίκληση των αποφάσεων Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275, Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 281 και Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962
"έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως".
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. Στην πιο πάνω υπόθεση ο πρόσθετος λόγος που επικαλέστηκε ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση, ο οποίος αφορούσε την αντισυνταγματικότητα νόμου, συνιστούσε νομικό θέμα ιδιάζουσας σπουδαιότητας και θα μπορούσε να εξεταστεί μετά τον επακριβή προσδιορισμό άρθρου του Νόμου και του Συντάγματος τα οποία συγκρούονταν μεταξύ τους.
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.
Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.)"
Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (πιο πάνω) τονίστηκε ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία και ότι η προφορική ή γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο ούτε αποδεικτικό μέσο.
Στην υπόθεση Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι πρόσθετοι λόγοι που περιλήφθηκαν στη γραπτή αγόρευση των αιτητών δεν μπορούσαν να εξεταστούν και υιοθετήθηκε η αρχή στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (πιο πάνω), ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις θα πρέπει να περιορίζονται στους λόγους της προσφυγής που προβάλλονται για την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης.
...............................
Σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων τονίστηκε ότι μια απλή αναφορά στους λόγους έφεσης για παράβαση νόμου, κακή εφαρμογή του νόμου ή για κατάχρηση εξουσίας δεν είναι ικανοποιητική και ότι η αναφορά θα πρέπει να συνοδεύεται από μια συγκεκριμένη επίκληση.»
Δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ 598).
Από ενδελεχή μελέτη του φακέλου της πρωτόδικης διαδικασίας καθίσταται σαφές ότι το νομικό πλαίσιο επί του οποίου βασίστηκε η προσφυγή δεν πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει ο Καν. 7 και η πιο πάνω νομολογία. Τα μοναδικά νομικά σημεία της προσφυγής είναι ότι το διάταγμα απέλασης και κράτησης λήφθηκε κατά παράβαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου και ειδικότερα της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ και της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 μέχρι 2009 και Κανονισμών, της Οδηγίας 2003/9/ΕΚ, της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.
Ο τρόπος αυτός σύνταξης των νομικών σημείων χωρίς επίκληση της συγκεκριμένης πρόνοιας του Νόμου ή των αρχών του Διοικητικού ή Ευρωπαϊκού Δικαίου που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη μαζί με τα γεγονότα που συνιστούν την αιτιολογία, καθιστά το νομικό πλαίσιο ανεπαρκές προς εξέταση όχι μόνο κατά την πρωτόδικη διαδικασία, αλλά και κατ' έφεση, εφόσον αντικείμενο της διαδικασίας εξακολουθεί, όπως και στην προσφυγή, να είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης (βλ. Γρηγορίου ν. ΑΗΚ (1998) 3 ΑΑΔ 728). Σημειώνεται ότι το θέμα που ηγέρθηκε δεν αναφέρεται σε ένα μεμονωμένο νομικό σημείο, αλλά σε όλα και δεν αφορά σε επουσιώδεις παρατυπίες, όπως ένα γραφικό λάθος ή μια απροσεξία που μπορούν να διορθωθούν. (βλ. Κιriaki Tikirou v. Τhe Public Service Commission (1968) 3 C.L.R. 515). Ούτε επίσης τα θέματα που εγείρει στην αγόρευση της η δικηγόρος του εφεσείοντα είναι δημόσιας τάξης που προκύπτουν άμεσα από την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Η ανάγκη για αυστηρή συμμόρφωση με τις επιταγές του Καν. 7 είναι διαχρονική και προς τούτο η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη και συνεχής, (Ismail Mehmet Shaleir κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 54 και Ιωαννίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 75), όπου τονίστηκαν ότι δεν είναι δυνατό λόγω ασάφειας ή αοριστίας να συζητείται κάθε δυνατό θέμα, εξοβελίζοντας τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις.
Σύμφωνα με τη νομολογία, οι λόγοι ακύρωσης που βασίζονται στην αντισυνταγματικότητα ενός Νόμου ή Κανονισμών δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα, όπως ούτε και τα νομικά σημεία που άπτονται παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. Σταύρος Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 293). Γι' αυτό συμφωνούμε με τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα, αρνούμενο να προβεί σε εξέταση των λόγων ακύρωσης, ενόψει της ανεπάρκειας και μη ικανοποιητικής παράθεσης του νομικού πλαισίου της προσφυγής που, σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία, δεν μπορεί να θεραπευθεί με το περίγραμμα αγόρευσης.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 που αναφέρονται σε λανθασμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου απαντώνται σε μεγάλο βαθμό απ' όσα αναφέραμε πιο πάνω κατά την εξέταση των λόγων έφεσης 1, 6, 7 και 8. Είναι εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντα, προς υποστήριξη των συγκεκριμένων λόγων έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο ο εφεσείων ήταν αιτητής πολιτικού ασύλου ή απαγορευμένος μετανάστης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά τη διαπίστωση του για τον ελλιπή και αντικανονικό τρόπο παράθεσης των νομικών σημείων της προσφυγής, εξέτασε εκ πρώτης όψεως το συγκεκριμένο θέμα που ήγειρε η δικηγόρος του εφεσείοντα στην αγόρευση της, ότι δηλαδή λόγω του ότι ο εφεσείων διατηρούσε το καθεστώς του αιτητή ασύλου δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί παράνομος μετανάστης. Όπως δε αναφέρει στην απόφαση του, δεν τον ελκύει η εισήγηση ότι ο όρος «τελική απόφαση» επεκτείνεται πέραν της διοικητικής και στη δικαστική διαδικασία προσθέτοντας ότι η τελευταία «αποσκοπεί και μόνο στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής διαδικασίας».
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση και παρά το ότι εκ του περισσού προέβη σε εξέταση έστω εκ πρώτης όψεως της εισήγησης, ενόψει της ανεπαρκούς, ασαφούς και αόριστης καταγραφής του σχετικού νομικού σημείου στην προσφυγή, παρά ταύτα επί της ουσίας η εκ πρώτης όψεως διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Το διάταγμα απέλασης και κράτησης εναντίον του εφεσείοντα εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου που προνοεί περί της δυνατότητας έκδοσης διαταγμάτων απέλασης και κράτησης στις περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης. Ο εφεσείων κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) και (λ) του ίδιου Νόμου που προνοεί τα εξής:
«6(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:
...............................
(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών.
(λ) οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος, αν επιθυμεί να εισέλθει στη Δημοκρατία ως μετανάστης, δεν έχει στην κατοχή του επιπρόσθετα από διαβατήριο που φέρει Βρεττανική Προξενική θεώρηση για τη Δημοκρατία άδεια μετανάστευσης που χορηγείται από τον Ανώτερο Διευθυντή σύμφωνα με οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού.
(μ) ..................»
Ο εφεσείων δεν παρουσίασε οποιοδήποτε ικανό στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ της θέσης που πρόβαλε πρωτόδικα και κατ' έφεση, ότι δηλαδή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απαγορευμένος μετανάστης, γεγονός που, όπως αναφέρει και ο πρωτόδικος Δικαστής στην απόφαση του, είχε επισημάνει και η Δημοκρατία.
Ήταν περαιτέρω εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντα ότι ο εφεσείων είχε δικαίωμα παραμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ενόψει εκκρεμοδικείας της προσφυγής του εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων γι' αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απαγορευμένος μετανάστης. Όμως από έρευνα μας στο φάκελο της προσφυγής του με αρ. 1320/11 διαφάνηκε, όπως αναφέρουμε και στην αρχή της απόφασης μας, ότι η προσφυγή είχεν αποσυρθεί και απορριφθεί από τις 7/1/13, γεγονός βέβαια που προέκυψε μετά την πρωτόδικη απόφαση.
Συνοψίζοντας θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτό ως προς την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή ενόψει της ανεπάρκειας και αοριστίας των επικαλουμένων νομικών σημείων ή τις επι μέρους, έστω εκ πρώτης όψεως διαπιστώσεις του, τις οποίες συμμεριζόμαστε πλήρως.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 6, 7 και 8 είναι έκθετοι σε απόρριψη. Παρέμειναν να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης 4 και 5 που αφορούν, σύμφωνα με αυτούς, στη λανθασμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορεί να εξετάζεται η επάρκεια της ημεδαπής νομοθεσίας, ενόψει ενσωμάτωσης σ' αυτήν της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ μέσω προσφυγής και στην παράλειψη εξέτασης του αποτελέσματος των Οδηγιών 2005/85/ΕΚ και 2008/115/ΕΚ σε σχέση με το δικαίωμα αιτητών ασύλου σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο, αντίστοιχα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του χαρακτήρισε ως εύστοχη την παρατήρηση της Δημοκρατίας, ότι εφόσον υπήρξε νομοθεσία προς ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ στο ημεδαπό Δίκαιο, δεν μπορεί να εξετάζεται μέσω προσφυγής η επάρκεια της ημεδαπής νομοθεσίας.
Όπως το Άρθρο 288(3) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει, η Οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.
Στην υπόθεση Sigma Radio TV Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α.Ε. 56/10, ημερ. 3/4/15, ECLI:CY:AD:2015:C245 αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την εμβέλεια των Οδηγιών:
«Εν προκειμένω, η Κύπρος εφάρμοσε την Οδηγία με τη θέσπιση του Νόμου. Η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου που διαπνέει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εκφράζεται στην περίπτωση των Οδηγιών, με την αναγνώριση υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων για ερμηνεία του εθνικού νόμου, κατά τρόπο που να συνάδει με την Οδηγία η οποία αφορά το αντίστοιχο αντικείμενο, ακόμα και στην περίπτωση που ο εθνικός νόμος προϋπήρχε της Οδηγίας, όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Marleasing SA v. La Comercial International de Alimentacion SA (Case C-106/89) [1990] ECRI - 4135, όπου αναγνωρίστηκε με σαφήνεια τέτοια υποχρέωση[2].
Στην υπόθεση Marleasing η υποχρέωση για ερμηνεία συνάδουσα προς τις Οδηγίες τέθηκε ως εξής:
«[8] . the Member States' obligation arising from a directive to achieve the result envisaged by the directive and their duty under Article 5 of the Treaty to take all appropriate measures, whether general or particular, to ensure the fulfilment of that obligation, is binding on all the authorities of Member States including, for matters within their jurisdiction, the courts. It follows that, in applying national law, whether the provisions in question were adopted before or after the directive, the national court called upon to interpret it is required to do so, as far as possible, in the light of the wording and the purpose of the directive in order to achieve the result pursued by the latter and thereby comply with the third paragraph of Article189 of the Treaty[3].»
Στην υπόθεση Marks and Spencer plc v. Commissioners of Customs and Excise (C-62/00) [2002] ECRI - 6325, το ζήτημα της συνάδουσας ερμηνείας εξηγήθηκε με αναφορά στη δυναμική και αδιάληπτη υποχρέωση των κρατών μελών για ορθή και πλήρη εφαρμογή, στην πράξη, των Οδηγιών, χωρίς να αρκεί απλώς η υιοθέτηση μέτρων προς ενσωμάτωσή τους. Λέχθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά:
«[27] Consequently, the adoption of national measures correctly implementing a directive does not exhaust the effects of the directive. Member States remain bound actually to ensure full application of the directive even after the adoption of those measures. Ιndividuals are therefore entitled to rely before national courts, against the State, on the provisions of a directive which appear, so far as their subject-matter is concerned, to be unconditional and sufficiently precise whenever the full application of the directive is not in fact secured, that is to say, not only where the directive has not been implemented or has been implemented incorrectly, but also where the national measures correctly implementing the directive are not being applied in such a way as to achieve the result sought by it.
[28] As the Advocate General noted in point 40 of his Opinion, it would be inconsistent with the Community legal order for individuals to be able to rely on a directive where it has been implemented incorrectly but not to be able to do so where the national authorities apply the national measures implementing the directive in a manner incompatible with it.»
Συνεπώς, το ζήτημα του Καν. ΣΤ.3 ως ultra vires του Νόμου, θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της Οδηγίας και να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να συνάδει με αυτή.»
Ενόψει της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ στο ημεδαπό δίκαιο και συγκεκριμένα στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και νοουμένου ότι οι πρόνοιες της δικής μας νομοθεσίας θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να συνάδει με τις Οδηγίες, εφαρμοστέα στην περίπτωση του εφεσείοντα είναι η ημεδαπή νομοθεσία.
Όπως διατείνεται ο εφεσείων, μέσω της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου του, στόχος του είναι να στηρίξει τα επιχειρήματα του απ' ευθείας στις διατάξεις των Οδηγιών 2008/115/ΕΚ και 2005/85/ΕΚ σε σχέση με την κατοχύρωση του δικαιώματος του σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο, κατά την έννοια του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Σημειώνεται κατ' αρχάς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με το χαρακτηρισμό «εύστοχη» που έδωσε στη σχετική παρατήρηση της Δημοκρατίας κατ' ουδένα λόγο μπορεί να θεωρηθεί ως κατάληξη του που να συνιστά αντικείμενο έφεσης. Από την άλλη δεν παρουσιάστηκε από πλευράς εφεσείοντα κανένα ικανοποιητικό στοιχείο ότι η ενσωμάτωση των Οδηγιών στην εθνική μας νομοθεσία δεν ήταν ορθή ή δεν διασφαλίζει την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή τους.
Ο εφεσείων ήταν σε θέση να ασκήσει όλα τα ένδικα και άλλα μέσα εναντίον της απορριπτικής απόφασης στο αίτημα του για άσυλο όσο και κατά της απορριπτικής απόφασης για απέλαση του, που προνοούνται στον περί Προσφύγων Νόμο και στον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο αντίστοιχα, όπως και έπραξε.
Συνεπώς και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 θα πρέπει να απορριφθούν.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη μας που οδηγεί σε απόρριψη της έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να σχολιάσουμε ένα επιπρόσθετο θέμα που προέκυψε. Με το πέρας της προφορικής αγόρευσης της δικηγόρου του εφεσείοντα στο στάδιο των διευκρινίσεων, σε ερώτηση του Εφετείου «ο εφεσείων πού βρίσκεται», η δικηγόρος του ανέφερε επί λέξει «Έχει εγκαταλείψει τη Δημοκρατία το 2015. Είναι στην Αρμενία. Είμαι σε επαφή μαζί του εν όψει του ότι εκκρεμεί προσφυγή στο ΕΔΑΔ.» Ως αποτέλεσμα της αναχώρησης του εφεσείοντα από την Κύπρο και της επί του παρόντος διαμονής του στην Αρμενία, που δεν είναι η χώρα καταγωγής του ώστε να ελλοχεύει ο κίνδυνος δίωξης του που είναι μια εκ των θέσεων που προώθησε ο εφεσείων, καθίσταται φανερό ότι απώλεσε ουσιαστικά το έννομο συμφέρον προσβολής του διατάγματος απέλασης και κράτησης το οποίο θα πρέπει να υπάρχει μέχρι και την ολοκλήρωση της έφεσης. Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο ενώπιον μας ότι η αναχώρηση του από την Κύπρο ήταν αποτέλεσμα της μη ελεύθερης βούλησης του, ή διενεργήθηκε κάτω από επιφυλάξεις ή άσκησης πίεσης ή άλλων συνθηκών που δεν εξαλείφουν το έννομο συμφέρον (βλ. το σύγγραμμα του Νίκου Χρ. Χαραλάμπους Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, 3η έκδ. σελ. 155).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Α. Λιάτσος, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΚΑσ