ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:C29
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 91/2012)
(Υποθέσεις Αρ. 791/10, 886/10, 887/10, 888/10, 889/10)
18 Ιανουαρίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
JUPIWIND LTD,
TYGOONATO COFFEE LOUNGE LTD,
ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΙΩΑΝΝΑ,
ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΩ,
GOUMOUTI LTD,
Εφεσείουσες
- ΚΑΙ -
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,
Εφεσίβλητου
--------------------------------------
Λ. Διομήδους για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για τις Εφεσείουσες.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ,
για τον Εφεσίβλητο.
----------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείουσες, (νομικά και φυσικά πρόσωπα), αμφισβήτησαν με προσφυγή την απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου να επιβάλει σε αυτές διοικητικά πρόστιμα διαφορετικού ύψους κυμαινόμενα από €5.000 μέχρι €15.000, πλέον €500 και €1.000 ημερησίως για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
Τα γεγονότα εμφαίνονται με επάρκεια στην πρωτόδικη κρίση με την οποία απερρίφθη η προσφυγή και μπορούν να συνοψιστούν στο ότι με βάση το άρθρο 17 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου αρ. 66(Ι)/97, ως τροποποιήθηκε, απαιτείται η προηγούμενη γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας στην περίπτωση που πρόσωπο προτίθεται να αποκτήσει τον έλεγχο εμπορικής τράπεζας, κατέχοντας, δηλαδή, ποσοστό πέραν του 10% του μετοχικού κεφαλαίου της. Οι διάφορες εφεσείουσες εταιρείες και τα φυσικά πρόσωπα διαπιστώθηκε να κατέχουν διάφορα ποσοστά στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας USB Bank Plc, που μαζί ανέρχονταν στο συνολικό ποσοστό του 22.01%. Οι εταιρείες και τα φυσικά πρόσωπα αγόρασαν και μεταβίβασαν τέτοια ποσοστά μετοχών ούτως ώστε στο τέλος της ημέρας και οι πέντε εφεσείουσες που είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους ή θεωρούνται συνεργάτες, να κατείχαν το προαναφερόμενο ποσοστό.
Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, (εφεξής «ο Διοικητής»), θεωρώντας ότι εκ πρώτης όψεως παραβιάζονταν οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, απέστειλε στις 5.2.2010 επιστολή με την οποία τους ζητούσε μέχρι τις 19.2.2010 να υποβάλουν γραπτώς τα σχόλια και απόψεις τους. Μετά την ανταλλαγή επιστολών που κάλυπταν όλες τις εφεσείουσες εκτός από την εφεσείουσα 2, η οποία δεν υπέβαλε τις παραστάσεις της, ο Διοικητής στις 16.3.2010, αφού εξέτασε τις θέσεις που υποβλήθηκαν, έκρινε ότι όλες οι εφεσείουσες είχαν παραβιάσει το άρθρο 17(1)(α)(ii) το Νόμου και τους έδωσε την ευκαιρία να ακουστούν για σκοπούς επιβολής κύρωσης. Όλες οι εφεσείουσες, πλην και πάλι της εφεσείουσας 2, έθεσαν τις απόψεις και εισηγήσεις τους ενώπιον του Διοικητή, ο οποίος και επέβαλε τα προαναφερθέντα πρόστιμα και ημερήσιες πρόσθετες κυρώσεις.
Όπως προαναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλες τις προσφυγές που συνενώθησαν και συνεξετάσθηκαν, απορρίπτοντας και τους εννέα λόγους ακύρωσης που προτάθηκαν. Η πρωταρχική θέση των εφεσειουσών ήταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί κατά παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, επί τω ότι ο Διοικητής συγκέντρωνε στο πρόσωπο του την ιδιότητα του ανακριτή, κατηγόρου και Δικαστή, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται οι αρχές της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Διοικητής αποτελεί διοικητικό όργανο που ενεργεί στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας και όχι δικαστικής, επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο και όχι ποινή, ως να ήταν Δικαστήριο, η δε απόφαση του ελέγχεται κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από το Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφαρμόζονται πλήρως οι αρχές της νομολογίας όπως αυτές κρίθηκαν τελεσίδικα στη Sigma Radio TV v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, η οποία επιβεβαιώθηκε και επικυρώθηκε από το ΕΔΑΔ στη Sigma Radio Television Ltd v. Cyprus Application Nos 32181/04 και 35122/05 ημερ. 21.7.2011.
Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη πράξη είχε εκδοθεί κατά παράβαση του Άρθρου 12 του Συντάγματος λόγω του ότι αν και η διαδικασία ενώπιον του Διοικητή ήταν πειθαρχικής φύσεως, στην ουσία είχε ποινικό χαρακτήρα ώστε να ήταν αναγκαία η επίδοση στις εφεσείουσες κατηγορητηρίου. Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, εκείνο που είχε επιβληθεί ήταν διοικητικό πρόστιμο και όχι ποινή όπως προκύπτει σαφώς και από το άρθρο 42 του Νόμου, και, επομένως, το διοικητικό πρόστιμο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ποινή που δύναται να επιβληθεί για παραβάσεις που μπορούν να επιφέρουν και διοικητικό πρόστιμο, οι οποίες όμως μπορούν να θεμελιώσουν δυνάμει του άρθρου 44 του Νόμου και ποινικό αδίκημα, δίωξη για το οποίο ασκείται μόνο από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεση του. Το Διοικητικό Δικαστήριο, παρά το ότι δεν διαγιγνώσκει πρωτογενώς γεγονότα και δεν υποκαθιστά την ουσιαστική κρίση της διοίκησης με τη δική του, εξετάζοντας και ελέγχοντας τη νομιμότητα της πράξης, παρέχει πλήρη ή επαρκή έλεγχο εντός της νομολογίας της Δημοκρατίας, αλλά και του ΕΔΑΔ.
Απερρίφθη επίσης η θέση ότι η απόφαση του Διοικητή ήταν αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης, κατάχρησης εξουσίας, λήψης εξωγενών στοιχείων και παραγόντων και μη δέουσας αιτιολογίας. Το Δικαστήριο καταγράφοντας τη διαπίστωση του ότι ο λόγος ακύρωσης που ήταν ο υπ΄ αρ. 3, διατυπώνετο με γενικότητα και δημιουργούσε πρακτικό πρόβλημα στον έλεγχο της βασιμότητας του, υπέδειξε ότι καμία πλάνη δεν υπήρχε στην απόφαση του Διοικητή ως προς την κατάληξη του ότι η εφεσείουσα Ιωάννα Χριστοφή ήταν συνεργάτης της εφεσείουσας Jupiwind Ltd, διότι πέραν των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 17(1), το εδάφιο (iv) συμπεριλαμβάνει και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, τα συμφέροντα των οποίων είναι αλληλοεξαρτώμενα με τα συμφέροντα του υποψηφίου αγοραστή ή του προσώπου που κατέχει μετοχές. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η απόφαση του Διοικητή πρέπει να αναγνωσθεί στο σύνολο των 16 σελίδων της, όπου παρατίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα.
Ο λόγος ακύρωσης 4, αφορούσε την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 17(1) ο οποίος απερρίφθη, εφόσον ο λόγος αυτός κατ΄ αντίθεση προς πάγια νομολογία είχε διατυπωθεί κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αλλά και εν πάση περιπτώσει δεν φαινόταν να υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα αντισυνταγματικότητας, αφού το άρθρο δεν απαγορεύει παντελώς την απόκτηση μετοχών σε τράπεζα, αλλά απαγορεύει τον έλεγχο τράπεζας εκτός αν ο αγοραστής εξασφαλίσει προηγουμένως τη γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία έχει αναγνωρισμένο εποπτικό ρόλο επί του τραπεζικού και πιστωτικού συστήματος. Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης και το λόγο ακύρωσης ότι η απόφαση ήταν αποτέλεσμα νομικής πλάνης αναφορικά με το βάρος και μέτρο της απόδειξης ενοχής, θεωρώντας ότι λανθασμένα οι εφεσείουσες, αιτήτριες ενώπιον του, ανέπτυξαν το σκεπτικό στη βάση του ότι πρόκειται για ποινική διαδικασία, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για διοικητικής φύσεως διαδικασία, κατ΄ εφαρμογή δε των αρχών του διοικητικού δικαίου, ο διάδικος που επικαλείται ζήτημα νομικής πλάνης, φέρει και το βάρος απόδειξης.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο επιλήφθηκε των υπολοίπων λόγων ακύρωσης απορρίπτοντας τη θέση ότι η απόφαση είχε ληφθεί από αναρμόδιο όργανο παραπέμποντας στη σαφή πρόνοια του εδαφίου (10) του άρθρου 17 που παρέχει εξουσία στο Διοικητή να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ενώ απερρίφθη και η θέση ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας στην ποινή, δεδομένου ότι ο Διοικητής έλαβε υπόψη του όλα τα γεγονότα και τα αναμεμειγμένα συμφέροντα, καθώς και το ανώτατο ύψος προστίμου που καθοριζόταν στις €80.000. Γενικό και αόριστο έκρινε το Δικαστήριο και τον επόμενο λόγο ακύρωσης ως προς τη διαπίστωση της ενοχής της εφεσείουσας Ιωάννας Χριστοφή ως συνεργάτιδας ορισμένων τουλάχιστον εφεσειουσών, με το Δικαστήριο να υποδεικνύει ότι και πάλι οι εφεσείουσες δεν προέβαλαν έγγραφο ή άλλο στοιχείο που να είναι πειστικό ώστε να δημιουργηθούν αμφιβολίες για το ενδεχόμενο ύπαρξης πλάνης, ενώ υπήρχε και επαρκής αιτιολογία από την ολοκληρωμένη ανάγνωση της απόφασης του Διοικητή, λόγος που προβλήθηκε μόνο από την εφεσείουσα Jupiwind Ltd.
Οι ίδιες αιτιάσεις προς ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης προβάλλονται και ενώπιον της Ολομέλειας με ανάπτυξη των διαφόρων θέσεων σε 21 λόγους έφεσης. Οι λόγοι συμπλέκονται και πολλοί από αυτούς αναλύουν την ίδια θεματολογία υπό διάφορες οπτικές γωνίες και με αχρείαστη σχολαστικότητα. Ο κύριος κορμός της έφεσης, που αναπτύσσεται στους πλείστους όσους επί μέρους λόγους, αφορά την, κατ΄ ισχυρισμόν, λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου ότι με την απόφαση του στη Sigma Radio Television Ltd, το ΕΔΑΔ επικύρωσε την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε όλα τα σημεία. Αντίθετα, το ΕΔΑΔ ανέτρεψε το κύριο μέρος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι η προσφερόμενη στο κυπριακό σύστημα δικαίου αναθεωρητική δικαιοδοσία δεν είναι αρκετή αφού το αναθεωρητικό Δικαστήριο εμποδίζεται από το να αποφασίσει ουσιώδη θέματα με δεδομένο ότι δεν μπορεί να εξετάσει τις πραγματικές διαπιστώσεις των διοικητικών οργάνων, ούτε και να ελέγξει την αυστηρότητα αυτής καθαυτής της ποινής.
Η θέση επομένως του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι το ΕΔΑΔ ουσιαστικά επικρότησε τα όσα αποφάσισε η Πλήρης Ολομέλεια στη Sigma Radio TV, έχει στην ουσία ανατραπεί από την παράγραφο 159 της απόφασης του ΕΔΑΔ. Συναφές με το επιχείρημα αυτό είναι και η θέση των εφεσειουσών ότι λανθασμένα απερρίφθη η εισήγηση ότι ο Διοικητής μπορούσε να αναλάβει το συνδυασμένο ρόλο του ερευνητή, διώκτη και Δικαστή, αφού το ΕΔΑΔ κατέγραψε τη θεμιτή ανησυχία του στην υπόθεση Sigma ότι η συνένωση διαφορετικών λειτουργιών και ιδιαίτερα του γεγονότος ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται κατατίθεται στο δικό της ταμείο (δηλαδή της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης), και, για δική της χρήση, αποστερεί το όργανο από την αναγκαία νόμιμη αμεροληψία κατά τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της Σύμβασης.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών πρόσθεσε στην επιχειρηματολογία του και το σκεπτικό της πρόσφατης απόφασης του ΕΔΑΔ στην Kamenos v. Cyprus Application No. 147/07 ημερ. 31.10.2017.
Κατά τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε θεωρώντας ότι ο Διοικητής ενεργούσε στο πλαίσιο διοικητικής και όχι δικαστικής διαδικασίας επιβάλλοντας έτσι διοικητικό πρόστιμο και όχι ποινή και κακώς διαφοροποίησε νομολογία του ΕΔΑΔ επί του θέματος. Ο Διοικητής είχε μεροληπτική στάση και η σχετική εισήγηση των εφεσειουσών λανθασμένα απερρίφθη δεδομένου ότι ο Διοικητής είχε προβεί σε διαπιστώσεις ενοχής στο πολύ αρχικό στάδιο της διαδικασίας, πριν ακόμη ακούσει τις εφεσείουσες. Πρόσθετα, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπόθεση δεν ήταν ποινικής στην ουσία υφής ώστε να χρειάζεται η επίδοση κατηγορητηρίου και ότι οι εφεσείουσες δεν είχαν με σαφήνεια προσδιορίσει την πλάνη που είχαν επικαλεστεί πρωτοδίκως, ιδιαιτέρως ως προς την κατάληξη του Διοικητή ότι η εφεσείουσα Ιωάννα Χριστοφή είναι συνεργάτης της Jupiwind και επομένως υπήρχε διάσταση επί των γεγονότων αναφορικά και με το εφαρμοστέο αποδεικτικό μέτρο.
Λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε επίσης το ζήτημα που τέθηκε περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας ως προς την ποινή που επεβλήθη, καθώς επίσης και ότι αναιτιολόγητα απέρριψε τη θέση ότι η απόφαση του Διοικητή, αναφορικά τουλάχιστον με την εφεσείουσα Jupiwind Ltd, ήταν αναιτιολόγητη. Εσφαλμένη ήταν επίσης η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να επέμβει σε τεχνικής φύσεως θέματα παραβιάζοντας έτσι το Άρθρο 30(1) του Συντάγματος και το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου, όπως αυτή προβάλλει μέσα από το δικό του περίγραμμα, θεωρεί την πρωτόδικη κρίση απόλυτα ορθή για το λόγο ότι όλα τα θέματα που αφορούν τη συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του Διοικητή έχουν στην ουσία απαντηθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Πλήρη Ολομέλεια που έχει επικροτηθεί από το ΕΔΑΔ. Η φύση της διοικητικής διαδικασίας είναι διαφορετική από αυτή στη βάση της οποίας ενεργεί ένα Δικαστήριο και ουδεμία πλάνη υπήρξε κατά την έκδοση της απόφασης του Διοικητή, δεδομένου ότι όλα τα γεγονότα ήταν ενώπιον του στη βάση των οποίων ο Διοικητής έκρινε ότι η μια εταιρεία ήταν συνεργάτιδα της άλλης και ιδιαίτερα συνεργάτιδα με την Ιωάννα Χριστοφή, η οποία είχε το 100% του μετοχικού κεφαλαίου της Tygoonato Coffee Lounge Ltd, εφεσείουσας 2. Προς τούτο ο Διοικητής ανέλυσε με λεπτομέρεια τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη. Το πρόστιμο το οποίο επέβαλε ο Διοικητής δεν αποτελεί ποινή εντός της εννοίας του Άρθρου 12 του Συντάγματος, ούτε η επίδικη παράβαση μπορεί να θεωρηθεί ή να ταξινομηθεί ως ποινική και η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ δεν αφορά τις διοικητικές, στην ουσία, κυρώσεις. Η νομολογία του ΕΔΑΔ στην οποία αναφέρθηκαν οι εφεσείουσες, ορθά διαφοροποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ο Διοικητής ήταν προσεκτικός στις διαπιστώσεις του ώστε με κανένα τρόπο να μην ευσταθεί η θέση των εφεσειουσών ότι υπήρξε μεροληπτικός και εκ προοιμίου καταδικαστικός.
Ούτε υπάρχει ζήτημα μη ευθυγράμμισης της νομολογίας στη Δημοκρατία με αυτή του ΕΔΑΔ, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε τον εαυτό του δεσμευμένο από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Sigma Radio TV. Η πρωτόδικη κρίση ως προς την ασάφεια με την οποία οι εφεσείοντες προώθησαν ζήτημα πλάνης επί γεγονότων ήταν επίσης ορθή, υπό το φως των δεδομένων που έθεσαν οι εφεσείουσες ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ με βάση πάγια νομολογία, ορθή ήταν και η θέση του Δικαστηρίου ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε τεχνικής φύσεως θέματα, όπως έκρινε ότι ήταν η απόφαση του Διοικητή ως προς το ποσοστό που εκάστη των εφεσειουσών κατείχε η μια στην άλλη και εν τέλει στη USB. Ούτε αναιτιολόγητη ήταν η απόφαση του Διοικητή αναφορικά με τη Jupiwind Limited, ούτε παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας με την επιβολή του προστίμου.
Εξετάζοντας την έφεση καταγράφεται κατ΄ αρχάς ότι οι περισσότεροι λόγοι έφεσης που αφορούν την εξουσία του Διοικητή και την αρμοδιότητα αυτού στην ουσία αλληλοκαλύπτονται, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι δε θέσεις των εφεσειουσών βασίζονται στην απόφαση του ΕΔΑΔ στη Sigma Radio Television Ltd. Στους επί μέρους λόγους έφεσης, οι συνήγοροι των εφεσειουσών παραθέτουν αποσπάσματα από την απόφαση του ΕΔΑΔ για να εισηγηθούν ότι στη βάση της απόφασης αυτής, ανετράπη στην ουσία η ετυμηγορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Sigma και, επομένως, κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναγνώρισε αυτή τη σημαντική παράμετρο στην ενώπιον του υπόθεση, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και επί της νομολογίας και επί της ουσίας.
Έχουν άδικο όμως οι εφεσείουσες προωθώντας την πιο πάνω θέση διότι η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν έχει ανατρέψει την ετυμηγορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Sigma. Τα αποσπάσματα τα οποία παραθέτουν από την απόφαση του ΕΔΑΔ, εκτός του ότι δεν είναι ολοκληρωμένα και συμπληρωμένα, δεν επιβεβαιώνουν τη θέση τους. Η απόφαση του ΕΔΑΔ πρέπει να αναγνωσθεί προσεκτικά και εν τω συνόλω της. Στην ουσία, εκείνο το οποίο το ΕΔΑΔ έκρινε, θεμελιώθηκε στον κοινό τόπο ότι οι εξουσίες αναθεώρησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν περιελάμβαναν όλες τις πτυχές της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης. Το σύνηθες, όμως, όπως λέχθηκε, σε όλα τα συστήματα ελέγχου μιας διοικητικής απόφασης στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι ότι δεν υποκαθίσταται η απόφαση του διοικητικού οργάνου από απόφαση του αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ενώ και η δικαιοδοσία του τελευταίου επί των γεγονότων είναι πράγματι περιορισμένη. Αναγνωρίστηκε όμως από το ΕΔΑΔ, ότι η απόφαση του διοικητικού οργάνου, εκεί της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, μπορούσε να ακυρωθεί για αριθμό λόγων περιλαμβανομένων της λανθασμένης αντίληψης γεγονότων ή νόμου από το διοικητικό όργανο, της μη επαρκούς αιτιολογίας, της μη δέουσας ή επαρκούς έρευνας, καθώς επίσης και για αριθμό διαδικαστικών λόγων, (παρ. 159 της απόφασης).
Το ΕΔΑΔ απέρριψε εν τέλει την ενώπιον του αίτηση της Sigma, θεωρώντας ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επαρκή δικαιοδοσία, («sufficient jurisdiction»), να αναθεωρήσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου ιδιαίτερα σε ένα εξειδικευμένο τομέα με δυνατότητα άσκησης διακριτικής ευχέρειας από το διοικητικό όργανο. Το άρθρο 6(1) της Σύμβασης δεν επιβάλλει σε ένα εφετειακό Δικαστήριο να έχει εξουσία υποκατάστασης της δικής του άποψης ή απόφασης με αυτή του διοικητικού οργάνου ή αρχής. Ούτε η υπόθεση στη Sigma, αφορούσε την άσκηση ήπιας εξουσίας στο ποινικό δίκαιο, («soft criminal law powers»), όπου το ΕΔΑΔ εφαρμόζει ένα υψηλότερο επίπεδο παρά σε ό,τι στις υποθέσεις που εμπίπτουν στο αστικό μέρος δικαιοδοσίας του άρθρου 6(1).
Τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο στη Sigma, όσο και το ΕΔΑΔ, επαναβεβαίωσαν ότι ένα διοικητικό όργανο ή αρχή δεν είναι Δικαστήριο stricto sensu και επομένως δεν υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι ο Νόμος και οι Κανονισμοί που διέπουν τη λειτουργία του διοικητικού οργάνου παρέχουν όλα τα εχέγγυα αμεροληψίας και ανεξαρτησίας. Στο ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας διοικητικών οργάνων, όπως η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης και η Κεντρική Τράπεζα, πρέπει να ενσωματωθεί και η θέση του ΕΔΑΔ ότι τέτοια όργανα λειτουργούν με στόχο την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή των νόμων που διέπουν διάφορες ουσιώδεις υπηρεσίες ούτως ώστε να παρέχεται έδαφος για ουσιαστικό έλεγχο από τα πρακτικά ή εθνικά εποπτικά όργανα των φορέων εκείνων που ασκούν λειτουργία στο συγκεκριμένο τομέα, όπως η Ραδιοτηλεόραση ή η Κεντρική Τράπεζα που ελέγχει τις εμπορικές τράπεζες («grounds of expediency»), (παρ. 160 της απόφασης του ΕΔΑΔ).
Προκύπτει επομένως ότι η θεμελιακή θέση που προωθούν οι εφεσείουσες ότι το ΕΔΑΔ έχει ανατρέψει το κύριο μέρος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Sigma, υποδεικνύοντας προς τούτο τις παρ. 157, 159 και 166 του σκεπτικού της απόφασης του ΕΔΑΔ, δεν ευσταθεί. Προσεκτική ανάγνωση των παραγράφων αυτών, αλλά και όλου του σκεπτικού, οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι λήφθηκαν υπόψη για την τελική απόρριψη της αίτησης στο ΕΔΑΔ, τα εξής δεδομένα: ότι (i) η υπόθεση αφορούσε κλασσική περίπτωση άσκησης διακριτικής ευχέρειας σε ένα εξειδικευμένο τομέα του νόμου σε σχέση με τα ραδιοτηλεοπτικά δεδομένα στο πλαίσιο της ένθεσης κανόνων και συμμόρφωσης με κανονισμούς στοχεύοντας στο δημόσιο συμφέρον, (παρ. 161). (ii) στους εκεί αιτητές είχε δοθεί κάθε ευκαιρία να παρουσιάσουν τις θέσεις και υποβολές τους προφορικώς και/ή γραπτώς, αφού προηγουμένως τους δόθηκαν πλήρεις λεπτομέρειες των κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεων των ραδιοτηλεοπτικών δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, οι αιτητές είχαν επίσης κάθε δικαίωμα να θέσουν τις απόψεις τους για αναθεώρηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και των εισηγήσεων περί διαδικαστικών ελαττωμάτων και παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης (παρ. 162). (iii) το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε διαδοχικά και εκτεταμένα τις αιτιάσεις του Sigma για παραβιάσεις, περιλαμβανομένων και των αφορόντων στην ίδια την νομιμότητα της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης (παρ. 163-165). (iv) το ζήτημα της αναλογικότητας της ποινής, δεν είχε εγερθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο αν εγειρόταν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει, όχι βέβαια in abstracto, αλλά στη βάση των συγκεκριμένων γεγονότων που καλύπτουν την περίπτωση (παρ. 168).
Είναι επομένως υπό το φως των πιο πάνω, που το ΕΔΑΔ προέβηκε σε εύρημα (παρ. 169), ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επαρκή δικαιοδοσία ώστε να κριθεί ότι υπήρχε συμμόρφωση με το Άρθρο 6.1 της Σύμβασης.
Η απόφαση Sigma του ΕΔΑΔ, αναλύεται και σχολιάζεται εκτενώς στο σύγγραμμα του Π. Πολυβίου: Διοίκηση και Δικαιοσύνη Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στο Κυπριακό Δίκαιο (Ανανεωμένη και Συμπληρωμένη Έκδοση), στις σελ. 215-224. Όπως ο συγγραφέας σχολιάζει, παρά το γεγονός ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν ικανοποιεί πλήρως διότι αποτελεί «σαφή προσπάθεια συμβιβασμού και συγκερασμού αντιθέτων τάσεων και προσεγγίσεων», περνώντας από τον «πλήρη έλεγχο» που απαιτείται από ένα Δικαστήριο, στον «επαρκή έλεγχο», εν τούτοις σαφώς αναγνωρίστηκε ότι ενυπάρχει διαχωρισμός κατά τον απαιτούμενο διοικητικό έλεγχο, μεταξύ «ποινικών κατηγοριών» και «αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων», που εγείρονται στο χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης. Αυτός ο «επαρκής έλεγχος», ήταν αρκετός για τη διαπίστωση ότι δεν τίθετο θέμα παραβίασης του Άρθρου 6.1, εφόσον το ζήτημα εξεταζόταν και κρινόταν από ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο.
Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Διοικητής δεν είναι Δικαστήριο, αλλά διοικητικό όργανο, το οποίο έχει σκοπό την προώθηση κατά απρόσωπο τρόπο των στόχων της σχετικής περί Κεντρικής Τράπεζας νομοθεσίας. Δεν τίθεται ζήτημα αμεροληψίας ή ανεξαρτησίας επειδή συγκεντρώνει ορισμένες εξουσίες στο ίδιο πρόσωπο εφόσον εν τέλει τα καθοριστικά δικαιώματα των διαδίκων εξετάζονται από Δικαστήριο στο οποίο αυτοί έχουν απεριόριστη δυνατότητα πρόσβασης προς έλεγχο της διοικητικής απόφασης. Σ΄ αυτό το πλαίσιο το αναθεωρητικό Δικαστήριο, όπως εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνει, μεταξύ άλλων, και την αμεροληψία του διοικητικού οργάνου, εδώ του Διοικητή, στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει ταυτόχρονα να τηρούνται και οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Η φυσική δικαιοσύνη στην υπό κρίση περίπτωση τηρήθηκε εφόσον ο Διοικητής έδωσε λόγο στις εφεσείουσες να προβάλουν παραστάσεις και πριν την απόφαση του ως προς τον έλεγχο που κατά παράβαση του άρθρου 17 αυτές ασκούσαν στη USB, όσο και πριν την απόφαση του να επιβάλει τη σχετική διοικητική κύρωση. Επομένως οι εφεσείουσες ακούσθηκαν πλήρως και ως προς τη διαπίστωση της συμμετοχής τους στη USB σε ποσοστό πέραν του 10% και ως προς το ενδεχόμενο επιβολής προστίμου. Η αρμοδιότητα του Διοικητή να επιβάλλει τις κυρώσεις προέρχεται ευθέως από το άρθρο 17(10)(α) σε συνδυασμό με το άρθρο 42. Υπάρχει ορθή σχετική ανάλυση του διαχωρισμού των εξουσιών μεταξύ του Συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας και του Διοικητή στην πρωτόδικη αγόρευση των συνηγόρων του Διοικητή και δεν χρειάζεται επανάληψη. Ούτε και εγείρεται ευθέως τέτοιος λόγος έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επίσης σχολίασε και διέκρινε τη νομολογία του ΕΔΑΔ στις αποφάσεις Dubus S.A. v. France Appl No. 5242/2004, ημερ. 11.6.2009, Engel v. Netherlands A 22 (1976) 1 EHRR 649 και Didier v. France No. 58188/2000, ημερ. 27.8.2002. Ως προς την πρώτη, στην οποία είχε κριθεί ότι η τραπεζική αρχή της Γαλλίας που επέβαλε χρηματικό πρόστιμο δεν πληρούσε τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας αφού συγκέντρωνε τις ιδιότητες του ερευνητή, ανακριτή και Δικαστή, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα όσα εκεί λέχθησαν θα έπρεπε να ιδωθούν υπό τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαιτέρως υπό το φως του γεγονότος ότι είχε διαπιστωθεί έλλειψη ακρίβειας των εγγράφων που σχετίζονταν με τη διαδικασία ενώπιον της Γαλλικής Εθνικής Επιτροπής Τραπεζών, αλλά και ασάφεια ως προς τα χωριστά καθήκοντα του κατηγόρου, του ερευνητή και του Δικαστή. Ανέφερε επίσης ότι στην υπόθεση αυτή το ΕΔΑΔ έκρινε ότι ο συνδυασμός ερευνητικών και δικαστικών καθηκόντων ή εξουσιών δεν είναι αφ΄ εαυτού ασυμβίβαστος με την ανάγκη για επίδειξη αμεροληψίας, εκτός και εάν καταδειχθεί ότι υπάρχει προκατάληψη.
Την υπόθεση Dubus σχολιάζει και πάλι ο Π.Γ. Πολυβίου στο πιο πάνω σύγγραμμα του στις σελ. 143 κ.ε., κάτω από το ευρύτερο κεφάλαιο του συνδυασμού ιδιοτήτων που έχει επίπτωση στο ανεξάρτητο και το αμερόληπτο του διοικητικού οργάνου. Το ΕΔΑΔ τόνισε ότι οι λειτουργίες και εσωτερική οργάνωση της Γαλλικής Τραπεζικής Επιτροπής δεν βρίσκονταν σε συμμόρφωση με το Άρθρο 6 της Σύμβασης, δεδομένου ότι δεν υπήρχε μια καθαρή διάκριση μεταξύ της διερεύνησης, της πρόσαψης κατηγορίας και της επιβολής κύρωσης ώστε ο εκεί αιτητής να είχε εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του οργάνου, θεωρώντας ότι ήταν τα ίδια πρόσωπα που κατηγόρησαν, δίκασαν και επέβαλαν την κύρωση.
Όμως ο συγγραφέας προχωρεί στο να εξηγήσει ότι το θέμα δεν λήγει με τη διαπίστωση ότι το πρωτοβάθμιο διοικητικό όργανο ενδεχομένως να μην συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας ώστε να θεωρείται ως μη συμβατό με το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Έχει αναγνωριστεί τόσο σε εθνικό, όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και από το ίδιο το ΕΔΑΔ, ότι τελική σημασία δεν έχει η συμβατότητα ή μη του πρωτοβάθμιου διοικητικού οργάνου με το Άρθρο 6 της Σύμβασης, αλλά η συμβατότητα ή μη με το Άρθρο 6 υπό το φως της όλης διαδικασίας, περιλαμβανομένης και της εξέτασης ή ελέγχου που γίνεται από ανώτερο διοικητικό όργανο, και, στην πορεία, από Δικαστήριο σε διάφορους βαθμούς δικαιοδοσίας. Είναι πλέον καθολικά αποδεκτό ότι τα όποια μεμπτά στοιχεία ενός πρωτοβάθμιου διοικητικού οργάνου θεραπεύονται από το μεταγενέστερο Δικαστικό, κυρίως, έλεγχο, όταν η λειτουργία του διοικητικού οργάνου κρίνεται, όπως προηγουμένως αναφέρθηκε, επαρκής στο πλαίσιο πάντοτε της διοικητικής δικαιοδοσίας.
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν θεώρησε την απόφαση Dubus ως ισχύουσα στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης. Όπως εύστοχα επίσης σημειώνει ο Διοικητής στο δικό του περίγραμμα, μέσω των συνηγόρων του, οι κυρώσεις που μπορούσαν να τεθούν από την Επιτροπή Τραπεζών της Γαλλίας μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ποινικές κυρώσεις λόγω του γεγονότος ότι πέραν της χρηματικής ποινής πολύ μεγάλου ποσού που μπορούσε να επιβληθεί, ίσου, ενδεχομένως, με το ελάχιστο κεφάλαιο που απαιτείται για το νομικό πρόσωπο επί του οποίου επιβάλλεται η κύρωση, μπορούσε να επιβληθεί και η κύρωση της διαγραφής από τον κατάλογο αδειοδοτημένων ιδρυμάτων.
Έπεται ότι η ανησυχία που εξέφρασε το ΕΔΑΔ στη Sigma ως προς τη συγκέντρωση εξουσιών στο ίδιο διοικητικό όργανο, δεν επαρκεί από μόνη της για τη θεώρηση ή την κατάληξη ότι το όργανο αυτό είναι μεροληπτικό ή μη ανεξάρτητο. Άλλο η ανησυχία και άλλο η εξίσωση της διαπίστωσης αυτής με την κατάληξη ότι ένα Δικαστήριο που καθηκόντως ελέγχει τις αποφάσεις του διοικητικού οργάνου ενεργεί κατά παραβίαση των αρχών περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε εαυτόν δεσμευμένο από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Sigma και κατ΄ επέκταση του ΕΔΑΔ, μη υπαρχόντος αποχρώντος λόγου, κατά τη νομολογία, να αποστεί από αυτή, (Μαυρογένης ν. Βουλής (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους (2004) 2 Α.Α.Δ. 51 και Ρόναλτ Γουότς κ.α. ν. Λαούρης κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 319/08, ημερ. 7.7.2014), ECLI:CY:AD:2014:A474.
Προστίθεται εδώ ότι η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΑΔ στην Kamenos v. Cyprus - ανωτέρω - ουδόλως σχετίζεται με τα υπό κρίση γεγονότα και ουδεμία επίπτωση μπορεί να έχει στα εδώ δεδομένα. Η απόφαση αφορούσε στην απόλυση Δικαστή και όχι στην επιβολή διοικητικού προστίμου από διοικητικό όργανο που ελέγχεται στην πορεία από Δικαστήριο.
Ορθά απερρίφθη επίσης πρωτοδίκως η θέση περί επίδοσης κατηγορητηρίου στη βάση των αποφάσεων Engel και Didier, εφόσον η κρίση του Διοικητή και η διερεύνηση του αφορούσαν στην ουσία μια πειθαρχική διαδικασία στην οποία είχε επιβληθεί πρόστιμο και όχι ποινή, με το Δικαστήριο εύστοχα να παραπέμπει στο διαχωρισμό μεταξύ διοικητικών παραβάσεων και ποινικών διώξεων που γίνεται στον ίδιο το Νόμο με αναφορά στα σχετικά άρθρα 35-42 για το διοικητικό πρόστιμο και τα άρθρα 43-44 για τα ποινικά αδικήματα. Οι διοικητικές παραβάσεις των αιτητών και το επιβληθέν διοικητικό πρόστιμο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εμπίπτοντα στην ποινική δικαιοδοσία, ούτε και οι κυρώσεις που προνοεί ο Νόμος μπορούν να θεωρηθούν τόσο αυστηρές ώστε να αναγάγουν την υφή τους σε ποινή.
Όπως έχει αναφερθεί άλλωστε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το διοικητικό πρόστιμο δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως ποινή εντός της εννοίας του Άρθρου 12 του Συντάγματος ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη ποινικών κατηγοριών ή να προκύπτει ανάγκη για διατύπωση και απαγγελία ποινικού κατηγορητηρίου. Το διοικητικό πρόστιμο δεν αποτελεί μέτρο αντίθετο προς το Σύνταγμα, αλλά επιβάλλεται σε εκείνους τους ιδιώτες που δεν συμμορφώνονται προς διοικητική νομοθεσία, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, (E & G Electricplus Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθεση αρ. 1198/2008, ημερ. 25.9.2009 και Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2009) 3 Α.Α.Δ. 465). Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Demand Shipping (1994) 3 Α.Α.Δ. 640, στην οποία έγινε και αναφορά στην Engel, είχε απορριφθεί η ιεραρχική προσφυγή της εφεσίβλητης εναντίον απόφασης της αρμοδίας αρχής για επιβολή χρηματικής ποινής, με ερμηνεία του όρου «criminal charge». Τονίστηκε το γεγονός ότι η επιβολή διοικητικών κυρώσεων αποτελεί άσκηση κατ΄ ουσίαν διοικητικής αρμοδιότητας, επιβάλλονται δε για λόγους δημοσίου συμφέροντος με εύλογη τη διάκριση μεταξύ διοικητικής και ποινικής ποινής. Επομένως, το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε το ζήτημα στη βάση υπάρχουσας νομολογίας. Άλλωστε, διαφορετική αντιμετώπιση και διεύρυνση της έννοιας της διοικητικής κύρωσης θα εξαλείψει τη διαφορά μεταξύ διοικητικού και ποινικού δικαίου, ένα όχι επιθυμητό αποτέλεσμα.
Επί των υπολοίπων ζητημάτων δεν κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις εισηγήσεις των εφεσειουσών υπό οποιοδήποτε λανθασμένο κριτήριο. Ο Διοικητής ήταν όντως προσεκτικός στην όλη διαδικασία που ακολούθησε, δίδοντας σε κάθε στάδιο την ευκαιρία στις εφεσείουσες να τοποθετηθούν και να εκφράσουν τις θέσεις και αντιθέσεις τους, ενώ με σαφήνεια και πληρότητα κατέγραψε όλα τα στοιχεία που τον οδήγησαν στην ανάγκη να διερευνήσει το ζήτημα της συμμετοχής των εφεσειουσών στη USB, κατά τρόπο που να αντιβαίνει τις πρόνοιες του Νόμου. Οι λόγοι οι οποίοι παρατέθηκαν σε σχέση με τη συγκέντρωση του μετοχικού κεφαλαίου στις εφεσείουσες αποτελούν όντως τεχνικά ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου και παραμένουν ανέλεγκτα εκτός και αν διαπιστώνεται πλάνη ή λανθασμένη νομική προσέγγιση (Ειρήνη Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311 και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113). Ο Διοικητής παρέθεσε πλήρη στοιχεία, αλλά και αιτιολογία ως προς τα δεδομένα επί των οποίων έκρινε την Ιωάννα Χριστοφή συνεργάτιδα της Jupiwind Ltd, αλλά και την ανάμειξη και σχέση του Λάμπρου Χριστοφή, και δεν μπορεί η σχέση αυτή να αποτελεί εξωγενές στοιχείο. Δεν διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ή παραβίαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Διοικητή, ούτε οι εφεσείουσες έδειξαν με συγκεκριμένο τρόπο σε τι συνίστατο η πλάνη του Διοικητή και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί τέθηκαν με αοριστία και γενικότητα.
Παρόλο που δεν είναι εδώ σκοπός η αναπαραγωγή της απόφασης του Διοικητή, δεν μπορεί παρά να τονιστεί ότι η πολυσέλιδη απόφαση του ημερ. 16.3.2010, διέρχεται όλο το φάσμα τόσο της νομοθεσίας, όσο και των σχετικών για την περίπτωση γεγονότων. Παρόμοια ανάλυση περιέχεται και στη μεταγενέστερη απόφαση του Διοικητή ημερ. 4.5.2010, με την οποία επιβλήθηκαν οι κυρώσεις ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης των μετοχών από τις εφεσείουσες στην USB. Ιδιαίτερα ως προς τη θέση της εφεσείουσας 3, Ιωάννας Χριστοφή, ότι δεν γνώριζε όλα τα δεδομένα και δεν είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία, ο Διοικητής παρέθεσε πλήρως όλες τις σχετικές μεταβιβάσεις που έγιναν, ενώ υπέδειξε ότι αυτή είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί και προηγουμένως πριν τη λήψη της απόφασης για θεμελίωση της παράβασης.
Πολύ ορθά επίσης ο Διοικητής ανατρέχει στην Ευρωπαϊκή επί του θέματος νομοθεσία, την Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαρτίου 2000 και τη μεταγενέστερη Οδηγία ημερ. 14ης Ιουνίου 2006 για να τονίσει το σκοπό της προστασίας και διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας ή του τραπεζικού συστήματος στον Ευρωπαϊκό χώρο. Αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα προηγούμενης γνώσης των εποπτικών αρχών στο τραπεζικό σύστημα περί της πρόθεσης απόκτησης ελέγχου σε τράπεζα ώστε να ελέγχεται η ικανότητα και καταλληλότητα των προσώπων αυτών προς προστασία των καταθετών και κατ΄ επέκταση του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Από τις επιβληθείσες κυρώσεις διαφαίνεται επίσης η προσοχή με την οποία ο Διοικητής προχώρησε στο αντίστοιχο μέτρο. Αφού τόνισε το γεγονός ότι οι διοικητικές κυρώσεις «δεν συνιστούν κολασμό εγκληματικής συμπεριφοράς και δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα» (θέση που εκθεμελιώνει επίσης την εισήγηση ότι είχαν επιβληθεί ποινές εν τη εννοία του ποινικού δικαίου), προχώρησε στην καταγραφή εκείνων των γεγονότων που επέβαλλαν την επιβολή της ανάλογης διοικητικής κύρωσης στην κάθε εφεσείουσα. Στην πορεία της αναδίπλωσης της σκέψης του, εξέτασε και απέρριψε τα διάφορα προβληθέντα επιχειρήματα περί συγκέντρωσης εξουσιών στο πρόσωπο του, αλλά και της συνταγματικότητας των επίμαχων νομοθετικών διατάξεων, ορθά αναφέροντας ταυτόχρονα ότι ως διοικητικό όργανο δεν έχει εξουσία να αποφασίσει κατά πόσο η νομοθεσία προσκρούει σε διατάξεις του Συντάγματος, εξουσία και αρμοδιότητα που ανήκει στα Δικαστήρια.
Προκύπτει ότι και επαρκής αιτιολογία δόθηκε και στις δύο αποφάσεις του (διαπίστωση παράβασης και επιβολής προστίμων), και αναλογικότητα στη διοικητική κύρωση υπήρχε. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, στη βάση πάγιας νομολογίας, κατά κανόνα στην κρίση του διοικητικού οργάνου ως προς το είδος και το μέτρο που επιλέγει για πειθαρχική ποινή ή διοικητική κύρωση, (Θεότη ν. Συμβουλίου Εφέσεων (2001) 3 Α.Α.Δ. 1144, Γεωργιάδης ν. Ε.Δ.Υ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 515 κ.ά.). Όμως η κρίση του διοικητικού οργάνου διέπεται ταυτόχρονα και από τις ευρύτερες αρχές του διοικητικού δικαίου και επομένως ο έλεγχος δύναται να γίνει ως προς τη συμβατότητα της κύρωσης με την αρχή της αναλογικότητας. Ελέγχεται επίσης η κύρωση κατά πόσον είναι αποτέλεσμα κατάχρησης ή κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας (Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29). Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών του διοικητικού δικαίου και ορθά το ζήτημα κρίθηκε πρωτοδίκως.
Ούτε βεβαίως αντισυνταγματικότητα της νομοθεσίας διαπιστώνεται και ορθά οι εφεσείουσες απέσυραν με το περίγραμμα τους το σχετικό λόγο έφεσης.
Αναφέρουν επίσης οι εφεσείουσες ότι ο Διοικητής με την επιστολή του ημερ. 5.2.2010, είχε εκ προοϊμίου τοποθετηθεί κατ΄ αναλογία του εκ πρώτης όψεως σταδίου της ποινικής δίκης, κατά απόλυτο τρόπο ως προς την έννοια του «συνεργάτη» που αποτελεί στοιχείο συστατικό της απαγόρευσης στο άρθρο 17(1)(α)(ii) του Νόμου. Όμως, πέραν του ότι δεν ευσταθεί η εισήγηση περί αντιστοιχίας με την ποινική δίκη για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, ο Διοικητής δεν έπραξε οτιδήποτε άλλο από του να αναζητήσει καθηκόντως τις θέσεις των εφεσειουσών υπό το φως της εκ μέρους του διαπίστωσης ενδεχόμενης παραβίασης της νομοθεσίας. Ο Διοικητής ανέφερε ότι κατά «τη γνώμη» του τα στοιχεία έδειχναν ανεπίτρεπτη συνεργασία και αναζήτησε τις θέσεις των επηρεαζομένων που είχαν βέβαια τη δυνατότητα να τοποθετηθούν τόσο επί των πραγματικών δεδομένων, ανασκευάζοντας έτσι τυχόν λανθασμένες εκ πρώτης όψεως διαπιστώσεις, όσο και επί της έννοιας του «συνεργάτη». Ουδέν μεμπτό υπάρχει στην όλη διαδικασία, εφόσον ο Διοικητής μπορούσε βέβαια να μεταβάλει άποψη, ενώ εν πάση περιπτώσει η τελική του κρίση θα τίθετο, όπως και τέθηκε, στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ του εφεσίβλητου.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ