ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα. Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-01-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 14/2012, 23/1/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:C39

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 14/2012)

 

 

23 Ιανουαρίου, 2018

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ Δ/στές]

 

 

 

ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ,

 

Εφεσείοντας/Αιτητής,

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης/Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

Αχ. Αιμιλιανίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την προαγωγή της Ελένης Χριστοδούλου (ενδιαφερομένης) στη θέση της Ανώτερου Μορφωτικού Λειτουργού, Πολιτιστικές Υπηρεσίες, που αποφασίστηκε από την Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στις 11 Μαρτίου 2010, αμφισβήτησε ο εφεσείων, με την προσφυγή υπ' αρ. 619/2010, η οποία απορρίφθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2011.

 

Ως αποτέλεσμα τούτου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

 

Με τους λόγους έφεσης 2 και 3[1] ο εφεσείων προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τα προσόντα του. Συγκεκριμένα, με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι, ο διδακτορικός τίτλος που κατείχε δεν ήταν σε σχετικό, με τα καθήκοντα της θέσης, θέμα ενώ αντιθέτως οι μεταπτυχιακοί τίτλοι της ενδιαφερομένης κρίθηκαν ως σχετικοί. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο συνεκτίμησε εσφαλμένα το διδακτορικό τίτλο που κατείχε και συνεπώς υπό πλάνη κατέληξε ότι η ενδιαφερομένη υπερτερούσε σε προσόντα. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε πρωτογενή κρίση ως προς τη σχετικότητα του διδακτορικού του, με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ τόσο η ΕΔΥ όσο και ο Διευθυντής είχαν κρίνει ότι ήταν σχετικό.

 

Η ΕΔΥ και ο Διευθυντής, στη σύσταση του, είχαν θεωρήσει το διδακτορικό τίτλο του εφεσείοντα ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και τον είχαν πιστώσει με το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

H ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερ. 11 Μαρτίου 2010, εξετάζοντας τα προσόντα των υποψηφίων έκρινε ότι, και οι τρεις υποψήφιοι κατείχαν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι «κατοχή διπλώματος ή τίτλου που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης».

 

Στην απόφαση της, η ΕΔΥ επανέλαβε και πάλι ότι ο εφεσείων διέθετε το πλεονέκτημα, χωρίς όμως να σημειώσει ότι ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι, η μη αναφορά από την ΕΔΥ                στη σχετικότητα του πλεονεκτήματος, που κατείχε ο εφεσείων, υποδηλούσε ότι δεν κρίθηκε ως τέτοιο. Προχώρησε δε το Δικαστήριο περαιτέρω, σχολιάζοντας ότι, το διδακτορικό είναι γενικώς ανωτέρω του Maitrise, στην παρούσα περίπτωση ήταν σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και επομένως ήταν ένα πλεονέκτημα όπως το Maitrise της ενδιαφερομένης.

 

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, «Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αποτελεί πλεονέκτημα».

 

Από την απόφαση της ΕΔΥ, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, προκύπτει ότι ο διδακτορικός τίτλος του εφεσείοντα κρίθηκε ως σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης και ως εκ τούτου αποτέλεσε πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι δεν το αναφέρει, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, ως τέτοιο στην απόφαση της η ΕΔΥ, δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την ορθότητα της, εφόσον κατά την εξέταση των προσόντων έκρινε ότι ήταν σχετικό. Η ΕΔΥ αναφέρεται σε πλεονέκτημα και συνεπάγεται ότι το είχε κρίνει ως σχετικό.

 

H αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το διδακτορικό δεν είχε θεωρηθεί από την ΕΔΥ ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης δεν είναι ορθή.

 

Οι πιο πάνω παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, όμως, ήταν κάτι "εν παρόδω λεχθέν" (Obiter dictum) και επομένως δεν αποτελεί για το Δικαστήριο δεσμευτικό προηγούμενο ούτε και είναι μέρος του σκεπτικού ("ratio decidendi") της απόφασης. (L' Union National (Tourism and Sea Resorts) Ltd και Άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας (1998)               3 Α.Α.Δ. 513). Η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι η απόφαση της ΕΔΥ ήταν εύλογη.

 

Όπως αναφέρεται στην Sat Vision LTD v. INTERAMERICAN PROPERTY AND CASUALTY INS. CO. (1999) 1 A.A.Δ. 1811 «η τεχνική έκφραση ratio decidendi ξεχωρίζει πάντα από την έκφραση obiter dicta. Στην πρώτη περίπτωση η έκφραση ratio decidendi εννοεί το λόγο, το σκεπτικό της απόφασης και τον κανόνα ή την αρχή πάνω στην οποία βασίζεται μια απόφαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η έκφραση obiter dicta υποδηλεί λεχθέντα από ένα Δικαστή που είναι περιφερειακά σε σχέση με τα επίδικα θέματα, που δεν συνιστούν μέρος της αιτιολογίας της απόφασης. Όπως αναφέρει ο Sir Rupert Cross στο βιβλίο "Precedent in English Law" (3rd Edition, 1977, σ. 76):

 

"The ratio decidendi of a case is any rule of law expressly or impliedly treated by the judge as a necessary step in reaching his conclusion, having regard to the line of reasoning adopted by him, or a necessary part of his direction to the Jury."

 

Όταν π.χ. ένας Δικαστής αναφέρει στην απόφαση του ότι, «Αν ο Α έκανε αυτό και ο Β έκανε εκείνο, τότε θα εύρισκα ότι και οι δύο θα ήταν ένοχοι αμέλειας», οι λέξεις αυτές θεωρούνται ότι είναι obiter dicta. ΄Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Flower ν. EBBW Vale Steel, Iron and Coal Company Ltd [1934] KB 133:

 

"Obiter dicta in this context means what the words literally signify (namely statements by the way)."

 

Επομένως, τα όσα έχουν λεχθεί obiter δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης. (Α.Ε. 29/2010, Δημοτικό Συμβούλιο Πάφου ν. Κορακίδου, ημερ. 2 Απριλίου 2010).

 

Ανεξαρτήτως, όμως, των πιο πάνω, η ΕΔΥ είχε ορθά πιστώσει τον εφεσείοντα με το πλεονέκτημα θεωρώντας το διδακτορικό τίτλο  που κατείχε, ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και επομένως ανατροπή του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν θα συνεπάγεται ακύρωση της απόφασης της διοίκησης.

 

Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι, η ΕΔΥ εσφαλμένα έκρινε το ένα μεταπτυχιακό της ενδιαφερομένης ως πλεονέκτημα και το άλλο ως σχετικό, αποδίδοντας του ανάλογη βαρύτητα. Σύμφωνα με το προβληθέν επιχείρημα και τα δυο μεταπτυχιακά έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως πλεονέκτημα και να μην προσμετρήσει το ένα από αυτά, ως σχετικό.

 

Η ενδιαφερομένη είναι κάτοχος δυο μεταπτυχιακών τίτλων στην ιστορία και στην ιστορία της τέχνης, αμφότεροι σχετικοί με τα καθήκοντα της θέσης. Το ένα εκ των δυο μεταπτυχιακών είχε κριθεί από την ΕΔΥ ως πλεονέκτημα και το άλλο ως σχετικό. 

 

Η προσέγγιση αυτή της ΕΔΥ ήταν εύλογη. Το δεύτερο μεταπτυχιακό δεν θα μπορούσε να πιστωθεί ως πλεονέκτημα αφού τέτοια πίστωση δυο φορές δεν είναι επιτρεπτή. Το γεγονός, όμως, αυτό δεν μειώνει την αξία του εν λόγω μεταπτυχιακού, ως επιπρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος, σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης και να του αποδοθεί  η αναλογούσα  βαρύτητα.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η σύσταση του Διευθυντή και η απόφαση της ΕΔΥ, να την υιοθετήσει, ήταν αιτιολογημένες και σύμφωνες με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Ο εφεσείων, επί του προκειμένου, επαναλαμβάνει ότι, το δεύτερο μεταπτυχιακό της ενδιαφερομένης δεν έπρεπε να προσμετρήσει ως σχετικό. Για το θέμα αυτό έχουμε ήδη αποφασίσει πιο πάνω.

 

Περαιτέρω, ο εφεσείων πρόβαλε ότι ο διδακτορικός τίτλος που κατείχε ήταν ανώτερος από τους μεταπτυχιακούς τίτλους της ενδιαφερομένης και ο Διευθυντής και η ΕΔΥ υποβάθμισαν την αξία του.

 

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Ο διδακτορικός τίτλος του εφεσείοντα και ο μεταπτυχιακός τίτλος της ενδιαφερομένης κρίθηκαν ως πλεονέκτημα με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας. Δεν θα μπορούσε να δοθεί προβάδισμα στο διδακτορικό δίπλωμα του εφεσείοντα έναντι του μεταπτυχιακού της ενδιαφερομένης, εφόσον δεν προβλέπεται τέτοια διάκριση στο Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

Υπήρξε ισχυρισμός ότι δόθηκε από την ΕΔΥ υπέρμετρη βαρύτητα στην αρχαιότητα της ενδιαφερομένης. Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Η ΕΔΥ βάσισε την απόφαση της, τόσο στα προσόντα και την αρχαιότητα της ενδιαφερομένης, όσο και στο γεγονός ότι είχε υπέρ της τη σύσταση του διευθυντή, η οποία προσμετρά στην αξία. Δεν υπήρξε αποκλειστικό κριτήριο επιλογής η  αρχαιότητα.

 

Τέλος, υπήρξε εισήγηση από τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο πλανήθηκε ως προς τα γεγονότα και το νόμο, όταν έκρινε πως η σύσταση του Διευθυντή ήταν δεόντως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων και ως εκ τούτου δεν  πάσχει  η απόφαση της ΕΔΥ η οποία την υιοθέτησε.

 

 Με τη σύσταση του, πρόβαλε ο εφεσείων, ο Διευθυντής απλώς επαναλαμβάνει, το περιεχόμενο των φακέλων με αοριστία και χωρίς αιτιολογία και η ΕΔΥ χωρίς να προβεί η ίδια σε δική της έρευνα υιοθέτησε την, κατ' ισχυρισμό, πάσχουσα σύσταση. Επί τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ότι, η σύσταση του Διευθυντή δεν περιείχε στοιχεία έξω από την εικόνα που αναδυόταν από τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις, καθώς και ότι ο Διευθυντής δεν κατέγραψε απλώς μια υποκειμενική κρίση ασύνδετη και απομονωμένη από τα υπηρεσιακά στοιχεία.

 

 Σημειώνεται δε, ότι ο Διευθυντής στη σύστασή του διέκρινε, ορθά, ότι ο εφεσείων και η ενδιαφερομένη, κατά  την τελευταία πενταετία πριν την προαγωγική κρίση, ήταν εντελώς ισοδύναμοι, παρατηρώντας ότι ο εφεσείων μειονεκτούσε κατά το έτος 2000, έναντι της ενδιαφερομένης σε ένα «εξαίρετα». Ως προς τα προσόντα και οι δύο κατείχαν τα προαπαιτούμενα, καθώς και το πλεονέκτημα, ενώ σημείωσε την κατοχή διδακτορικού τίτλου από τον εφεσείοντα και δύο μεταπτυχιακούς τίτλους από την ενδιαφερομένη. Η αρχαιότητα ήταν υπέρ της τελευταίας στην προηγούμενη της προαγωγής θέση, κατά τρία χρόνια και τριάμισι μήνες, ενώ πρόσθετα, ως σημείωσε ο Διευθυντής, ακόμη και στην ημερομηνία πρώτου διορισμού, υπήρχε ελαφρό προβάδισμα σε αρχαιότητα της ενδιαφερομένης έναντι του εφεσείοντα.

 

Σε σχέση δε με την  απόφαση της ΕΔΥ, το Δικαστήριο ανέφερε ότι  η κρίση της ήταν εξίσου άνευ προβλήματος. Κρίθηκε ως ορθή η θέση της ΕΔΥ, ότι η ενδιαφερομένη υπερείχε του εφεσείοντα, καταγράφηκε και επεξηγήθηκε ρητά και αναλυτικά τόσο με αναφορά στα δικά της προσόντα, αξία και αρχαιότητα, αλλά και σε σύγκριση με τον εφεσείοντα.

 

Το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90 προβλέπει ότι:

 

"Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη               το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊστάμενου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση και την εντύπωση την οποία η Επιτροπή αποκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν αυτή έγινε."

 

 

Στην Α.Ε. 84/2010, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, ημερ.                      26 Μαΐου 2016, αναφέρθηκε ότι:

 

″Η σύσταση όμως αποτελεί σημαίνον ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης που άπτεται της αξίας των υποψηφίων (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915, 918, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23). Η δε σημασία και βαρύτητα της σύστασης εξαρτάται από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 384).

 

Οι συστάσεις του διευθυντή πρέπει να εναρμονίζονται με τα στοιχεία των φακέλων διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, διατηρούν δε την εγκυρότητα τους, μόνο όταν δεν αντιμάχονται τα στοιχεία των φακέλων (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Δημοκρατία κ.ά. ν. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, Μεστάνας (ανωτέρω), Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145 και Σολωμού ν. Δημοκρατίας (2001) 4(Β) Α.Α.Δ. 881).″

 

 Έχουμε εξετάσει όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήγουμε ότι ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Ο Διευθυντής αφού αναφέρθηκε στα καθιερωμένα κριτήρια επιλογής, προσδιόρισε ότι, συνυπολογίζοντας όλα τα κριτήρια επέλεξε να συστήσει την ενδιαφερομένη. Στη σύσταση του Διευθυντή, όπως ορθά παρατηρείται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν περιέχονταν στοιχεία έξω από την εικόνα που αναδυόταν από τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Ο Διευθυντής στη σύσταση του αναφέρθηκε στην αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία πέντε χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, όπου τόσο ο εφεσείων όσο και η ενδιαφερομένη ήταν ίσοι, σημείωσε δε ότι για το έτος 2000 ο εφεσείων υστερούσε κατά ένα εξαίρετα εναντίον της πρώτης. Προέβηκε σε ειδική αναφορά ως προς τα προσόντα των υποψηφίων και την υπέρτερη αρχαιότητα της ενδιαφερομένης. Κρίνοντας όλα αυτά συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη.

 

Δεδομένης της νομιμότητας της σύστασης, ορθά η ΕΔΥ την υιοθέτησε, αφού πρώτα, όμως, είχε προβεί και η ίδια ως διορίζον όργανο, σε δική της έρευνα. H ΕΔΥ αιτιολογώντας την απόφαση της για προαγωγή της ενδιαφερομένης, αναφέρθηκε στην αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Σημείωσε τα προσόντα του εφεσείοντα και της ενδιαφερομένης, τα οποία έκρινε ως πλεονέκτημα και το σχετικό μεταπτυχιακό τίτλο της ενδιαφερομένης δίδοντας του την ανάλογη βαρύτητα. Έλαβε υπόψη την αρχαιότητα των 3 ετών και 3 μηνών που υπήρχε υπέρ της ενδιαφερομένης έναντι του εφεσείοντα, καθώς και το ότι υπέρ  της πρώτης υπήρχε η σύσταση του Διευθυντή. Με όλα αυτά τα στοιχεία η απόφαση της ΕΔΥ ήταν εύλογη.

 

 

 

 

 

Οι λόγοι εφέσεως απορρίπτονται. Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

 

 

Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

                                                Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

                                               

 

Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

/ΔΓ



[1] Ο πρώτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε στο στάδιο της ακρόασης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο