ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C462
(2017) 3 ΑΑΔ 936
15 Δεκεμβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 34/2012)
Προσφορές ― Ουσιώδης όροι προσφορών ― Η ουσιαστική κρίση της διοίκησης σε τεχνικά θέματα και θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις, γίνεται καταρχήν αποδεκτή, εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης ή έλλειψη αιτιολογίας ― Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε κρίσεις επί τεχνικών θεμάτων.
Διοικητικό Δίκαιο ― Δέουσα έρευνα ― Ανάγεται στη διακριτική εξουσία της διοίκησης ― Περιστάσεις.
Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Η αιτιολογία πρέπει να είναι εξειδικευμένη να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου ― Ικανοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Με την υπό κρίση έφεση η εταιρεία First Elements Euroconsultants Ltd (στο εξής η εφεσείουσα) προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης δικαστικής κρίσης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εναντίον της απόφασης της διοίκησης να αποκλείσει την προσφορά της επί δημόσιου ανοικτού Διαγωνισμού για την παροχή Υπηρεσιών Συμβούλου Διαχείρισης για τη διαχείριση,
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Κατά το στάδιο της αρχικής αξιολόγησης των υποβληθεισών προσφορών και συγκεκριμένα για σκοπούς προκαταρκτικού ελέγχου και αξιολόγησης των δικαιολογητικών συμμετοχής δύο προσφορών, η ειδικά διορισθείσα για το σκοπό τούτο, Επιτροπή Αξιολόγησης, πραγματοποίησε τέσσερεις συνεδρίες, τα συμπεράσματα των οποίων περιέχονταν σε έκθεση την οποία υπέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Προσφορών για λήψη απόφασης. Κατά τον έλεγχο των δικαιολογητικών, η Επιτροπή Αξιολόγησης απεφάνθη ότι κανείς από τους προσφέροντες πληρούσε τις προϋποθέσεις: η προσφορά τους δεν ανταποκρινόταν στους όρους ή τις τεχνικές προδιαγραφές του Διαγωνισμού. Ειδικότερα, ότι η προτεινόμενη εκ μέρους της εφεσείουσας ως Υπεύθυνη Οικονομικής Διαχείρισης δεν ικανοποιούσε τα ελάχιστα κριτήρια (β), (γ) και (δ) της παραγράφου 6.1 των Εγγράφων του Διαγωνισμού, σχετικά με την τεκμηρίωση εμπειρίας της προτεινόμενης.
Ένεκα τούτου υποβλήθηκε προς το Συμβούλιο Προσφορών εισήγηση προς ακύρωση του Διαγωνισμού, εισήγηση που υιοθετήθηκε από την Αναθέτουσα Αρχή.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τις επιμέρους αιτιάσεις της εφεσείουσας έκρινε την προσβαλλόμενη απόφαση ως καθόλα νόμιμη και απέρριψε την προσφυγή.
Το κατά πόσον τα επαγγελματικά προσόντα της προτεινόμενης προσέδιδαν την απαιτούμενη για σκοπούς του Διαγωνισμού εμπειρία, προϋποθέτει εξειδικευμένες γνώσεις και το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση σε αυτό της το ρόλο. Η ουσιαστική κρίση της διοίκησης σε τεχνικά θέματα και θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις, γίνεται καταρχήν αποδεκτή, εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης ή έλλειψη αιτιολογίας.
Το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξακρίβωση της συνδρομής των εν λόγω στοιχείων και μόνο όταν δεν ικανοποιείται, παρεμβαίνει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων, που παρέχουν και τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, αναλόγως συνυφασμένων με το αντικείμενο της διαφοράς, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.
Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας της δικαστικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο επί τούτου ορθά κατέληξε ότι δεν ήταν δυνατόν να υπεισέλθει στην κρίση της διοίκησης αναφορικά με τεχνικής φύσης θέματα και τις επιμέρους εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων ως προς τη συνάφεια των έργων με τον προκηρυχθέντα Διαγωνισμό και ορθά θεωρούμε αρκέστηκε στη διαπίστωση πως η διαδικασία αξιολόγησης που ακολούθησε η Αναθέτουσα Αρχή καταγράφηκε λεπτομερώς χωρίς να παραλειφθεί οτιδήποτε το ουσιώδες.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας εστιάζει στην απουσία καταγραφής της συλλογιστικής του οργάνου και της αξιολόγησης των προσόντων της προτεινόμενης, πριν τον αποκλεισμό τους ή προ της κρίσης ότι δεν ικανοποιείται το κριτήριο, για να υποστηρίξει ελλιπή αιτιολογία. Δεν διαφώνησε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της αρχής ότι είναι πάγια νομολογιακή θέση πως η αιτιολογία πρέπει «να τυγχάνει αρκούντως εξειδικευμένη και να ανταποκρίνεται εις τα στοιχεία του φακέλου, άλλως έχομεν παράνομον αιτιολογίαν είτε λόγω αοριστίας και γενικότητος είτε λόγω πλάνης», ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Δεν συμφώνησαν όμως ότι το Δικαστήριο ανεπίτρεπτα συμπλήρωσε την κατά τα άλλα, κατά την εφεσείουσα, ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία της Αναθέτουσας Αρχής από την αγόρευση των εφεσιβλήτων.
Η παρούσα έχει προκύψει στα πλαίσια δημόσιου Διαγωνισμού παροχής υπηρεσιών. Η παράγραφος 6.5. των εγγράφων του Διαγωνισμού ρητώς επέβαλλε όπως «Τα απαιτούμενα παραπάνω προσόντα και η αντίστοιχη εμπειρία θα πρέπει να αποτυπώνονται και να τεκμηριώνονται σαφώς στα βιογραφικά σημειώματα των στελεχών του Έργου». Δεν αποτελεί καθήκον της Αναθέτουσας Αρχής η τεκμηρίωση μιας προσφοράς, καθήκον το οποίο φέρει αποκλειστικά ο προσφοροδότης ο οποίος πρέπει να συμπεριλάβει στα έγγραφα προσφοράς όλα εκείνα τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες, ώστε να εξειδικεύονται επαρκώς τα τεθέντα εκ των όρων του Διαγωνισμού κριτήρια και προϋποθέσεις. Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η διαδικασία αξιολόγησης που ακολούθησε η Αναθέτουσα Αρχή καταγράφηκε με την απαραίτητη λεπτομέρεια χωρίς να παραληφθεί οτιδήποτε το ουσιώδες και εκ των πρακτικών του Συμβουλίου Προσφορών ημερ. 8.6.2010, της αντιπαραβολής των συνημμένων 2Α και 2Β, παρέχετο ικανοποιητική υπό τις περιστάσεις αιτιολογία η οποία επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175,
Θεοδουλίδης κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742,
Peratica Trading Co Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 445,
Lella Kentonis Investment Co Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 630, ECLI:CY:AD:2016:C563,
Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189,
Δημοκρατία v. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,
Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270,
Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447,
Χωματένος v. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120,
Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 16, ECLI:CY:AD:2014:C24,
Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,
Μιχαήλ κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3083,
Νικολάου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 34,
Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517,
Γεωργίου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 696,
Croce Αmica OneItalia Srl v. Azienda Regionale Emergenza Urgenza (AREU), C- 440/2013, 11.12.2014, σκέψη 46,
Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών v. Π. Κ. Ιωάννου κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 727, ECLI:CY:AD:2016:C575,
Brulli Energia SRL v. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 1097/2002, 6.2.2006,
Economarket Bureau of Economy and Market Research Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 4(Α) Α.Α.Δ. 394,
Zavros v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (1969) 3 C.L.R. 310,
Χρυσάνθου v. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Πάφου (1995) 4 Α.Α.Δ. 145,
Μίλλερ v. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 200/2007, 10.7.2008,
Δημοκρατία v. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 350/2011), ημερ. 15/2/2012.
Α. Αιμιλιανίδης, για την Εφεσείουσα.
Δ. Καλλή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ..
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση η εταιρεία First Elements Euroconsultants Ltd (στο εξής η εφεσείουσα) προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης δικαστικής κρίσης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εναντίον της απόφασης της διοίκησης να αποκλείσει την προσφορά της επί δημόσιου ανοικτού Διαγωνισμού για την παροχή Υπηρεσιών Συμβούλου Διαχείρισης για τη διαχείριση, παρακολούθηση και υποστήριξη του συνόλου των δραστηριοτήτων του έργου «Περαιτέρω ενίσχυση και εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης» του επιχειρησιακού προγράμματος Απασχόληση, Ανθρώπινο Κεφάλαιο και Κοινωνική Συνοχή 2007-2013.
Κατά το στάδιο της αρχικής αξιολόγησης των υποβληθεισών προσφορών και συγκεκριμένα για σκοπούς προκαταρκτικού ελέγχου και αξιολόγησης των δικαιολογητικών συμμετοχής δύο προσφορών, η ειδικά διορισθείσα για το σκοπό τούτο, Επιτροπή Αξιολόγησης (ΕΑ), πραγματοποίησε τέσσερεις συνεδρίες, τα συμπεράσματα των οποίων περιέχονταν σε έκθεση την οποία υπέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Προσφορών (ΣΠ) για λήψη απόφασης. Κατά τον έλεγχο των δικαιολογητικών, η ΕΑ απεφάνθη ότι κανείς από τους προσφέροντες πληρούσε τις προϋποθέσεις: η προσφορά τους δεν ανταποκρινόταν στους όρους ή τις τεχνικές προδιαγραφές του Διαγωνισμού. Ειδικότερα, ότι η προτεινόμενη εκ μέρους της εφεσείουσας ως Υπεύθυνη Οικονομικής Διαχείρισης δεν ικανοποιούσε τα ελάχιστα κριτήρια (β), (γ) και (δ) της παραγράφου 6.1 των Εγγράφων του Διαγωνισμού, σχετικά με την τεκμηρίωση εμπειρίας της προτεινόμενης:*
• Η συνολική εμπειρία που έχει συγκεντρώσει από τα έργα που έχει δηλώσει ότι συμμετείχε στην ολοκλήρωση τους και είναι σχετική με το κριτήριο (β) αθροίζεται στα 3 χρόνια και 1 μήνα (37 μήνες).
• Δεν φαίνεται να έχει συγκεντρώσει, από τα έργα που έχει δηλώσει ότι συμμετείχε στην ολοκλήρωση τους, εμπειρία που να ικανοποιεί το κριτήριο (γ).
• Η συνολική εμπειρία που έχει συγκεντρώσει από τα έργα που έχει δηλώσει ότι συμμετείχε στην ολοκλήρωση τους και είναι σχετική με το κριτήριο (δ) αθροίζεται στα 4 χρόνια και 5 μήνες (53 μήνες) από τα οποία οι 20 μήνες εμπειρίας δεν τεκμηριώνονται κατά πόσο αφορούσαν εμπειρία σε διαχείριση έργου των Κοινοτικών Ταμείων.
Δυνάμει των όρων του Διαγωνισμού τα ελάχιστα προσόντα που θα πρέπει να κατέχει ο υπεύθυνος οικονομικής διαχείρισης ήσαν τα ακόλουθα:
6.4.(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε γνωστικά αντικείμενα σχετικά με το αντικείμενο του έργου (Κοινωνικές Επιστήμες, Οικονομικές Επιστήμες, Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού).
(β) Εμπειρία τουλάχιστον πέντε (5) ετών στην οργάνωση και διαχείριση προγραμμάτων και έργων στα πεδία της απασχόλησης, της επαγγελματικής κατάρτισης και της κοινωνικής προστασίας από τα οποία τα τρία (3) χρόνια να αφορούν εμπειρία στην οργάνωση και διαχείριση έργων και ειδικότερα προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(γ) Αποδεδειγμένη γνώση και εμπειρία στη χρήση πληροφοριακών συστημάτων για την παρακολούθηση και διαχείριση προγραμμάτων και έργων και
(δ) Αποδεδειγμένη γνώση και εμπειρία (τουλάχιστο 5 χρόνων) στην οικονομική διαχείριση προγραμμάτων ή και έργων των Κοινοτικών Ταμείων.
Ένεκα τούτου υποβλήθηκε προς το Συμβούλιο Προσφορών (ΣΠ) εισήγηση προς ακύρωση του Διαγωνισμού, εισήγηση που υιοθετήθηκε από την Αναθέτουσα Αρχή (ΑΑ).
Η εφεσείουσα εναντίον της εν λόγω απόφασης της ΑΑ καταχώρισε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (ΑΑΠ). Η τελευταία απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή, επικύρωσε την απόφαση, εξ ου και στη συνέχεια η εφεσείουσα καταχώρισε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας που οδήγησε σε ουσιώδη πλάνη περί τα πράγματα.
Το Δικαστήριο εξετάζοντας τις επιμέρους αιτιάσεις της εφεσείουσας έκρινε την προσβαλλόμενη απόφαση ως καθόλα νόμιμη και απέρριψε την προσφυγή συνοψίζοντας την κρίση του στα ακόλουθα:
«Με βάση όλα τα ενώπιον μου στοιχεία θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και είναι αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας στην οποία δεν φαίνεται να εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα. Το συμπέρασμα των καθ' ων η αίτηση, ότι η κα. Πλατσιούρη δεν είχε την απαραίτητη γνώση και εμπειρία, (τα οποία η ίδια είχε το βάρος να αποδείξει), βασίζεται σε ενδελεχή και λεπτομερή μελέτη που έκαμε η Επιτροπή Αξιολόγησης σε σχέση με τα έργα στα οποία συμμετείχε αλλά και το ρόλο της αναφορικά με το κάθε έργο. Δεν είναι αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου η διαπίστωση της ορθότητας των εκτιμήσεων των εμπειρογνωμόνων. Το δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί απλά για την επάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας.»
Η κατάληξη του Δικαστηρίου εφεσιβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης: Ανεπαρκής αιτιολόγηση της κρίσης ότι η προτεινόμενη στερείτο της ζητούμενης εμπειρίας και/ή των προσόντων ως καθορίζονταν στους όρους του Διαγωνισμού. Το Δικαστήριο προέβη σε πρωτογενή ευρήματα αναπληρώνοντας την αιτιολογία του οργάνου, στη βάση της αγόρευσης των εφεσίβλητων - Καθ' ων και χωρίς αυτά να συνάγονται από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων. Εσφαλμένο το εύρημα του Δικαστηρίου για ανυπαρξία πλάνης περί τα πράγματα και ύπαρξη δέουσας έρευνας, ζήτημα που συναρτάται με το λανθασμένο της εκτίμησης του Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για θέματα τεχνικής φύσης, για τα οποία το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υπεισέλθει στην κρίση της διοίκησης.
Το κατά πόσον τα επαγγελματικά προσόντα της προτεινόμενης προσέδιδαν την απαιτούμενη για σκοπούς του Διαγωνισμού εμπειρία, προϋποθέτει εξειδικευμένες γνώσεις και το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση σε αυτό της το ρόλο. Η ουσιαστική κρίση της διοίκησης σε τεχνικά θέματα και θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις, γίνεται καταρχήν αποδεκτή, εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης ή έλλειψη αιτιολογίας, Πορίσματα του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σ. 227:
«Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ελέγχον τη νομιμότητα πράξεως προσβαλλομένης δι' αιτήσεως ακυρώσεως, απέχει του ελέγχου της ουσιαστικής κρίσεως της Διοικήσεως. Μέγας είναι ο αριθμός των επί του θέματος τούτου σχετικών αποφάσεων του Συμβουλίου, δι' ων χαρακτηρίζεται ως ανέλεγκτος η υπό της διοικήσεως εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών ή του αποδεικτικού υλικού ή της κρίσεως περί συνδρομής λόγω σκοπιμότητος ή της κρίσεως επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων. Ταύτα όμως, εφ' όσον δεν συντρέχη πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήσις διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτη έλλειψις αιτιολογίας. Το Σ.Ε. ελέγχει, ούχ ήττον, εάν τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν ορθώς εις τον νομικόν κανόνα. .»
Tην αυτή πορεία ακολουθούν και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175, Θεοδουλίδης κ.ά. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 742, Peratica Trading Co Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 445 όπως υιοθετούνται στην Lella Kentonis Investment Co Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 630, ECLI:CY:AD:2016:C563. Το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξακρίβωση της συνδρομής των εν λόγω στοιχείων και μόνο όταν δεν ικανοποιείται, παρεμβαίνει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η αξιολόγηση του υλικού όμως, όχι μόνο δεν υποχρεώνει το διοικητικό Δικαστή να λάβει θέση επί των τεχνικών διχογνωμιών, αλλά, όπως σχολιάζεται στο σύγγραμμα της καθηγήτριας Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου, Αόριστες και Τεχνικές Έννοιες στο Δημόσιο Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1997, σ. 116: «.δεν είναι και σε θέση να προβαίνει σε ιδίαν κρίση. Λόγω συνεπώς του προβαδίσματος της διοίκησης σε ειδικές τεχνικές γνώσεις, ο δικαστής θεωρεί τις τεχνικές κρίσεις καταρχήν αποδεκτές. Ο στόχος αυτού του δικαστικού αυτοπεριορισμού είναι να μην παρεμποδίζεται η διαδικασία έγκρισης τεχνικών εγκαταστάσεων αφενός και αφετέρου να μην καθίσταται ο διοικητικός δικαστής ιεραρχικός προϊστάμενος της εγκρίνουσας διοικητικής αρχής.»
Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων, που παρέχουν και τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, αναλόγως συνυφασμένων με το αντικείμενο της διαφοράς, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189, Δημοκρατία v. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Χωματένος v. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120 και Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 16, ECLI:CY:AD:2014:C24).
Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας της δικαστικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659, Μιχαήλ κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3083, Νικολάου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 34, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Γεωργίου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 696, Croce Αmica One Italia Srl v. Azienda Regionale Emergenza Urgenza (AREU), C-440/13, 11.12.2014, σκέψη 46 και Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών v. Π. Κ. Ιωάννου κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 727, ECLI:CY:AD:2016:C575).
Το Δικαστήριο επί τούτου ορθά θεωρούμε με αναφορά στις Brulli Energia SRL v. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 1097/2002, 6.2.2006 και Economarket Bureau of Economy and Market Research Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 4(Α) Α.Α.Δ. 394, κατέληξε ότι δεν ήταν δυνατόν να υπεισέλθει στην κρίση της διοίκησης αναφορικά με τεχνικής φύσης θέματα και τις επιμέρους εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων ως προς τη συνάφεια των έργων με τον προκηρυχθέντα Διαγωνισμό και ορθά θεωρούμε αρκέστηκε στη διαπίστωση πως η διαδικασία αξιολόγησης που ακολούθησε η ΑΑ καταγράφηκε λεπτομερώς χωρίς να παραλειφθεί οτιδήποτε το ουσιώδες.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας εστιάζει στην απουσία καταγραφής της συλλογιστικής του οργάνου και της αξιολόγησης των προσόντων της προτεινόμενης, πριν τον αποκλεισμό τους ή προ της κρίσης ότι δεν ικανοποιείται το κριτήριο, για να υποστηρίξει ελλιπή αιτιολογία. Δεν διαφωνούμε επί της αρχής ότι είναι πάγια νομολογιακή θέση πως η αιτιολογία πρέπει «.να τυγχάνει αρκούντως εξειδικευμένη και να ανταποκρίνεται εις τα στοιχεία του φακέλου, άλλως έχομεν παράνομον αιτιολογίαν είτε λόγω αοριστίας και γενικότητος είτε λόγω πλάνης», ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος (Zavros v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (1969) 3 C.L.R. 310, Χρυσάνθου v. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Πάφου (1995) 4 Α.Α.Δ. 145, Μίλλερ v. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 200/2007, 10.7.2008, Πορίσματα Νομολογίας, 1929-1959, σ. 267).
Δεν θα συμφωνήσουμε όμως ότι το Δικαστήριο ανεπίτρεπτα συμπλήρωσε την κατά τα άλλα, κατά την εφεσείουσα, ελλιπή και ανεπαρκή αιτιολογία της ΑΑ από την αγόρευση των εφεσιβλήτων. Ό,τι η εφεσείουσα εκλαμβάνει ως ανεπίτρεπτη αναπλήρωση της αιτιολογίας της ΑΑ (Δημοκρατία v. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Κωνσταντίνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384) συνιστούν παρατηρήσεις του Δικαστηρίου και σχολιασμό των όσων καταγράφονται στα συνημμένα 2, 2Α και 2Β, ως προς τη συνάφεια των έργων και προγραμμάτων της ΕΕ στα οποία συμμετείχε η προτεινόμενη, προς απάντηση του συναφούς λόγου ακυρότητας.
Η παρούσα έχει προκύψει στα πλαίσια δημόσιου Διαγωνισμού παροχής υπηρεσιών. Η παράγραφος 6.5. των εγγράφων του Διαγωνισμού* ρητώς επέβαλλε όπως «Τα απαιτούμενα παραπάνω προσόντα και η αντίστοιχη εμπειρία θα πρέπει να αποτυπώνονται και να τεκμηριώνονται σαφώς στα βιογραφικά σημειώματα των στελεχών του Έργου». Δεν αποτελεί καθήκον της ΑΑ η τεκμηρίωση μιας προσφοράς, καθήκον το οποίο φέρει αποκλειστικά ο προσφοροδότης ο οποίος πρέπει να συμπεριλάβει στα έγγραφα προσφοράς όλα εκείνα τα αναγκαία στοιχεία και πληροφορίες, ώστε να εξειδικεύονται επαρκώς τα τεθέντα εκ των όρων του Διαγωνισμού κριτήρια και προϋποθέσεις. Η διαδικασία αξιολόγησης που ακολούθησε η ΑΑ καταγράφηκε με την απαραίτητη λεπτομέρεια χωρίς να παραληφθεί οτιδήποτε το ουσιώδες. Εκ των πρακτικών του ΣΠ ημερ. 8.6.2010, της αντιπαραβολής των συνημμένων 2Α και 2Β, παρέχετο ικανοποιητική υπό τις περιστάσεις αιτιολογία η οποία επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.