ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2017:C411

(2017) 3 ΑΑΔ 862

22 Νοεμβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

1.  ΕΛΕΝΗ ΜΑΠΠΗ,

2.  ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ,

4.  ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΝΕΣΤΟΡΟΣ,

9.  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

10. ΣΤΕΛΙΟΣ ΖΟΡΛΑΚΗΣ,

12. ΕΛΕΝΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

 

Εφεσείοντες - Αιτητές,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 178/2011)

 

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Έλεγχος Νομιμότητας ― Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Περιστάσεις.

 

Οι εφεσείοντες με την έφεσή τους επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της προαγωγής των Ε/Μ στη θέση ανώτερου νοσηλευτικού λειτουργού, Νοσηλευτικός Κλάδος Ψυχικής Υγείας, Υπουργείο Υγείας, θέση προαγωγής.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Όπως ισχυρίστηκε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, είναι η θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων, ενεργώντας κάτω από πλάνη για τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, δεν εξέτασε, ούτε και ερμήνευσε, αν απαιτείτο ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, ούτε και διερεύνησε την προϋπηρεσία που απαιτείτο, στηριζόμενη στην πεπλανημένη και αναιτιολόγητη σύσταση της αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας ως προς την αρχαιότητα των υποψηφίων, κρίνοντας το ΕΜ πεπλανημένα ως προσοντούχο, ενώ δεν διέθετε, πάντοτε κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, 15 χρόνια υπηρεσία στη θέση νοσηλευτικού λειτουργού 2ης και 1ης τάξης: κατά τον ουσιώδη χρόνο υπολείπονταν 2 χρόνια υπηρεσίας.

 

Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. Το Δικαστήριο σπάνια επεμβαίνει. Η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και γενικά των σχεδίων υπηρεσίας εναπόκειται κατά κύριο λόγο στην αρμόδια αρχή κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας και πλήρους αιτιολογίας. Στο Δικαστήριο απομένει ο έλεγχος της νομιμότητας της πράξης.

 

Όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων v. Κολιανδρή (2000) 3 Α.Α.Δ. 306, ο δικαστικός έλεγχος εκτελεστής διοικητικής πράξης «είναι εφικτός μόνο όταν παρέχεται η δυνατότητα διαπίστωσης των στοιχείων που καθοριστικά επενέργησαν στη διαμόρφωση της κρίσης και στη λήψη της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης/απόφασης.» Η δε ανυπαρξία κάποιων αναγκαίων στοιχείων αναπόφευκτα δημιουργεί «έντονο το στοιχείο της αβεβαιότητας ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η επίδικη διοικητική πράξη.»

 

Δεν απαιτείτο όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου οποιαδήποτε ερμηνεία ως προς την απαιτούμενη πείρα, εφόσον τόσο η σύσταση της Διευθύντριας όσο και η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας η οποία την υιοθέτησε, κάνει ρητή αναφορά στα τρία αξιολογικά κριτήρια ως ανωτέρω διαπιστώσαμε και ιδιαιτέρως στο κριτήριο της αρχαιότητας. Επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ότι δεν έστρεψε την προσοχή της σε όλα τα συναφή κατά το Νόμο στοιχεία ως είχαν τεθεί ενώπιον της. Διερευνήθηκαν όλα τα στοιχεία, στη βάση των οποίων η Διευθύντρια έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε σε αρχαιότητα των τριών υποψηφίων από το συναφή κατάλογο, οι οποίοι και αριθμούνται ονομαστικά.  Με διαπιστωμένη τη δέουσα έρευνα το Ανώτατο Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν συντρέχει πλάνη ουσιώδης η οποία να οδηγεί σε ακύρωση της επίδικης απόφασης.

 

Κατά συνέπεια από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα των φακέλων προκύπτει ότι τόσο το ΕΜ, όσο και οι εφεσείοντες, με την επελθούσα μετονομασία της θέσης και την προαγωγή των τελευταίων την 1.9.1998, υπηρετούσαν στη θέση νοσηλευτικού λειτουργού.  Όπως αποφασίστηκε το ΕΜ που είχε αποκτήσει την αντίστοιχη θέση νοσηλευτικού λειτουργού 1ης τάξης από το 1996 (1.2.1996), κατείχε την απαιτούμενη πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία.

 

Η δυναμική του όλου εγχειρήματος του ευπαίδευτου δικηγόρου των αιτητών να εντάξει ως απαιτούμενο της θέσης προσόν, 15ετή υπηρεσία, όχι μόνο εξέρχεται των όρων του σχεδίου υπηρεσίας αλλά ανατρέχει σε ζήτημα που εξέρχεται των λόγων έφεσης: της αντισυνταγματικότητας του Νόμου. Όπως κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακόμα και αν επιτρεπόταν η εξέταση ενός τέτοιου εγχειρήματος και πάλι θα προσέκρουε σε άλλο σκόπελο: της αδυναμίας παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου.

 

Ο ισχυρισμός ότι η αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια δεν ενημερώθηκε εκ των προτέρων ως προς το ποιοι από τους υποψηφίους ήταν προσοντούχοι, ούτε και ζητήθηκε η άποψη της, δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα και τα στοιχεία των φακέλων, αλλά το ζήτημα ρυθμίστηκε με δέσμια αρμοδιότητα ή επιβλήθηκε εκ του Νόμου στη Γενική Διευθύντρια να θεωρήσει συγκεκριμένους υποψήφιους ως προσοντούχους, μεταξύ των οποίων και το ΕΜ, δεν επαληθεύεται από τα στοιχεία του φακέλου. Η κατάληξη της αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας και η σύσταση της υπέρ του ΕΜ, την υπεροχή του ως προς την αρχαιότητα, διαμορφώθηκε μετά από έρευνα του συνόλου των σχετικών στοιχείων. Το συμπέρασμα της αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας, το οποίο υιοθετήθηκε και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προέκυψε και πάλι κατόπιν έρευνας των στοιχείων του φακέλου.

 

Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με βάση τα ανωτέρω οι λόγοι έφεσης για έλλειψη έρευνας ή πλάνη ως προς την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και την αρχαιότητα των αιτητών έναντι του ΕΜ, δεν έχει θεμελιωθεί. Η επάρκεια της αιτιολογίας επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο για τη διακρίβωση της νομιμότητας της πράξης ως προς την επιλογή του ΕΜ.

 

Ως εκ τούτου δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο, όπως αποφασίστηκε. Υπό τις περιστάσεις, η ερμηνεία που παρατέθηκε εν προκειμένω από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ήταν εύλογα επιτρεπτή, ιδιαιτέρως ως προς την απαιτούμενη πείρα.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Π.Κ. Ιωάννου και Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 433,

Δαμιανού v. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 129,

 

Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,

 

Δημοκρατία v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286,

 

Δημοκρατία v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,

 

Αδάμου κ.ά. v. Πούλλου (2009) 3 Α.Α.Δ. 541,

 

Πετρίδου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636,

 

Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων v. Κολιανδρή (2000) 3 Α.Α.Δ. 306.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1126/2009), ημερ. 10/11/2011.

 

Α. Αγγελίδης με Β. Σιούλα (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Γ. Καραπατάκης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Μιχαηλίδου, Δ..

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση του Δικαστηρίου με πέντε συναπτούς λόγους έφεσης. 

 

Η βασική εισήγηση για αντισυνταγματικότητα του περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικός) Νόμου του 1996, Ν. 8(ΙΙ)/1996, (ο Νόμος) δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο εφόσον τέτοιος λόγος ακύρωσης, έκρινε, δεν καλύπτεται από τα νομικά σημεία της προσφυγής τα οποία, όπως σημείωσε «ακόμα και στην άκρα γενικότητα τους δεν εγείρουν τέτοιο θέμα». Με δεδομένο ότι ο συναφής 1ος λόγος έφεσης, για απόρριψη της προσφυγής για το λόγο ότι δεν δικογραφείται στην αίτηση ακυρώσεως η αντισυνταγματικότητα/παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών ανωτέρω, απεσύρθη δεν τίθεται ζήτημα περαιτέρω εξέτασης του πρώτου σκέλους της αιτιολογίας του Δικαστηρίου.

 

Η άλλη δε εισήγηση των εφεσειόντων ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) έδωσε λανθασμένη ερμηνεία στο σχέδιο υπηρεσίας σε σχέση με την απαιτούμενη πενταετή υπηρεσία στη θέση «Νοσοκόμου επί του Προσωπικού» 1ης τάξης/Νοσοκόμου επί του Προσωπικού στις Ψυχιατρικές Υπηρεσίες ή ότι η απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και εβασίσθη σε εξωγενή στοιχεία δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο, οπότε καλούμαστε τώρα κατ' έφεση να εξετάσουμε (Π.Κ. Ιωάννου και Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 433, Δαμιανού v. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 129):

 

«Γίνεται όμως και εισήγηση ότι η σύσταση ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και αναιτιολόγητη και ότι εβασίσθη σε εξωγενή στοιχεία. Στην εισήγηση συμπλέκεται η προηγούμενη εισήγηση, αφού λέγεται ότι η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια δεν ενημερώθηκε παρά μόνο όταν εμφανίσθηκε ενώπιον της ΕΔΥ για το ποίοι ήσαν οι προσοντούχοι υποψήφιοι, ώστε η αναφορά στα πρακτικά ότι της εδόθη «επαρκής χρόνος» να μελετήσει τους φακέλους να είναι άνευ αντικρύσματος, με αποτέλεσμα να μην διαπιστώσει ότι το ΕΜ δεν ήταν προσοντούχος ως ανωτέρω. Η παράλειψη δε αυτή, είναι επίσης εισήγηση, μεταφέρθηκε και στην ΕΔΥ. Για τους λόγους που ήδη έχω αναφέρει, ούτε στα πλαίσια αυτά βεβαίως θα εξετάσω το θέμα.»

 

Συνοψίζουμε τα γεγονότα πριν οδηγηθούμε στην επιμέρους εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης, τα οποία θεωρούμε ότι έχουν τη σημασία τους, για σκοπούς απόφασης. 

 

Στις 16.1.2009 επιδιώχθηκε η πλήρωση μιας κενής θέσης ανώτερου νοσηλευτικού λειτουργού, Νοσηλευτικός Κλάδος Ψυχικής Υγείας, Υπουργείο Υγείας, θέση προαγωγής.

 

Κατά τη συνεδρία της ΕΔΥ η αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος (ΕΜ). Η ΕΔΥ εξετάζοντας τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο της πλήρωσης της θέσης και τους προσωπικούς φακέλους (υπηρεσιακές εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων), λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση της αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας και τα τρία κριτήρια στο σύνολο τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε, επιλέγοντας το ως τον πλέον κατάλληλο για να του προσφέρει προαγωγή στη μόνιμη επίδικη θέση από 1.6.2009. Όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ίδια βάση έγινε και η επιλογή του από την ΕΔΥ.

 

Αιχμή του δόρατος των θέσεων και εισηγήσεων των εφεσειόντων, όπως καταγράφεται στην απόφαση, είναι ότι η ΕΔΥ λανθασμένα ερμήνευσε το σχέδιο υπηρεσίας σε σχέση με την απαιτούμενη πενταετή υπηρεσία στην ανώτερη θέση: το ΕΜ διορίστηκε ως νοσηλευτικός λειτουργός 2ης τάξης την 1.2.1996, βάσει του Νόμου, ενώ οι θέσεις του νοσηλευτικού λειτουργού 1ης τάξης και νοσηλευτικού λειτουργού 2ης τάξης μετονομάστηκαν σε θέση νοσηλευτικού λειτουργού. Οι εφεσείοντες διορίστηκαν στη θέση νοσοκόμου 2ης τάξης στις 16.8.1988 και προήχθηκαν στη θέση νοσηλευτικού λειτουργού την 1.8.1998. 

 

Το ΕΜ δεν κατείχε, κατά τους εφεσείοντες, τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, τα οποία απαιτούσαν και πενταετή υπηρεσία στη θέση νοσηλευτικού λειτουργού, ενώ συνολικά απαιτούνταν 15 χρόνια υπηρεσίας για προαγωγή στην επίδικη θέση. Κακώς λοιπόν κρίθηκε ως προσοντούχο το ΕΜ όπως και κακώς εκρίθη στη συνέχεια, ότι υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι των αιτητών/εφεσειόντων.

 

Οι θέσεις στο Νοσηλευτικό Κλάδο Ψυχικής Υγείας ήταν αρχικώς οι ακόλουθες:

 

(1) Νοσοκόμος 2ης τάξης (Κλίμακα Α2-Α4) θέση πρώτου διορισμού με απαιτούμενη 18μηνη εκπαίδευση στη Νοσηλευτική Σχολή.

 

(2) Νοσοκόμος 1ης τάξης (Κλίμακα Α7+2) θέση προαγωγής με προαπαιτούμενη υπηρεσία 10 χρόνια.

 

(3) Νοσηλευτικός Λειτουργός 2ης τάξης (Κλίμακα Α4) θέση προαγωγής με απαιτούμενη υπηρεσία 5 χρόνια στη θέση νοσοκόμου 1ης τάξης, κατοχής διπλώματος νοσοκόμου τριετούς κλάδου σπουδών.

 

(4) Νοσηλευτικός Λειτουργός 1ης τάξης (Κλίμακα Α7+2)

 

(5) Ανώτερος Νοσηλευτικός Λειτουργός, θέση για την οποία απαιτείτο προϋπηρεσία 5 χρόνων στην προηγούμενη θέση.

 

Με τον Νόμο επιτεύχθηκε συγχώνευση των δύο πρώτων συνδυασμένων θέσεων με τη δημιουργία νέας θέσης με συνδυασμένες κλίμακες για τη θέση νοσοκόμου: συγχωνεύθηκαν οι (1) και (2) θέσεις, οι δε συνδυασμένες θέσεις (3) και (4) συγχωνεύθηκαν στη νέα θέση με συνδυασμένες κλίμακες στη θέση νοσηλευτικού λειτουργού, κλίμακα Α4 και Α7+2. Oι εφεσείοντες κατείχαν τη θέση νοσοκόμου 2ης τάξης, ενώ το ΕΜ τη θέση νοσηλευτικού λειτουργού 2ης τάξης. Με τη συγχώνευση που επήλθε με το Νόμο στις 16.2.1996, οι εφεσείοντες και το ΕΜ κατέλαβαν τις νέες θέσεις του νοσοκόμου και νοσηλευτικού λειτουργού αντιστοίχως. Οι εφεσείοντες προήχθησαν στη θέση νοσηλευτικού λειτουργού από την 1.9.1998 ενώ το ΕΜ κατείχε τη συγκεκριμένη θέση από 16.2.1996 μέχρι και το 2009 οπότε και προκηρύχθηκε η επίδικη θέση για να ακολουθήσει η προσβαλλόμενη απόφαση για προαγωγή του.

 

Η ΕΔΥ, είναι η θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων, ενεργώντας κάτω από πλάνη για τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, δεν εξέτασε, ούτε και ερμήνευσε, αν απαιτείτο ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, ούτε και διερεύνησε την προϋπηρεσία που απαιτείτο, στηριζόμενη στην πεπλανημένη και αναιτιολόγητη σύσταση της αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας ως προς την αρχαιότητα των υποψηφίων, κρίνοντας το ΕΜ πεπλανημένα ως προσοντούχο, ενώ δεν διέθετε, πάντοτε κατά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων, 15 χρόνια υπηρεσία στη θέση νοσηλευτικού λειτουργού 2ης και 1ης τάξης: κατά τον ουσιώδη χρόνο υπολείπονταν 2 χρόνια υπηρεσίας.

 

Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διοικητικού οργάνου, στην υπό κρίση περίπτωση της ΕΔΥ.  Υπήρξε εισήγηση από την πλευρά της Δημοκρατίας ότι η ερμηνεία που υιοθετήθηκε από την ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή για το διοικητικό όργανο, ιδιαιτέρως ως προς την απαιτούμενη πείρα. Τόσο δε η σύσταση της αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας, όσο και η απόφαση της ΕΔΥ η οποία υιοθέτησε τη σύσταση, κάνει πλήρη αναφορά στα τρία αξιολογικά κριτήρια. Επομένως η θέση ότι η αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια και η ΕΔΥ δεν έστρεψαν την προσοχή τους στα στοιχεία που ήταν ενώπιον τους είναι αβάσιμη.

 

Ως προς το θέμα της απαιτούμενης υπηρεσίας, στο οποίο γίνεται ειδική μνεία από το δικηγόρο των εφεσειόντων, η ΕΔΥ καταγράφει στην απόφαση της τα απαιτούμενα προσόντα που οι υποψήφιοι όφειλαν να διαθέτουν ώστε να θεωρηθούν προσοντούχοι σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, σημειώνεται ότι απαιτείτο «πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση νοσοκόμου επί του προσωπικού 1ης τάξης», αναφορά που συνάδει απολύτως με την παράγραφο 3 του σχεδίου υπηρεσίας και κατ' εφαρμογή του Άρθρου 49(1)(2)(5)(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990, το οποίο ρυθμίζει την αρχαιότητα των δημοσίων υπαλλήλων.

 

Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας (Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, Δημοκρατία v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286, Δημοκρατία v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93). Το Δικαστήριο σπάνια επεμβαίνει, Δημοκρατία v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93Η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και γενικά των σχεδίων υπηρεσίας εναπόκειται κατά κύριο λόγο στην αρμόδια αρχή κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας και πλήρους αιτιολογίας, Αδάμου κ.ά. v. Πούλλου (2009) 3 Α.Α.Δ. 541. Στο Δικαστήριο απομένει ο έλεγχος της νομιμότητας της πράξης (Πετρίδου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).

 

Όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων v. Κολιανδρή (2000) 3 Α.Α.Δ. 306, ο δικαστικός έλεγχος εκτελεστής διοικητικής πράξης «είναι εφικτός μόνο όταν παρέχεται η δυνατότητα διαπίστωσης των στοιχείων που καθοριστικά επενέργησαν στη διαμόρφωση της κρίσης και στη λήψη της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης/απόφασης.» Η δε ανυπαρξία κάποιων αναγκαίων στοιχείων αναπόφευκτα δημιουργεί «. έντονο το στοιχείο της αβεβαιότητας ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η επίδικη διοικητική πράξη.»

 

Δεν απαιτείτο θεωρούμε οποιαδήποτε ερμηνεία ως προς την απαιτούμενη πείρα, εφόσον τόσο η σύσταση της Διευθύντριας όσο και η απόφαση της ΕΔΥ η οποία την υιοθέτησε, κάνει ρητή αναφορά στα τρία αξιολογικά κριτήρια ως ανωτέρω διαπιστώσαμε και ιδιαιτέρως στο κριτήριο της αρχαιότητας. Επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ότι δεν έστρεψε την προσοχή της σε όλα τα συναφή κατά το Νόμο στοιχεία ως είχαν τεθεί ενώπιον της. Διερευνήθηκαν όλα τα στοιχεία, στη βάση των οποίων η Διευθύντρια έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε σε αρχαιότητα των τριών υποψηφίων από το συναφή κατάλογο, οι οποίοι και αριθμούνται ονομαστικά. Με διαπιστωμένη τη δέουσα έρευνα ευλόγως καταλήγουμε ότι δεν συντρέχει πλάνη ουσιώδης η οποία να οδηγεί σε ακύρωση της επίδικης απόφασης.

 

Η απαιτούμενη υπηρεσία, στην οποία επικεντρώθηκε και τόνισε ο δικηγόρος των αιτητών, σημειώνεται στην απόφαση της ΕΔΥ, η οποία καταγράφει τα απαιτούμενα προσόντα ώστε να θεωρηθούν οι υποψήφιοι προσοντούχοι σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας (παράγρ. 3 του σχεδίου υπηρεσίας).

 

Κατά συνέπεια από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα των φακέλων προκύπτει ότι τόσο το ΕΜ, όσο και οι εφεσείοντες, με την επελθούσα μετονομασία της θέσης και την προαγωγή των τελευταίων την 1.9.1998, υπηρετούσαν στη θέση νοσηλευτικού λειτουργού. Το ΕΜ λοιπόν που είχε αποκτήσει την αντίστοιχη θέση νοσηλευτικού λειτουργού 1ης τάξης από το 1996 (1.2.1996), κατείχε την απαιτούμενη πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία.

 

Η δυναμική του όλου εγχειρήματος του ευπαίδευτου δικηγόρου των αιτητών να εντάξει ως απαιτούμενο της θέσης προσόν, 15ετή υπηρεσία, όχι μόνο εξέρχεται των όρων του σχεδίου υπηρεσίας αλλά ανατρέχει σε ζήτημα που εξέρχεται των λόγων έφεσης: της αντισυνταγματικότητας του Νόμου. Ακόμα και αν επιτρεπόταν η εξέταση ενός τέτοιου εγχειρήματος και πάλι θα προσέκρουε σε άλλο σκόπελο: της αδυναμίας παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου.

 

Ο ισχυρισμός ότι η αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια δεν ενημερώθηκε εκ των προτέρων ως προς το ποιοι από τους υποψηφίους ήταν προσοντούχοι, ούτε και ζητήθηκε η άποψη της, δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα και τα στοιχεία των φακέλων, αλλά το ζήτημα ρυθμίστηκε με δέσμια αρμοδιότητα ή επιβλήθηκε εκ του Νόμου στη Γενική Διευθύντρια να θεωρήσει συγκεκριμένους υποψήφιους ως προσοντούχους, μεταξύ των οποίων και το ΕΜ, δεν επαληθεύεται από τα στοιχεία του φακέλου. Η κατάληξη της αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας και η σύσταση της υπέρ του ΕΜ, την υπεροχή του ως προς την αρχαιότητα, διαμορφώθηκε μετά από έρευνα του συνόλου των σχετικών στοιχείων. Το συμπέρασμα της αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας, το οποίο υιοθετήθηκε και από την ΕΔΥ προέκυψε και πάλι κατόπιν έρευνας των στοιχείων του φακέλου. 

 

Με βάση τα ανωτέρω οι λόγοι έφεσης για έλλειψη έρευνας ή πλάνη ως προς την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και την αρχαιότητα των αιτητών έναντι του ΕΜ, δεν έχει θεμελιωθεί. Η επάρκεια της αιτιολογίας επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο για τη διακρίβωση της νομιμότητας της πράξης ως προς την επιλογή του ΕΜ.

 

Ως εκ τούτου δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο. Υπό τις περιστάσεις η ερμηνεία που παρατέθηκε εν προκειμένω από την ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή, ιδιαιτέρως ως προς την απαιτούμενη πείρα ως ανωτέρω σημειώθηκε.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο