ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C342
(2017) 3 ΑΑΔ 736
9 Οκτωβρίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση,
v.
PRIMETEL PLC,
Eφεσιβλήτων - Αιτητών,
ΚΑΙ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση στην αίτηση ημερ. 29.1.2015.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 141/2015)
Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης ― Δεν μπορεί να αποδοθεί τέτοια παραβίαση επικαλούμενοι την γνώση της Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με αφορμή την έρευνα από το Τμήμα Τελωνείων εφόσον είναι αυτοτελείς υπηρεσίες με ξεχωριστούς σκοπούς όπως ξεχωριστοί ήταν και οι σκοποί των ερευνών στις οποίες προέβησαν.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Δικονομία ― Γραπτές αγορεύσεις ― Να διασφαλιστεί η αρχή της δίκαιης δίκης.
Οι εφεσείοντες προχώρησαν με την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης τους - η οποία παρουσιάζει δύο κενά σημεία με την ένδειξη «άκρως εμπιστευτική πληροφορία». Υπήρξε διαφωνία επί του θέματος και ακολούθησε η καταχώρηση αίτησης ημερ. 29.1.2015 από την Primetel για αποκάλυψη των σημείων που ήσαν κενά στην αγόρευση της Αρχής. Μετά που άκουσε τα μέρη, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για καταχώρηση νέας αγόρευσης με αποκάλυψη των κενών σημείων. Είναι αυτή η απόφαση το αντικείμενο της παρούσης έφεσης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, κατά πλειοψηφία με απόφαση που εξέδωσε η Δικαστής Μιχαηλίδου συμφωνούντων του Δικαστή Παμπαλλή αποφάσισε ότι:
Η νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων με σαφήνεια θέτει τις προϋποθέσεις και παραμέτρους για το χαρακτηρισμό εγγράφων και/ή πληροφοριών ως εμπιστευτικών: το βάσιμο δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος για εμπιστευτικό χειρισμό προϋποθέτει τον εμπιστευτικό ή μη χαρακτήρα κάποιου εγγράφου για το οποίο έχει διατυπωθεί προηγουμένως σχετικό αίτημα και αφού προηγουμένως σταθμιστούν τα εκατέρωθεν συμφέροντα, εδώ της Primetel. Η Primetel ως παρεμβαίνουσα έχει δικαίωμα να της ανακοινωθούν όλα τα έγγραφα της διαδικασίας που έχουν επιδοθεί στους διαδίκους. Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τo δικαίωμα αυτό δεν είναι απεριόριστο αλλά απαιτεί στάθμιση, αξιολόγηση των εκατέρωθεν συμφερόντων των διάδικων μερών, όπως και του συνόλου των πληροφοριών. Το αυτό κατ' αναλογίαν αφορά και στην αρχή της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων, η οποία πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε να εναρμονίζεται με τις επιταγές της αποτελεσματικής συνταγματικής προστασίας και με σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων, τόσο στην περίπτωση προσφυγής ενώπιον της αρμόδιας Αρχής (ΕΠΑ) όσο και προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία δεν θίγει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφανθεί θα πρέπει να έχει στη διάθεση του όλα τα σχετικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εμπιστευτικών πληροφοριών και επιχειρηματικών απορρήτων.
Εν κατακλείδι, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο αποκλειστικά και απολύτως από την προεξάρχουσα, όπως την χαρακτήρισε, αρχή της διασφάλισης της δίκης για όλους τους παράγοντες της και την απουσία συναφών διαδικαστικών Κανονισμών, απέτυχε στην πράξη να σταθμίσει την άλλη προεξάρχουσα αρχή: της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων ώστε αυτή να «συμφιλιωθεί» με τις επιταγές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων και σε αντίθεση με το πνεύμα και το σκοπό του Νόμου αλλά και τη συναφή και σταθερή νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων και συναφών Οδηγιών.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διευκρίνισε πως η ως άνω ανάλυση δεν αναιρεί βεβαίως την υποχρέωση του μέρους εκείνου το οποίο επιθυμεί το χαρακτηρισμό εμπιστευτικού εγγράφου να διατυπώσει προηγουμένως σχετικό αίτημα προς το Δικαστήριο.
Με την απόφαση της Δ. Μιχαηλίδου, Δ., συμφωνεί ο Κ. Παμπαλλής, Δ..
Με την απόφαση της Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, συμφωνεί η Κ. Σταματίου, Δ..
Η Α. Πούγιουρου, Δ., θα εκδώσει διιστάμενη απόφαση.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
C-450/2006, Varec SA v. Etat Βelge, 14.2.2008,
T-353/1994, Postbank NV v. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 18.9.1996,
C-438/2004, Mobistar, 13.7.2006,
ΔΕΕ 53/1985, AKZO Chemie BV κ.ά. v. Επιτροπής, 24.6.1986,
Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275,
Κοιν. Λυσού v. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 537,
Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 Α.Α.Δ. 242,
Τhermphase Limited v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3951,
Κυπριακή Δημοκρατία v. Σολωμού (2001) 3 Α.Α.Δ. 955,
Logicom Public Ltd. v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.ά., Προσφ. Αρ. 1079/2009, ημερ. 20/8/2009),
Pfleiderer A.G. v. Bundeskartellamt, Υπόθ. C-360/2009, ημερ. 14/6/2011,
Α. v. British Broadcasting Corporation [2014] 2 W.L.R. 1243,
British Broadcasting Corporation v. Roden [2015] W.L. 2190724,
R. (on the application of Mohamed) v. Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs [2011] QB 218.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 741/2013), ημερ. 30/11/2015.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Eφεσείοντες.
Μ. Κυριακίδης, για τους Eφεσίβλητους.
Δ. Καλλή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Ως προς το αποτέλεσμα οι Δικαστές Κ. Παμπαλλής, Δ. Μιχαηλίδου, Κ. Σταματίου και Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου συμφωνούν, πλην όμως με διαφορετικό σκεπτικό.
Με την απόφαση της Δ. Μιχαηλίδου, Δ. συμφωνεί ο Κ. Παμπαλλής, Δ..
Με την απόφαση της Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου συμφωνεί η Κ. Σταματίου, Δ..
Η Α. Πούγιουρου, Δ. θα εκδώσει διιστάμενη απόφαση.
Cur. adv. vult.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Έχουμε μελετήσει με προσοχή τις άλλες δύο αποφάσεις (Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. και Πούγιουρου, Δ.) και έχουμε καταλήξει ότι η έφεση πρέπει να επιτύχει, για διαφορετικούς λόγους από την απόφαση της Ψαρά - με σχετικά διαφοροποιημένο σκεπτικό από την απόφαση της πλειοψηφίας.
Δεν προτιθέμεθα να αναφερθούμε στα γεγονότα τα οποία έχουν καταγραφεί με ικανή λεπτομέρεια στις δύο αποφάσεις. Θα σταχυολογήσουμε, όπου κρίνουμε τούτο απαραίτητο, τα σημεία που αποτελούν κοινή συνισταμένη:
1. Πρόκειται περί προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, η δε διαδικασία διέπεται από τον περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962 και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
2. Η Δημοκρατία δεν εισήξε οποιεσδήποτε ιδιαίτερες ρυθμίσεις ως προς την ενώπιον του Δικαστηρίου διαχείριση της διαδικασίας, όσον αφορά ζητήματα εμπιστευτικών πληροφοριών στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Ν. 13(Ι)/2008 (ο Νόμος) και των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. (α) Η αιτήτρια-παρεμβαίνουσα Primetel Plc (Primetel) εμφανίστηκε ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ - Kαθ' ων η αίτηση) ως η καταγγέλλουσα εταιρεία και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως ενδιαφερόμενο μέρος (ΕΜ) και υπό αυτή της την ιδιότητα προώθησε την αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης στην ίδια όλων των στοιχείων και ισχυρισμών τα οποία οι εφεσείοντες-καθ' ων η αίτηση, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (η Αρχή) χειρίστηκαν στη γραπτή τους αγόρευση, ως εμπιστευτικές πληροφορίες και τα οποία απέκρυψαν και/ή δεν συμπεριέλαβαν χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι τα επίμαχα σημεία έτυχαν χειρισμού από την ΕΠΑ ως επιχειρηματικά απόρρητα και πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως δυνάμει των Άρθρων 8 και 33 του Νόμου, αφορούν δε στη συμφωνία αναφορικά με το Minerva, καθώς και στοιχεία κόστους αναφορικά με την αγορά διεθνούς χωρητικότητας από τους προμηθευτές και συνεργάτες της Αρχής.
3. (β) Η Primetel προώθησε την καταγγελία της ενώπιον της ΕΠΑ, χωρίς να στηριχθεί στα στοιχεία την αποκάλυψη των οποίων αιτείται και χωρίς να προβάλει οιανδήποτε ένσταση περί του εμπιστευτικού χειρισμού των επιδιωκόμενων πληροφοριών κατά τη διαδικασία ενώπιον της ΕΠΑ και/ή να υποστηρίξει ότι επηρεάστηκε οιοδήποτε δικαίωμα της από τη μη αποκάλυψη των αιτούμενων πληροφοριών. Το αυτό έπραξε και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προώθησε την αίτηση για αποκάλυψη με μόνη υποστηρικτική βάση το δικαίωμα της ισότητας των όπλων, των συνταγματικών αρχών της δίκαιης δίκης και την αρχή της διαφάνειας. Οι πληροφορίες δεν χρησιμοποιήθηκαν από την ΕΠΑ για σκοπούς αξιολόγησης της καταγγελίας και/ή στοιχειοθέτησης της διαπιστωθείσας παράβασης.
Η νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων με σαφήνεια θέτει τις προϋποθέσεις και παραμέτρους για το χαρακτηρισμό εγγράφων και/ή πληροφοριών ως εμπιστευτικών: το βάσιμο δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος για εμπιστευτικό χειρισμό προϋποθέτει τον εμπιστευτικό ή μη χαρακτήρα κάποιου εγγράφου για το οποίο έχει διατυπωθεί προηγουμένως σχετικό αίτημα και αφού προηγουμένως σταθμιστούν τα εκατέρωθεν συμφέροντα, εδώ της Primetel. Η Primetel ως παρεμβαίνουσα έχει δικαίωμα να της ανακοινωθούν όλα τα έγγραφα της διαδικασίας που έχουν επιδοθεί στους διαδίκους. To δικαίωμα αυτό δεν είναι όμως απεριόριστο αλλά απαιτεί στάθμιση, αξιολόγηση των εκατέρωθεν συμφερόντων των διάδικων μερών, όπως και του συνόλου των πληροφοριών. Το αυτό κατ' αναλογίαν αφορά και στην αρχή της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων, η οποία πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε να εναρμονίζεται με τις επιταγές της αποτελεσματικής συνταγματικής προστασίας και με σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων, τόσο στην περίπτωση προσφυγής ενώπιον της αρμόδιας Αρχής (ΕΠΑ) όσο και προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία δεν θίγει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αποφανθεί θα πρέπει να έχει στη διάθεση του όλα τα σχετικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εμπιστευτικών πληροφοριών και επιχειρηματικών απορρήτων.
Η υπόθεση C-450/2006, Varec SA v. Etat Belge, 14.2.2008, θεωρούμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι διατυπώνει με σαφήνεια τις αρχές και τις παραμέτρους, τις οποίες το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του πριν καταλήξει στην απόφαση του και παρέχει σταθερή καθοδήγηση:
«40. Στην περίπτωση αυτή, η άσκηση απλώς προσφυγής θα παρείχε πρόσβαση σε πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη νόθευση του ανταγωνισμού ή προς βλάβη των θεμιτών συμφερόντων επιχειρηματιών που συμμετείχαν στην οικεία διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως. Η δυνατότητα αυτή θα μπορούσε, μάλιστα, να ωθήσει επιχειρηματίες στην άσκηση προσφυγών με μοναδικό σκοπό να αποκτήσουν πρόσβαση στα επιχειρηματικά απόρρητα των ανταγωνιστών τους.
[.]
47. Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων και των παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο δικαστήριο και να εκφέρουν συναφώς τη γνώμη τους. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι αναγκαίο να απαγορευθεί η πρόσβαση των διαδίκων σε ορισμένα στοιχεία προκειμένου να προστατευθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα τρίτου ή να διαφυλαχθεί σημαντικό δημόσιο συμφέρον (βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Rowe και Davis v. Ηνωμένου Βασιλείου της 16ης Φεβρουαρίου 2000, Recueil des arrêts et décisions 2000-II, § 61, και V. v. Φινλανδίας της 24ης Απριλίου 2007, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στο Recueil des arrêts et décisions, § 75).
48. Μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων που μπορούν να προστατευθούν κατ' αυτόν τον τρόπο περιλαμβάνεται το δικαίωμα για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το οποίο απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και επιβεβαιώνεται από το Άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000 (ΕΕ C 364, σ. 1) (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Απριλίου 1992, C 62/1990, Επιτροπή v. Γερμανίας, Συλλογή 1992, σ. I-2575, σκέψη 23, και της 5ης Οκτωβρίου 1994, C 404/1992 P, X v. Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-4737, σκέψη 17). Συναφώς, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η έννοια της ιδιωτικής ζωής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως αποκλείουσα τις επαγγελματικές ή εμπορικές δραστηριότητες των φυσικών και των νομικών προσώπων (βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Niemietz v. Γερμανίας της 16ης Δεκεμβρίου 1992, σειρά A αριθ. 251-B, § 29, Société Colas Est κ.λπ. v. Γαλλίας της 16ης Απριλίου 2002, Recueil des arrêts et décisions 2002-III, § 41, καθώς και Peck v. Ηνωμένου Βασιλείου της 28ης Ιανουαρίου 2003, Recueil des arrêts et décisions 2003-I, § 57), δραστηριότητες οι οποίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τη συμμετοχή σε διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως.
49. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την αρχή της προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων ως γενική αρχή (βλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 1986, 53/1985, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK v. Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψη 28, καθώς και της 19ης Μαΐου 1994, C 36/1992 P, SEP v. Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I 1911, σκέψη 37).
[.]
52. Η αρχή της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε η προστασία αυτή να συμφιλιώνεται με τις επιταγές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, C-438/2004, Mobistar, Συλλογή 2006, σ. I 6675, σκέψη 40) και, στην περίπτωση ένδικης προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του Άρθρου 234 ΕΚ, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι η όλη διαδικασία δεν θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη.
[.]
55. Κατά συνέπεια, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το Άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, σε συνδυασμό με το Άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/36, έχει την έννοια ότι η αρμόδια για τις προσφυγές του εν λόγω άρθρου αρχή οφείλει να εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και το δικαίωμα για σεβασμό των επιχειρηματικών απορρήτων όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους τους οποίους της διαβιβάζουν οι διάδικοι και, ιδίως, η αναθέτουσα αρχή, χωρίς η ίδια να εμποδίζεται να λαμβάνει γνώση αυτών των πληροφοριών και να τις συνεκτιμά. Εναπόκειται στην εν λόγω αρχή να αποφασίσει κατά πόσον και με ποιο τρόπο πρέπει να διασφαλιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας και το απόρρητο των στοιχείων αυτών, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων και, σε περίπτωση ένδικης προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του Άρθρου 234 ΕΚ, έτσι ώστε η όλη διαδικασία να μη θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη.
Το Άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το Άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, έχει την έννοια ότι η αρμόδια για τις προσφυγές του εν λόγω άρθρου αρχή οφείλει να εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και το δικαίωμα για σεβασμό των επιχειρηματικών απορρήτων όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους τους οποίους της διαβιβάζουν οι διάδικοι και, ιδίως, η αναθέτουσα αρχή, χωρίς η ίδια να εμποδίζεται να λαμβάνει γνώση αυτών των πληροφοριών και να τις συνεκτιμά. Εναπόκειται στην εν λόγω αρχή να αποφασίσει κατά πόσον και με ποιο τρόπο πρέπει να διασφαλιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας και το απόρρητο των στοιχείων αυτών, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων και, σε περίπτωση ένδικης προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του Άρθρου 234 ΕΚ, έτσι ώστε η όλη διαδικασία να μη θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη.»
Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο καθοδηγούμενο αποκλειστικά και απολύτως από την προεξάρχουσα, όπως την χαρακτήρισε, αρχή της διασφάλισης της δίκης για όλους τους παράγοντες της και την απουσία συναφών διαδικαστικών Κανονισμών, απέτυχε στην πράξη να σταθμίσει την άλλη προεξάρχουσα αρχή: της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων ώστε αυτή να «συμφιλιωθεί» με τις επιταγές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων* και σε αντίθεση με το πνεύμα και το σκοπό του Νόμου αλλά και τη συναφή και σταθερή νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων και συναφών Οδηγιών.
Η ως άνω ανάλυση και το σκεπτικό μας δεν αναιρεί βεβαίως την υποχρέωση του μέρους εκείνου το οποίο επιθυμεί το χαρακτηρισμό εμπιστευτικού εγγράφου να διατυπώσει προηγουμένως σχετικό αίτημα προς το Δικαστήριο.
Η έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Θεωρούμε ορθό όπως μη εκδοθεί διαταγή ούτε για τα έξοδα της έφεσης, ούτε για τα έξοδα της πρωτόδικης δίκης και η κάθε πλευρά να είναι υπόλογη για τα δικά της έξοδα.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών είχε καταχωρήσει προσφυγή εναντίον της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού και της Κυπριακής Δημοκρατίας επιδιώκοντας ακύρωση απόφασης επιβολής προστίμου στην Αρχή για παραβίαση του Άρθρου 6(1)(1) και (γ) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 2008, Ν.13(Ι)/2008. Η εταιρεία Primetel Plc εμφανίστηκε ως ενδιαφερόμενο μέρος.
Κατά τη διαδικασία, ο πρωτόδικος Δικαστής έδωσε οδηγίες για καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων.
Οι εφεσείοντες προχώρησαν με την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης τους - η οποία παρουσιάζει δύο κενά σημεία με την ένδειξη «άκρως εμπιστευτική πληροφορία». Υπήρξε διαφωνία επί του θέματος και ακολούθησε η καταχώρηση αίτησης ημερ. 29.1.2015 από την Primetel για αποκάλυψη των σημείων που ήσαν κενά στην αγόρευση της Αρχής.
Μετά που άκουσε τα μέρη, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για καταχώρηση νέας αγόρευσης με αποκάλυψη των κενών σημείων.
Είναι αυτή η απόφαση το αντικείμενο της παρούσης έφεσης.
Τίθεται βεβαίως ως πρώτο ερώτημα εάν μπορούσε η Αρχή αυτοβούλως - χωρίς άδεια του Δικαστηρίου - να αφήσει κενά στην αγόρευση της ως άνω, έχοντας σαν δεδομένο ότι η δίκη είναι δημοσία και η αρχή της διαφάνειας είναι συνταγματική πτυχή της δικαιότητας της δίκης. Η ίδια η έννοια του απορρήτου είναι θέμα δικανικής κρίσης και κατ' αρχήν δεν είναι στην επιλογή του διαδίκου άνευ ετέρου να αποφασίζει εξ ιδίων το τι συνιστά απόρρητο. (Βλ. ΔΕΕ 53/1985, ΑΚΖΟ Chemie BV κ.ά. v. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1986, σελ.1965, Τ-353/1994, Postbank NV v. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1996 ΙΙ-921, C-450/2006 Varec SA v. Etat Βelge, Συλλογή της Νομολογίας 2008, Ι-581). Όμως, ταυτόχρονα, τίθεται και το ερώτημα εάν αυτή η μη αποκάλυψη είναι στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει σε επέμβαση του Δικαστηρίου σε ήδη διαμορφωθέν κείμενο αγορεύσεων ή είναι απλώς θέμα που ενδεχομένως να απασχολήσει κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ή επί της κατάθεσης του διοικητικού φακέλου, εάν και εφόσον χρειαστεί.
Έχοντας σαν δεδομένο ότι η πλευρά των εφεσειόντων λειτούργησε άνευ της προηγούμενης άδειας του Δικαστηρίου, πρέπει να εξετάσουμε τι συνέπεια είχε αυτό και αν όντως μπορεί να οδηγηθούμε σε επικύρωση του εκκαλούμενου διατάγματος το οποίο ουσιαστικά επέβαλλε στους εφεσείοντες την καταχώρηση νέας αγόρευσης με τα στοιχεία τα οποία οι εφεσείοντες θεώρησαν ως απόρρητα.
Ενώ η αναγκαιότητα της ύπαρξης δικαστικής κρίσης ως προς το θέμα της αποκάλυψης ή μη απόρρητης πληροφορίας παρουσιάζεται να είναι δεδομένη επί της ακρόασης που αφορά μαρτυρία, η καταχώρηση αγόρευσης με το συγκεκριμένο τρόπο κρίνεται υπό το πρίσμα των αρχών ότι ο κάθε διάδικος παρουσιάζει την υπόθεση του με βάση τη δική του αντίληψη και τα δικά του δεδομένα.
Το ζητούμενο - στο στάδιο αυτό είναι - αν υπήρξε παραβίαση δικονομικού κανόνα και αν μπορεί το Δικαστήριο να επιβάλει σ' ένα διάδικο πώς να προωθήσει την υπόθεση του. Η αγόρευση της πλευράς των εφεσειόντων κατατέθηκε βάσει των οδηγιών του Δικαστηρίου και τα κενά σημεία φαίνεται να αντιστοιχούν με σημεία τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως εμπιστευτικά από την ίδια την απόφαση της ΕΠΑ. Εκ των πραγμάτων λοιπόν τίθεται το ζήτημα εάν θα πρέπει το Δικαστήριο να επέμβει και να επιβάλει «τροποποίηση» ουσιαστικά, μέρους της αγόρευσης των εφεσειόντων. Όπως προκύπτει από την ευρωπαϊκή νομολογία, την οποία παραθέσαμε πιο πάνω, η οποιαδήποτε αποκάλυψη επιχειρηματικών απορρήτων ή εμπιστευτικών πληροφοριών θα πρέπει να συντελεστεί, αφού εξεταστούν οι περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και ειδικά τα σημεία για τα οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι αποκάλυψη είναι αναγκαία για τη στάθμιση του συμφέροντος του προσώπου που ενδεχομένως να ζημιωθεί με την αποκάλυψη αφενός και του συμφέροντος του προσώπου που έχει έννομο συμφέρον να επιδιώκει την αποκάλυψη, αφετέρου. Αφ' ης στιγμής τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης είναι το πλαίσιο στο οποίο θα κριθεί η στάθμιση, ως άνω, θα συμφωνούσαμε εντέλει με τον κ. Χατζηϊωάννου ότι το διάταγμα του Δικαστηρίου για αποκάλυψη των κενών της αγόρευσης με εμπιστευτικές πληροφορίες - στο στάδιο που αυτό εξεδόθη - υπήρξε πρόωρο δικανικό διάβημα. (1ος και 2ος λόγος έφεσης). Παρά το ότι ορθά πρωτοδίκως επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο γενικά δεν μπορεί να επιτελέσει το έργο του «εν κενώ», η έκδοση του επίδικου διατάγματος, στο στάδιο αυτό, εν τοις πράγμασι, οδηγεί στη διαμόρφωση μιας κατάστασης «χωρίς στάθμιση των αντικρουομένων συμφερόντων». Θα συμφωνούσαμε με την ευπαίδευτη συνήγορο της ΕΠΑ ότι χωρίς τη στάθμιση αυτή επί της ουσίας, η άνευ ετέρου αποκάλυψη των πληροφοριών στα πλαίσια ανταλλαγής αγορεύσεων, ενδεχομένως θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού και είναι δυνατόν να οδηγούσε σε παραβίαση του Άρθρου 33 (και/ή του Άρθρου 34) του Ν.13(Ι)/2008, ως άνω, θέματα τα οποία δεν θεωρούμε ότι στο στάδιο αυτό θα μπορούσαμε να τα αποκλείσουμε ως μη σχετικά*: Σημαντικό είναι επίσης ότι τα δύο σημεία στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των εφεσειόντων τα οποία θεωρήθηκαν από την Αρχή ως άκρως εμπιστευτικές πληροφορίες είχαν εξεταστεί ως τέτοια από την Επιτροπή (βλ. απόφαση της ημερ. 25.1.2013). Δεν έχουμε πεισθεί ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι αναγκαίες για τη γραμμή υπεράσπισης της εφεσίβλητης Primetel και συνεπώς στο παρόν στάδιο δεν έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να παρέμβει στον τρόπο σύνταξης της αγόρευσης των εφεσειόντων. Δεν αγνοούμε, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ότι οι τελευταίοι διαδικαστικά ενήργησαν χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση του Δικαστηρίου, κάτι το οποίο θα οδηγούσε σε αποφυγή απώλειας χρόνου και αχρείαστων διαδικασιών. Αυτό κατά την κρίση μας πρέπει να έχει αντίκτυπο στα έξοδα, δεν επηρεάζεται όμως το αποτέλεσμα της έφεσης.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι γραπτές αγορεύσεις στα πλαίσια προσφυγής είναι το μέσο προβολής επιχειρημάτων της κάθε πλευράς γι' αυτό και εναπόκειται στην κατ' αρχήν αντίληψη του διάδικου που διαμορφώνει τις θέσεις του, ο τρόπος σύνταξης αυτών. Εκείνο που κρίνεται είναι η συμμόρφωση με τη δικονομία.
Στην υπόθεση Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275 επί αίτησης για διαγραφή τμημάτων γραπτής αγόρευσης σε προσφυγή δυνάμει του Κ.17-19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο Πικής, Π., ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η αγόρευση γραπτή ή προφορική δεν συνιστά ούτε δικόγραφο ούτε αποδεικτικό μέσο. Η ισχύς της συναρτάται με την πειστικότητα της επιχειρηματολογίας η οποία προβάλλεται. Αναφορά στην αγόρευση σε μαρτυρία η οποία δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ή σε άσχετα θέματα, στερείται οποιασδήποτε σημασίας. Η αγόρευση δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας. Απάντηση στην αγόρευση του αιτητή δίδεται με την αγόρευση του άλλου μέρους. Σ' αυτή μπορεί να υποδειχθεί η αναφορά στην αγόρευση του άλλου μέρους σε άσχετα θέματα καθώς και σε ισχυρισμούς που δεν τεκμηριώνονται από την προσαχθείσα μαρτυρία. Τέλος οι θέσεις των μερών μπορεί να διασαφηνισθούν περαιτέρω στο στάδιο των διευκρινήσεων, οι οποίες συνιστούν μορφή συμπληρωματικής προφορικής αγόρευσης.
Διαπιστώνεται ότι η αίτηση στερείται ερείσματος».
Παρά την ιδιομορφία του θέματος εν προκειμένω, κατ' αναλογία μπορεί να ισχύσουν τα πιο πάνω αναφερθέντα.
Εν τέλει είναι θέμα επιλογής ως προς την επιχειρηματολογία που η Αρχή προωθεί. Εφόσον, δεν εξασφαλίστηκε προηγούμενη άδεια για το πρακτέο σε μια ιδιάζουσα τω όντι περίσταση, στην οποία η αγόρευση παρουσιάζει τα πιο πάνω κενά, το θέμα θα πρέπει να αφεθεί να ακουστεί ως προς την ισχύ των επιχειρημάτων της πλευράς που έτσι επιθυμεί να διαμορφώσει τις αγορεύσεις της, με το κόστος βέβαια που είναι δυνατό να έχει στην κατάληξη του πράγματος, εάν δεν πείσει. Εάν φυσικά το Δικαστήριο, κατά το στάδιο κατάθεσης του φακέλου ή των διευκρινίσεων, θεωρήσει, (συνήθως με κατάλληλο διάβημα από τα μέρη), ότι πρέπει κάποια στοιχεία να αποκαλυφθούν, αυτό θα είναι δυνατό να γίνει. Εξ άλλου πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί ούτε μέσο διερεύνησης των επιδίκων θεμάτων (εκτός της δικογραφίας) ούτε μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. Κοιν. Λυσού v. Δημοκρατία (1998) 3 Α.Α.Δ. 537).
Στην υπόθεση Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 Α.Α.Δ. 242 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
«Αποτελεί βασική αρχή δικαίου ότι ο διάδικος με την αγόρευσή του, εκθέτει τα επιχειρήματά του τα οποία καθιστούν παραδεκτές τις θέσεις που προβάλλει στα δικόγραφα. Η αγόρευση, προφορική ή γραπτή, δεν προσφέρεται ως μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ούτε ως ευκαιρία για τη διεύρυνση των επίδικων θεμάτων τα οποία απαραιτήτως προσδιορίζονται από τη δικογραφία και στοιχειοθετούνται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου».
Ενόψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι βάσιμοι. Ως εκ της επιτυχίας τους δεν κρίνεται σκόπιμο να επεκταθούμε στους λοιπούς λόγους έφεσης.
Συνεπώς κρίνουμε ότι η έφεση πρέπει να επιτύχει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Θεωρούμε ορθό όπως μη εκδοθεί διαταγή ούτε για τα έξοδα της έφεσης ούτε για τα έξοδα της πρωτόδικης δίκης και η κάθε πλευρά να είναι υπόλογη για τα δικά της έξοδα.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (που στο εξής θα καλείται «η Αρχή») καταχώρησε την προσφυγή 741/2013 εναντίον της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (που στο εξής θα καλείται «η ΕΠΑ») και της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης της ΕΠΑ, ημερ. 25/1/2013 ότι η Αρχή παραβίασε το Άρθρο 6(1)(α) του περί Προστασίας Ανταγωνισμού Νόμου (Ν. 13(Ι)/2008) επιβάλλοντας διοικητικό πρόστιμο ύψους €295.277, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 0.065% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών της Αρχής για το έτος 2007. H απόφαση της ΕΠΑ είχε κοινοποιηθεί στην Αρχή με την επιστολή της ημερ. 6/2/2013 που την καλούσε ταυτόχρονα να της υποδείξει με σαφήνεια τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που περιέχονται στην απόφαση και τις οποίες η Αρχή θεωρούσε ότι δεν θα έπρεπε να δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Την ίδια μέρα η Αρχή κοινοποίησε επίσης στο ενδιαφερόμενο μέρος το καταληκτικό της απόφασης πληροφορώντας το ότι αντίγραφο της απόφασης θα του κοινοποιείτο μόλις λάμβανε τις θέσεις της Αρχής για τις εμπιστευτικές πληροφορίες. Στις 13/2/2013 η Αρχή έθεσε στην ΕΠΑ τις πληροφορίες που θεωρούσε ως εμπιστευτικές και δεν θα έπρεπε να δημοσιευθούν, αίτημα που η ΕΠΑ στη συνεδρία της ημερ. 15/2/2013, ομόφωνα έκαμε αποδεκτό. Στις 15/2/2013 απεστάλη στο ενδιαφερόμενο μέρος το πλήρες αιτιολογημένο κείμενο της απόφασης, εξαιρουμένων των εμπιστευτικών στοιχείων.
Η Αρχή με την προσφυγή της δεν κατονόμασε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος αλλά η Primetel P.L.C. εμφανίστηκε στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος αφού προηγήθηκε η καταχώρηση σχετικής επιστολής της και διοριστηρίου δικηγόρου, που είναι κατατεθειμένα στο φάκελο της διαδικασίας.
Ακολούθησε η καταχώρηση ένστασης από πλευράς της ΕΠΑ στην οποία επισυνάφθηκε η μη εμπιστευτική μορφή του κειμένου της απόφασης της, με την υπόδειξη ότι το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι καταχωρημένο στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και θα τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς ετοιμασίας της απόφασης του. Στη συνέχεια η Αρχή προχώρησε με την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης της η οποία παρουσιάζει κενά σημεία με την ένδειξη «ΑΚΡΩΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ». Στην γραπτή αγόρευση της ΕΠΑ που ακολούθησε, στην αρχή υπάρχει η εξής δήλωση: «Η παρούσα αγόρευση υποβάλλεται, υπό την επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν στους προβαλλόμενους από τους αιτητές ισχυρισμούς, οι οποίοι έχουν διαγραφεί και/ή αποκρυβεί από τη γραπτή τους αγόρευση ημερ. 13/5/2014, κάτω από τον τίτλο «ΑΚΡΩΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ». Σε αντίθετη περίπτωση ευσεβάστως υποβάλλω ότι αυτοί δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη».
Οι δικηγόροι των εμπλεκόμενων μερών αγόρευσαν προφορικά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος της μη αποκάλυψης, το οποίο έδωσε στη συνέχεια οδηγίες όπως καταχωρηθεί σχετική αίτηση.
Ως αποτέλεσμα στις 29/1/2015 το ενδιαφερόμενο μέρος καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα όπως η Αρχή αποκαλύψει στο ενδιαφερόμενο μέρος όλα τα στοιχεία και ισχυρισμούς που συνιστούν εμπιστευτικές πληροφορίες και τα οποία έχουν αποκρύψει και δεν συμπεριλήφθηκαν στη γραπτή αγόρευση της Αρχής καθώς και διάταγμα όπως επιδώσει στο ενδιαφερόμενο μέρος γραπτή αγόρευση στην οποία να περιέχονται τα στοιχεία που δεν αποκαλύφθησαν.
Οι καθ' ων η αίτηση δεν καταχώρησαν δική τους αίτηση αλλά ζήτησαν και έλαβαν σχετική άδεια από το Δικαστήριο να λάβουν μέρος στη διαδικασία της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους, είτε προς υποστήριξη της είτε εναντίον της.
Η Αρχή καταχώρησε ένσταση και η αίτηση προχώρησε σε ακρόαση.
Αφού άκουσε αγορεύσεις απ' όλες τις πλευρές το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και εξέδωσε διάταγμα όπως η Αρχή καταχωρήσει εντός 30 ημερών στο φάκελο της διαδικασίας και επιδώσει στους καθ' ων η αίτηση και ενδιαφερόμενο μέρος νέα γραπτή αγόρευση η οποία θα περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία και δεδομένα που έχουν αφαιρεθεί από την γραπτή αγόρευση της Αρχής ημερ. 13/5/2014.
Εναντίον της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης η Αρχή καταχώρησε την παρούσα έφεση με την οποία εγείρει επτά συνολικά λόγους έφεσης που συνοπτικά είναι οι εξής:
(α) Λανθασμένα το Δικαστήριο επέβαλε στην Αρχή το περιεχόμενο της αγόρευσης της (Λόγος έφεσης 1).
(β) Λανθασμένα και πρόωρα επενέβη το Δικαστήριο στο στάδιο των γραπτών αγορεύσεων ως προς το τι τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Λόγος έφεσης 2).
(γ) Λανθασμένα έκρινε ότι μπορούσε να επιβάλει την αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών σε οποιονδήποτε (Λόγος έφεσης 3 Α).
(δ) Λανθασμένα αποδέχθηκε την αίτηση για αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών (Λόγος έφεσης 3 Β).
(ε) Λανθασμένα έκρινε ότι ήταν απαραίτητη η άδεια του Δικαστηρίου για μη αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών (Λόγος έφεσης 4).
(στ) Λανθασμένα έκρινε ότι είχε εξουσία να διατάξει την αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών (Λόγος έφεσης 5).
(ζ) Λανθασμένη υπήρξε η κρίση του Δικαστηρίου ως προς το δικαίωμα άμυνας και δίκαιης δίκης (Λόγος έφεσης 6).
Όλοι οι λόγοι έφεσης περιστρέφονται ουσιαστικά γύρω από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για σκοπούς δίκαιης δίκης θα έπρεπε να αποκαλυφθούν τα στοιχεία που παραλείφθηκαν από τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Αρχής και στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Θα προχωρήσω αρχικά στην εξέταση των δύο πρώτων λόγων έφεσης που είναι περίπου οι ίδιοι και αναφέρονται στη δυνατότητα του Δικαστηρίου να επέμβει στο τρόπο σύνταξης της γραπτής αγόρευσης της Αρχής.
Η εφεσείουσα Αρχή εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν έχει κανένα δικαίωμα να επέμβει στη διαμόρφωση της επιχειρηματολογίας των μερών και ούτε να υποχρεώσει ένα διάδικο να αποκαλύψει οτιδήποτε δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Πρόσθεσε δε ότι οι καθ' ων η αίτηση κατέχουν νόμιμα τις πληροφορίες υπό τις συνθήκες εμπιστευτικότητας που επιβάλλουν τα Άρθρα 33 και 38 του περί Προστασίας Ανταγωνισμού Νόμου (Ν. 13(Ι)/2008), οι οποίοι συμμορφούμενοι με τις πρόνοιες αυτές δεν τις κοινοποίησαν στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε όλα τα κριτήρια, τους παράγοντες και παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με προεξάρχουσα αρχή τη διασφάλιση δίκαιης δίκης για όλους τους παράγοντες της. Αναγνώρισε ότι δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις που να διέπουν το ζήτημα γι' αυτό και έκρινε ότι τυγχάνει εφαρμογής η διαδικασία που διέπει τις προσφυγές, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 1962, η νομολογία και όσα προβλέπονται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η δυνατότητα έκδοσης οδηγιών από το Δικαστήριο παρέχεται από τους Κανονισμούς 10, 12(1) και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 που προβλέπουν τα εξής:
«10.(1) Εκάστη υπόθεσις θα ορίζεται κατ' αρχήν δι' ακρόασιν προς έκδοσιν οδηγιών εκτός εις περιπτώσεις όπου εξεδόθη διάταγμα συμφώνως της παραγράφου (1) του κανονισμού 9.
(2) Κατά την διάρκειαν της τοιαύτης ακροάσεως το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώση τοιαύτας οδηγίας αναφορικώς προς περαιτέρω εγγράφους προτάσεις, λεπτομερείας, αποκάλυψιν ή επιθεώρησιν εγγράφων, αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων ενόρκων ομολογιών αποδεικνυουσών τα γεγονότα εφ' ων βασίζεται έκαστος διάδικος, επιθεώρησιν του επιδίκου μέρους, διαδικασίαν συμφώνως προς την παράγραφον 2 του Άρθρου 134, ημερομηνίαν δημοσίας ακροάσεως, καταχώρησην και ανταλλαγήν μεταξύ των διαδίκων εγγράφου επιχειρηματολογίας εντός καθοριζομένων χρονικών ορίων ως και την διάρκειαν τυχόν μεταγενεστέρων αγορεύσεων, ή οιασδήποτε άλλας οδηγίας σχετικός τυχόν μεταγενεστέρων αγορεύσεων, ή οιασδήποτε άλλας οδηγίας σχετικώς προς την διαδικασίαν της υποθέσεως ως ήθελε κρίνει αναγκαίον.
..........................
12.(1) Το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να διατάξη οιονδήποτε αιτητήν να παρουσιασθή αυτοπροσώπως είτε διά να δώση ενόρκως ή άλλως πως πληροφορίας προς το Δικαστήριον, είτε διά να παρουσιάση έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα. Εάν αιτητής τις διαταχθεί να εμφανισθή αυτοπροσώπως αρνηθή να πράξη ούτω, η ακολουθητέα διαδικασία εξαναγκασμού προς συμμόρφωσιν του τοιούτου αιτητού, η οποία δυνατόν να εφαρμοσθή, θα είναι ως η ισχύουσα διά τον εξαναγκασμόν εμφανίσεως μάρτυρος, όστις αρνήται να συμμορφωθή προς μαρτυρικήν κλήσιν.
Εάν ο τοιούτος αιτητής είναι νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή πρόσωπον δημοσίου δικαίου άνευ νομικής προσωπικότητος, η ακολουθητέα διαδικασία εξαναγκασμού του τοιούτου προσώπου να παρουσιασθή αυτοπροσώπως θα ασκήται εναντίον του προσώπου εκείνου, το οποίον δικαιούται να εναγάγη ή να εναχθή, εν ενόματι του τοιούτου αιτητού.
...........................
19. Καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώση τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Σχετική με το υπό εξέταση θέμα είναι επίσης η υπόθεση Τhermphase Limited v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3951, στην οποία κάμνει επίσης αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου τονίζεται η ευχέρεια του Δικαστηρίου να εκδώσει τέτοιες οδηγίες που θεωρεί αναγκαίο στην υπόθεση. Η λέξη «αναγκαίο» αναφέρεται και έχει άμεση σχέση με την επίτευξη του δικαστικού ελέγχου της διοικητικής πράξης που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Προσθέτει δε ότι η διακριτική ευχέρεια του Διοικητικού Δικαστηρίου έχει μεγαλύτερο κύρος απ' εκείνη του Επαρχιακού Δικαστηρίου και οι εξουσίες του είναι αυξημένες, γεγονότα που συνάδουν απόλυτα με το ανακριτικό σύστημα που εφαρμόζεται στη διοικητική δίκη.
Από τα στοιχεία του φακέλου της πρωτόδικης διαδικασίας καθίσταται σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέβαλε στην Αρχή το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης της, ως η εισήγηση της Αρχής, αλλά την κάλεσε μέσω νέας αγόρευσης, για τους λόγους που επεξηγεί, να παραθέσει όλα εκείνα τα στοιχεία που η ίδια παραδέχεται ότι δεν αποκάλυψε με την αρχική της αγόρευση.
Το δικαίωμα αυτό του Δικαστηρίου απορρέει από την πιο πάνω νομοθεσία και νομολογία και δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς τον τρόπο που ενήργησε. Συμφωνώ επίσης με την πρωτόδικη κρίση ότι η αίτηση δεν ήταν πρόωρη εφόσον εγείρεται στο στάδιο των αγορεύσεων, όπου και ετέθη το θέμα της μη αποκάλυψης.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι το Δικαστήριο με την απόφαση του να διατάξει την καταχώρηση νέας αγόρευσης ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας που του παρέχεται από την πιο πάνω νομοθεσία και νομολογία.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1 και 2 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Ως προς τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που αφορούν κυρίως στο μη επιτρεπτό της αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών, ήταν η εισήγηση του δικηγόρου της Αρχής ότι με την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταστρατηγούνται πρόνοιες του Νόμου 13(Ι)/2008 και ιδιαίτερα των Άρθρων 33 και 38 με ορατό το κίνδυνο επιβολής διάπραξης ποινικού αδικήματος από μέρους της ΕΠΑ.
Ήταν περαιτέρω εισήγηση του ότι ο ρόλος του ενδιαφερομένου μέρους στη διαδικασία της προσφυγής δεν είναι ενός κανονικού διαδίκου ενώ θα έπρεπε να ρυθμίζετο από το Δικαστήριο το ζήτημα εμπιστευτικών πληροφοριών με την υιοθέτηση διαδικαστικών προνοιών, που να επιτρέπουν το δικαστικό έλεγχο των διοικητικών αποφάσεων χωρίς να παραβιάζονται τα δικαιώματα εμπιστευτικότητας.
Το Άρθρο 33 του Νόμου 13(Ι)/2008 επιβάλλει στον Πρόεδρο και τα Μέλη της ΕΠΑ και σε όλους τους υπαλλήλους της καθήκον εχεμύθειας και μη κοινοποίησης και δημοσιοποίησης των όσων επιχειρηματικών απορρήτων και πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης περιέρχονται στη γνώση τους κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας συνιστά κατά το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου «βαρύ πειθαρχικό αδίκημα».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εν εκτάσει με το θέμα της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που απεκρύβησαν από τη γραπτή αγόρευση της Αρχής και έκρινε, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του, ότι το Άρθρο 33 του Νόμου 13(Ι)/2008 είναι άσχετο με τις δικαστικές διαδικασίες.
Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:
«Η νομοθεσία που διέπει την Ε.Π.Α. και τα σχετικά Άρθρα 8 και 33, δεν αναφέρονται σε δικαστικές διαδικασίες και δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε επίπτωση επί της διαφάνειας της δικαστικής διαδικασίας, αλλά και ιδιαιτέρως ως προς την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Ορθά ο κ. Πολυβίου δίνοντας έμφαση στην ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους ως διαδίκου τόνισε το ανεπίτρεπτο της γνωστοποίησης ορισμένων δεδομένων στους υπόλοιπους διαδίκους και όχι στον ίδιο. Η στάθμιση που θα πρέπει να γίνεται μεταξύ των διαφόρων Αρχών στις οποίες αναφέρθηκε η δικηγόρος της Ε.Π.Α., δεν μπορεί να γίνεται χωρίς κριτήρια και διαδικασίες που να τα προβλέπει η ίδια η νομοθεσία στα ευαίσθητα αυτά θέματα του ανταγωνισμού.
Στην υπόθεση Τhermphase Limited v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3951, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Πολυβίου, τονίστηκε η ανάγκη για επαρκής δικαστικό έλεγχο της διοικητικής πράξης σε διαδικασία όπου υπήρχε ισχυρισμός για την παραβίαση βιομηχανικού απορρήτου προσφοροδότη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναγνώριση του απορρήτου δεν υπερισχύει της ανάγκης άσκησης επαρκούς δικαστικού ελέγχου της διοικητικής πράξης από το Δικαστήριο όπως επιβάλλει το Συνταγμα. Βεβαίως η απόφαση αυτή έχει ληφθεί πριν την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε χρονικό σημείο που η Δημοκρατία δεν δεσμεύετο από το ενωσιακό δίκαιο. Όμως η αρχή που έθεσε δεν παύει να παραμένει ισχυρή και η όποια προστασία δίδεται κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο των υποθέσεων που εξετάζει μια Επιτροπή Ανταγωνισμού, δεν επηρεάζει κατ' ανάγκη την επί των Δικαστηρίων διαδικασία. Συναφώς έχει αναφερθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν εισαχθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις σε θέματα που χρήζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης είτε αναφορικά με υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης, είτε σε υποθέσεις που σχετίζονται με την τρομοκρατία.
Η Δημοκρατία δεν εισήξε οποιεσδήποτε ιδιαίτερες ρυθμίσεις ως προς την ενώπιον του Δικαστηρίου διαχείριση της διαδικασίας όταν εμπλέκονται ζητήματα εμπιστευτικών πληροφοριών στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού. Η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία ως να εξισορροπηθούν οι δύο εκ πρώτης όψεως αντικρουόμενες αρχές, αυτή της προστασίας των βιομηχανικών και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών και της αρχής της διαφάνειας που επιβάλλεται να διέπει τη δικαστική διαδικασία. Δεν έχει εισαχθεί οποιαδήποτε τέτοια πρόνοια, οπότε η διαδικασία σε προσφυγή εναντίον απόφασης της Ε.Π.Α., παραμένει εντός των συνήθων πλαισίων που διέπουν τις προσφυγές με εφαρμογή του υφιστάμενου περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, της νομολογίας που έχει αναπτυχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και τα όσα προβλέπονται από Άρθρο 146 του Συντάγματος.»
Συμφωνώ απόλυτα με την πρωτόδικη κρίση. Σημειώνεται ότι η εταιρεία Primetel PLC (ενδιαφερόμενο μέρος) είχε λάβει μέρος στη διαδικασία ενώπιον της ΕΠΑ ως το καταγγέλον πρόσωπο για παραβίαση από μέρους της Αρχής προνοιών του Νόμου 13(Ι)/2008. Το γεγονός αυτό εξάγεται από τα πρακτικά των συνεδριών της ΕΠΑ που είναι μέρος του φακέλου της δικαστικής διαδικασίας. Η πιο πάνω εταιρεία λαμβάνει επίσης μέρος στην διαδικασία της προσφυγής, ως ενδιαφερόμενο μέρος, και καταχώρησε ένσταση. Συνεπώς έχει δικαίωμα να ακουστεί ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Σύμφωνα με τη νομολογία η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους παραλληρίζεται προς εκείνη του παρεμβαίνοντος στο αντίστοιχο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία v. Σολωμού (2001) 3 Α.Α.Δ. 955 και Logicom Public Ltd. v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.ά., Προσφ. Αρ. 1079/2009, ημερ. 20/8/2009). Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» του Θ.Δ. Τσάτσου, έκδ. 3η, σελ. 379, η έννοια του συμφέροντος του παρεμβαίνοντος στη διαδικασία είναι ευρύτερη της εννοίας τους συμφέροντος που απαιτείται για τη νομιμοποίηση του αιτητή μεταξύ άλλων λόγων και προς «.ασφαλεστέραν απονομήν του δικαίου, ν' ακουσθή και η πρόσθετος τη διοικήσει παρέμβαση...». Η παρέμβαση ασκείται παραδεκτώς μόνο προς απόκρουση της προσφυγής και όχι προς υποστήριξη της.
Στο σύγγραμμα Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο του Π.Δ. Δαγτόγλου, 4η έκδοση παραγρ. 344 σελ. 360 αναφέρεται ότι «Ο παραδεκτώς παρεμβαίνων θεωρείται πλήρης διάδικος. Αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται σε έναν από τους διαδίκους επιδίδονται και σ' αυτόν. Δικαιούται να ενεργεί όλες τις προβλεπόμενες διαδικαστικές πράξεις, εφόσον δεν αντιτίθενται στο συμφέρον του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη και δεσμεύεται εξίσου, από την απόφαση του δικαστηρίου, κατά της οποίας δεν μπορεί ν' ασκήσει τριτανακοπή, γιατί δεν είναι πια «τρίτος».
Από τα πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον λαμβάνει μέρος στη διαδικασία της προσφυγής, συνιστά κανονικό διάδικο και ως τέτοιο η αρχή της ισότητας των όπλων θα πρέπει να ισχύει και γι' αυτό, γεγονός που διαπιστώνει και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του. Μάλιστα προσθέτει στην απόφαση του ως προς το καθεστώς κάτω από το οποίο λαμβάνει μέρος ότι «δεν έχει λιγότερη υπόσταση από τους υπόλοιπους δυο διαδίκους δηλαδή την Αρχή, ως αιτητές, και την ΕΠΑ, ως καθ' ων». Στη συνέχεια αναφέρει ότι «το κάθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να αναδείξει πρόσθετα στοιχεία προς υποστήριξη της προσβαλλόμενης πράξης και που ενδεχομένως ο καθ' ου η αίτηση να μην αντελήφθη ή να μην αναδείξει στην δική του επιχειρηματολογία», σε απάντηση της εισήγησης της Αρχής πρωτόδικα ότι την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης θα υποστηρίξει η ΕΠΑ στην προσφυγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει στην απόφαση του ότι το θέμα της αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών εγείρεται στην παρούσα περίπτωση σε δικαστική διαδικασία, εξού και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εμποδίζει το ενδιαφερόμενο μέρος να ζητήσει την αποκάλυψη των πληροφοριών. Κάνει επίσης εκτενή αναφορά σε υποθέσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε Αγγλικές υποθέσεις που χρησιμοποίησαν οι δικηγόροι στις γραπτές αγορεύσεις τους, ως προς τη σημασία της διαδικασίας στα πλαίσια της οποίας εγείρεται το θέμα της εμπιστευτικότητας πληροφοριών.
Για μεν την υπόθεση Akzo Chemie Bv, υπ' αρ. 53/1985, ημερ. 24/6/1986 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπίστωσε ότι δεν επιλύει το πρόβλημα ως προς το δέον γενέσθαι σε δικαστική διαδικασία, εφόσον εκεί το θέμα της εμπιστευτικότητας ηγέρθη στη διοικητική διαδικασία για δε τις υπόλοιπες Pfleiderer A.G. v. Bundeskartellamt υποθ. C-360/2009, ημερ. 14/6/2011 και Varec SA v. Etat Belge, C-450/2006, ημερ. 14/2/2008, ότι κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος με την Akzo. Μάλιστα για την Varec σχολιάζει ότι έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω του ότι αφορούσε σε διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου και ότι αναγνωρίστηκε εκεί ότι «η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, το δικαίωμα των στοιχείων και των παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο Δικαστήριο και να εκφέρουν συναφώς τη γνώμη τους. Προσθέτει δε ότι η πιο πάνω αρχή συνάδει και με τις διαχρονικές θέσεις του κοινοδικαίου όπου οι αρχές της διαφάνειας της δικαστικής διαδικασίας και του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης και τοποθέτησης, είναι αναγνωρισμένες και μη δεχόμενες αμφισβήτησης (βλ. Α. v. British Broadcasting Corporation [2014] 2 W.L.R. 1243 και British Broadcasting Corporation v. Roden [2015] W.L. 2190724).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, με αναφορά στην υπόθεση R. (on the application of Mohamed) v. Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs [2011] QB 218, αναγνωρίζει περαιτέρω ότι τα αγγλικά Δικαστήρια είναι πολύ φειδωλά στο να αποδεχθούν ακόμη και αφαίρεση ή απόκρυψη σκεπτικού στις αποφάσεις τους που δημοσιοποιούνται, έχοντας υπόψη ότι οποιαδήποτε έκπτωση στην αρχή της διαφάνειας θα πρέπει να αιτιολογείται.
Συμφωνώ απόλυτα με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως αναφέρθηκε στις πιο πάνω υποθέσεις τις οποίες υιοθετεί στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αρχή της προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων και των εμπιστευτικών πληροφοριών πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε η προστασία αυτή να συμφιλιώνεται με τις επιταγές της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και για το σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων και στην περίπτωση ειδικής προσφυγής έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι η όλη διαδικασία δε θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. (βλ. Varec (ανωτέρω)).
Σταθμίζοντας όλες τις παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη σε τέτοιες περιπτώσεις με προεξάρχουσα αρχή τη διασφάλιση δίκαιης δίκης για όλα τα μέρη της διαδικασίας σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν τη δικαστική διαδικασία ιδιαίτερα της διαφάνειας της φυσικής δικαιοσύνης και ότι η Αρχή ενήργησε από μόνη της χωρίς να λάβει προηγουμένως άδεια του Δικαστηρίου, κρίνω ότι η έκδοση του διατάγματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο καταχώρισης νέας γραπτής αγόρευσης από μέρους της Αρχής στην οποία να περιλαμβάνονται τα γεγονότα που δεν αποκαλύφθησαν με την αρχική, ήταν εύλογα ορθή και επιτρεπτή.
Ενόψει των πιο πάνω και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.