ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C319
(2017) 3 ΑΑΔ 706
27 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
2. ΜΑΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσείοντες - Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑTOΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 163/2011)
Πολεοδομία και Χωροταξία ― Απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής επί πολεοδομικής αίτησης και στη συνέχεια άσκηση ιεραρχικής προσφυγής κατ' αυτής ― Καν. 7 (5) της Κ.Δ.Π. 55/1990 ― Το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε τις αρμοδιότητές του στην Υπουργική Επιτροπή βάση του Ν. 23/1962 ― Δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε σφάλμα ― Περιστάσεις.
Διοικητική πράξη ― Δέουσα έρευνα ― Χαρακτηριστικά έρευνας που την καθιστούσαν δέουσα.
Με τις προσφυγές τους υπ' αρ. 1781/2009 μέχρι και 1787/2009 οι εφεσείοντες αιτήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, την ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 27.10.2009 με την οποία απερρίφθει η ιεραρχική προσφυγή τους εναντίον της απόφασης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της ορθότητας της απορριπτικής των προσφυγών πρωτόδικης απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση αποφάσισε ότι:
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με οκτώ λόγους έφεσης, με κυρίαρχο, τον πρώτο λόγο έφεσης με τον οποίο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι την απόφαση απόρριψης των ιεραρχικών προσφυγών έλαβε Υπουργική Επιτροπή και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο είναι το αρμόδιο κατά το νόμο σώμα.
Η ακολουθητέα κατά νόμο διαδικασία εξέτασης ιεραρχικής προσφυγής που υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 31 του Νόμου αποτέλεσε το αντικείμενο νομολογιακής εξέτασης. Σύμφωνα με το γράμμα της προαναφερόμενης νομοθετικής διάταξης η ιεραρχική προσφυγή κατά απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ελέγχει τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της πολεοδομικής απόφασης. Με βάση δε τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 (5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990, οι οποίοι ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορούσε να αναθέσει σε Υπουργό ή Επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμα τους, πριν εκδώσει την απόφαση του για την προσφυγή. Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας δεν αποτελούσε προϋπόθεση. Το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε την εξουσία του αυτή με βάση τις διατάξεις του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν.23/1962) και με απόφαση του ημερομηνίας 30.7.1993 (Κ.Δ.Π. 196/1993) διόρισε Υπουργική Επιτροπή στην οποία μετέχει και ο Υπουργός Εσωτερικών. Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίθηκε αβάσιμος, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η ανεπάρκεια της έρευνας επί της οποίας βασίστηκε η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής αποτελεί το αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης.
Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι εισηγήσεις των εφεσειόντων για ανεπάρκεια της έρευνας δεν έχουν αντίκρισμα στα στοιχεία των φακέλων που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός δε ότι η τελική απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής συμπίπτει με τις εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής, δεν αποκαλύπτει, ασφαλώς, απεμπόληση εξουσίας ή αποποίηση εκτέλεσης καθηκόντων, όπως κρίθηκε.
Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα πιο πάνω απαντούν και στους λόγους έφεσης 3,4,5,7 και 8 με τους οποίους προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη διοικητική απόφαση για απόρριψη των ιεραρχικών προσφυγών δεν είναι επαρκώς ή δεόντως αιτιολογημένη, ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα θέματα εξετάστηκαν δεόντως από την Υπουργική Επιτροπή είναι λανθασμένο. Τα διαπιστωθέντα κατόπιν επιτόπιας έρευνας παρέμειναν, ουσιαστικά, αναντίλεκτα, με την προσθήκη ότι η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων και η εκτίμηση της των πραγματικών περιστάσεων ή του αποδεικτικού υλικού, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι ανέλεγκτη εφόσον δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας. Η μη εξακρίβωση από τους εφεσίβλητους της αλήθειας του ισχυρισμού των εφεσειόντων, ότι οι αυθαίρετες επεκτάσεις έγιναν από τους σημερινούς κατόχους/ιδιοκτήτες των καταστημάτων με την ανοχή του Δήμου Πόλης Χρυσοχούς, θέμα για το οποίο οι εφεσείοντες επίσης κάνουν λόγο, δεν επενεργεί αρνητικά στη νομιμότητα της ληφθείσας διοικητικής απόφασης, δεδομένου μάλιστα ότι η τήρηση και η αποκατάσταση της νομιμότητας της επίδικης ανάπτυξης βάρυνε τους εφεσείοντες ως ιδιοκτήτες.
Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι «το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι διαπιστώθηκε οχληρία από το Δήμο και δεν χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα είναι αυθαίρετο και λανθασμένο».
Κρίθηκε αβάσιμος και αυτός ο λόγος έφεσης. από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο Δήμος Πόλης Χρυσοχούς, ως έχει σημειωθεί, δεν σύστησε τη χορήγηση της ζητούμενης από τους εφεσείοντες άδειας για το λόγο ότι θα δημιουργείται οχληρία στα γειτονικά διαμερίσματα, θέση την οποία η Πολεοδομική Αρχή έλαβε υπόψη ως ουσιώδη παράγοντα με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 26 του Νόμου. Όπως αναφέρεται σχετικά στο Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε η τοπική αρχή κατόπιν ενστάσεων/παραπόνων των ενοίκων των διαμερισμάτων για ήδη υπάρχουσα οχληρία που επικρατούσε στην περιοχή ιδιαίτερα από τη λειτουργία του εστιατορίου στο Block 11 της ανάπτυξης στο οποίο πραγματοποιήθηκαν αυθαίρετες επεκτάσεις εντός της Ζώνης Προστασίας της Παραλίας. Η έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής προς το Υπουργείο Εσωτερικών μετά την υποβολή των ιεραρχικών προσφυγών, είναι πιο αποκαλυπτική της ταυτότητας των ενισταμένων, προσδιορίζοντας ότι «είναι ενοικιαστές των ιδιόκτητων διαμερισμάτων των προσφευγόντων αλλά και ιδιοκτήτες διαμερισμάτων του συγκροτήματος».
Συμφωνώντας με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί ότι δεν απαιτείτο περαιτέρω έρευνα. Το ενδεχόμενο δε πρόκλησης οχληρίας εντός των τοπικών ορίων του Δήμου Πόλης Χρυσοχούς, ως επακόλουθο τυχόν έγκρισης των αιτήσεων των εφεσειόντων από την Πολεοδομική Αρχή, καθιστούσε επιβεβλημένη την εμπλοκή της τοπικής αρχής, η οποία εκπροσωπεί τους κατοίκους της περιοχής, καθώς και την εκ μέρους της εξέταση του θέματος και την υποβολή απόψεων. Δεν πρέπει, βέβαια, να λησμονείται ότι ενώ η τοπική αρχή δεν σύστησε την χορήγηση της αιτούμενης άδειας για λόγους οχληρίας, ενίστατο στην παραχώρηση της άδειας λόγω συγκεκριμένων αναπτύξεων/μετατροπών που δεν καλύπτονταν από άδεια.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι ορθώς απέρριψαν τις ιεραρχικές προσφυγές ήταν απόλυτα δικαιολογημένο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοδούλου κ.ά. v. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810,
Ιωαννίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 75,
Ιωάννου v. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 325,
Στρούθος v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72,
Λάμπρου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 79,
Tsouloftas et al v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431,
Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,
Photos Karseras Manhattan Properties and Developers and Investments Ltd κ.ά. v. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 329, ECLI:CY:AD:2016:C365,
Ράφτης v. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1781/2009 μέχρι 1787/2009), ημερ. 12/10/2011.
Α. Αντωνιάδης για Α. Αργυρού, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με τις προσφυγές τους υπ' αρ. 1781/2009 μέχρι και 1787/2009 οι εφεσείοντες αιτήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην κάθε προσφυγή, δήλωση και/ή απόφαση ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 27.10.2009 με την οποία απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή τους εναντίον της απόφασης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως είναι άκυρη, παράνομη και άνευ αποτελέσματος. Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο λόγω του κοινού ιστορικού τους και των ταυτόσημων νομικών ζητημάτων και απερρίφθησαν. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της ορθότητας της απορριπτικής των προσφυγών πρωτόδικης απόφασης.
Οι επί μέρους υποβληθείσες στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως αιτήσεις των εφεσειόντων ως ιδιοκτήτες του τεμαχίου 19 Φ.Σχ.XXVI.50 στην Πόλη Χρυσοχούς, αφορούσαν σε διάφορες τροποποιήσεις ή διαμορφώσεις όπως η αλλαγή χρήσης καταστήματος σε εστιατόριο, η κατασκευή περίφραξης, η αλλαγή χρήσης καταστημάτων και διαμερισμάτων, η αλλαγή δύο καταστημάτων και δύο διαμερισμάτων σε ένα και μετατροπές σε καταστήματα και διαμερίσματα. Για το εν λόγω τεμάχιο είχε εκδοθεί αρχικώς άδεια οικοδομής για την ανέγερση 12 συγκροτημάτων με συγκεκριμένους συντελεστές ανάπτυξης επί του συνόλου, που περιλάμβαναν οικιστικά διαμερίσματα, καταστήματα και εστιατόρια.
Όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, οι κύριοι λόγοι απόρριψης των αιτήσεων από την Πολεοδομική Αρχή, εμφανίζονται να είναι οι ίδιοι σε όλες τις αιτήσεις και είναι οι ακόλουθοι:
«500 Στο υπό ανάπτυξη τεμάχιο υπάρχουν αναπτύξεις (επεκτάσεις καταστημάτων με λυόμενες κατασκευές) μη εξουσιοδοτημένες με αναγκαία άδεια που επηρεάζουν αρνητικά τις ανέσεις της περιοχής και συγκρούονται με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής Πόλης Χρυσοχούς {Γενική Πρόνοια 1(η)}
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
1. Οι μη εξουσιοδοτημένες αναπτύξεις που αναφέρονται στο λόγο άρνησης με αρ. (500) πιο πάνω αφορούν
α) λυόμενες κατασκευές που έχουν ανεγερθεί κατά μήκος του δρόμου, και λειτουργούν ως προέκταση των εγκριμένων καταστημάτων
β) προσθήκη στο υφιστάμενο εστιατόριο η οποία λειτουργεί ως χώρος εστίασης και η οποία επεμβαίνει επί της γραμμής προστασίας της παραλίας, και
2. Ενόψει των πιο πάνω λόγων άρνησης και του γεγονότος ότι η ανάπτυξη εμπίπτει σε τεμάχιο με οικοδομές που έχουν εκκρεμότητες, η Πολεοδομική Αρχή δεν έχει προβεί σε παραπέρα μελέτη της αίτησης όσον αφορά τις υπόλοιπες πτυχές της. Για να μπορέσει η Πολεοδομική Αρχή να μελετήσει τυχόν νέα σχέδια για την συγκεκριμένη ανάπτυξη θα πρέπει:
α) να αφαιρεθούν όλες οι παρανομίες που δεν μπορούν να καλυφθούν με άδεια,
β) να υποβληθεί πλήρης σειρά σχεδίων των υφιστάμενων αναπτύξεων στο συγκεκριμένο τεμάχιο οι οποίες αναπόφευκτα σχετίζονται με την παρούσα,
γ) να υποδεικνύονται με ξεχωριστό χρώμα όποιες νέες προτεινόμενες τροποποιήσεις/προσθηκομετατροπές θα θέλατε να αδειοδοτήσετε,
δ) για όλα τα πιο πάνω θα πρέπει να υπάρχουν ξεχωριστές μετρήσεις που να αναφέρονται στα υφιστάμενα με άδεια εμβαδά των οικοδομών και ξεχωριστά για τα προτεινόμενα ή υφιστάμενα χωρίς άδεια, καθώς οι αναλογούντες σε κάθε οικοδομή χώροι στάθμευσης»
Η αίτηση στην οποία αφορούσε η Προσφυγή 1781/2009 απερρίφθη και για τον λόγο ότι:
«501 Ο Δήμος Πόλης Χρυσοχούς δεν συστήνει τη χορήγηση της ζητούμενης άδειας για το λόγο ότι θα δημιουργείται οχληρία στα γειτονικά διαμερίσματα( ουσιώδης παράγων)
(502) Υπάρχει επέκταση του εστιατόριου η οποία επεμβαίνει επί της γραμμής προστασίας της παραλίας»
Ενώ η αίτηση για κατασκευή περίφραξης, στην οποία αφορούσε η Προσφυγή 1782/2009, απορρίφθηκε και για το λόγο ότι η περίφραξη:
«εμπίπτει εντός της ζώνης προστασίας της παραλίας και με βάση την παράγραφο 12 των Γενικών Προνοιών Πολιτικής της Δήλωσης Πολιτικής Πόλης Χρυσοχούς κρίνεται ότι αυτή δεν είναι μικρής κλίμακας κατασκευή, δεν κρίνεται απαραίτητη για τη λειτουργία της ανάπτυξης και επηρεάζει αρνητικά τις ανέσεις του κοινού στην παραλία. Πρόσθετα η περίφραξη που προτείνεται στο δυτικό ως επίσης και στο ανατολικό σύνορο, επηρεάζει τη λειτουργία (5) εγκριμένων χώρων στάθμευσης που δείχνονται με γαλάζιο χρώμα στο χωροταξικό σχέδιο».
Για τις αιτήσεις που αφορούσαν πέντε από τις επτά προσφυγές των εφεσειόντων, διατυπώθηκε ως λόγος απόρριψης και το γεγονός ότι «υπάρχει επέκταση του εστιατορίου (block 11) η οποία επεμβαίνει επί της γραμμής προστασίας της παραλίας».
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ιεραρχικές προσφυγές σε σχέση με κάθε μια από τις απορριφθείσες αιτήσεις τους σύμφωνα με το Άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/1972) (στο εξής «ο Νόμος»). Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού διαβουλεύτηκε με την Πολεοδομική Αρχή και τα εμπλεκόμενα τμήματα, ετοίμασε σχετικό σημείωμα το οποίο υπέβαλε στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή. Η εν λόγω Υπουργική Επιτροπή αφού μελέτησε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, σε συνεδρία της στις 14.9.2009 αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει τις ιεραρχικές προσφυγές. Όπως καταγράφεται σε σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας:
«Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. . [αναφέρεται ο αριθμός] του Υπουργείου Εσωτερικών και, αφού εξέτασε τα πραγματικά γεγονότα και νομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την υποβληθείσα αίτηση (με αρ.) [αναφέρεται ο αριθμός], την απόφαση/απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής και των εμπλεκόμενων Τμημάτων/Υπηρεσιών, καθώς και τους λόγους που επικαλέστηκαν οι αιτητές για υποστήριξη της Προσφυγής τους, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής να αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας είναι ορθή και σύμφωνη με την Πολεοδομική Νομοθεσία και τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής Πόλης Χρυσοχούς».
Ακολούθησε η καταχώρηση των παραπάνω προσφυγών.
Οι θέσεις και εισηγήσεις των εφεσειόντων για έλλειψη δέουσας έρευνας, έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και ότι η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή προχώρησε στη λήψη απόφασης χωρίς να προχωρήσει σε δική της έρευνα, δεν βρήκαν σύμφωνο το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του, με επακόλουθο την απόρριψη των προσφυγών.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με οκτώ λόγους έφεσης, με κυρίαρχο, θεωρούμε, τον πρώτο λόγο έφεσης με τον οποίο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι την απόφαση απόρριψης των ιεραρχικών προσφυγών έλαβε Υπουργική Επιτροπή και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο είναι το αρμόδιο κατά το νόμο σώμα.
Η ακολουθητέα κατά νόμο διαδικασία εξέτασης ιεραρχικής προσφυγής που υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 31 του Νόμου* αποτέλεσε το αντικείμενο νομολογιακής εξέτασης (βλ. Χριστοδούλου κ.ά. v. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810, Ιωαννίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 75 και Ιωάννου v. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 325). Σύμφωνα με το γράμμα της προαναφερόμενης νομοθετικής διάταξης η ιεραρχική προσφυγή κατά απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ελέγχει τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της πολεοδομικής απόφασης. Με βάση δε τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 (5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990, οι οποίοι ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο**, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορούσε να αναθέσει σε Υπουργό ή Επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμα τους, πριν εκδώσει την απόφαση του για την προσφυγή. Η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας δεν αποτελούσε προϋπόθεση (βλ. Χριστοδούλου και Ιωαννίδου (ανωτέρω)). Το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε την εξουσία του αυτή με βάση τις διατάξεις του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν.23/1962) και με απόφαση του ημερομηνίας 30.7.1993 (Κ.Δ.Π. 196/1993) διόρισε Υπουργική Επιτροπή στην οποία μετέχει και ο Υπουργός Εσωτερικών, (βλ. Στρούθος v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, Χριστοδούλου κ.ά. v. Έπαρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810 και Λάμπρου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 79).
Υπό το φως των πιο πάνω, ισχύουν εν προκειμένω τα όσα καταληκτικά σημειώνονται στην Ιωαννίδου (ανωτέρω), χωρίς την ανάγκη να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο: «.η τελική απόφαση λήφθηκε από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο, την Υπουργική Επιτροπή στην οποία εκχωρήθηκαν οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου .».
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Η ανεπάρκεια της έρευνας επί της οποίας βασίστηκε η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής αποτελεί το αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης. Κεντρική θέση των εφεσειόντων είναι ότι αντί να εξεταστούν οι λόγοι της ιεραρχικής προσφυγής εξ υπαρχής με επιτόπια έρευνα και περαιτέρω διερεύνηση, η Υπουργική Επιτροπή «αντέγραψε και επικύρωσε επισφραγίζοντας τυπικά τα προηγούμενα ευρήματα και συμπεράσματα της Πολεοδομικής Αρχής».
Η ιεραρχική προσφυγή δεν έχει την έννοια της έφεσης και δεν αποσκοπεί στην αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του ιεραρχικά κατώτερου διοικητικού οργάνου με αναφορά στην βασιμότητα της συλλογιστικής που υποστηρίζει την απόφαση του, αλλά έχει την έννοια της επανεξέτασης της απόφασης από ένα δεύτερο όργανο ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα διόρθωσης τυχόν λαθών ή κατάχρησης εξουσίας από το πρώτο διοικητικό όργανο, (βλ. Tsouloftas et al v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431). Η νομολογία αποκαλύπτει ωσαύτως ότι το αρμόδιο διοικητικό όργανο, εν προκειμένω η Υπουργική Επιτροπή, δεν είναι κατ' ανάγκη υπόχρεο να διεξάγει το ίδιο την αναγκαία έρευνα, αλλά είναι δυνατό να αναθέσει σε άλλο όργανο, την έρευνα και τη συλλογή των στοιχείων υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν απεμπολεί τις δικές του εξουσίες και υποχρεώσεις, (βλ. Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 και Photos Karseras Manhattan Properties and Developers and Investments Ltd κ.ά. v. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 329, ECLI:CY:AD:2016:C365).
Στην προκειμένη περίπτωση, η Υπουργική Επιτροπή μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έγγραφα και απόψεις συμπεριλαμβανομένου του αναλυτικού Σημειώματος που ετοίμασε το Υπουργείο Εσωτερικών μετά από διαβούλευση με την Πολεοδομική Αρχή και τα εμπλεκόμενα τμήματα/υπηρεσίες, καθώς και τα πραγματικά γεγονότα και νομικά χαρακτηριστικά που αφορούσαν στην κάθε αίτηση σε συνάρτηση με τους λόγους που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες προς υποστήριξη της σχετικής ιεραρχικής προσφυγής τους. Η επίδικη απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ημερομηνίας 14.9.2009, λήφθηκε με αναφορά στην ορθότητα της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να απορρίψει την αντίστοιχη υποβληθείσα από τους εφεσείοντες αίτηση, για λόγους που έχουν παρατεθεί ανωτέρω και αφορούσαν, μεταξύ άλλων, αυθαίρετες αναπτύξεις/επεκτάσεις εντός της ζώνης προστασίας της παραλίας και τροποποιήσεις/μετατροπές που διαπιστώθηκαν μετά από επιτόπια έρευνα οι οποίες δεν καλύπτονταν από άδεια - παραβιάσεις που δεν φαίνεται να έχουν αμφισβητηθεί - κρίνοντας την σύμφωνη και με την Πολεοδομική νομοθεσία και τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής Πόλης Χρυσοχούς.
Οι εισηγήσεις των εφεσειόντων για ανεπάρκεια της έρευνας δεν έχουν αντίκρισμα στα στοιχεία των φακέλων που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός δε ότι η τελική απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής συμπίπτει με τις εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής, δεν αποκαλύπτει, ασφαλώς, απεμπόληση εξουσίας ή αποποίηση εκτέλεσης καθηκόντων.
Τα πιο πάνω απαντούν και στους λόγους έφεσης 3,4,5,7 και 8 με τους οποίους προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη διοικητική απόφαση για απόρριψη των ιεραρχικών προσφυγών δεν είναι επαρκώς ή δεόντως αιτιολογημένη, ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως τα θέματα εξετάστηκαν δεόντως από την Υπουργική Επιτροπή είναι λανθασμένο, στη βάση ότι η επανάληψη της αιτιολογίας της Πολεοδομικής Αρχής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί νέα ή επαρκή έρευνα, και ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν έκανε τη δική της έρευνα ως όφειλε αλλά ανάθεσε τη διερεύνηση σε άλλο όργανο. Θα επαναλάβουμε μόνο, πως τα διαπιστωθέντα κατόπιν επιτόπιας έρευνας παρέμειναν, ουσιαστικά, αναντίλεκτα, με την προσθήκη ότι η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων και η εκτίμηση της των πραγματικών περιστάσεων ή του αποδεικτικού υλικού, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι ανέλεγκτη εφόσον δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας (βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η μη εξακρίβωση από τους εφεσίβλητους της αλήθειας του ισχυρισμού των εφεσειόντων, ότι οι αυθαίρετες επεκτάσεις έγιναν από τους σημερινούς κατόχους/ιδιοκτήτες των καταστημάτων με την ανοχή του Δήμου Πόλης Χρυσοχούς, θέμα για το οποίο οι εφεσείοντες επίσης κάνουν λόγο, δεν επενεργεί αρνητικά στη νομιμότητα της ληφθείσας διοικητικής απόφασης, δεδομένου μάλιστα ότι η τήρηση και η αποκατάσταση της νομιμότητας της επίδικης ανάπτυξης βάρυνε τους εφεσείοντες ως ιδιοκτήτες.
Τέλος, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι «το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι διαπιστώθηκε οχληρία από το Δήμο και δεν χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα είναι αυθαίρετο και λανθασμένο». Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό για πρόκληση οχληρίας οι καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους τις απόψεις του επηρεαζόμενου Δήμου, που σύστηνε την άρνηση χορήγησης αδείας λόγω οχληρίας. Δεν θεωρώ ότι χρειαζόταν οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα καθότι ο Δήμος ήταν το αρμόδιο όργανο για να εξετάσει αυτό το ενδεχόμενο.»
Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία τους στο περίγραμμα αγόρευσης τους, οι εφεσείοντες θέτουν ερωτήματα αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι παραπόνων για οχληρία και κατά πόσο έγινε ή όχι έρευνα για το θέμα της οχληρίας, σημειώνοντας καταληκτικά ότι η παράλειψη διεξαγωγής έρευνας η οποία έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, αποτελεί λόγο ακύρωσης των επίδικων διοικητικών αποφάσεων.
Κρίνεται αβάσιμος και αυτός ο λόγος έφεσης. Ο Δήμος Πόλης Χρυσοχούς, ως έχει σημειωθεί, δεν σύστησε τη χορήγηση της ζητούμενης από τους εφεσείοντες άδειας για το λόγο ότι θα δημιουργείται οχληρία στα γειτονικά διαμερίσματα, θέση την οποία η Πολεοδομική Αρχή έλαβε υπόψη ως ουσιώδη παράγοντα με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 26 του Νόμου. Όπως αναφέρεται σχετικά στο Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε η τοπική αρχή κατόπιν ενστάσεων/παραπόνων των ενοίκων των διαμερισμάτων για ήδη υπάρχουσα οχληρία που επικρατούσε στην περιοχή ιδιαίτερα από τη λειτουργία του εστιατορίου στο Block 11 της ανάπτυξης στο οποίο πραγματοποιήθηκαν αυθαίρετες επεκτάσεις εντός της Ζώνης Προστασίας της Παραλίας. Η έκθεση της Πολεοδομικής Αρχής προς το Υπουργείο Εσωτερικών μετά την υποβολή των ιεραρχικών προσφυγών, είναι πιο αποκαλυπτική της ταυτότητας των ενισταμένων, προσδιορίζοντας ότι «είναι ενοικιαστές των ιδιόκτητων διαμερισμάτων των προσφευγόντων αλλά και ιδιοκτήτες διαμερισμάτων του συγκροτήματος».
Συμφωνώντας με το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι δεν απαιτείτο περαιτέρω έρευνα. Το ενδεχόμενο δε πρόκλησης οχληρίας εντός των τοπικών ορίων του Δήμου Πόλης Χρυσοχούς, ως επακόλουθο τυχόν έγκρισης των αιτήσεων των εφεσειόντων από την Πολεοδομική Αρχή, καθιστούσε επιβεβλημένη την εμπλοκή της τοπικής αρχής, η οποία εκπροσωπεί τους κατοίκους της περιοχής, καθώς και την εκ μέρους της εξέταση του θέματος και την υποβολή απόψεων. Δεν πρέπει, βέβαια, να λησμονείται ότι ενώ η τοπική αρχή δεν σύστησε την χορήγηση της αιτούμενης άδειας για λόγους οχληρίας, ενίστατο στην παραχώρηση της άδειας λόγω συγκεκριμένων αναπτύξεων/μετατροπών που δεν καλύπτονταν από άδεια.
Υπό το φως των ενώπιον μας στοιχείων, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι ορθώς απέρριψαν τις ιεραρχικές προσφυγές ήταν απόλυτα δικαιολογημένο.
Καταλήγουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.