ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C191
(2017) 3 ΑΑΔ 513
29 Μαΐου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 10),
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναφορά Αρ. 13/2016)
O περί Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 μετά από αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας ― Το Άρθρο 8 του υπό αναφορά νόμου αντίκειται στο Άρθρο 15 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας.
O περί Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 ― Η διά του Νόμου διεύρυνση του καταλόγου των προσώπων που προστέθηκαν στο Παράρτημα Ι, εκτός του Κύπριου Επίτροπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Αρχιπρωτοκολλητή, είναι καθόλα συνταγματική και τα προστεθέντα αυτά άτομα οφείλουν να καταθέτουν δηλώσεις κατά τα Άρθρα 3 και 4 του Νόμου.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε Γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο για το κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016», βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος με τα Άρθρα 15, 35, 122, 123, 124, 125, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γνωμάτευσε ως ακολούθως:
Το νέο Άρθρο 8 που εισαγάγει ο υπό αναφορά Νόμος, σε αντικατάσταση του προηγούμενου, όπως απαντάτο στον βασικό Νόμο αρ. 267(Ι)/2004, όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2006, προνοεί για την υποχρέωση δημοσιοποίησης της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων των συζυγών και των ανηλίκων τέκνων των προσώπων που υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση.
Παρά ταύτα, η Βουλή των Αντιπροσώπων εισήγαγε πρόνοιες στο κυβερνητικό Νομοσχέδιο ώστε να δημοσιοποιούνται οι δηλώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων των αξιωματούχων. Αυτό σε συνδυασμό και με τις τροποποιήσεις που έγιναν στα εισαγωγικά Άρθρα 3, 4 και 7, στα οποία προστέθηκαν μετά τους αξιωματούχους και τα «δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα» και οι σύζυγοι τους, ενώ τα ανήλικα τέκνα υπήρχαν στο βασικό Νόμο.
Έχει μόλις εκδοθεί η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά αρ. 10/2016, ως προς την αντισυνταγματικότητα της προτεινόμενης ρύθμισης να δημοσιοποιούνται στην οικεία ιστοσελίδα της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι δηλώσεις που θα πρέπει να υποβάλλονται από τους συζύγους και τα ανήλικα τέκνα του Προέδρου της Δημοκρατίας, των Υπουργών και των Βουλευτών της Δημοκρατίας. Όλα όσα εκεί αποφασίστηκαν, υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται και στην παρούσα Γνωμάτευση και, χάριν οικονομίας λόγου, δεν χρειάζονται να εκτεθούν εκ νέου. Καλύπτουν τη νομοθετική ρύθμιση όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων των κατονομαζόμενων αξιωματούχων.
Ο υπό Αναφορά Νόμος θέλησε να καλύψει την επέκταση του καταλόγου των αξιωματούχων με την προσθήκη στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 αυτού, και της έννοιας του «δημόσια εκτεθειμένου προσώπου». Η βασική ρύθμιση του Νόμου αρ. 267(Ι)/2004, περιέχει ορισμό του «αξιωματούχου» ως το «πρόσωπο που κατέχει πολιτειακό ή δημοτικό ή άλλο αξίωμα και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι του παρόντος Νόμου». Στο βασικό Νόμο, στο εν λόγω Παράρτημα, ήδη περιλαμβάνονταν οι Πρόεδροι και μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και οι Επίτροποι Διοικήσεως και Νομοθεσίας, αντίστοιχα. Στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε από την εκτελεστική εξουσία στη Βουλή είχαν, σύμφωνα με το συνημμένο 2 στην Αίτηση της Αναφοράς, διαγραφεί. Επαναφέρθηκαν όμως με τον υπό Αναφορά Νόμο και το τροποποιηθέν Παράρτημα Ι, συμφώνως του Άρθρου 13 του Νόμου. Και μάλιστα κατά τρόπο που υποδηλώνει νέα ρύθμιση, εφόσον καταργήθηκε το Παράρτημα Ι και αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου με νέο.
Η προσθήκη των υπολοίπων προσώπων στο τροποποιηθέν Παράρτημα Ι, πέραν των αρχικών, έγινε υπό την κάλυψη του νέου ορισμού περί «δημόσια εκτεθειμένου προσώπου». Ένας ορισμός, όμως, δεν μπορεί ipso facto να είναι αντισυνταγματικός. Ούτε και από μόνος του περιορίζει δικαιώματα. Εναπόκειται στη σοφία του νομοθέτη να ορίσει το εύρος μιας νομοθεσίας και προς τούτο να προβεί στη διατύπωση ορισμένων ζητημάτων, τα οποία κρίνει σκόπιμο να ενσωματώσει σ' αυτή.
Κατά πάγια νομολογία, τα Δικαστήρια ασχολούνται με τη συνταγματικότητα του νόμου και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική διάσταση ή τη σοφία τους, ενώ, αποτελεί αξίωμα ότι κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο και μάλιστα στο ύψιστο επίπεδο του πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας,
Όσον αφορά τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, παρατηρείται ότι πράγματι θεσμοθετούνται από το Σύνταγμα με αντιμισθία που δεν δύναται να μεταβληθεί δυσμενώς διά το μέλος μετά το διορισμό του και δεν μπορεί να απολυθεί «ειμή υφ' ους όρους και καθ' ον τρόπον οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου», (Άρθρα 124.4 και 124.5 του Συντάγματος). Όμως, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν αποτελεί μια εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών διακρινομένων σε εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας συνεπώς είναι μεν ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο όργανο της οποίας όμως ο Πρόεδρος και τα μέλη ασκούν αρμοδιότητες σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και ασκούν επιρροή στη δημόσια ζωή εφόσον με τις αποφάσεις τους στελεχώνεται ολόκληρη η δημόσια υπηρεσία, ένας νευραλγικός τομέας για τη λειτουργία του κράτους. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας επιτελούν εργασία δημοσίου ενδιαφέροντος εφόσον με τις δικές τους επιλογές στελεχώνεται η εκπαιδευτική πλευρά της λειτουργίας του δημοσίου.
Καταλήγοντας είναι η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η δημοσιοποίηση των δηλώσεων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων των αξιωματούχων, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 8 του υπό Αναφορά Νόμου, αντίκειται και είναι ασύμφωνη με το Άρθρο 15 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας και είναι αντισυνταγματική.
Περαιτέρω, είναι η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η διά του Νόμου διεύρυνση του καταλόγου των προσώπων που προστέθηκαν στο Παράρτημα Ι, εκτός του Κύπριου Επίτροπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Αρχιπρωτοκολλητή, είναι καθόλα συνταγματική και τα προστεθέντα αυτά άτομα οφείλουν να καταθέτουν δηλώσεις κατά τα Άρθρα 3 και 4 του Νόμου. Κατά τα υπόλοιπα, ο υπό Αναφορά Νόμος είναι συνταγματικός.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,
Πιτσιλλίδης κ.ά. v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (2017) 3 Α.Α.Δ. 422, ECLI:CY:AD:2017:C149.
Αναφορά.
Γνωμάτευση κατά πόσο ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος με τα Άρθρα 15,35,122,123,124,125,169 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας».
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Δ. Θεοδώρου (κα), Μ. Χατζηγεωργίου (κα), και Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρους της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Α. Μαρκίδης, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η Γνωμάτευση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με την παρούσα Αναφορά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητά Γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016», βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος με τα Άρθρα 15, 35, 122, 123, 124, 125, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το νέο Άρθρο 8 που εισαγάγει ο υπό αναφορά Νόμος, σε αντικατάσταση του προηγούμενου, όπως απαντάτο στον βασικό Νόμο αρ. 267(Ι)/2004, όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2006, προνοεί για την υποχρέωση δημοσιοποίησης της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων των συζυγών και των ανηλίκων τέκνων των προσώπων που υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση. Η διαφοροποίηση αυτή επήλθε από την Βουλή των Αντιπροσώπων κατά την επεξεργασία του κυβερνητικού Νομοσχεδίου που κατατέθηκε από την εκτελεστική εξουσία με σκοπό τη ρύθμιση των δηλώσεων και του ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων συγκεκριμένων αξιωματούχων. Οι ρυθμίσεις που η εκτελεστική εξουσία προνόησε διά του Νομοσχεδίου ήσαν, κατά την άποψη της, στοχευμένες ώστε να μην εκφεύγουν των ορίων της αναλογικότητας, συναρτώμενης με την τροποποίηση της παραγράφου 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος. Παρά ταύτα, η Βουλή των Αντιπροσώπων εισήγαγε πρόνοιες στο κυβερνητικό Νομοσχέδιο ώστε να δημοσιοποιούνται οι δηλώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων των αξιωματούχων. Αυτό σε συνδυασμό και με τις τροποποιήσεις που έγιναν στα εισαγωγικά Άρθρα 3, 4 και 7, στα οποία προστέθηκαν μετά τους αξιωματούχους και τα «δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα» και οι σύζυγοι τους, ενώ τα ανήλικα τέκνα υπήρχαν στο βασικό Νόμο. Η τροποποίηση αυτή, που αποτελεί το ένα από τα αντικείμενα της Αναφοράς, αντίκειται κατά την προωθησείσα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου θέση του Γενικού Εισαγγελέα, προς το μέτρο της αναλογικότητας διότι η υποχρέωση δημοσιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων αποτελεί δυσανάλογο μέτρο προς το σκοπό που επιδιώκει ο Νόμος και επιτρέπει το Σύνταγμα, εφόσον επιχειρείται η δημοσιοποίηση στοιχείων προσώπων που δεν ασκούν ή έχουν οποιαδήποτε δημόσια εξουσία, αντιβαίνοντας έτσι προς το αναφαίρετο δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής.
Η πιο πάνω παρέμβαση, κατά την εισήγηση, στο προστατευόμενο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής δεν αιτιολογείται από το προοίμιο του υπό αναφορά Νόμου, ούτε και είναι αναγκαία για την προαγωγή της διαφάνειας ή για τη λήψη μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή. Η διαφάνεια δεν αναγνωρίζεται αυτομάτως ως υπερέχουσα του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από το βασικό προστατευόμενο δικαίωμα που κατοχυρώνει το Άρθρο 15, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, ακόμη και μετά την τροποποίηση του εν λόγω Άρθρου. Ούτε η Βουλή των Αντιπροσώπων εξέτασε, όπως προκύπτει από την Κοινοβουλευτική Έκθεση ημερ. 14.4.2016, οποιαδήποτε εναλλακτικά μέτρα για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που ενώ θα εξυπηρετούσαν το σκοπό της διαφάνειας, θα έθιγαν σε μικρότερο βαθμό το δικαίωμα των εν λόγω προσώπων στην ιδιωτική τους ζωή και την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων.
Πέραν του νέου Άρθρου 8 του υπό αναφορά Νόμου, το έτερο σκέλος της Αναφοράς αφορά τα Άρθρα 3 έως 14, τα οποία, κατά την εισήγηση, βρίσκονται επίσης σε αντίθεση, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα, με το Σύνταγμα όσον αφορά τα πρόσωπα που η Βουλή των Αντιπροσώπων περιέλαβε εξ ιδίων της στο Παράρτημα Ι του βασικού Νόμου πρόσθετα προς τον αρχικό κατάλογο, ήτοι, τον Κύπριο Επίτροπο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ιδιαιτέρως και σε συνάρτιση με τα Άρθρα 122-125 του Συντάγματος, τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, τον Προεδρικό Επίτροπο, το Συμβούλιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, τον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, τον Αρχιπρωτοκολλητή, τον Επίτροπο Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα, τον Επίτροπο Διοικήσεως, τον Επίτροπο Νομοθεσίας και τον Πρόεδρο και μέλη της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Ως προς τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, αυτοί υπηρετούν υπό τους ίδιους όρους και κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ για τα υπόλοιπα πρόσωπα, ο νομοθέτης δεν φαίνεται να προβληματίστηκε σοβαρά ως προς τον περιορισμό των δικαιωμάτων τους, μη δίδοντας ειδική και σχετική αιτιολογία.
Η αντίθετη θέση της Βουλής των Αντιπροσώπων είναι ότι οι ρυθμίσεις που επιδιώκονται έγιναν μετά από εκτεταμένη συζήτηση στη Βουλή επί του Νομοσχεδίου που κατέθεσε η εκτελεστική εξουσία στην παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα, χωρίς να εκφραστεί αντίθετη άποψη επί των ζητημάτων που με την Αναφορά τώρα τίθενται προς συζήτηση και παρά το γεγονός ότι, μετά τις συζητήσεις, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κατέθεσε αναθεωρημένο Νομοσχέδιο. Περαιτέρω, ο υπό αναφορά Νόμος και η προτεινόμενη ρύθμιση αποφασίστηκε μετά από σοβαρό και έντονο προβληματισμό που διήρκησε κάποια έτη, και δεν προσκρούει στο Άρθρο 15, διότι κατά τη συζήτηση ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών λήφθηκαν υπόψη όλες οι θέσεις που κατατέθηκαν από τους αρμόδιους φορείς και ιδιαίτερα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και τον Γενικό Εισαγγελέα και η ρύθμιση αυτή βασίστηκε στην κοινή διαπίστωση ότι είναι αναγκαία η λήψη μέτρων για τη διασφάλιση και συντήρηση ενός υψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης από μέρους των πολιτών προς τους θεσμούς και τις διαδικασίες της πολιτείας. Ο μόνος πρόσφορος τρόπος να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί είναι με τη δημοσιοποίηση των στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνουν τα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων, κατά τρόπο που να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας και με στόχευση την προληπτική λήψη μέτρων κατά της διαφθοράς και την προώθηση της διαφάνειας. Το κείμενο του Άρθρου 15 του Συντάγματος, ως τροποποιήθηκε, αναφέρεται στη λήψη μέτρων προς το συμφέρον της διαφάνειας και της καταπολέμησης της διαφθοράς στη δημόσια ζωή και με κανένα τρόπο η ρύθμιση του νέου Νόμου δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι δεν εμπίπτει στους στόχους αυτούς.
Ο Νομοθέτης, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο της Βουλής των Αντιπροσώπων, τήρησε το απαιτούμενο ισοζύγιο μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος και η ρύθμιση του θέματος με την υποχρέωση υποβολής περιουσιακών δηλώσεων ήταν αναγκαία για να έχει πρακτική εφαρμογή η σχετική νομοθεσία. Η στόχευση για την προληπτική λήψη μέτρων περιλαμβάνει και τις ενδεχόμενες ποινικές παραβάσεις, ενώ ο Νομοθέτης εύλογα έκρινε ότι υπήρχε η αναγκαία πιεστική κοινωνική ανάγκη για τη σχετική ρύθμιση χωρίς τα μέτρα αυτά να εκφεύγουν του απολύτως αναγκαίου, λαμβανομένων υπόψη και των πραγματικών συνθηκών που επικρατούν στη Δημοκρατία με την παραπομπή σε δίκες ενώπιον Κακουργιοδικείων και καταδίκες προσώπων που αποτελούσαν και αποτελούν μέρος της δημόσιας ζωής. Η δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και από τους συζύγους και τα ανήλικα τέκνα αποτελεί πράγματι δραστική επέμβαση, πλην, όμως, απαραίτητη ώστε ο έλεγχος των αξιωματούχων στη Δημοκρατία και των υπόλοιπων προσώπων που συγκαταλέγονται στο Παράρτημα Ι, τα οποία θεωρούνται ως πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα, να είναι ουσιαστικός και πρακτικά εφαρμόσιμος σ' όλο το φάσμα της περιουσίας τους. Με τη δημοσιοποίηση όλοι τίθενται ενώπιον των ευθυνών τους και η διαφάνεια στη δημόσια ζωή και η πρόληψη της διαφθοράς καθίστανται πραγματικότητα.
Κατά τη συζήτηση της Αναφοράς, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Βουλής των Αντιπροσώπων, δεν επέμεινε στις θέσεις του, όσον αφορά τον Κύπριο Επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον Αρχιπρωτοκολλητή. Διατήρησε όμως όλες τις υπόλοιπες.
Έχει μόλις εκδοθεί η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά αρ. 10/2016, ως προς την αντισυνταγματικότητα της προτεινόμενης ρύθμισης να δημοσιοποιούνται στην οικεία ιστοσελίδα της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι δηλώσεις που θα πρέπει να υποβάλλονται από τους συζύγους και τα ανήλικα τέκνα του Προέδρου της Δημοκρατίας, των Υπουργών και των Βουλευτών της Δημοκρατίας. Όλα όσα εκεί αποφασίστηκαν, υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται και στην παρούσα Γνωμάτευση και, χάριν οικονομίας λόγου, δεν χρειάζονται να εκτεθούν εκ νέου. Καλύπτουν τη νομοθετική ρύθμιση όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων των κατονομαζόμενων αξιωματούχων.
Ως προς τα επί μέρους πρόσωπα που προστέθηκαν στο υπό επεξεργασία κυβερνητικό νομοσχέδιο, όπως αυτά έχουν καταγραφεί ανωτέρω, η Βουλή των Αντιπροσώπων παραπέμπει στο περίγραμμα αγόρευσης της, ως προς την αναγκαιότητα της διεύρυνσης του καταλόγου, στα όσα ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως εξέφρασε ως άποψη της εκτελεστικής εξουσίας ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, με τα οποία είχε τότε συμφωνήσει ο Γενικός Εισαγγελέας και η Νομική Υπηρεσία. Οι απόψεις, όμως, του εν λόγω Υπουργού ουδόλως δεσμεύουν το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως δεν δέσμευαν και τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα ως εκ του γεγονότος ότι, κατά το Άρθρο 113 του Συντάγματος, είναι ο νομικός σύμβουλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος διατηρεί το δικαίωμα της Αναφοράς ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά το Άρθρο 140. Και αυτό, ασχέτως των θέσεων που εκφράζουν οι Υπουργοί που ο ίδιος ο Πρόεδρος διορίζει. Και, βεβαίως, η ίδια η Βουλή οφείλει εν πάση περιπτώσει, να αιτιολογήσει τη νομοθετική ρύθμιση στην οποία η ίδια προβαίνει, και επηρεάζει συνταγματικώς κατοχυρωμένο ανθρώπινο δικαίωμα, αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των όποιων τοποθετήσεων ενώπιον της από την εκτελεστική εξουσία.
Η γενικότερη οριοθέτηση του ζητήματος για τους προστεθέντες αξιωματούχους τέθηκε στη βάση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους. Έτσι ήταν και η τοποθέτηση του αρμοδίου Υπουργού, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας είχε εκφράσει επιφυλάξεις, τουλάχιστο σε ότι αφορούσε αξιωματούχους των οποίων η θεσμική ανεξαρτησία διασφαλίζεται από το Σύνταγμα ή το Ενωσιακό Δίκαιο. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις, οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες ενός εκάστου των αξιωματούχων που προστέθηκαν, εκτίθενται αναλυτικά στη γραπτή αγόρευση του Γενικού Εισαγγελέα. Η παράθεση τους, πέραν κάποιων αναγκαίων επί μέρους στοχευμένων επισημάνσεων, δεν κρίνεται αναγκαία. Είναι όμως βοηθητικό να λεχθεί ότι ο υπό Αναφορά Νόμος θέλησε να καλύψει την επέκταση του καταλόγου των αξιωματούχων με την προσθήκη στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 αυτού, και της έννοιας του «δημόσια εκτεθειμένου προσώπου». Ορίζεται ότι:
«... σημαίνει φυσικό πρόσωπο που διαχειρίζεται θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος ή ασκεί επιρροή στη δημόσια ζωή, και το οποίο περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι.»
Κατά τον ίδιο τρόπο, προστέθηκε ανάλογος ορισμός και στο Άρθρο 3, μετά τη λέξη «αξιωματούχος». Στο δε Άρθρο 4, προστέθηκαν μετά τη λέξη «αξιωματούχος» και η φράση «ή και του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, του/της συζύγου του». Παρόμοια προσθήκη έγινε και στα υπόλοιπα άρθρα του Νόμου.
Η βασική ρύθμιση του Νόμου αρ. 267(Ι)/2004, περιέχει ορισμό του «αξιωματούχου» ως το «πρόσωπο που κατέχει πολιτειακό ή δημοτικό ή άλλο αξίωμα και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι του παρόντος Νόμου». Στο βασικό Νόμο, στο εν λόγω Παράρτημα, ήδη περιλαμβάνονταν οι Πρόεδροι και μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και οι Επίτροποι Διοικήσεως και Νομοθεσίας, αντίστοιχα. Στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε από την εκτελεστική εξουσία στη Βουλή είχαν, σύμφωνα με το συνημμένο 2 στην Αίτηση της Αναφοράς, διαγραφεί. Επαναφέρθηκαν όμως με τον υπό Αναφορά Νόμο και το τροποποιηθέν Παράρτημα Ι, συμφώνως του Άρθρου 13 του Νόμου. Και μάλιστα κατά τρόπο που υποδηλώνει νέα ρύθμιση, εφόσον καταργήθηκε το Παράρτημα Ι και αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου με νέο.
Πέραν των πιο πάνω παρατηρήσεων, είναι οφειλόμενη και η εξής διαπίστωση. Η προσθήκη των υπολοίπων προσώπων στο τροποποιηθέν Παράρτημα Ι, πέραν των αρχικών, έγινε υπό την κάλυψη του νέου ορισμού περί «δημόσια εκτεθειμένου προσώπου». Ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγείται στη γραπτή του αγόρευση ότι ο ορισμός αυτός «είναι αρκετά ευρύς, γενικός και αόριστος, λαμβάνοντας υπόψη ότι αναφέρεται σε περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος, ώστε να καθίσταται και αυτός αντισυνταγματικός.».
Ένας ορισμός, όμως, δεν μπορεί ipso facto να είναι αντισυνταγματικός. Ούτε και από μόνος του περιορίζει δικαιώματα. Εναπόκειται στη σοφία του νομοθέτη να ορίσει το εύρος μιας νομοθεσίας και προς τούτο να προβεί στη διατύπωση ορισμένων ζητημάτων, τα οποία κρίνει σκόπιμο να ενσωματώσει σ' αυτή.
Κατά πάγια νομολογία, τα Δικαστήρια ασχολούνται με τη συνταγματικότητα του νόμου και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική διάσταση ή τη σοφία τους, ενώ, αποτελεί αξίωμα ότι κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο και μάλιστα στο ύψιστο επίπεδο του πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας, (Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 και Πιτσιλλίδης κ.ά. v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7).
Κατά τον ίδιο τρόπο, και η διεύρυνση του καταλόγου των προσώπων στο Παράρτημα Ι, εναπόκειται στη σοφία του νομοθέτη. Στη βάση του τεθέντος διευρυμένου πεδίου εφαρμογής του Νόμου με την κάλυψη και εκείνων των προσώπων που διαχειρίζονται θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος ή ασκούν επιρροή στη δημόσια ζωή, όλα τα πρόσωπα που προστέθηκαν στο Παράρτημα Ι, θεωρούνται ως εμπίπτοντα στο σχετικό ορισμό. Όλα διαχειρίζονται ζητήματα που έχουν δημόσιο ενδιαφέρον ή ασκούν επιρροή στα δημόσια πράγματα. Αυτό επιβεβαιώνεται από την αναλυτική παράθεση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων τους, όπως ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας τα εξειδικεύει στην αγόρευση του. Λανθασμένα, με όλη την εκτίμηση, ο Γενικός Εισαγγελέας θέτει το θέμα στη βάση της εκ μέρους των προσώπων αυτών, άσκησης δημόσιας εξουσίας κατά κυρίαρχο τρόπο ή με αποφασιστική αρμοδιότητα. Ούτε και περιορίζεται κατ' ανάγκην το όλο θέμα στη διαχείριση οικονομικών θεμάτων ή στη διάθεση κεφαλαίων. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο τα πρόσωπα αυτά εμπίπτουν στον νέο προστεθέντα ορισμό. Εξαιρουμένου του Κυπρίου Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για τον οποίο εύλογα ο κ. Μαρκίδης δεν επέμενε εφόσον στην ουσία είναι αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και του Αρχιπρωτοκολλητή, για όλους τους υπόλοιπους δύσκολα θα έπειθε το επιχείρημα ότι ασκούν εξουσίες και αρμοδιότητες που δεν αφορούν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος ή δεν ασκούν επιρροή στη δημόσια ζωή. Η προσθήκη του ορισμού «δημόσια εκτεθειμένου προσώπου», έγινε προφανώς για να καλύψει άτομα που δεν εμπίπτουν στον ορισμό του αξιωματούχου που κατέχει πολιτειακό, δημοτικό ή άλλο αξίωμα.
Η σχετική αιτιολογική έκθεση είναι εν προκειμένω αρκούντως σαφής ως προς τη στόχευση που επιδιώκεται που είναι η διαφάνεια στη δημόσια ζωή και η λήψη μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή. Αυτό, μαζί με το σχετικό Προοίμιο του Νόμου, καλύπτουν, κατ' ελάχιστον, την ανάγκη διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του βασικού Νόμου. Μαζί με τον ορισμό του «δημόσια εκτεθειμένου προσώπου», τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, καθορίζονται τα πρόσωπα δυνάμει Νόμου και, κατά τη σοφία του Νομοθέτη, η επέμβαση στην ιδιωτική ζωή είναι αναγκαία ως εμπίπτουσα στην έννοια του ελέγχου σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Όσον αφορά τον Πρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, παρατηρείται ότι πράγματι θεσμοθετούνται από το Σύνταγμα με αντιμισθία που δεν δύναται να μεταβληθεί δυσμενώς διά το μέλος μετά το διορισμό του και δεν μπορεί να απολυθεί «ειμή υφ' ους όρους και καθ' ον τρόπον οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου», (Άρθρα 124.4 και 124.5 του Συντάγματος). Όμως, η Ε.Δ.Υ. δεν αποτελεί μια εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών διακρινομένων σε εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική, ώστε να ισχύουν κατ' αναλογίαν τα όσα αποφασίστηκαν στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (2017) 3 Α.Α.Δ. 422, ECLI:CY:AD:2017:C149. Η Ε.Δ.Υ. συνεπώς είναι μεν ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο όργανο της οποίας όμως ο Πρόεδρος και τα μέλη ασκούν αρμοδιότητες σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και ασκούν επιρροή στη δημόσια ζωή εφόσον με τις αποφάσεις τους στελεχώνεται ολόκληρη η δημόσια υπηρεσία, ένας νευραλγικός τομέας για τη λειτουργία του κράτους. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας επιτελούν εργασία δημοσίου ενδιαφέροντος εφόσον με τις δικές τους επιλογές στελεχώνεται η εκπαιδευτική πλευρά της λειτουργίας του δημοσίου.
Καταλήγοντας είναι η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η δημοσιοποίηση των δηλώσεων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων των αξιωματούχων, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 8 του υπό Αναφορά Νόμου, αντίκειται και είναι ασύμφωνη με το Άρθρο 15 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας και είναι αντισυνταγματική.
Περαιτέρω, είναι η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η διά του Νόμου διεύρυνση του καταλόγου των προσώπων που προστέθηκαν στο Παράρτημα Ι, εκτός του Κύπριου Επίτροπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Αρχιπρωτοκολλητή, είναι καθόλα συνταγματική και τα προστεθέντα αυτά άτομα οφείλουν να καταθέτουν δηλώσεις κατά τα Άρθρα 3 και 4 του Νόμου.
Κατά τα υπόλοιπα, ο υπό Αναφορά Νόμος είναι συνταγματικός.
Η Γνωμάτευση αυτή γνωστοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων συμφώνως των διατάξεων του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.