ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D166
(2017) 3 ΑΑΔ 461
9 Μαΐου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΠΑΠΟΥΗ,
2. ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ,
Εφεσείουσες-Αιτήτριες,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 183/2010)
Ο περί Ηλεκτρισμού Νόμος (Κεφ. 170) ― Άρθρο 31(1) ― Λήψη από την Αρχή Ηλεκτρισμού της συγκατάθεσης του Επάρχου προκειμένου να επιτευχθεί ηλεκτροδότηση κατοικίας για την οποία δεν συγκατατίθεται ιδιοκτήτης όμορου τεμαχίου ― Είχαν προηγηθεί οι απαιτούμενες διαβουλεύσεις μεταξύ Επάρχου και Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Ειδικά ο λόγος που αναφέρεται σε ισχυριζόμενη αντισυνταγματικότητα εφαρμοσθείσης νομοθετικής διάταξης ― Δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα, αλλά οφείλει να δικογραφείται με σαφήνεια και λεπτομέρεια ― Ανάπτυξη του λόγου αντισυνταγματικότητας στις αγορεύσεις δεν αρκεί.
Οι Εφεσείουσες επεδίωξαν τόσο πρωτόδικα όσο και κατ'έφεση, την ακύρωση της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου («η Αρχή») να εγκαταστήσει σε περιοχή του χωρίου Νήσου υπέργειο ηλεκτρικό δίκτυο, το οποίο θα επηρέαζε, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένο ακίνητό τους, επρόκειτο για το συνιδιόκτητο τεμάχιο αρ. 590, φύλλο/σχέδιο 39/07Ε1, τμήμα 4 και σκοπός του εν λόγω ηλεκτρικού δικτύου ήταν η ηλεκτροδότηση κατοικίας, η οποία βρίσκεται στο όμορο τεμάχιο αρ. 351.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η Αρχή έλαβε την προσβαλλόμενη απόφασή της, κατ' εφαρμογή Άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, αφού προηγούμενες προσπάθειές της για λήψη της συγκατάθεσης των εφεσειουσών είχαν αποτύχει. Η Αρχή, μετά την προαναφερθείσα άρνηση των εφεσειουσών, κατέφυγε στον Έπαρχο, προς εξασφάλιση της δικής του συγκατάθεσης, δυνάμει του Άρθρου 31(1) του Κεφ. 170, ο οποίος παραχώρησε την εν λόγω συγκατάθεσή του.
Οι εφεσείουσες προβάλλουν, κατ' αρχάς, ότι λανθασμένα το εκδικάσαν Δικαστήριο απέρριψε τη θέση τους περί μη επαρκούς έρευνας και περί έλλειψης αιτιολογίας, βασικά, όσον αφορά την εξέταση την οποία είχε διενεργήσει, συναφώς, ο Έπαρχος. Σύμφωνα με το Άρθρο 31(1) του Κεφ. 170, αυτός δίνει τη συγκατάθεσή του «... αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης...». Στην παρούσα περίπτωση, τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία φανερώνουν, με λεπτομέρεια, όχι μόνο τη διαδικασία που προηγήθηκε της αναζήτησης της συγκατάθεσης του Επάρχου αλλά και τη διαδικασία που ακολούθησε αυτής. Προκύπτει, λοιπόν, με σαφήνεια, μέσα από αυτά, ότι της χορήγησης της συγκατάθεσής του είχαν προηγηθεί διαβουλεύσεις και, περαιτέρω, είχαν τεθεί στη διάθεσή του όλα τα ουσιώδη προς τον πιο πάνω σκοπό δεδομένα.
Επιπρόσθετα, κρίθηκε ορθή η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου πως η «αιτιολογία που δόθηκε ότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον ή επιβάλλεται η εκτέλεση των σχετικών εργασιών της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου για τεχνικούς λόγους, εδικαιολογείτο από το υπάρχον υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του Επάρχου».
Αναφορικά με τον ισχυρισμό, ειδικά, των εφεσειουσών, στο πλαίσιο της εξεταζόμενης πτυχής, ότι, στη δοθείσα συγκατάθεση, δεν υπήρξε εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος και των τεχνικών λόγων που κατέστησαν αναγκαία την εκτέλεση των εργασιών της Αρχής, κρίνεται, και πάλι, ορθό το εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η «δημόσια ωφέλεια η οποία εξυπηρετείται με την υποχρέωση της Αρχής όπως παρέχει ηλεκτροδότηση εκεί όπου απαιτείται είναι αυτονόητη». Ζητήματα δε που αφορούν τεχνικής φύσεως θέματα, κατά πάγια νομολογία, εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου, ως κατά κανόνα ανέλεγκτα, εκτός αν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας ή κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε τεχνικά θέματα, ούτε σκοπός του είναι η διαπίστωση, αξιολόγηση και επίλυση, πρωτογενώς, τέτοιων θεμάτων, τα οποία, κατ' εξοχήν, αφορούν τη διοίκηση. Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση κατά πόσο η διοίκηση έχει διενεργήσει ή όχι την πρέπουσα έρευνα, στρέφοντας την προσοχή του στο κάθε τι που δυνατό να είναι σχετικό. Στην προκειμένη περίπτωση, κρίθηκε πως έγινε η δέουσα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη όλες οι σχετικές παράμετροι.
Οι εφεσείουσες, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, προβάλλουν, επίσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί παραβίασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και, ειδικά, του δικαιώματος ακρόασης. Στις εφεσείουσες δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλουν γραπτώς τις ενστάσεις τους, μέσω του συνηγόρου τους η επιστολή του ημερομηνίας 26.3.2008 είναι σχετική. Αυτή δε λήφθηκε υπόψη, διερευνήθηκε και απαντήθηκε δεόντως από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Συνεπώς, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η υπό αναφορά εισήγηση είναι έκδηλα ανεδαφική.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών, με το περίγραμμα αγόρευσής του, στο πλαίσιο του ισχυρισμού τους περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης, εγείρει, για πρώτη φορά, ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 31(1) του Κεφ. 170. Σύμφωνα με τη νομολογία, ζητήματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται ευκρινώς και με λεπτομέρεια στην αίτηση ακύρωσης, δεν εξετάζονται δε αυτεπάγγελτα, ούτε νομιμοποιείται η, διά της αγορεύσεως, έγερσή τους.
Τέλος, με άλλο λόγο έφεσης, οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι, εσφαλμένα, το εκδικάσαν Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις του Άρθρου 31(1) του Κεφ. 170, αφού, εν προκειμένω, σύμφωνα με την εισήγησή τους, ο Έπαρχος έδωσε τη συγκατάθεσή του, χωρίς να προηγηθεί διαβούλευσή του με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης. Βεβαίωση, όμως, ημερομηνίας 30.12.2009, η οποία υπογράφεται από τον Έπαρχο και, ουσιαστικά, παραπέμπει σε χρόνο πριν από τη λήψη της υπό αναφορά διοικητικής απόφασης, καταρρίπτει πλήρως τη συγκεκριμένη θέση τους, καθώς καταγράφεται ρητά σε αυτήν ότι είχε προηγηθεί διαβούλευση με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης, προτού δοθεί η απαιτούμενη συγκατάθεση.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί του ότι η υπό αναφορά συγκατάθεση δόθηκε από αναρμόδιο όργανο, επισημαίνεται πως, στα γεγονότα της αίτησης ακύρωσης, οι εφεσείουσες αποδέχονται ότι δόθηκε η συγκατάθεση του Επάρχου και ως εκ τούτου, δεσμεύονται από τη συγκεκριμένη παραδοχή και το τεκμήριο νομιμότητας, που η υπό αναφορά συγκατάθεση συνεπάγεται. Επομένως, κρίθηκε ότι κωλύονται να προβάλλουν, χωρίς άλλο, τον εν λόγω ισχυρισμό.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργίου v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 475,
Δημοκρατία κ.ά. v. Σπύρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 533,
Ιωαννίδης v. Α.Η.Κ. κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233.
Έφεση.
Έφεση από τις Αιτήτριες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κληρίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1852/2008), ημερ. 29/9/2010.
Α. Πετουφάς, για τις Εφεσείουσες.
Κ. Στιβαρού (κα), για Ιωαννίδη, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, (η Αρχή), στις 18.9.2008, κοινοποίησε στις εφεσείουσες την απόφασή της, η οποία λήφθηκε κατόπιν της συγκατάθεσης του Επάρχου Λευκωσίας, (ο Έπαρχος), να εγκαταστήσει σε περιοχή του χωρίου Νήσου υπέργειο ηλεκτρικό δίκτυο, το οποίο θα επηρέαζε, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένο ακίνητό τους. Επρόκειτο για το συνιδιόκτητο τεμάχιο αρ. 590, φύλλο/σχέδιο 39/07Ε1, τμήμα 4. Σκοπός του εν λόγω ηλεκτρικού δικτύου ήταν η ηλεκτροδότηση κατοικίας, η οποία βρίσκεται στο όμορο τεμάχιο αρ. 351.
Η Αρχή έλαβε την πιο πάνω απόφασή της, κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 31 του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 170, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, αφού προηγούμενες προσπάθειές της για λήψη της συγκατάθεσης των εφεσειουσών είχαν αποτύχει. Η ληφθείσα, ως άνω, απόφαση δε βρήκε σύμφωνες τις εφεσείουσες. Προς το σκοπό δε ακύρωσής της καταχώρισαν την προσφυγή αρ. 1852/2008. Ούτε, όμως, και η προσπάθειά τους αυτή είχε θετικό αποτέλεσμα, οπότε καταχώρισαν εναντίον της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης την παρούσα έφεση.
Προς συμπλήρωση της εικόνας των σχετικών γεγονότων, να αναφερθεί, επίσης, πως η Αρχή, μετά την προαναφερθείσα άρνηση των εφεσειουσών, κατέφυγε στον Έπαρχο, προς εξασφάλιση της δικής του συγκατάθεσης, δυνάμει του Άρθρου 31(1)* του Κεφ. 170. Για τον πιο πάνω σκοπό, τον εφοδίασε, μεταξύ άλλων, με τη μελέτη του οικείου Τμήματος Μελετών της, καθώς, επίσης, με την επιστολή του συνηγόρου των εφεσειουσών, διά της οποίας είχε διατυπωθεί η ένστασή τους αναφορικά με τον επηρεασμό του εν λόγω ακινήτου τους. Ο Έπαρχος, τελικά, στις 17.9.2008, παραχώρησε την εν λόγω συγκατάθεσή του προς την Αρχή.
Οι εφεσείουσες, με τρεις, ουσιαστικά, λόγους έφεσης, προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Βρίσκονται, έτσι, αντιμέτωπες με την εφεσίβλητη Αρχή, η οποία αντιτείνει ότι η υπό αναφορά απόφασή της λήφθηκε ορθά, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 31(1) του Κεφ. 170, δεδομένων των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, και με πλήρη συμμόρφωση προς τις σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου, οι οποίες δεν έχουν παραβιαστεί, όπως οι εφεσείουσες ισχυρίζονται. Τοιουτοτρόπως, υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Οι εφεσείουσες προβάλλουν, κατ' αρχάς, ότι λανθασμένα το εκδικάσαν Δικαστήριο απέρριψε τη θέση τους περί μη επαρκούς έρευνας και περί έλλειψης αιτιολογίας, βασικά, όσον αφορά την εξέταση την οποία είχε διενεργήσει, συναφώς, ο Έπαρχος. Σύμφωνα με το Άρθρο 31(1) του Κεφ. 170, αυτός δίνει τη συγκατάθεσή του «... αφού προηγουμένως διαβουλευθεί με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης ...». Στην παρούσα περίπτωση, τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία φανερώνουν, με λεπτομέρεια, όχι μόνο τη διαδικασία που προηγήθηκε της αναζήτησης της συγκατάθεσης του Επάρχου αλλά και τη διαδικασία που ακολούθησε αυτής. Προκύπτει, λοιπόν, με σαφήνεια, μέσα από αυτά, ότι της χορήγησης της συγκατάθεσής του είχαν προηγηθεί διαβουλεύσεις και, περαιτέρω, είχαν τεθεί στη διάθεσή του όλα τα ουσιώδη προς τον πιο πάνω σκοπό δεδομένα.
Συγκεκριμένα, η Αρχή, στην επιστολή της ημερομηνίας 4.9.2008 προς τον Έπαρχο, με την οποία ζητούσε τη συγκατάθεσή του, είχε επισυνάψει όλα τα αναγκαία έγγραφα, περιλαμβανομένων της επιστολής του συνηγόρου των εφεσειουσών προς αυτή, με τις αντιρρήσεις τους, της σχετικής απάντησής της, της μελέτης για το θέμα του οικείου Τμήματος Μελετών της και της άδειας οικοδομής της κατοικίας που επρόκειτο να ηλεκτροδοτηθεί, η οποία αφορούσε σε νέα οικοδομή. Επισύναψε, επίσης, επιστολή του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου ημερομηνίας 11.7.2008, προς τις εφεσείουσες, σύμφωνα με την οποία δικαίωμα διάβασης, το οποίο επηρέαζε το ακίνητό τους, θα συνέχιζε να υφίσταται, αφού το σχετικό αίτημά τους για κατάργησή του είχε απορριφθεί. Συνεπώς, υπό το φως των δεδομένων αυτών, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση πως υπήρξε ελλιπής έρευνα. Επιπρόσθετα, κρίνεται ορθή η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου πως η «αιτιολογία που δόθηκε ότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον ή επιβάλλεται η εκτέλεση των σχετικών εργασιών της ΑΗΚ για τεχνικούς λόγους, εδικαιολογείτο από το υπάρχον υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του Επάρχου».
Αναφορικά με τον ισχυρισμό, ειδικά, των εφεσειουσών, στο πλαίσιο της εξεταζόμενης πτυχής, ότι, στη δοθείσα συγκατάθεση, δεν υπήρξε εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος και των τεχνικών λόγων που κατέστησαν αναγκαία την εκτέλεση των εργασιών της Αρχής, κρίνεται, και πάλι, ορθό το εύρημα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι η «δημόσια ωφέλεια η οποία εξυπηρετείται με την υποχρέωση της Αρχής όπως παρέχει ηλεκτροδότηση εκεί όπου απαιτείται είναι αυτονόητη». Ζητήματα δε που αφορούν τεχνικής φύσεως θέματα, κατά πάγια νομολογία, εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου, ως κατά κανόνα ανέλεγκτα, εκτός αν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας ή κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε τεχνικά θέματα, ούτε σκοπός του είναι η διαπίστωση, αξιολόγηση και επίλυση, πρωτογενώς, τέτοιων θεμάτων, τα οποία, κατ' εξοχήν, αφορούν τη διοίκηση. Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση κατά πόσο η διοίκηση έχει διενεργήσει ή όχι την πρέπουσα έρευνα, στρέφοντας την προσοχή του στο κάθε τι που δυνατό να είναι σχετικό, (βλ. Γεωργίου v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 475). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει, ήδη, προαναφερθεί, έγινε η δέουσα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη όλες οι σχετικές παράμετροι.
Οι εφεσείουσες, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, προβάλλουν, επίσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί παραβίασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και, ειδικά, του δικαιώματος ακρόασης. Υποστηρίζουν πως η δυσμενέστατη για τις ίδιες απόφαση της Αρχής, δεδομένης της άρνησής τους να συναινέσουν στην εγκατάσταση του εν λόγω ηλεκτρικού δικτύου, υποχρέωνε τόσο την ίδια όσο και τον Έπαρχο, του οποίου η συγκατάθεση δόθηκε ερήμην τους, να τους δώσουν το δικαίωμα να ακουστούν. Όπως έχει, ήδη, προαναφερθεί, στις εφεσείουσες δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλουν γραπτώς τις ενστάσεις τους, μέσω του συνηγόρου τους∙ η επιστολή του ημερομηνίας 26.3.2008 είναι σχετική. Αυτή δε λήφθηκε υπόψη, διερευνήθηκε και απαντήθηκε δεόντως από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Συνεπώς, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η υπό αναφορά εισήγηση είναι έκδηλα ανεδαφική.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών, με το περίγραμμα αγόρευσής του, στο πλαίσιο του ισχυρισμού τους περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης, εγείρει, για πρώτη φορά, ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 31(1) του Κεφ. 170. Σύμφωνα με τη νομολογία, ζητήματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται ευκρινώς και με λεπτομέρεια στην αίτηση ακύρωσης, δεν εξετάζονται δε αυτεπάγγελτα, ούτε νομιμοποιείται η, διά της αγορεύσεως, έγερσή τους, (βλ. Δημοκρατία κ.ά. v. Σπύρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 533). Ούτε, βέβαια, είναι δυνατό η συγκεκριμένη εισήγηση να ενταχθεί στο νομικό σημείο 12 της αίτησης ακύρωσης*, δεδομένου ότι ο σχετικός λόγος παρατίθεται πολύ επιγραμματικά και γενικά, χωρίς τη ζητούμενη σύνδεση με τα στοιχεία και τα δεδομένα της υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα συνταγματικότητας ή μη του συγκεκριμένου άρθρου έχει εξεταστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωαννίδης v. Α.Η.Κ. κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 233, η οποία αποφάνθηκε, τελεσίδικα, ότι οι διατάξεις του ουδόλως αντιτίθενται προς το Σύνταγμα.
Τέλος, με άλλο λόγο έφεσης, οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι, εσφαλμένα, το εκδικάσαν Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις του Άρθρου 31(1) του Κεφ. 170, αφού, εν προκειμένω, σύμφωνα με την εισήγησή τους, ο Έπαρχος έδωσε τη συγκατάθεσή του, χωρίς να προηγηθεί διαβούλευσή του με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης. Βεβαίωση, όμως, ημερομηνίας 30.12.2009, η οποία υπογράφεται από τον Έπαρχο και, ουσιαστικά, παραπέμπει σε χρόνο πριν από τη λήψη της υπό αναφορά διοικητικής απόφασης, καταρρίπτει πλήρως τη συγκεκριμένη θέση τους, καθώς καταγράφεται ρητά σε αυτήν ότι είχε προηγηθεί διαβούλευση με την αρμόδια αρχή τοπικής διοίκησης, προτού δοθεί η απαιτούμενη συγκατάθεση.
Πρόσθετα, σε ό,τι αφορά τη θέση των εφεσειουσών, η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο του πιο πάνω ισχυρισμού και αφορά στο ότι η υπό αναφορά συγκατάθεση δόθηκε από αναρμόδιο όργανο, επισημαίνεται πως, στα γεγονότα της αίτησης ακύρωσης, οι εφεσείουσες αποδέχονται ότι δόθηκε η συγκατάθεση του Επάρχου. Ως εκ τούτου, δεσμεύονται από τη συγκεκριμένη παραδοχή και το τεκμήριο νομιμότητας, που η υπό αναφορά συγκατάθεση συνεπάγεται. Επομένως, κωλύονται να προβάλλουν, χωρίς άλλο, τον εν λόγω ισχυρισμό.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με €2.500,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της Αρχής και εναντίον των εφεσειουσών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.