ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2017:C138

(2017) 3 ΑΑΔ 388

12 Απριλίου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

A. DEMOSTHENOUS MOTORS AGENCY LTD,

 

Εφεσείοντες - Αιτητές,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2011)

 

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Επιβολή φόρου μετά από επανεξέταση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε έγκυρη η διενέργεια της επανεξέτασης στην εξετασθείσα υπόθεση.

 

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή τους κατά της σε βάρος τους επιβολής, φόρου προστιθέμενης αξίας ύψους €60.265,80.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Οι εφεσείοντες, ενεργώντας στη βάση ότι η πιο πάνω απόφαση της Εφόρου είναι λανθασμένη, την προσέβαλαν με την προσφυγή αρ. 57/2009, η οποία απορρίφθηκε, για το λόγο, βασικά, ότι «στερείται αντικειμένου». Πρόκειται για την καταληκτική κρίση του εκδικάσαντος Δικαστή, βασισμένη, όπως προκύπτει, σε δήλωση στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων, με την οποία αυτοί τοποθετήθηκαν ως εξής: «Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η επιβολή και ο τρόπος επιβολής πρόσθετου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας σε βάρος των αιτητών, σε σχέση με το επίδικο αυτοκίνητο τύπου AUDI, με αριθμό εγγραφής LG 03YJC». Ωστόσο, ο Πρωτόδικος Δικαστής, από έρευνα που διενήργησε στα έγγραφα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε πουθενά σε αυτά αναφορά στο εν λόγω αυτοκίνητο, εξ ου και η κατάληξή του. Βέβαια, δεν παρέλειψε να εξετάσει και το δικογραφημένο λόγο ακύρωσης, ότι η υπό αναφορά απόφαση ήταν προϊόν μη επαρκούς έρευνας, τον οποίο, όμως, δε δέχτηκε έκρινε πως, και για το λόγο αυτό, η προσφυγή ήταν απορριπτέα. Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η υπό αναφορά πρωτόδικη απόφαση σε σχέση και με τους δύο λόγους, ανωτέρω.

 

Οι εφεσείοντες με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, προσέβαλαν την, ως άνω, κρίση του Δικαστή, με ειδική παραπομπή στην απαντητική αγόρευση του συνηγόρου τους. Σε αυτή, γινόταν αναφορά σε σύγχυση που είχε δημιουργηθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης προσφυγής αρ. 1005/2007, με αφορμή κάποιες οδηγίες του Δικαστηρίου, οι οποίες οδήγησαν στην καταχώριση ξεχωριστής προσφυγής για κάθε ένα από τα σαράντα αυτοκίνητα, που ήταν αντικείμενο της τότε απόφασης της Εφόρου.

 

Το θέμα κατά πόσο η προσφυγή έπρεπε να εξεταστεί σε σχέση με ένα μόνο αυτοκίνητο ή σε σχέση και με τα είκοσι τρία, ως η ενιαία απόφαση της Εφόρου, αφέθηκε στο εκδικάζον Δικαστήριο. Σαφώς, αυτό έχρηζε διευκρίνισης, όμως, ουδείς το ήγειρε κατά το χρόνο που η προσφυγή ήταν ορισμένη για τον εν λόγω σκοπό. Ανεξάρτητα, όμως, από την παρατήρηση αυτή, είναι φανερό ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε εγκατέλειψαν την αξίωσή τους για ακύρωση από το Δικαστήριο της απόφασης της Εφόρου που αναφέρεται στην επιστολή προς αυτούς ημερομηνίας 5.11.2008 στην ολότητά της, γι'  αυτό, και στην αγόρευσή τους ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, έκαμαν λόγο, σε άλλο σημείο, για τα υπόλοιπα είκοσι τρία αυτοκίνητα. Κάτω δε από αυτόν το φακό έπρεπε να είχε αντικριστεί η προσφυγή όσον αφορά τη συγκεκριμένη αυτήν πτυχή, ο δε χειρισμός που, τελικώς, έγινε, ο οποίος οφειλόταν στην προαναφερθείσα τοποθέτηση των εφεσειόντων, κρίθηκε από το Δικαστήριο πως δεν ήταν ο ενδεδειγμένος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, εξέτασε παρεμπιπτόντως το δικογραφημένο λόγο ακύρωσης, με τον οποίο προσβαλλόταν η συγκεκριμένη απόφαση της Εφόρου, στη βάση ότι, κατά τη λήψη της, υπήρξε παραβίαση της αρχής του διοικητικού δικαίου για επαρκή έρευνα, η οποία επιβάλλεται από το Άρθρο 45 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), και τον απέρριψε. Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την εφετειακή του δικαιοδοσία, έχει, βεβαίως, εξουσία για άσκηση, από το ίδιο, αναθεωρητικού ελέγχου, εξ υπαρχής, επί όλων των θεμάτων και, ειδικά, των λόγων ακύρωσης που εξετάζονται και αποφασίζονται πρωτοδίκως, πόσο μάλλον όταν ενώπιόν του έχει, επίσης, όλα τα σχετικά γεγονότα και τις αγορεύσεις των διαδίκων μερών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση εδώ.

Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης ενεργεί εξ υπαρχής και επιφέρει την εξαφάνισή της. Δεν επιφέρει, όμως, ασφαλώς, και την εξαφάνιση των γεγονότων επί των οποίων αυτή έχει βασιστεί.  Αυτά δε, εφόσον εξακολουθούν να ευρίσκονται ενώπιον της διοίκησης και είναι σχετικά, δεν υπάρχει κανόνας δικαίου, ο οποίος απαγορεύει να ληφθούν υπόψη από αυτήν, στο πλαίσιο νέου διενεργούμενου ελέγχου.

 

Υπήρξε ακύρωση της απόφασης της Εφόρου για επιβολή Φ.Π.Α., για λόγο που δεν ενδιαφέρει, και όχι ανάκλησή της, στοιχείο το οποίο είναι ουδέτερο για σκοπούς της παρούσας. Το σημαντικό είναι πως, στο πλαίσιο της επανεξέτασης που έγινε, η Έφορος βασίστηκε στα ίδια δεδομένα που είχαν ληφθεί υπόψη προηγουμένως. Έγινε εισήγηση ότι η έρευνα δεν ήταν επαρκής, η οποία απορρίφθηκε, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Papaleontiou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1238,

 

Χριστ. Καγιάς & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3329,

 

Μπάρτζος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 7.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 57/2009), ημερ. 14/3/2011.

 

Ε. Χειμώνας, για Α. Δανό, για τους Εφεσείοντες.

 

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ασχολούνται με την αγορά και την πώληση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, τα οποία εισάγουν από το Ηνωμένο Βασίλειο.  Σε σχέση με την πιο πάνω οικονομική δραστηριότητά τους, είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). Με αφορμή δε την πώληση από αυτούς αριθμού μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, κλήθηκαν από την Έφορο Φ.Π.Α., (η Έφορος), με επιστολή ημερομηνίας 5.11.2008, να πληρώσουν βεβαιωθέντα φόρο εκροών, ανερχόμενο στο ποσό των €60.265,80 ή £35.272,00. Ο επιβληθείς, ως ανωτέρω, φόρος ήταν για τη φορολογική περίοδο από 1.10.2004 μέχρι 31.12.2006 και αφορούσε, συγκεκριμένα, είκοσι τρία αυτοκίνητα. 

 

Οι εφεσείοντες, ενεργώντας στη βάση ότι η πιο πάνω απόφαση της Εφόρου είναι λανθασμένη, την προσέβαλαν με την προσφυγή αρ. 57/2009, η οποία απορρίφθηκε, για το λόγο, βασικά, ότι «στερείται αντικειμένου». Πρόκειται για την καταληκτική κρίση του εκδικάσαντος Δικαστή, βασισμένη, όπως προκύπτει, σε δήλωση στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων, με την οποία αυτοί τοποθετήθηκαν ως εξής: «Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η επιβολή και ο τρόπος επιβολής πρόσθετου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας σε βάρος των αιτητών, σε σχέση με το επίδικο αυτοκίνητο τύπου AUDI, με αριθμό εγγραφής LG 03 YJC». Ωστόσο, ο ευπαίδευτος Δικαστής, από έρευνα που διενήργησε στα έγγραφα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε πουθενά σε αυτά αναφορά στο εν λόγω αυτοκίνητο. Εξ ου και η κατάληξή του, ανωτέρω. Βέβαια, δεν παρέλειψε να εξετάσει και το δικογραφημένο λόγο ακύρωσης, ότι η υπό αναφορά απόφαση ήταν προϊόν μη επαρκούς έρευνας, τον οποίο, όμως, δε δέχτηκε∙ έκρινε πως, και για το λόγο αυτό, η προσφυγή ήταν απορριπτέα. Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η υπό αναφορά πρωτόδικη απόφαση σε σχέση και με τους δύο λόγους, ανωτέρω. 

 

Τα γεγονότα που είναι σχετικά για τους σκοπούς της υπόθεσης αυτής έχουν ως αφετηρία τους την 19.10.2006. Κατ' εκείνην την ημερομηνία, αρμόδιοι λειτουργοί της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. επισκέφθηκαν τα υποστατικά των εφεσειόντων και διενήργησαν έλεγχο στα βιβλία τους, προς το σκοπό διαπίστωσης της ορθότητας των στοιχείων των φορολογικών τους δηλώσεων της προαναφερθείσας περιόδου. Συνακόλουθα, ο έλεγχός τους επεκτάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην ανάλογη υπηρεσία της χώρας εκείνης. Ζήτησαν να διερευνηθεί το καθεστώς φορολόγησης με Φ.Π.Α. των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που καταγράφονταν στα τιμολόγια συγκεκριμένων προμηθευτών, τα οποία είχαν εκδοθεί στους εφεσείοντες κατά την πώλησή τους προς αυτούς, δηλαδή, αν τα εν λόγω αυτοκίνητα είχαν φορολογηθεί με βάση το Σχέδιο Περιθωρίου Κέρδους, ως margin cars, ή αν είχε επιβληθεί φόρος σε σχέση με αυτά επί του συνόλου της αξίας πώλησής τους, ως qualifying cars.

 

Οι πιο πάνω έλεγχοι κατέδειξαν ότι, για σαράντα αυτοκίνητα, δε χρησιμοποιήθηκε από τους πωλητές στο Ηνωμένο Βασίλειο το Σχέδιο Περιθωρίου Κέρδους, όπως, αντιθέτως, ανέφεραν στις φορολογικές δηλώσεις τους οι εφεσείοντες. Επομένως, για τα εν λόγω αυτοκίνητα, τα οποία η Υπηρεσία Φ.Π.Α. κατέγραψε σε κατάλογο, παραθέτοντας όλα τα στοιχεία περιγραφής και τις λεπτομέρειες πώλησης για το κάθε ένα από αυτά χωριστά, βεβαιώθηκε οφειλή από τους εφεσείοντες Φ.Π.Α., ο οποίος υπολογίστηκε στο συνολικό ποσό των £67.816,00. Η σχετική απόφαση της Εφόρου κοινοποιήθηκε στους εφεσείοντες με επιστολή ημερομηνίας 11.5.2007, αυτοί δε την προσέβαλαν με την προσφυγή αρ. 1005/2007.

 

Εκκρεμούσης της πιο πάνω προσφυγής, οι εφεσείοντες, στις 12.6.2008, ενεργώντας διά του διευθυντή τους, αιτήθηκαν προφορικά από αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. όπως εξεταστεί, εκ νέου, κατά πόσο εφαρμόστηκε, όπως ήταν η πεποίθησή του, για δεκαεπτά αυτοκίνητα που αυτοί είχαν αγοράσει από την εταιρεία Winchmore Cars Ltd. το Σχέδιο Περιθωρίου Κέρδους. Διαβιβάστηκε, τότε, νέο αίτημα προς την ανάλογη υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου για διεξαγωγή περαιτέρω ελέγχου. Η απάντηση που ελήφθη, σχετικά, ήταν θετική. Ως αποτέλεσμα, κρίθηκε ότι η απόφαση της Εφόρου στην επιστολή της προς τους εφεσείοντες ημερομηνίας 11.5.2007 έπρεπε να αναθεωρηθεί και να ανακληθεί, η δε αρχική βεβαίωση φόρου να μειωθεί, αναλόγως. Ούτω και έγινε. Η Έφορος, με νέα επιστολή της προς τους εφεσείοντες, ημερομηνίας 5.11.2008, τους πληροφόρησε για την ανάκληση της προηγούμενης απόφασής της και τη βεβαίωση Φ.Π.Α. στο ποσό των €60.265,80 ή £35.272,00, σε σχέση με τα είκοσι τρία από τα σαράντα αυτοκίνητα που αφορούσε η προηγούμενη απόφασή της. 

 

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν εναντίον της νέας, πιο πάνω, απόφασης της Εφόρου την προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 57/2009, διά της οποίας ζητούσαν την ακόλουθη θεραπεία:-

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση να επιβάλουν στους Αιτητές πρόσθετο φόρο προστιθέμενης αξίας ύψους €60,265,80- η οποία τους κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 5/11/2008 (Παράρτημα 1) είναι άκυρος ...»

 

Εμφανώς, οι εφεσείοντες, με το πιο πάνω αιτητικό, θεώρησαν ότι η σχετική βεβαίωση Φ.Π.Α. για τα είκοσι τρία αυτοκίνητα αποτελούσε ενιαία απόφαση της Εφόρου. Η θεώρηση αυτή είναι οπωσδήποτε ορθή. Παράλληλα, δεν υπήρχε εμπόδιο, με βάση το νόμο, στην προσβολή, μερικώς, της υπό αναφορά απόφασης της Εφόρου, σε σχέση με μικρότερο αριθμό αυτοκινήτων, το δε Δικαστήριο, κατά την άσκηση της Αναθεωρητικής του Δικαιοδοσίας, είχε τη δυνατότητα να την επικυρώσει ή να την ακυρώσει «εν όλω ή εν μέρει», αναλόγως της περίπτωσης, (Άρθρο 146.4 του Συντάγματος).

 

Οι εφεσείοντες, τόσο με την εισαγωγική παράγραφο όσο και με την παράγραφο 17 της αγόρευσής τους ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, παρουσιάστηκαν να περιορίζουν την προσφυγή τους σε σχέση με ένα μόνο αυτοκίνητο. Η απορία του συνηγόρου των εφεσιβλήτων, στη δική του αγόρευση, «ποιο από τα αυτοκίνητα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των 40 αυτοκινήτων ... είναι το επίδικο αυτοκίνητο», προφανώς, γεννήθηκε και στο μυαλό του ευπαίδευτου Δικαστή ο οποίος επιλαμβανόταν της προσφυγής. Αυτός, λοιπόν, αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε αναφορά στα σχετικά τιμολόγια σε τέτοιο αυτοκίνητο, απέρριψε την προσφυγή, βασικά, για τούτο το λόγο.

 

Τελικώς, είναι όλοι σύμφωνοι ως προς την πιο πάνω διαπίστωση, ακόμα και οι εφεσείοντες∙δεν αναφέρεται πουθενά στα σχετικά έγγραφα τέτοιο αυτοκίνητο. Οι τελευταίοι, όμως, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, προσέβαλαν την, ως άνω, κρίση του Δικαστή, με ειδική παραπομπή στην απαντητική αγόρευση του συνηγόρου τους. Σε αυτή, γινόταν αναφορά σε σύγχυση που είχε δημιουργηθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης προσφυγής αρ. 1005/2007*, με αφορμή κάποιες οδηγίες του Δικαστηρίου, οι οποίες οδήγησαν στην καταχώριση ξεχωριστής προσφυγής για κάθε ένα από τα σαράντα αυτοκίνητα, που ήταν αντικείμενο της τότε απόφασης της Εφόρου. Συμπλήρωναν δε την αναφορά τους, συναφώς, ως εξής:-

 

«Σε κάθε περίπτωση, προσβαλλόμενη είναι η πράξη των καθ' ων η αίτηση με ημερομηνία 05/11/2008, με την οποία επιβάλλεται από τους καθ' ων η αίτηση και διεκδικείται ως οφειλόμενος ΦΠΑ το ποσό των €60.265,80. Απόκειται στο σεβαστό δικαστήριο να αποφασίσει ότι ισχύει η νομική του άποψη η οποία είχε οδηγήσει στο διάταγμα διαχωρισμού των επιδίκων θεμάτων στα πλαίσια της προσφυγής με αριθμό 1005/2007, οπότε η εκδίκαση της προσφυγής θα μπορούσε να προχωρήσει σε σχέση μόνο με το αυτοκίνητο που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο της γραπτής αγόρευσης των αιτητών, χωρίς περαιτέρω σπατάλη δικαστικού χρόνου.»

 

Με την πιο πάνω συμπληρωματική εισήγηση, τα πράγματα δε βελτιώθηκαν ιδιαίτερα. Το θέμα κατά πόσο η προσφυγή έπρεπε να εξεταστεί σε σχέση με ένα μόνο αυτοκίνητο ή σε σχέση και με τα είκοσι τρία, ως η ενιαία απόφαση της Εφόρου, αφέθηκε στο εκδικάζον Δικαστήριο. Σαφώς, αυτό έχρηζε διευκρίνισης, όμως, ουδείς το ήγειρε κατά το χρόνο που η προσφυγή ήταν ορισμένη για τον εν λόγω σκοπό. Ανεξάρτητα, όμως, από την παρατήρηση αυτή, είναι φανερό ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε εγκατέλειψαν την αξίωσή τους για ακύρωση από το Δικαστήριο της απόφασης της Εφόρου που αναφέρεται στην επιστολή προς αυτούς ημερομηνίας 5.11.2008 στην ολότητά της, γι' αυτό, και στην αγόρευσή τους ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, έκαμαν λόγο, σε άλλο σημείο, για τα υπόλοιπα είκοσι τρία αυτοκίνητα. Κάτω δε από αυτόν το φακό έπρεπε να είχε αντικριστεί η προσφυγή όσον αφορά τη συγκεκριμένη αυτήν πτυχή, ο δε χειρισμός που, τελικώς, έγινε, ο οποίος οφειλόταν στην προαναφερθείσα τοποθέτηση των εφεσειόντων, δεν ήταν ο ενδεδειγμένος. 

 

Ωστόσο, η επιτυχία του πιο πάνω λόγου δεν οδηγεί την έφεση σε επιτυχία, ειδικά, αφού η υπό αναφορά απόφαση της Εφόρου, ουσιαστικά, παρέμεινε ανέπαφη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, εξέτασε παρεμπιπτόντως το δικογραφημένο λόγο ακύρωσης, με τον οποίο προσβαλλόταν η συγκεκριμένη απόφαση της Εφόρου, στη βάση ότι, κατά τη λήψη της, υπήρξε παραβίαση της αρχής του διοικητικού δικαίου για επαρκή έρευνα, η οποία επιβάλλεται από το Άρθρο 45* του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), και τον απέρριψε. Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την εφετειακή του δικαιοδοσία, έχει, βεβαίως, εξουσία για άσκηση, από το ίδιο, αναθεωρητικού ελέγχου, εξ υπαρχής, επί όλων των θεμάτων και, ειδικά, των λόγων ακύρωσης που εξετάζονται και αποφασίζονται πρωτοδίκως, (βλ. Papaleontiou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1238)∙πόσο μάλλον όταν ενώπιόν του έχει, επίσης, όλα τα σχετικά γεγονότα και τις αγορεύσεις των διαδίκων μερών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση εδώ. 

 

Στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, είναι γεγονός ότι οι δύο πλευρές, στις αγορεύσεις τους, ασχολήθηκαν, ειδικά, με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η υπό αναφορά απόφαση ήταν προϊόν μη επαρκούς έρευνας από μέρους της Εφόρου, η οποία οδηγήθηκε σε αυτή, υιοθετώντας τα αποτελέσματα του ελέγχου στον οποίο είχε βασιστεί η ανακληθείσα απόφασή της, χωρίς να διεξαγάγει νέο έλεγχο σε σχέση με τα είκοσι τρία αυτοκίνητα, στα οποία η νέα απόφασή της αφορούσε.

 

Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης ενεργεί εξ υπαρχής και επιφέρει την εξαφάνισή της, (βλ. Χριστ. Καγιάς & Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3329, σελίδα 3333). Δεν επιφέρει, όμως, ασφαλώς, και την εξαφάνιση των γεγονότων επί των οποίων αυτή έχει βασιστεί. Αυτά δε, εφόσον εξακολουθούν να ευρίσκονται ενώπιον της διοίκησης και είναι σχετικά, δεν υπάρχει κανόνας δικαίου, ο οποίος απαγορεύει να ληφθούν υπόψη από αυτήν, στο πλαίσιο νέου διενεργούμενου ελέγχου.

 

Παρόμοια ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Μπάρτζος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 7. Εκεί, υπήρξε ακύρωση της απόφασης της Εφόρου για επιβολή Φ.Π.Α., για λόγο που δεν ενδιαφέρει, και όχι ανάκλησή της, στοιχείο το οποίο είναι ουδέτερο για σκοπούς της παρούσας. Το σημαντικό είναι πως, στο πλαίσιο της επανεξέτασης που έγινε, η Έφορος βασίστηκε στα ίδια δεδομένα που είχαν ληφθεί υπόψη προηγουμένως. Έγινε εισήγηση ότι η έρευνα δεν ήταν επαρκής, η οποία απορρίφθηκε, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση. Η απόφαση, σχετικά της Ολομέλειας, στη σελίδα 11, έχει ως εξής:-

 

«..., είναι η κατάληξή μας πως, παρόλο τούτο, τίποτε δεν εμπόδιζε την Έφορο ΦΠΑ να βασισθεί στα ήδη εξασφαλισθέντα πραγματικά δεδομένα, δηλαδή τα βιβλία των εφεσειόντων, το ημερολόγιο, και τα άλλα τεκμήρια που εξασφαλίστηκαν ως αποτέλεσμα της έρευνας. Τα στοιχεία και δεδομένα αυτά ήταν ήδη στην κατοχή της Εφόρου ΦΠΑ, θα ήταν δε χωρίς έννοια οποιαδήποτε ενέργεια για νέα έρευνα με σκοπό την εξασφάλιση στοιχείων.»

Η παρούσα περίπτωση ουδόλως διαφέρει, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, ώστε να είναι ίδια η κατάληξη και εν προκειμένω.

 

Για τους λόγους, λοιπόν, ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με €2.500,00 έξοδα, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο