ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D137
(2017) 3 ΑΑΔ 376
12 Απριλίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση,
v.
1. ΠΕΤΡΟΥ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ,
2. ΓΙΟΥΛΙΚΑΣ ΦΥΛΑΚΤΙΔΟΥ,
Εφεσιβλήτων - Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 142/2010)
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αναιτιολόγητη η απόφαση της Αρχής.
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ―Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση Συμβουλίου Προσωπικού ― Αναγκαιότητα ειδικής αιτιολόγησης της παρέκκλισης του διορίζοντος οργάνου από αυτή ― Περιστάσεις.
Οι εφεσίβλητοι πέτυχαν πρωτόδικα την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Υποτμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό). Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Αρχής δεν είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, κυρίως, με βάση τα δικά της στοιχεία που την συνθέτουν, καθώς, επίσης, με αναφορά στα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των εν λόγω υποψηφίων, αλλά και ως προς το ότι, κατά τη λήψη της, η Αρχή υιοθέτησε τη διαπιστωθείσα ως πεπλανημένη εισήγηση του Ανώτερου Εκτελεστικού Διευθυντή της. Επιπρόσθετα, επικρίνεται η κρίση του Δικαστηρίου για το ότι λανθασμένα η Αρχή αγνόησε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού. Προφανώς, η εξέταση των συγκεκριμένων αυτών λόγων προέχει, εξαιτίας των θεμάτων στα οποία αυτοί αφορούν και της επίδρασης που θα έχει, σε περίπτωση επιτυχίας τους, η αποδοχή της πρωτόδικης κρίσης στο αποτέλεσμα της έφεσης.
Συμφώνως του Άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), «..., η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας». Καθοριστικό του αποτελέσματος της τελικής απόφασης της Αρχής είναι η σύγκριση, την οποία η ίδια φέρεται να διενήργησε, ως είχε καθήκον, άλλωστε, να πράξει, μεταξύ των δεκατριών υποψηφίων που υπερείχαν των υπολοίπων. Συγκεκριμένα, η Αρχή οδηγήθηκε στην απόφασή της, αφού, όπως αναφέρει, έκρινε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο «ως υπερέχοντα των υπολοίπων», μεταξύ των οποίων και των εφεσιβλήτων, «σε ουσιαστική καταλληλότητα». Εξειδίκευσε δε την, ως άνω, υπεροχή του, με παραπομπή στην άριστη βαθμολογία του, αλλά, ιδίως, στα εξαίρετα σχόλια των προϊσταμένων του, τα οποία, όπως σημείωσε, «... υπερέχουν έναντι των σχολίων για τους άλλους υποψηφίους...». Κατέληξε δε με την επιβεβαίωση ότι «... τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω δικαιολογούν πλήρως την επιλογή του ως ουσιαστικά καταλληλότερου ...», αφού, όπως σημείωσε, έλαβε, επίσης, υπόψη τη σχετική εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή της. Τους σύγκρινε έτσι και διέκρινε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από τους εφεσίβλητους, στη βάση του συλλογικού κριτηρίου «της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας», που καθορίζει ο Κ. 10(7) των Κανονισμών, στο οποίο αυτή ενέταξε, ως καθοριστικά για την κρίση της, τα συγκεκριμένα στοιχεία που έχουν προαναφερθεί.
Συμφώνως του Άρθρου 26(1) του Ν. 158(Ι)/1999, «Οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες - (α) Είναι δυσμενείς για το διοικούμενο (β) είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενό τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμόδιου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ...». Η απόφαση, στην προκειμένη περίπτωση, για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν, ασφαλώς, δυσμενής για τους εφεσίβλητους. Περαιτέρω, συμφώνως του Άρθρου 28(1) του ιδίου Νόμου: «Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.».
Διεύρυνση της έρευνας στα στοιχεία των φακέλων του ενδιαφερομένου προσώπου και των εφεσιβλήτων, ως η εισήγηση της Αρχής, για διαπίστωση της ουσιαστικής καταλληλότητας του πρώτου, όχι μόνο δε βοηθά στην προώθηση της θέσης, συναφώς, της Αρχής, αλλά, αντιθέτως, δεν υποστηρίζει την εκτίμηση που η ίδια διατύπωσε στην απόφασή της, κατά τρόπο ώστε αυτή να διακρίνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως, ουσιαστικά, καταλληλότερο από τους εφεσίβλητους.
Η Αρχή, για την αιτιολόγηση της υπό αναφορά απόφασής της, στηρίχτηκε, επιπρόσθετα, στην εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή της. Αυτός, προκρίνοντας το ενδιαφερόμενο πρόσωπο για τη δεύτερη θέση προαγωγής, τον αξιολόγησε, ειδικά, με αναφορά στην απόδοσή του στη θέση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας 11892. Οι εφεσίβλητοι, προφανώς, δεν είχαν εργαστεί στην υπηρεσία αυτή. Εύλογα, επομένως, δεν μπορούσε να γίνει οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ τους και του ενδιαφερομένου προσώπου στο συγκεκριμένο τομέα. Η σχετική δε νομολογία έχει καθιερώσει ότι μια τέτοια σύγκριση μεταξύ υποψηφίων για προαγωγή, σε σχέση με υπηρεσία που αυτοί έχουν προσφέρει σε ανόμοιους τομείς, ειδικά, ως προς το είδος και τη φύση των καθηκόντων που η υπηρεσία τους συνεπάγεται, αποτελεί αθέμιτη διάκριση, η οποία, ως εκ του λόγου αυτού, δεν είναι επιτρεπτή και, επομένως, δε λαμβάνεται υπόψη.
Όπως πρωτόδικα αποφασίστηκε, κρίθηκε και κατ' έφεσην πως η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή έγινε κατά πλάνη ως προς συγκεκριμένη αρχή του διοικητικού δικαίου, ώστε δεν ήταν επιτρεπτό, αυτή να ληφθεί υπόψη από την Αρχή. Το γεγονός δε ότι λήφθηκε υπόψη από αυτήν καθιστά τη δική της απόφαση, για το λόγο αυτό, το ίδιο επισφαλή. Η υπό αναφορά απόφαση της Αρχής υστερεί, ως προς την αιτιολόγησή της, και από μια άλλη άποψη, η οποία είναι εξίσου σημαντική, δεδομένων των προνοιών του Κ. 10(5) των Κανονισμών. Πρόκειται για την παραγνώριση που αυτή επέδειξε στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού. Συμφώνως του εν λόγω Κανονισμού, η λήψη της συμβουλής του από την ίδια επιβάλλεται «προ πάσης προαγωγής». Βέβαια, δεν υπάρχει ανάλογη υποχρέωση, αυτή να την υιοθετεί σε κάθε περίπτωση. Αν, όμως, κρίνει ότι πρέπει να ακολουθήσει διαφορετική πορεία, είναι αναγκαίο να δώσει ειδική αιτιολογία, συμφώνως του Άρθρου 26(1)(β) του Ν. 158(Ι)/1999. Η Αρχή δεν το έπραξε, εν προκειμένω, και, επομένως, η υπό αναφορά απόφασή της κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι πάσχει και για το λόγο αυτό.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Theodoridou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 146,
Φανίδης κ.ά. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 396,
Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 495,
Σιαμμάς v. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 569,
Α.ΤΗ.Κ. v. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 883/2009), ημερ. 30/6/2010.
Κ. Χατζηϊωάννου, μαζί με Φ. Χατζηϊωάννου, για τους Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους - Αιτητές.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την έφεση αυτή, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, (η Αρχή), προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε άκυρη απόφασή της για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου Μάριου Τουμάζου στη μια από τις δύο υπό πλήρωση θέσεις Υποτμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό). Η εν λόγω απόφαση λήφθηκε διά του Διοικητικού Συμβουλίου της, στις 16.6.2009. Την προσφυγή καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι Πέτρος Δρουσιώτης και Γιούλικα Φυλακτίδου. Να σημειωθεί πως, στην άλλη θέση, είχε προαχθεί ο υποψήφιος Χρίστος Χρίστου, η απόφαση για τον οποίο δεν προσβλήθηκε με προσφυγή.
Η διαδικασία επιλογής άρχισε με 126 υποψηφίους, μέλη του προσωπικού της Αρχής, να διεκδικούν προαγωγή σε μία από τις προαναφερθείσες δύο θέσεις. Σε πρώτο στάδιο, αυτή διεξαγόταν από το Συμβούλιο Προσωπικού, υπεύθυνο, δυνάμει του Κ. 24(1) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, (Κ.Δ.Π. 220/1982), όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί, (οι Κανονισμοί), να επιλαμβάνεται «των αρμοδίως εισαγομένων ζητημάτων του Προσωπικού». Διήλθε δε από διάφορα στάδια, με απώτερο σκοπό την επιλογή των καταλληλοτέρων για προαγωγή. Τοιουτοτρόπως, ο αριθμός των υποψηφίων περιορίστηκε, αρχικά, σε δεκατρείς και, στη συνεχεία, σε μόνο τρεις, στους εφεσίβλητους και στο Χρίστο Χρίστου. Τελικώς, το Συμβούλιο Προσωπικού συμβούλευσε την Αρχή ότι καταλληλότεροι για προαγωγή ήταν ο Χρίστος Χρίστου και η εφεσίβλητη Γιούλικα Φυλακτίδου. Η συμβουλή του ήταν ομόφωνη, για τον πρώτο, και κατά πλειοψηφία, για τη δεύτερη. Ένα μέλος του συμβούλευσε υπέρ της προαγωγής του εφεσίβλητου Πέτρου Δρουσιώτη.
Σε εισήγηση προς την Αρχή, για τον πιο πάνω σκοπό, προέβη και ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής της. Αυτή συνέπεσε, όσον αφορούσε το Χρίστο Χρίστου, με τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού. Για την άλλη θέση, η εισήγησή του ήταν για προαγωγή σε αυτήν του ενδιαφερομένου προσώπου Μάριου Τουμάζου. Το Συμβούλιο Προσωπικού περιέλαβε το πρόσωπο αυτό στον κατάλογο των δεκατριών επικρατέστερων υποψηφίων για προαγωγή, δεν τον περιέλαβε, όμως, στον μετέπειτα κατάλογο των τριών κριθέντων ως καταλληλοτέρων.
Η τηρηθείσα, ως άνω, διαδικασία διεξήχθη, όσον αφορά τα αρχικά στάδιά της, όπως έχει, ήδη, λεχθεί, κατά τα προβλεπόμενα στον Κ. 24(1) των Κανονισμών. Στη συνέχεια, έτυχαν, ειδικά, εφαρμογής οι πρόνοιες του Κ. 10(5) των Κανονισμών, σύμφωνα με τις οποίες: «Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού* ή του Αναπληρωτού του». Κατά το τελικό στάδιο, όμως, οι προαγωγές έγιναν από την Αρχή, αφού, όπως, επίσης, προβλέπεται, στην ίδια παράγραφο του εν λόγω Κανονισμού, «Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής».
Η διαδικασία επιλογής, σε κάθε στάδιό της, είναι σαφές πως διεξάγεται στη βάση των κριτηρίων που ορίζει ο Κ. 10(7) των Κανονισμών, ως εξής:-
«(7) Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους. ...»
Η Αρχή, ενεργώντας, ως φέρεται, στο πλαίσιο που καθορίζεται πιο πάνω, προέβη στις προαγωγές που έχουν προαναφερθεί, πλην, όμως, οι εφεσίβλητοι θεώρησαν ότι η απόφασή της για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου στη μία από τις προαναφερθείσες δύο θέσεις τους αδίκησε. Οι θέσεις τους, σχετικά, αναφέρονται πιο κάτω.
Στις 16.6.2009, η Αρχή, κατά τις διεργασίες της προς το σκοπό λήψης της απόφασής της, προέβη, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό της, «σε διεξοδική μελέτη και συζήτηση όλων των δεδομένων για τους υποψήφιους και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, της Εισήγησης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής ή/και οι Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις ή/και τα Έντυπα Αξιολόγησής τους ...». Στο πλαίσιο αυτό, αξιολόγησε, ξεχωριστά, τον κάθε έναν από τους 123 υποψηφίους, που απέμειναν* και πληρούσαν τα προσόντα για προαγωγή. Συμφώνησε δε με τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ότι δεκατρείς από αυτούς, οι οποίοι αναφέρονται στο πρακτικό της, υπερείχαν «... των υπολοίπων λόγω της εκτενούς τους πείρας σε θέσεις Εμπορικού Προσωπικού με πολύ καλά αποτελέσματα». Ακολούθως, προχώρησε σε σύγκριση μεταξύ των δεκατριών αυτών υποψηφίων και κατέληξε, πρώτα, στην προαγωγή, στη μία θέση, του Χρίστου Χρίστου, τον οποίο έκρινε ως τον καταλληλότερο όλων. Στη συνέχεια, προχώρησε στην πλήρωση της εναπομείνασας θέσης. Διατυπώνοντας την απόφασή της, σχετικά, ανέφερε, συγκεκριμένα, τα εξής:-
«Για τη δεύτερη θέση το Συμβούλιο έκρινε κατά πλειοψηφία ως υπερέχοντα των υπολοίπων σε ουσιαστική καταλληλότητα τον Μάριο Τουμάζο (2592), γι' αυτό και αποφάσισε την προαγωγή του στο βαθμό του Υποτμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό), με διαφωνία του Μέλους Γρ. Διάκου. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου έλαβε υπ' όψιν, πέραν της άριστης βαθμολογίας του Μάριου Τουμάζου, τα εξαίρετα σχόλια των προϊσταμένων του, τα οποία υπερέχουν έναντι των σχολίων για τους άλλους υποψηφίους πλην του Χρίστου Χρίστου, καθώς και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή για προαγωγή του. Η πλειοψηφία του Συμβουλίου δεν παραγνώρισε το γεγονός ότι ο Μάριος Τουμάζος δεν συστήνεται για προαγωγή από κανένα Μέλος του Συμβουλίου Προσωπικού, θεώρησε όμως ότι τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω δικαιολογούν πλήρως την επιλογή του ως ουσιαστικά καταλληλότερου για τη δεύτερη προς πλήρωση θέση.»
Πρωτοδίκως, είχαν εγερθεί διάφοροι λόγοι ακύρωσης της υπό αναφορά απόφασης της Αρχής. Αυτοί εξετάστηκαν, δεόντως, και έγιναν όλοι δεκτοί. Με την παρούσα έφεση, προσβάλλονται επιμέρους πτυχές της πρωτόδικης απόφασης, που οδήγησαν στην πιο πάνω κατάληξη. Μεταξύ άλλων, προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Αρχής δεν είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, κυρίως, με βάση τα δικά της στοιχεία που την συνθέτουν, καθώς, επίσης, με αναφορά στα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των εν λόγω υποψηφίων, αλλά και ως προς το ότι, κατά τη λήψη της, η Αρχή υιοθέτησε τη διαπιστωθείσα ως πεπλανημένη εισήγηση του Ανώτερου Εκτελεστικού Διευθυντή της. Επιπρόσθετα, επικρίνεται η κρίση του Δικαστηρίου για το ότι λανθασμένα η Αρχή αγνόησε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού. Προφανώς, η εξέταση των συγκεκριμένων αυτών λόγων προέχει, εξαιτίας των θεμάτων στα οποία αυτοί αφορούν και της επίδρασης που θα έχει, σε περίπτωση επιτυχίας τους, η αποδοχή της πρωτόδικης κρίσης στο αποτέλεσμα της έφεσης.
Στις αγορεύσεις των δύο πλευρών, οι αντίθετες απόψεις τους, σε σχέση με τα θέματα, ανωτέρω, αναπτύχθηκαν, βασικά, με αναφορά στο κείμενο της απόφασης της Αρχής που παρατίθεται πιο πάνω, σε σχέση με την προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου. Εκ μέρους της εφεσείουσας Αρχής, υποστηρίχτηκε ότι η απόφασή της, σχετικά, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Υποδείχτηκε δε ότι δεν απαιτείτο η παράθεση στο πρακτικό της συνεδρίας λήψης της και, μάλιστα, υπό τύπον επανάληψης, αυτών που είχαν ληφθεί υπόψη όσον αφορούσε το εν λόγω πρόσωπο, περιλαμβανομένων των σχολίων των προϊσταμένων του, δεδομένου ότι αυτά βρίσκονταν στον προσωπικό του φάκελο. Εκ μέρους των εφεσιβλήτων, υποστηρίχτηκε, από κάθε άποψη, η ακυρωτική απόφαση που δόθηκε πρωτοδίκως.
Το περιεχόμενο της πιο πάνω υπόδειξης δεν αποτελεί θέμα προς συζήτηση, αφού, συμφώνως του Άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), «..., η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας», (βλ. Theodoridou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 146, σελίδα 153). Είναι, όμως, φανερό ότι αυτή παραγνωρίζει ένα σημαντικό στοιχείο της όλης διαδικασίας επιλογής, καθοριστικό του αποτελέσματος της τελικής απόφασης της Αρχής: αυτό της σύγκρισης, την οποία η ίδια φέρεται να διενήργησε, ως είχε καθήκον, άλλωστε, να πράξει, μεταξύ των δεκατριών υποψηφίων που υπερείχαν των υπολοίπων. Συγκεκριμένα, η Αρχή οδηγήθηκε στην πιο πάνω απόφασή της, αφού, όπως αναφέρει, έκρινε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο «ως υπερέχοντα των υπολοίπων», μεταξύ των οποίων και των εφεσιβλήτων, «σε ουσιαστική καταλληλότητα». Εξειδίκευσε δε την, ως άνω, υπεροχή του, με παραπομπή στην άριστη βαθμολογία του, αλλά, ιδίως, στα εξαίρετα σχόλια των προϊσταμένων του, τα οποία, όπως σημείωσε, «... υπερέχουν έναντι των σχολίων για τους άλλους υποψηφίους...». Κατέληξε δε με την επιβεβαίωση ότι «... τα στοιχεία που αναφέρονται πιο πάνω δικαιολογούν πλήρως την επιλογή του ως ουσιαστικά καταλληλότερου ...», αφού, όπως σημείωσε, έλαβε, επίσης, υπόψη τη σχετική εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή της. Τους σύγκρινε έτσι και διέκρινε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από τους εφεσίβλητους, στη βάση του συλλογικού κριτηρίου «της εν γένει ουσιαστικής καταλληλότητας», που καθορίζει ο Κ. 10(7) των Κανονισμών, στο οποίο αυτή ενέταξε, ως καθοριστικά για την κρίση της, τα συγκεκριμένα στοιχεία που έχουν προαναφερθεί.
Συμφώνως του Άρθρου 26(1) του Ν. 158(Ι)/1999, «Οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες - (α) Είναι δυσμενείς για το διοικούμενο∙ (β) είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενό τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμόδιου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου∙ ...». Η απόφαση, στην προκειμένη περίπτωση, για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν, ασφαλώς, δυσμενής για τους εφεσίβλητους. Περαιτέρω, συμφώνως του άρθρου 28(1) του ιδίου Νόμου: «Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.».
Στην προκειμένη περίπτωση, από το κείμενο της υπό αναφορά απόφασης της Αρχής, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι αυτή επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο για προαγωγή, λόγω της άριστης βαθμολογίας του, αλλά, κυρίως, λόγω των υπέρτερων, όπως η ίδια θεώρησε, σχολίων των προϊσταμένων του και αφού έλαβε, βεβαίως, υπόψη τη σχετική εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή της. Εμφανώς, όμως, η πιο πάνω αιτιολογία δεν προβαίνει στην αναγκαία σύγκριση μεταξύ του ενδιαφερομένου προσώπου και των εφεσιβλήτων. Εδώ, παρεμπιπτόντως, να αναφερθεί πως, στην υπόθεση Φανίδης κ.ά. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 396, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού έκρινε ότι η απόφαση του Συμβουλίου της εκεί εφεσίβλητης Αρχής δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, παρατήρησε, στη σελίδα 402, πως: «Το Συμβούλιο είχε καθήκον να αιτιολογήσει γιατί τα ενδιαφερόμενα μέρη, συγκριτικά με τον εφεσείοντα, ήταν καταλληλότερα». Αναγνώρισε, έτσι, μια συγκεκριμένη πτυχή ως προς τον τρόπο εφαρμογής της αρχής του Άρθρου 28(1) του Ν. 158(Ι)/1999.
Διεύρυνση της έρευνας στα στοιχεία των φακέλων του ενδιαφερομένου προσώπου και των εφεσιβλήτων, ως η εισήγηση της Αρχής, για διαπίστωση της ουσιαστικής καταλληλότητας του πρώτου, όχι μόνο δε βοηθά στην προώθηση της θέσης, συναφώς, της Αρχής, αλλά, αντιθέτως, δεν υποστηρίζει την εκτίμηση που η ίδια διατύπωσε στην απόφασή της, κατά τρόπο ώστε αυτή να διακρίνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως, ουσιαστικά, καταλληλότερο από τους εφεσίβλητους. Παρεμπιπτόντως, να σημειωθεί πως η αξιολόγηση και των τριών, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σε σχέση με την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοσή τους, ήταν στον ανώτατο βαθμό 5 της κλίμακας 1 έως 5. Ο κάτοχος της βαθμολογίας αυτής χαρακτηρίζεται ως «εξαιρετικός» και «διακρίνεται για την τελειότητα της εργασίας του και για τις εξαιρετικές του ικανότητες». Συνακόλουθα, κρίθηκαν και οι τρεις κατάλληλοι για παραχώρηση προς αυτούς μισθολογικής προσαύξησης, καθώς, επίσης, ως πολύ κατάλληλοι και, καθ' όλα, έτοιμοι για προαγωγή.
Όσον αφορά τη σύγκριση, η οποία παραπέμπει στα σχόλια των προϊσταμένων τους, και πάλι, ο κάθε ένας από τους δύο εφεσίβλητους έχει χαρακτηριστεί, από το 2005, αλλά, ειδικά, για την τελευταία περίοδο που είναι εδώ πλέον σημαντική, δηλαδή από την 1.1.2007 έως την 31.12.2007, ως εξαιρετικός υπάλληλος, με πολλές γνώσεις, ηγετικές ικανότητες και σημαντική προσφορά στην ευόδωση των σκοπών και των εργασιών της Αρχής*. Βέβαια, ούτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υστερεί σε παρόμοιου περιεχομένου σχόλια**, πλην, όμως, τέτοια σχόλια δεν το καθιστούν συγκριτικά καλύτερο των εφεσιβλήτων. Οι διαφορές, άλλωστε, που υπάρχουν στα σχόλια των προϊσταμένων τους, πασιφανώς, είναι φραστικές και όχι ουσιαστικές, ώστε, με αντικειμενικότητα, να διαπιστώνεται πως, και για τους τρεις υποψηφίους, αυτά είναι εξίσου ευμενή. Επομένως, ορθώς έχει κριθεί ότι η υπό αναφορά απόφαση της Αρχής, εκ των πραγμάτων, δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, αφού αυτή δε συνάδει με τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των εν λόγω υποψηφίων, όσον αφορά την υπό συζήτηση πτυχή.
Η Αρχή, για την αιτιολόγηση της υπό αναφορά απόφασής της, στηρίχτηκε, επιπρόσθετα, στην εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή της. Αυτός, προκρίνοντας το ενδιαφερόμενο πρόσωπο για τη δεύτερη θέση προαγωγής, τον αξιολόγησε, ειδικά, με αναφορά στην απόδοσή του στη θέση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας 11892. Οι εφεσίβλητοι, προφανώς, δεν είχαν εργαστεί στην υπηρεσία αυτή. Εύλογα, επομένως, δεν μπορούσε να γίνει οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ τους και του ενδιαφερομένου προσώπου στο συγκεκριμένο τομέα. Η σχετική δε νομολογία έχει καθιερώσει ότι μια τέτοια σύγκριση μεταξύ υποψηφίων για προαγωγή, σε σχέση με υπηρεσία που αυτοί έχουν προσφέρει σε ανόμοιους τομείς, ειδικά, ως προς το είδος και τη φύση των καθηκόντων που η υπηρεσία τους συνεπάγεται, αποτελεί αθέμιτη διάκριση, η οποία, ως εκ του λόγου αυτού, δεν είναι επιτρεπτή και, επομένως, δε λαμβάνεται υπόψη, (βλ. Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 495, σελίδες 504 έως 505). Συνακόλουθα, όπως και πρωτόδικα αποφασίστηκε, η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή έγινε κατά πλάνη ως προς συγκεκριμένη αρχή του διοικητικού δικαίου, ώστε δεν ήταν επιτρεπτό, αυτή να ληφθεί υπόψη από την Αρχή. Το γεγονός δε ότι λήφθηκε υπόψη από αυτήν καθιστά τη δική της απόφαση, για το λόγο αυτό, το ίδιο επισφαλή.
Η υπό αναφορά απόφαση της Αρχής υστερεί, ως προς την αιτιολόγησή της, και από μια άλλη άποψη, η οποία είναι εξίσου σημαντική, δεδομένων των προνοιών του Κ. 10(5) των Κανονισμών. Πρόκειται για την παραγνώριση που αυτή επέδειξε στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού. Συμφώνως του εν λόγω Κανονισμού, η λήψη της συμβουλής του από την ίδια επιβάλλεται «προ πάσης προαγωγής». Βέβαια, δεν υπάρχει ανάλογη υποχρέωση, αυτή να την υιοθετεί σε κάθε περίπτωση. Αν, όμως, κρίνει ότι πρέπει να ακολουθήσει διαφορετική πορεία, είναι αναγκαίο να δώσει ειδική αιτιολογία, συμφώνως του Άρθρου 26(1)(β) του Ν. 158(Ι)/1999, (βλ. Σιαμμάς v. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 569, σελίδα 573 και Α.ΤΗ.Κ. v. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247, σελίδα 252). Η Αρχή δεν το έπραξε, εν προκειμένω, και, επομένως, η υπό αναφορά απόφασή της πάσχει και για το λόγο αυτό.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με €2.500,00 έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.