ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C67
(2017) 3 ΑΑΔ 163
2 Μαρτίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Eφεσείων - Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ
ΕΠιτροΠΗΣ ΔημΟσιαΣ ΥΠηρεσΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 76/2011)
Ακυρωτική απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Όταν έχουν προηγηθεί άλλες προσφυγές και εφέσεις, μεταξύ των διαδίκων ― Η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως και δεν τέθηκαν δεν επιτρέπεται.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση Διευθυντή ― Απόκλιση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ― Η ειδική και επαρκής αιτιολογία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αποτελούσε εύλογο τρόπο εκ της απόκλισης από τη σύσταση.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους για την πλήρωση της μόνιμης θέσης Ανώτερου Λειτουργού Επιθεώρησης Εργασίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο οι διάδικοι ήσαν δεσμευμένοι για τα θέματα που δεν αμφισβήτησαν στη διαδικασία της έφεσης. Έκρινε δε επ' αυτού ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας «προέβη σε δέουσα έρευνα για την κατοχή της πολύ καλής γνώσης της γλώσσας», συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα που επιβεβαιώθηκε από την Ολομέλεια.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, μετά την ακυρωτική απόφαση, στην πρώτη διαδικασία, προχώρησε στην επιβαλλόμενη ενέργεια να αναζητήσει εξηγήσεις σε σχέση με το παρουσιασθέν από το Ενδιαφερόμενο Μέρος πιστοποιητικό, από το Σώμα που θα ήταν αρμόδιο να το πράξει, ως συνάγετο από την ίδια την απόφαση της Ολομέλειας η οποία και είχε υποδείξει στην πρώτη περίπτωση την ανεπάρκεια της έρευνας. Η επιστολή την οποία η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας απέστειλε στο Fulbright Commission, ημερ. 8.5.2008 ομιλεί από μόνη της για τις επεξηγήσεις και τις λεπτομέρειες που ορθώς ζητήθηκαν. Η δε απάντηση του Commission ημερ. 15.5.2008 εξηγεί το ιστορικό της Έκθεσης Αποτελεσμάτων, όπως διαμορφώθηκε διαχρονικά, και παραθέτει τον τρόπο εξέτασης και εξαγωγής των αποτελεσμάτων. Διά των δοθέντων εξηγήσεων και διά της μορφής των εξετάσεων αναδυόταν η επάρκεια της γνώσης προφορικά και γραπτά σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε η κρίση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας επ' αυτού να ήταν εύλογη.
Ορθή κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η πρωτόδικη κρίση επί του αναφυομένου στη δεύτερη διαδικασία σημείου ότι «η ισχύς του πιστοποιητικού» είναι για δύο χρόνια (συνεπώς και το Ενδιαφερόμενο Μέρος έπρεπε να παρακαθήσει εκ νέου στις εξετάσεις), δεν μπορούσε να προβληθεί ως επίδικο θέμα πλέον, αφού στην πρωτόδικη του 2004 διαδικασία, δεν είχε τεθεί αμφισβήτηση επ' αυτής της πτυχής.
Αφενός το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε στα ορθά πλαίσια αξιολόγησης των πραγμάτων και αφετέρου ορθά αναγνωρίστηκαν οι παράμετροι αλλά και τα όρια των αμφισβητήσεων που θα μπορούσαν πλέον να τεθούν στη δεύτερη διαδικασία, ακριβώς στη βάση ότι η επανεξέταση από τη διοίκηση συντελέστηκε στα στεγανά που τέθηκαν από την πρώτη διαδικασία. Επ' αυτού λοιπόν η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε απορριπτέους τους λόγους έφεσης 1 και 2.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έδωσε την απαιτούμενη νόμιμη ειδική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή.
Όπως προωθήθηκε και πρωτοδίκως η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι ο ίδιος κατείχε δύο τίτλους επιπέδου master ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε ένα τέτοιο τίτλο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η θέση αυτή είναι λανθασμένη γιατί παραγνώριζε σχετική βεβαίωση από τη γερμανική πρεσβεία η οποία βρισκόταν στον υπηρεσιακό φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους ως προς την ισοτιμία του Diplom-Ingenieur με μεταπτυχιακό δίπλωμα όπως συγκεκριμένα τέθηκε, ευλόγως λήφθηκε υπόψη εφόσον με βάση τη νομολογία αποκτούσε σημασία ως προς την κατοχή τίτλου σπουδών αφού η ίδια η χώρα που το χορήγησε το αναγνωρίζει. Ως προς αυτή την πτυχή λοιπόν, η βεβαίωση καθιστούσε τον πιο πάνω τίτλο ισότιμο με master και ορθά λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Κρίνοντας τελικά ότι τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν ίσοι σε αξία.
Η εντελώς οριακή υπεροχή δεν δίνει οποιοδήποτε ιδιαίτερο προβάδισμα στον ένα εκ των διαδίκων, εν προκειμένω, στον εφεσείοντα, έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους ενόψει του ότι βαρύνει στη σκέψη του διορίζοντος οργάνου το σύνολο της υπηρεσίας των υποψηφίων. Το διοικητικό όργανο κατά τις προαγωγές θα πρέπει να σταθμίζει το σύνολο της σταδιοδρομίας των υποψηφίων.
Ακριβώς, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αιτιολογώντας τη θέση της έκρινε - εύλογα - ότι μπορούσε να αποστεί από την εν λόγω σύσταση του Διευθυντή ενόψει της ισοδυναμίας των διαδίκων στα προσόντα και στην αξία, έχοντας υπόψη και την έστω μικρή αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους έναντι του αιτητή (5 μήνες). Η ειδική και επαρκής αιτιολογία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας επ' αυτής της πτυχής ορθώς επικυρώθηκε στα πλαίσια των νομολογηθέντων ότι αποτελούσε δέουσα δικαιολόγηση εκ της απόκλισης από τη σύσταση. Η δε παράθεση πειστικών λόγων σωστά αντικρίστηκε ότι αντισταθμίζει τη σύσταση. Στα ίδια δε πλαίσια εξηγήθηκε και η σημασία της έστω και μικρής διαφοράς στην αρχαιότητα υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Δημητριάδη (2007) 3 Α.Α.Α.Δ. 589.
Παρτασίδου v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413,
Δημοκρατία v. Υψαρίδη (Aρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,
Πούρος v. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,
Χαραλάμπους v. Αρχής Λιμένων (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 273,
Στυλιανού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387,
Δημοκρατία κ.ά. v. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161,
Δημοκρατία v. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267,
Σπανός v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,
Αγαπίου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431,
Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1132/2008), ημερ. 17/5/2011.
A. Kωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα - Αιτητή.
Θ. Πιπερή (κα), για την Εφεσίβλητη - Καθ' ης η αίτηση.
Χρ. Μιχαηλίδου (κα), για την Ελ. Κλεάνθους - διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος ΕΜ.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δικαστή.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής, πρωτοδίκως απέτυχε στην προσπάθεια του να ακυρώσει την απόφαση των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση ημερ. 27.6.2008 με την οποία προήγαγαν τον Σάββα Κλεάνθoυς (ενδιαφερόμενο μέρος) στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Επιθεώρησης Εργασίας, αναδρομικά από 15.5.2004, αντί του εφεσείοντα.
Το ιστορικό της υπόθεσης είναι μακρό και αναγκαστικά θα πρέπει να μας απασχολήσει. Το έτος 2005 ο Δικαστής Νικολαΐδης στην τότε προσφυγή του εφεσείοντα, υπ' αριθμ. 720/2004 (ημερ. απόφ. 27.10.2005) ακύρωσε την πράξη διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους, στη βάση του ότι η ΕΔΥ δεν προέβη σε δέουσα έρευνα σ' ό,τι αφορούσε την επάρκεια της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας θεωρώντας δεδομένο ότι το ΕΜ πληρούσε το προσόν επειδή ήταν κάτοχος του πιστοποιητικού TOEFL με βαθμό 550, σύμφωνα και με σχετική εγκύκλιο της Επιτροπής.
Ακολούθησε έφεση από τη Δημοκρατία (και το Ε.Μ.). Πρόκειται για την υπόθεση Δημοκρατία v. Δημητριάδη (2007) 3 Α.Α.Α.Δ. 589. Ως αποτέλεσμα της κρίσης της Ολομέλειας απορρίφθηκαν οι εφέσεις, αφού η Ολομέλεια επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση για μη επαρκή έρευνα ως προς το ότι το ΕΜ κατείχε το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής με την παρατήρηση ότι εν προκειμένω αναγραφόταν στο πιστοποιητικό του ενδιαφερομένου μέρους, μάλιστα πάνω από την ένδειξη "test of written English", η ένδειξη "writing test not administered". Θεωρήθηκε ότι χρειαζόταν περαιτέρω έρευνα επί της κατοχής του προσόντος αυτού.
Διενεργείται νέα επανεξέταση και η απόφαση που απορρέει από την επανεξέταση είναι το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής (αρ.1132/08). Εκδίδεται στη συνέχεια η επίδικη απόφαση αδελφού μας δικαστή με την οποία, όπως ήδη αναφέραμε, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη δι' αυτής πράξη (δηλαδή ο διορισμός του Ε.Μ. στην πιο πάνω θέση) επικυρώνεται.
Ο εφεσείων, διά τριών λόγων έφεσης, προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση ως εξής:
«1. Εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ή/και απέρριψε το λόγο ακύρωσης που πρόβαλε ο Εφεσείων/Αιτητής στην πιο πάνω προσφυγή, ήτοι ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν έχει την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γιατί το Πιστοποιητικό TOEFL του 1989), που κατέχει, δεν αποτελεί τεκμήριο κατοχής της γλώσσας αυτής ούτε στο γραπτό ούτε στον προφορικό λόγο και ότι η ΕΔΥ δεν προέβη στη δέουσα έρευνα. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε το αντίθετο.
2. Εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ή/και απέρριψε το λόγο ακύρωσης που πρόβαλε ο Εφεσείων/αιτητής στην πιο πάνω προσφυγή, ήτοι ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν κατείχε την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της Αγγλικής. Το Πιστοποιητικό TOEFL, που απέκτησε το 1989, έληξε μετά από δύο χρόνια και δεν επιτρέπετο να ληφθεί υπόψη. Ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα έκρινε ότι ο Εφεσείων/αιτητής κωλύετο να εγείρει τέτοιο θέμα στην παρούσα διαδικασία και ότι, ούτως ή άλλως, η σχετική αναφορά από την Ολομέλεια στην Απόφαση της, ημ. 18.12.2007, αποτελούσε obiter dictiom και δεν ήταν δεσμευτικό.
3. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε ή/και απέρριψε το λόγο ακύρωσης που πρόβαλε ο Εφεσείων/Αιτητής στην πιο πάνω προσφυγή, ήτοι ότι η ΕΔΥ δεν έδωσε την απαιτούμενη νόμιμη ειδική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή. Η δοθείσα αιτιολογία είναι πεπλανημένη και παραβιάζει τη Νομολογία.»
(Ο τέταρτος λόγος έφεσης εγκαταλείφθηκε με το περίγραμμα).
Πολύ καλή γνώση της αγγλικής
Οι δύο πρώτοι λόγοι θα εξεταστούν από κοινού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για το θέμα της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος παράθεσε, κατά πρώτον, τις θέσεις των δύο πλευρών:
Θέση της ΕΔΥ:
Ορθά αποφασίστηκε η αναδρομική προαγωγή του ΕΜ στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας, αφού προηγήθηκε η δέουσα έρευνα μέσω του αρμοδίου σώματος, το Fulbright Commission. Να σημειωθεί ότι το ΕΜ είχε παρακαθήσει τις εξετάσεις TOEFL το 1989 εξασφαλίζοντας το επίδικο πιστοποιητικό. Από την απαντητική επιστολή που η ΕΔΥ έλαβε από το αρμόδιο σώμα αυτό διευκρινίστηκε η επίμαχη φράση "written test non administered» ότι δηλαδή σήμαινε πως απλώς πριν το 1998 δεν προσφερόταν γραπτή εξέταση στο TOEFL, η δε γνώση της αγγλικής γλώσσα αποδεικνυόταν όσον αφορά το γραπτό λόγο, τη γραμματική και το λεξιλόγιο, με απαντήσεις σε ερωτήσεις τύπου multiple choice. Συνεπώς η θέση της ΕΔΥ για ικανοποίηση της πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας ήταν ορθή. Πρόσθετα, η επιτυχία στην εξέταση με βαθμό 550 του ΕΜ ήταν αποδεκτό τεκμήριο κατοχής της γνώσης, αγγλικής γλώσσας, σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο της ΕΔΥ, ώστε το ΕΜ να είναι προάξιμο.
Θέση του εφεσείοντα:
Θεωρεί ότι η διερεύνηση της ΕΔΥ ήταν πλημμελής ενόψει του ότι το πιστοποιητικό TOEFL δεν αποτελούσε τεκμήριο κατοχής της επάρκειας της γλώσσας, ούτε στο γραπτό, ούτε στον προφορικό λόγο. Η έρευνα που διεξήχθη αφορούσε, κατά τη θέση του, το γραπτό λόγο και μόνο. Η δε απάντηση που λήφθηκε ήταν από το ΕΤS-TOEFL και όχι από το Fulbright Commission. Με δεδομένο ότι το ΕΜ σπούδασε στη Γερμανία, η ΕΔΥ λανθασμένα δέχθηκε την απάντηση που έλαβε ως επαρκή.
Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο οι διάδικοι ήσαν δεσμευμένοι για τα θέματα που δεν αμφισβήτησαν στη διαδικασία της έφεσης ως πιο πάνω (βλ. Παρτασίδου v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413). Έκρινε δε επ' αυτού ότι η ΕΔΥ «προέβη σε δέουσα έρευνα για την κατοχή της πολύ καλής γνώσης της γλώσσας», συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα που επιβεβαιώθηκε από την Ολομέλεια.
Παρατηρούμε ότι η ΕΔΥ, μετά την ακυρωτική απόφαση, στην πρώτη διαδικασία, προχώρησε στην επιβαλλόμενη ενέργεια να αναζητήσει εξηγήσεις σε σχέση με το παρουσιασθέν από το ΕΜ πιστοποιητικό, από το Σώμα που θα ήταν αρμόδιο να το πράξει, ως συνάγετο από την ίδια την απόφαση της Ολομέλειας η οποία και είχε υποδείξει στην πρώτη περίπτωση την ανεπάρκεια της έρευνας.
Η επιστολή την οποία η ΕΔΥ απέστειλε στο Fulbright Commission, ημερ. 8.5.2008 ομιλεί από μόνη της για τις επεξηγήσεις και τις λεπτομέρειες που ορθώς ζητήθηκαν. (μέρος του τεκμ.Γ(1)).
Η δε απάντηση του Commission ημερ. 15.5.2008 (αρ.155 του τεκμ.Γ(Ι)) εξηγεί το ιστορικό της Έκθεσης Αποτελεσμάτων, όπως διαμορφώθηκε διαχρονικά, και παραθέτει τον τρόπο εξέτασης και εξαγωγής των αποτελεσμάτων. Είναι αρκετό να πούμε (χωρίς να επαναλάβουμε τις λεπτομέρειες) ότι διά των δοθέντων εξηγήσεων και διά της μορφής των εξετάσεων αναδυόταν η επάρκεια της γνώσης προφορικά και γραπτά σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε η κρίση της ΕΔΥ επ' αυτού να ήταν εύλογη. Επιπλέον με αυτό το βάθρο, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και η ως άνω ερμηνευτική εγκύκλιος για τη βαθμολογία που εμφαίνετο στο εν λόγω πιστοποιητικό. Περαιτέρω, παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την εμβέλεια σχετικής βεβαίωσης που παρουσίασε το ΕΜ ληφθείσα επίσης από το αρμόδιο Σώμα, θα προσθέταμε ότι η βεβαίωση αυτή ημερ. 9.1.2008 καταδεικνύει την ορθή προσέγγιση της θέσης της ΕΔΥ, ότι δηλαδή το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε την πολύ καλή γνώση της αγγλικής. Αφού η βεβαίωση αυτή αναφερόταν στο ίδιο το ΕΜ και πιστοποιούσε ότι η βαθμολογία του «represents a very good oral and written knowledge of the English language». Εν πάση περιπτώσει ανεξαρτήτως αυτού, η έρευνα που διεξήχθη ορθά εκρίθηκε ως επαρκής και εύλογη.
Ορθή επίσης είναι η πρωτόδικη κρίση επί του αναφυομένου στη δεύτερη διαδικασία σημείου ότι «η ισχύς του πιστοποιητικού» είναι για δύο χρόνια (συνεπώς και το ΕΜ έπρεπε να παρακαθήσει εκ νέου στις εξετάσεις), δεν μπορούσε να προβληθεί ως επίδικο θέμα πλέον, αφού στην πρωτόδικη του 2004 διαδικασία, δεν είχε τεθεί αμφισβήτηση επ' αυτής της πτυχής.
Ωστόσο είναι ορθό ότι γίνεται κάποια αναφορά επί του θέματος στην Ολομέλεια.
Η αναφορά αυτή έχει ως εξής:
«Αντ' αυτού η ΕΔΥ περιορίστηκε σε ό,τι θεώρησε ότι κατά τεκμήριο προέκυπτε από το πιστοποιητικό το οποίο, μάλιστα, αποκτήθηκε το 1989, δηλαδή πολλά χρόνια πριν τον ουσιώδη χρόνο, και σ' αυτό αναγράφεται ότι «scores more than two years old cannot be verified». Αυτή η κρίση συζητήθηκε με παραπομπή και σε Εγκύκλιο της ΕΔΥ πως εξασφάλιση αυτού του πιστοποιητικού με τουλάχιστον 550 μονάδες - ο ενδιαφερόμενος εξασφάλισε ακριβώς 550 μονάδες - σημαίνει πολύ καλή γνώση. Για να αναπτυχθούν και επιχειρήματα ως προς τη δυνατότητα καθιέρωσης τεκμηρίου με εγκύκλιο. Το θέμα όμως δεν είναι αυτό. Όπως επισημάνθηκε και πρωτοδίκως, με παραπομπή και στην Μακρίδου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581, ασφαλώς είναι δυνατό να προκαθοριστεί, με εγκύκλιο, η γενική στάση του διοικητικού οργάνου. Αυτό όμως δεν παράγει και εξωτερική δέσμευση ώστε εκείνο που ενδεχομένως δεν αρκεί όταν διαπιστώνεται με κρίση ad hoc, να προσλαμβάνει αυξημένη ή, πολύ λιγότερο, απόλυτη ισχύ, επειδή διατυπώθηκε από το ίδιο όργανο, εκ των προτέρων».
Από την ίδια την πιο πάνω διατύπωση σαφώς και προκύπτει ότι το θέμα τέθηκε από την Ολομέλεια obiter, χωρίς διαμόρφωση κρίσης, απαραίτητο προαπαιτούμενο για δημιουργία δεδικασμένου. Συνεπώς η ΕΔΥ δεν είχε ούτε υποχρέωση αλλά ούτε και ευχέρεια εξέτασης αυτού του σημείου, όπως και ορθά θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σίγουρα δε, η πτυχή αυτή δεν είναι θέμα δημοσίας τάξεως, όπως επιχειρεί διά της αιτιολογίας στο περίγραμμα αγόρευσης, να το κατατάξει η πλευρά του εφεσείοντα.
Έχοντας κατά νου το φάσμα των εκατέρωθεν απόψεων αλλά και της πρωτόδικης επ' αυτής της πτυχής κρίσης, δεν έχουμε αμφιβολία ότι αφενός το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε στα ορθά πλαίσια αξιολόγησης των πραγμάτων και αφετέρου ορθά αναγνωρίστηκαν οι παράμετροι αλλά και τα όρια των αμφισβητήσεων που θα μπορούσαν πλέον να τεθούν στη δεύτερη διαδικασία, ακριβώς στη βάση ότι η επανεξέταση από τη διοίκηση συντελέστηκε στα στεγανά που τέθηκαν από την πρώτη διαδικασία. Επ' αυτού λοιπόν κρίνουμε απορριπτέους τους λόγους έφεσης 1 και 2.
Σύσταση διευθυντή και παραγνώριση της από την ΕΔΥ:
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΕΔΥ έδωσε την απαιτούμενη νόμιμη ειδική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή. Κατά την άποψη του εφεσείοντα η δοθείσα αιτιολογία είναι πεπλανημένη και παραβιάζει τη νομολογία. Όπως προωθήθηκε και πρωτοδίκως η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι ο ίδιος κατείχε δύο τίτλους επιπέδου master ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε ένα τέτοιο τίτλο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η θέση αυτή είναι λανθασμένη γιατί παραγνώριζε σχετική βεβαίωση από τη γερμανική πρεσβεία η οποία βρισκόταν στον υπηρεσιακό φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους ως προς την ισοτιμία του Diplom-Ingenieur με μεταπτυχιακό δίπλωμα όπως συγκεκριμένα τέθηκε, ευλόγως λήφθηκε υπόψη εφόσον με βάση τη νομολογία αποκτούσε σημασία ως προς την κατοχή τίτλου σπουδών αφού η ίδια η χώρα που το χορήγησε το αναγνωρίζει. (βλ. Δημοκρατία v. Υψαρίδη (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347). Ως προς αυτή την πτυχή λοιπόν, η βεβαίωση καθιστούσε τον πιο πάνω τίτλο ισότιμο με master και ορθά λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ. Κρίνοντας τελικά ότι τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν ίσοι σε αξία. Οι λεπτομέρειες που δίδονται στις σελ.13 και 15 της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με τα προσόντα μας βρίσκουν σύμφωνους, παραθέτουμε δε ένα μέρος αυτής, στη σελ.15:
«Περαιτέρω, εύστοχα τόσο η Ε.Δ.Υ., όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος παραπέμπουν στο επιπλέον προσόν του τελευταίου, αυτό της κατοχής αποδεικτικού μεταπτυχιακών σπουδών στην Περιβαλλοντική Μηχανική, στο οποίο ο αιτητής δεν αναφέρθηκε. Να σημειωθεί ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν καθορίζει συγκεκριμένα ακαδημαϊκά ή άλλα επαγγελματικά προσόντα, παρά μόνο τριετή τουλάχιστον πείρα στη θέση των Λειτουργών Επιθεώρησης Εργασίας 1ης τάξης, ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία, καθώς και πολύ καλή γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας, στο οποίο θα γίνει εκτεταμένη αναφορά αργότερα. Η Ε.Δ.Υ. επομένως, εύλογα μπορούσε να εξετάσει το σύνολο των προσόντων που διέθετε το κάθε μέρος ώστε να προβεί στην ανάλογη κρίση. Όλα τα στοιχεία ήταν εν πάση περιπτώσει ενώπιον της και δεν ήταν ανάγκη να υπάρχει εξειδικευμένη αναφορά, εφόσον έγινε η ιδιαίτερη σύγκριση των δύο υποψηφίων.»
Αναφορικά με το θέμα της σύστασης του Διευθυντή σημειώνεται ότι αυτή παρέμεινε αναλλοίωτη από την πρώτη διαδικασία και κατά την επανεξέταση της υπόθεσης από την ΕΔΥ. Προκύπτει με σαφήνεια ότι η σύσταση υπέρ του εφεσείοντα προέκυψε μόνο από την υπηρεσιακή έκθεση του 2003. Αποτέλεσε επίσης κοινό έδαφος ότι και οι δύο διάδικοι τα τελευταία 5 χρόνια πριν την προαγωγή είχαν ισοβαθμία σε όλες τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, εκτός από την τελευταία, όπου το ενδιαφερόμενο μέρος υστέρησε σε ένα «εξαίρετα», στο στοιχείο της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας έναντι ενός «πολύ ικανοποιητικού». Αυτό σύμφωνα με τη θέση του εφεσείοντα αναδεικνύει την έστω και οριακή υπεροχή του εφεσείοντα στις υπηρεσιακές εκθέσεις με αποτέλεσμα η σύσταση του διευθυντή να μην είναι πεπλανημένη αλλά να είναι σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.
Η εντελώς οριακή υπεροχή δεν δίνει οποιοδήποτε ιδιαίτερο προβάδισμα στον ένα εκ των διαδίκων, εν προκειμένω, στον εφεσείοντα, έναντι του ΕΜ ενόψει του ότι βαρύνει στη σκέψη του διορίζοντος οργάνου το σύνολο της υπηρεσίας των υποψηφίων. Το διοικητικό όργανο κατά τις προαγωγές θα πρέπει να σταθμίζει το σύνολο της σταδιοδρομίας των υποψηφίων. (Πούρος v. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Χαραλάμπους v. Αρχής Λιμένων (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 273 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ.355).
Αναφέρει δε τα εξής σχετικά το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.16 και 17:
«Αναγνωρίζει βέβαια ο συνήγορος ότι η υπεροχή του αιτητή στις ετήσιες εκθέσεις είναι «εντελώς οριακή». Πράγματι, η νομολογία έχει με σταθερότητα αναδείξει ότι μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις είναι οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκομένων. Έτσι, στη Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, ακόμη και διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» κατά τη διάρκεια μιας πενταετίας, θεωρήθηκε οριακή, ενώ στη Δημοκρατία v. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141, τρία «εξαίρετα» περισσότερα σε μια πενταετία δεν παροσέδιδαν οποιαδήποτε ιδιαίτερη υπεροχή σε αξία, προς αντιστάθμισμα της υπέρτερης αρχαιότητας του εφεσίβλητου. Αποφάσεις επίσης όπως η Μάρθα Θεμιστοκλέους v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 495, Δημοκρατία v. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473 και Μαρούλλα Θεοδότου v. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 23/07, ημερ. 18.1.10, δείχνουν ότι διαφορές σε τρία μέχρι πέντε «εξαίρετα», θεωρήθηκαν οριακές. Πόσο μάλλον εδώ όπου η διαφορά είναι ένα μόνο «εξαίρετα»».
Στη βάση αυτών των θεωρήσεων με δεδομένη τη σημασία που έχει η συνολική σταδιοδρομία των υπαλλήλων για σκοπούς προαγωγής, ο υπερτονισμός ενός μόνου «εξαίρετα» και αυτό μόνο στην τελευταία έκθεση, καθιστούσε τη σύσταση αποδυναμωμένη αφού φαίνεται να ήταν το μόνο στοιχείο που οδήγησε σε αυτή. Η βαρύτητα της σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου. (βλ. Στυλιανού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 και Δημοκρατία κ.ά. v. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161). Συνεπώς εν προκειμένω η βαρύτητα της σύστασης ήταν πενιχρή.
Ακριβώς, η ΕΔΥ αιτιολογώντας τη θέση της έκρινε - εύλογα - ότι μπορούσε να αποστεί από την εν λόγω σύσταση του Διευθυντή ενόψει της ισοδυναμίας των διαδίκων στα προσόντα και στην αξία, έχοντας υπόψη και την έστω μικρή αρχαιότητα του ΕΜ έναντι του αιτητή (5 μήνες). Η ειδική και επαρκής αιτιολογία της ΕΔΥ επ' αυτής της πτυχής ορθώς επικυρώθηκε στα πλαίσια των νομολογηθέντων ότι αποτελούσε δέουσα δικαιολόγηση εκ της απόκλισης από τη σύσταση. Η δε παράθεση πειστικών λόγων σωστά αντικρίστηκε ότι αντισταθμίζει τη σύσταση. (Δημοκρατία v. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267, Σπανός v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Αγαπίου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431, Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695). Στα ίδια δε πλαίσια εξηγήθηκε και η σημασία της έστω και μικρής διαφοράς στην αρχαιότητα υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.
Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η πρωτόδικη προσέγγιση επί των σημείων που εγείρονται με τους πιο πάνω λόγους έφεσης είναι ορθή και την επικυρώνουμε.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της με €2.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.