ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C38
(2017) 3 ΑΑΔ 86
6 Φεβρουαρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ (ΚΟΑΠ) ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΝ ΚΑΙ
ΠΡΟΑΓΩΓΩΝ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ/Ή ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 156/2010)
Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να σεβαστεί την απόφαση και να μην εκτρέψει την επανεξέταση αναμειγνύοντας την με θέματα άλλα ή να επανατοποθετήσει το ζήτημα.
Στις 24.7.2006 το Ανώτατο Δικαστήριο, δικαίωσε τον εφεσείοντα στην προσφυγή υπ' αρ. 209/2005 που είχε ασκήσει εναντίον του εφεσίβλητου Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών, αναφορικά με την απόφαση του, να μην προβεί στην πλήρωση της μιας εκ των θέσεων που είχε προκηρύξει προηγουμένως στις 12.12.2003 για θέση Πρώτου Λειτουργού Αγροτικών Πληρωμών με προσόντα στον κλάδο της Γεωπονίας. Προσφέρθηκε διορισμός με δοκιμασία στο Ενδιαφερόμενο Μέρος στις 8.2.2004, ο οποίος αποδέχθηκε την προσφορά με επιστολή του και τρεις περίπου μήνες αργότερα με νέα επιστολή, το Ενδιαφερόμενο Μέρος ενημέρωσε τον Κυπριακό Οργανισμό Αγροτικών Πληρωμών ότι δεν αποδεχόταν τη θέση.
Αντί της πλήρωσης της θέσης, ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών αποφάσισε να προβεί σε νέα δημοσίευση «σε εύθετο χρόνο και προς καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του». Η νέα αυτή θέση προκηρύχθηκε αλλά η δημοσίευση αφορούσε κενή θέση Πρώτου Λειτουργού με προσόντα στον κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, που ο εφεσείων δεν μπορούσε να διεκδικήσει, ούτε και διεκδίκησε, ελλείψει απαιτούμενου προσόντος.
Ο Εφεσείοντας αφού πρόσβαλε την προαναφερόμενη απόφαση το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ακύρωσε επί της ουσίας την εν λόγω διοικητική απόφαση λόγω έλλειψης και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας. Ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών επανεξέτασε το όλο θέμα στη βάση της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης.
Ο εφεσείων άσκησε νέα προσφυγή την υπ' αρ. 1730/2009, η οποία αυτή τη φορά απερρίφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο με το σκεπτικό ότι σε αντίθεση με την προηγούμενη διοικητική πράξη που οδήγησε στην ακυρωτική απόφαση, η υπό εξέταση προσβαλλόμενη ενέργεια του Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών διέπετο από επαρκή αιτιολογία και κατ' επέκταση ήταν εφικτός και ο δικαστικός έλεγχος. Ο εφεσείων με την παρούσα αμφισβητεί το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με απόφαση πλειοψηφίας που εξέδωσε ο Ναθαναήλ Δ. Πρόεδρος, συμφωνούντων των Παναγή Δ., Σταματίου Δ., Οικονόμου Δ., επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση παραπονείται με δύο λόγους έφεσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρξε επαρκής αιτιολογία και ότι δεν παραβιάσθηκε το δεδικασμένο. Περαιτέρω, ότι λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη θέση του για άμεση ανάκληση των προηγούμενων προκηρύξεων που ήταν αποτέλεσμα των παρανόμων πράξεων του Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών. Ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών στη δική του εισήγηση στο περίγραμμα θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση ορθή από κάθε άποψη.
Η απόφαση για επαναπροκήρυξη της θέσης που αποτελεί μια επιλογή του Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών, λαμβάνεται βεβαίως υπό το φως σύννομης αιτιολογίας ως προς αυτήν την επιλογή, έναντι αυτής που προνοεί η πρώτη διαζευκτική πρόταση του Κανονισμού 12(5). Η καταγραφή της θέσης του Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών ότι η νέα δημοσίευση θα γινόταν «προς καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων» του Οργανισμού στην απόφαση που ακυρώθηκε, επανέφερε στην ουσία την καταγραφή της αρχικής θέσης ότι θα ήταν «προς το συμφέρον του Οργανισμού να προβεί σε νέα δημοσίευση της θέσης». Δεν εξηγείται όμως το συμφέρον αυτό, όπως είναι η επιταγή του διοικητικού δικαίου έχοντας υπόψη ότι η επίκληση δημοσίου συμφέροντος γενικά και αόριστα δεν επαρκεί χωρίς την καταγραφή επακριβούς εξήγησης. Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος, (και ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών αποτελεί δημόσιο όργανο), επιβάλλεται προς προστασία του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αρχής της νομιμότητας που διέπει την άσκηση εξουσίας από κρατικά ή διοικητικά όργανα.
Κατά αντιφατικό τρόπο και χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία, ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών θεώρησε ότι ο ένας και μόνο υποψήφιος που απέμενε, δηλαδή, ο εφεσείων, δεν προσέφερε ικανή επιλογή για διορισμό χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση. Ούτε αυτό επιτρέπει το διοικητικό έλεγχο. Στην ουσία υπήρξε ανάκληση μιας νόμιμης πράξης του Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών, αυτής της προκήρυξης αρχικά της θέσης στις 12.12.2003 και της απόφασης περί της καταλληλότητας του Τσαγγαρίδη και του εφεσείοντος ως επιτυχόντων, η οποία δύναται να ανακληθεί μόνο εφόσον δεν θίγονται διά της ανακλήσεως δημιουργηθέντα δικαιώματα και εφόσον παρέχεται νόμιμη αιτιολογία που δικαιολογεί τη νέα εξέταση της υπόθεσης. Οι λόγοι ανακλήσεως τελούν υπό τον περιορισμό ότι δεν μπορούν να βασίζοντα απλώς και μόνο στη διάφορη εκτίμηση των αυτών πραγματικών περιστατικών.
Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών παραβίασε το δεδικασμένο, δηλαδή τη μη ύπαρξη επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας, διότι κινήθηκε και πάλι παρά την επανεξέταση στη σφαίρα της γενικότητας και της ασάφειας. Η δε προκήρυξη της θέσης με προσόντα και άλλα από τα προσόντα της Γεωπονίας, έδειχνε και αλλότριο σκοπό ή κίνητρο επηρεάζοντας δυσμενώς τον εφεσείοντα, έχοντας διευρύνει και προσθέσει πέραν των προσόντων στη γεωπονία κλπ., και πληθώρα άλλων προσόντων, περιλαμβανομένης της μηχανικής, των νομικών κ.ά.. Όταν αρχικά προκηρύχθηκε η θέση, ο εφεσείων επέδειξε ενδιαφέρον, πέτυχε στη δοκιμασία και επελέγη ως δεύτερος καταλληλότερος. Η νέα προκήρυξη άλλαξε άρδην τα αρχικά δεδομένα, τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση. Παράλληλα, αποτελεί ένδειξη μη χρηστής διοίκησης και η πολύ μεγάλη καθυστέρηση που σημειώθηκε στην επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο εφεσείων ο οποίος κατείχε τα προσόντα και στην ουσία επελέγη ως δεύτερος από τον Κυπριακό Οργανισμό Αγροτικών Πληρωμών για διορισμό, απεκλείσθη στη συνέχεια κατ' επίφαση να εξευρεθούν και άλλοι κατάλληλοι υποψήφιοι σε αντίφαση με την ίδια την αρχική επιλογή του Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών. Με την παρείσφρυση απαραδέκτου στοιχείου κρίσεως για την επαναπροκήρυξη, η προσβαλλόμενη πράξη καθίσταται και γι' αυτό το λόγο ακυρωτέα.
Ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών έπρεπε να ανατρέξει στο χρόνο της αρχικής του πράξης που ακυρώθηκε και να μην εκτρέψει την επανεξέταση αναμειγνύοντας την με θέματα άλλα ή να επανατοποθετήσει το ζήτημα.
Έπεται ότι ο Κυπριακός Οργανισμός Αγροτικών Πληρωμών κατά την επανεξέταση ούτε δέουσα αιτιολογία έδωσε, αλλά και άφησε νέα δεδομένα να παρεισφρύσουν στο σκεπτικό του, όπως ότι δεν ήταν σε θέση να επιλέξει τον καταλληλότερο για διορισμό, επιλέγοντας να δημοσιεύσει εκ νέου τη θέση σε «εύθετο χρόνο», εκφεύγοντας έτσι οριστικά από το χρόνο της κρίσης ότι ο εφεσείων ήταν «κατάλληλος».
Η Μιχαηλίδου Δ., διαφώνησε με την πλειοψηφία και εξέδωσε αντίθετη απόφαση μειοψηφίας.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία κ.ά. v. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293,
Δημοκρατία v. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625,
Αλεξάντρου v. Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών (Κ.Ο.Α.Π.) κ.ά. (2006) 4 Α.Α.Δ. 658,
Κ.Ο.Τ. v. Συμεού (2004) 3 Α.Α.Δ. 561,
Στεφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367,
Τουμαζής v. Δημοκρατίας(1997) 3 Α.Α.Δ. 408,
Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 562,
Ζαπίτης v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1098,
Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 236,
Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,
Παπαδάτου v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 A.A.Δ. 230,
Πανταζή v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 107.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1730/2009), ημερ. 6/8/2010.
Π. Παναγιώτου για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδη, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Ναθαναήλ, Δ.. Με αυτή συμφωνούν οι Παναγή, Δ., Σταματίου, Δ. και Οικονόμου, Δ.. Η Μιχαηλίδου, Δ. θα δώσει διαφορετική απόφαση.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 24.7.2006 το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., δικαίωσε τον εφεσείοντα στην προσφυγή υπ' αρ. 209/2005 που είχε ασκήσει εναντίον του εφεσίβλητου Οργανισμού, (εφεξής «ο ΚΟΑΠ»), αναφορικά με την απόφαση του, ημερ. 20.12.2004, να μην προβεί στην πλήρωση της μιας εκ των θέσεων που είχε προκηρύξει προηγουμένως στις 12.12.2003 για θέση Πρώτου Λειτουργού Αγροτικών Πληρωμών με προσόντα στον κλάδο της Γεωπονίας. Για τη συγκεκριμένη αυτή θέση είχαν υποβάλει αίτηση ο Λούης Τσαγγαρίδης και ο εφεσείων. Τριμελές συμβούλιο του ΚΟΑΠ μετά από προφορική και γραπτή εξέταση έκρινε τον Τσαγγαρίδη, αλλά και τον εφεσείοντα ως επιτυχόντες με πρώτο στη σειρά τον Τσαγγαρίδη. Ως συνέπεια προσφέρθηκε διορισμός με δοκιμασία στον Τσαγγαρίδη στις 8.2.2004, ο οποίος αποδέχθηκε την προσφορά με επιστολή του ημερ. 11.2.2004.
Τρεις περίπου μήνες αργότερα με νέα επιστολή ημερ. 5.5.2004, ο Τσαγγαρίδης ενημέρωσε τον ΚΟΑΠ ότι δεν αποδεχόταν τη θέση. Η απόφαση να μην πληρωθεί η θέση λήφθηκε από τον ΚΟΑΠ οκτώ μήνες μετά την άρνηση αποδοχής της προσφοράς διορισμού. Αντί της πλήρωσης απεφάσισε να προβεί σε νέα δημοσίευση «σε εύθετο χρόνο και προς καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του». Η νέα αυτή θέση προκηρύχθηκε στις 7.10.2005, μετά από παρέλευση δηλαδή άλλων δέκα περίπου μηνών, αλλά η δημοσίευση αφορούσε κενή θέση Πρώτου Λειτουργού με προσόντα στον κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, που ο εφεσείων δεν μπορούσε να διεκδικήσει, ούτε και διεκδίκησε, ελλείψει απαιτούμενου προσόντος.
Ο Γαβριηλίδης, Δ., αφού απέρριψε προδικαστικές ενστάσεις του ΚΟΑΠ ότι η επίδικη απόφαση του ημερ. 20.12.2004 δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και ο εφεσείων, τότε αιτητής, στερείτο εννόμου συμφέροντος, ακύρωσε επί της ουσίας την εν λόγω διοικητική απόφαση λόγω έλλειψης και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας. Έκρινε ότι δεν υπήρχε η επαρκής αιτιολογία που ήταν αναγκαία για τη λήψη διοικητικής απόφασης ιδιαίτερα όταν αυτή είναι δυσμενής προς τον διοικούμενο, θεωρώντας την επίσης ασαφή διότι η απλή φράση «προς καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Οργανισμού», άφηνε αμφιβολίες ως προς τον πραγματικό λόγο που ο ΚΟΑΠ οδηγήθηκε στη λήψη της απόφασης. Το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε σε άλλους λόγους ακύρωσης, σχολιάζοντας ότι τα οργανωτικά θέματα τα οποία αναφέρονταν στην επίδικη απόφαση δεν ήταν καταγραμμένα κατά τρόπο που να έδιναν σαφή εικόνα αν είχαν προκύψει πριν ή μετά την αρχική προκήρυξη της θέσης ή της προσφοράς της θέσης στον Τσαγγαρίδη, διερωτούμενο επίσης για την πάροδο των οκτώ αρχικά μηνών και μετέπειτα των δέκα μηνών για να επαναπροκηρυχθεί η θέση και μάλιστα με απαιτούμενα προσόντα στη Μηχανική Επιστήμη, αντί στη Γεωπονία, η οποία είχε ήδη προκηρυχθεί και ήταν ενώπιον πλέον του Δικαστηρίου ως δεδομένο, όχι όμως και ως επίδικο ζήτημα.
Ο ΚΟΑΠ επανεξέτασε το όλο θέμα στη βάση της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης σε συνεδρία του ημερ. 27.11.2009, τρία χρόνια και πλέον μετά τη δικαστική απόφαση. Στις 8.12.2009, απεστάλη επιστολή στον εφεσείοντα από τον ΚΟΑΠ με την οποία τον πληροφόρησαν ότι στην πιο πάνω συνεδρία του αποφασίστηκε ότι η θέση του Πρώτου Λειτουργού είναι η σημαντικότερη υπαλληλική θέση στον Οργανισμό υποκείμενη μόνο στις οδηγίες του Επιτρόπου Αγροτικών Πληρωμών. Επί λέξει δε ανέφερε τα εξής στη συνέχεια:
«Συνεπάγεται την ευθύνη Προϊσταμένου, ευθύνη οργάνωσης, διοίκησης, συντονισμού και εύρυθμης λειτουργίας Τμήματος του Οργανισμού. Συνεπώς με την αποχώρηση του αρχικά διορισθέντος υποψηφίου και με ένα μόνο υποψήφιο να απομένει, το Συμβούλιο θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να επιλέξει τον καταλληλότερο για διορισμό και ότι είναι προς το συμφέρον του Οργανισμού να προβεί σε νέα δημοσίευση της θέσης με προσόντα στη Γεωπονία/άλλο κλάδο της Γεωπονικής Επιστήμης/ Αγροτική Οικονομική σε σύντομο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από άλλους κατάλληλους υποψηφίους.»
Ο εφεσείων άσκησε νέα προσφυγή την υπ' αρ. 1730/2009, η οποία αυτή τη φορά απερρίφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο με το σκεπτικό ότι σε αντίθεση με την προηγούμενη διοικητική πράξη που οδήγησε στην ακυρωτική απόφαση, η υπό εξέταση προσβαλλόμενη ενέργεια του ΚΟΑΠ διέπετο από επαρκή αιτιολογία και κατ΄ επέκταση ήταν εφικτός και ο δικαστικός έλεγχος. Το Δικαστήριο δεν συμφώνησε με τις θέσεις που προέβαλε ο εφεσείων-αιτητής ότι είχε παραβιαστεί το δεδικασμένο όπως αυτό απέρρεε από την απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., ούτε και αμφισβητείτο με την απόφαση για επαναπροκήρυξη η καταλληλότητα του αιτητή ή το γεγονός ότι ο αιτητής «... ήταν ο μοναδικός επιλαχών μετά το διορισθέντα υποψήφιο.». Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης άλλες συναφείς θέσεις του εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να ανακληθεί και η προκήρυξη της θέσης στις 7.10.2005, καθώς και να ανακληθεί η νέα προκήρυξη που έγινε στις 29.1.2010, αποφάσεις που δεν σχετίζονταν με το αντικείμενο της ενώπιον του προσφυγής.
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση παραπονείται με δύο λόγους έφεσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρξε επαρκής αιτιολογία και ότι δεν παραβιάσθηκε το δεδικασμένο. Περαιτέρω, ότι λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη θέση του για άμεση ανάκληση των προηγούμενων προκηρύξεων που ήταν αποτέλεσμα των παρανόμων πράξεων του ΚΟΑΠ. Ο ΚΟΑΠ στη δική του εισήγηση στο περίγραμμα θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση ορθή από κάθε άποψη.
Είναι δεδομένο στο διοικητικό δίκαιο ότι δεδικασμένο δημιουργείται στη βάση της ταύτισης διαδίκου, της ιδιότητας των διαδίκων, των επιδίκων θεμάτων και υπό την προϋπόθεση τελεσίδικης απόφασης, προκύπτει νομικό και πραγματικό δεδομένο με αποτέλεσμα το διοικητικό όργανο να δεσμεύεται από τα κριθέντα, (δέστε Δημοκρατία κ.ά. v. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293). Αναγνωρίστηκε επίσης ότι υπάρχει αντιστοιχία των αρχών του δεδικασμένου στο αστικό δίκαιο με αυτές του διοικητικού δικαίου, (Δημοκρατία v. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625). Σε περίπτωση ακυρωτικής αποφάσεως με κρίση επί της ουσίας και με ανάλογα ευρήματα προς επίλυση των επιδίκων θεμάτων, προκύπτει δέσμευση που ισχύει έναντι πάντων, ενώ σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης η δέσμευση αφορά μόνο τον αιτούμενο. Σχετικό το Άρθρο 59(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Είναι επομένως αναγκαίο να εξεταστεί τι ακριβώς αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο διά της αποφάσεως του Γαβριηλίδη, Δ. Πέραν των όσων ήδη καταγράφηκαν προηγουμένως, το Δικαστήριο στην απόφαση του που είναι δημοσιευμένη ως Αλεξάντρου v. Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών (Κ.Ο.Α.Π.) κ.ά. (2006) 4 Α.Α.Δ. 658, παρέθεσε στο σκεπτικό του το πρακτικό του ΚΟΑΠ ημερ. 20.12.2004, στο βαθμό που ενδιέφερε για το επίδικο ενώπιον του ζήτημα. Σε αυτό το πρακτικό, το Συμβούλιο του ΚΟΑΠ κατέγραψε την ενημέρωση του ως προς τη μη αποδοχή της θέσης από πλευράς του Λούη Τσαγγαρίδη. Στη συνέχεια ο Επίτροπος Αγροτικών Πληρωμών ανέφερε ότι η σχετική καθυστέρηση στην εξέταση του θέματος οφειλόταν στις προτεραιότητες που είχε να αντιμετωπίσει ο Οργανισμός που αφορούσαν τις υποχρεώσεις για διεκπεραίωση των διαδικασιών πληρωμής των δικαιούχων γεωργών και ότι ο Οργανισμός βρισκόταν σε συνεχή εξέλιξη «καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και προβαίνει σε συνεχή επαναξιολόγηση των οργανωτικών και άλλων διευθετήσεων για να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα του. Γι' αυτό χρειάζεται πίστωση χρόνου.». Στη συνέχεια υπό το φως της εκπεφρασμένης επιθυμίας του Οργανισμού να εξασφαλίσει πίστωση χρόνου για επανεξέταση ορισμένων οργανωτικών θεμάτων το Συμβούλιο αποφάσισε ότι δεν θα προχωρήσει στην πλήρωση της θέσης και «..θα προβεί σε νέα δημοσίευση της σε εύθετο χρόνο, προς καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Οργανισμού.».
Θεωρήθηκε από το Δικαστήριο απορρίπτοντας τις προδικαστικές ενστάσεις ότι η απόφαση για προκήρυξη της θέσης αρχικά στις 12.12.2003 ήταν τελική και η διαδικασία ολοκληρώθηκε με την απόφαση του ΚΟΑΠ στις 20.12.2004 να μην την πληρώσει, αλλά να την επαναπροκηρύξει. Επομένως, η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί με ουσιαστική ανάκληση της αρχικής προκήρυξης με παραπομπή στην Κ.Ο.Τ. v. Συμεού (2004) 3 Α.Α.Δ. 561, όπου τονίστηκε ότι η επαναπροκήρυξη θέσης συνιστά ουσιαστικά ανάκληση της απόφασης για προκήρυξη. Επομένως το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση ημερ. 20.12.2004 ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη που μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής. Παράλληλα ο αιτητής είχε και έννομο συμφέρον διότι ήταν ο δεύτερος επιτυχών υποψήφιος για τη θέση ήταν, δηλαδή, όπως τον χαρακτήρισε το Δικαστήριο, ο «επιλαχών υποψήφιος» και επομένως ο αιτητής είχε επηρεαστεί στο δικαίωμα του να διεκδικήσει τη θέση στη βάση μάλιστα του Κανονισμού 12(5) των περί Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών (Πρόσληψη, Προαγωγή και Υπηρεσία Προσωπικού) Κανονισμών του 2003, (Κ.Δ.Π. 883/2003) ο οποίος έχει ως εξής:
«Σε περίπτωση μη αποδοχής της προσφοράς ή της παρόδου της προθεσμίας των 15 ημερών, το Συμβούλιο αποφασίζει κατά πόσο θα προχωρήσει με την προσφορά διορισμού ή προαγωγής σε τυχόν επιλαχόντες υποψηφίους, ή αν θα προβεί σε νέα δημοσίευση της θέσης.»
Το Δικαστήριο, (Γαβριηλίδης, Δ.), εξετάζοντας τη θέση που προέβαλε ο αιτητής στη βάση της επιλογής της δεύτερης διαζευκτικής κανονιστικής πρόνοιας του πιο πάνω Κανονισμού, έκρινε ότι ο λόγος ακύρωσης περί έλλειψης ή ανεπαρκούς αιτιολογίας, ευσταθούσε. Η επαναπροκήρυξη είχε ληφθεί στη βάση γενικής και αόριστης αιτιολογίας με απλή αναφορά σε εκπεφρασμένη επιθυμία εξασφάλισης πίστωσης χρόνου για επανεξέταση ορισμένων οργανωτικών θεμάτων και σε απλή αναφορά πρόθεσης επαναπροκήρυξης της θέσης σε εύθετο χρόνο προς καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Οργανισμού. Όπως προαναφέρθηκε προηγουμένως, το Δικαστήριο εξηγώντας τη σκέψη του ότι δεν υπήρχε επαρκής αιτιολογία, υπέβαλε στον εαυτό του σειρά ερωτημάτων τα οποία και κατέγραψε ως προς την επακριβή φύση των οργανωτικών θεμάτων, την πάροδο του χρόνου και την απόφαση που λήφθηκε δέκα μήνες μετά την απόφαση της 20.12.2004, να επαναπροκηρυχθεί μόλις στις 7.10.2005, η θέση με απαιτούμενα προσόντα στον κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, αντί στον κλάδο της Γεωπονίας, διερωτούμενο τι οργανωτικά θέματα λύθηκαν και πώς για να ληφθεί αυτή η απόφαση.
Το Συμβούλιο όταν έλαβε μετέπειτα την πρωτοδίκως προσβαλλόμενη απόφαση στις 27.11.2009, κατέγραψε τη θέση του στην επιστολή που απεστάλη στον εφεσείοντα, που αντανακλά στην ουσία το πρακτικό που τηρήθηκε στην πιο πάνω ημερομηνία στην παράγραφο «Γ.5 Λήψη Αποφάσεων». Η ουσία της απόφασης του ΚΟΑΠ μετά την επανεξέταση ήταν ότι η θέση του Πρώτου Λειτουργού ήταν η σημαντικότερη υπαλληλική θέση συνεπαγόμενη την ευθύνη προϊσταμένου και ευθύνη οργάνωσης, διοίκησης, συντονισμού και εύρυθμης λειτουργίας τμήματος του Οργανισμού και με ένα εναπομείναντα υποψήφιο, δηλαδή, τον εφεσείοντα, το Συμβούλιο του ΚΟΑΠ θεώρησε ότι δεν ήταν σε θέση να επιλέξει τον καταλληλότερο για διορισμό και ήταν προς το συμφέρον του Οργανισμού να προβεί σε νέα δημοσίευση με προσόντα στη Γεωπονία/άλλο κλάδο της Γεωπονικής Επιστήμης/Αγροτική Οικονομική, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από άλλους κατάλληλους υποψηφίους.
Τα πιο πάνω που δόθηκαν ως αιτιολογία κατά την επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., απόφαση που εφεσιβλήθηκε από τον ΚΟΑΠ, αλλά στη συνέχεια η έφεση αποσύρθηκε της απόφασης παραμένουσας τελεσίδικης, παραβιάζουν το δεδικασμένο γιατί στην ουσία καμιά διαφορετική αιτιολογία δεν δόθηκε από τον ΚΟΑΠ. Η απόφαση για επαναπροκήρυξη της θέσης που αποτελεί μια επιλογή του ΚΟΑΠ, λαμβάνεται βεβαίως υπό το φως σύννομης αιτιολογίας ως προς αυτήν την επιλογή, έναντι αυτής που προνοεί η πρώτη διαζευκτική πρόταση του Κανονισμού 12(5). Η καταγραφή της θέσης του ΚΟΑΠ ότι η νέα δημοσίευση θα γινόταν «προς καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων» του Οργανισμού στην απόφαση που ακυρώθηκε, επανέφερε στην ουσία την καταγραφή της αρχικής θέσης ότι θα ήταν «προς το συμφέρον του Οργανισμού να προβεί σε νέα δημοσίευση της θέσης». Δεν εξηγείται όμως το συμφέρον αυτό, όπως είναι η επιταγή του διοικητικού δικαίου έχοντας υπόψη ότι η επίκληση δημοσίου συμφέροντος γενικά και αόριστα δεν επαρκεί χωρίς την καταγραφή επακριβούς εξήγησης. Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος, (και ο ΚΟΑΠ αποτελεί δημόσιο όργανο), επιβάλλεται προς προστασία του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αρχής της νομιμότητας που διέπει την άσκηση εξουσίας από κρατικά ή διοικητικά όργανα, (Στεφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367 και Τουμαζής v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 408). Πέραν της παρόδου του χρόνου που παρέμεινε και αυτή ανεξήγητος και αναιτιολόγητος υπό το φως των καταγραφέντων θέσεων στο σκεπτικό του Γαβριηλίδη, Δ., (το δεδικασμένο καλύπτει την απόφαση, σχόλια και παρατηρήσεις και αιτιολογία, τα οποία το διοικητικό όργανο οφείλει να ακολουθήσει - Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 562 και Ζαπίτης v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1098, αποφάσεις Πλήρους Ολομέλειας), η μόνη εξήγηση που δόθηκε ήταν η εξασφάλιση μεγαλύτερου ενδιαφέροντος και από άλλους κατάλληλους υποψηφίους. Τέτοια γενικευμένη τοποθέτηση ουδόλως επιτρέπει το Δικαστικό έλεγχο. Δεν εξηγείται γιατί ο εφεσείων κρίθηκε κατ' ουσία ως μη κατάλληλος ή μη καταλληλότερος, εφόσον είχε ήδη επιλεγεί ως δεύτερος επιτυχών σε διαδικασία προφορικής και γραπτής εξέτασης μετά την αρχική προκήρυξη της θέσης με προσόντα στη Γεωπονία και όπως εύστοχα παρατήρησε ο Γαβριηλίδης, Δ., ήταν ο «επιλαχών υποψήφιος», φράση που χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο Κανονισμός 12(5). Ο επιλαχών δικαιούται διορισμού ή προαγωγής αν το Συμβούλιο του ΚΟΑΠ αποφασίσει τούτο, της καταλληλότητας του ήδη κριθείσας.
Κατά αντιφατικό τρόπο και χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία, ο ΚΟΑΠ θεώρησε ότι ο ένας και μόνο υποψήφιος που απέμενε, δηλαδή, ο εφεσείων, δεν προσέφερε ικανή επιλογή για διορισμό χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση. Ούτε αυτό επιτρέπει το διοικητικό έλεγχο. Στην ουσία υπήρξε ανάκληση μιας νόμιμης πράξης του ΚΟΑΠ, αυτής της προκήρυξης αρχικά της θέσης στις 12.12.2003 και της απόφασης περί της καταλληλότητας του Τσαγγαρίδη και του εφεσείοντος ως επιτυχόντων, η οποία δύναται να ανακληθεί μόνο εφόσον δεν θίγονται διά της ανακλήσεως δημιουργηθέντα δικαιώματα και εφόσον παρέχεται νόμιμη αιτιολογία που δικαιολογεί τη νέα εξέταση της υπόθεσης. Οι λόγοι ανακλήσεως τελούν υπό τον περιορισμό ότι δεν μπορούν να βασίζοντα απλώς και μόνο στη διάφορη εκτίμηση των αυτών πραγματικών περιστατικών, (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 200-201).
Η άλλη θέση του ΚΟΑΠ ότι ο Πρώτος Λειτουργός Αγροτικών Πληρωμών έχει διάφορες ευθύνες ως η σημαντικότερη υπαλληλική θέση δεν αποτελεί, ούτε και προσθέτει οτιδήποτε στη νέα αιτιολογία διότι αυτό ίσχυε και κατά την πρώτη προκήρυξη το 2003. Επομένως, ο ΚΟΑΠ παραβίασε το δεδικασμένο, δηλαδή τη μη ύπαρξη επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας, διότι κινήθηκε και πάλι παρά την επανεξέταση στη σφαίρα της γενικότητας και της ασάφειας. Η δε προκήρυξη της θέσης με προσόντα και άλλα από τα προσόντα της Γεωπονίας, έδειχνε και αλλότριο σκοπό ή κίνητρο επηρεάζοντας δυσμενώς τον εφεσείοντα, έχοντας διευρύνει και προσθέσει πέραν των προσόντων στη γεωπονία κλπ., και πληθώρα άλλων προσόντων, περιλαμβανομένης της μηχανικής, των νομικών κ.ά.. Όταν αρχικά προκηρύχθηκε η θέση, ο εφεσείων επέδειξε ενδιαφέρον, πέτυχε στη δοκιμασία και επελέγη ως δεύτερος καταλληλότερος. Η νέα προκήρυξη άλλαξε άρδην τα αρχικά δεδομένα, τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση. Παράλληλα, αποτελεί ένδειξη μη χρηστής διοίκησης και η πολύ μεγάλη καθυστέρηση που σημειώθηκε στην επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο εφεσείων ο οποίος κατείχε τα προσόντα και στην ουσία επελέγη ως δεύτερος από τον ΚΟΑΠ για διορισμό, απεκλείσθη στη συνέχεια κατ' επίφαση να εξευρεθούν και άλλοι κατάλληλοι υποψήφιοι σε αντίφαση με την ίδια την αρχική επιλογή του ΚΟΑΠ. Με την παρείσφρυση απαραδέκτου στοιχείου κρίσεως για την επαναπροκήρυξη, η προσβαλλόμενη πράξη καθίσταται και γι' αυτό το λόγο ακυρωτέα, (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 236).
Το τι συζητείται στην υπόθεση δεν είναι η όποια προσδοκία του εφεσείοντος για διορισμό στη θέση στη βάση της επιτυχίας του μετά την προφορική και γραπτή εξέταση. Είναι η συμμόρφωση του διοικητικού οργάνου με τα κατά δεδικασμένο τρόπο κριθέντα. Ο ΚΟΑΠ έπρεπε να ανατρέξει στο χρόνο της αρχικής του πράξης που ακυρώθηκε και να μην εκτρέψει την επανεξέταση αναμειγνύοντας την με θέματα άλλα ή να επανατοποθετήσει το ζήτημα.
Στην Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, λέχθηκαν τα εξής σημαντικά ως προς την επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση:
«Μια από τις σταθερότερες κατευθύνσεις του δημόσιου δικαίου, που βρήκε γόνιμο έδαφος στη δικαιοδοσία που ασκείται με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι η αρχή της αναδρομής της ακύρωσης. Όπως δέχθηκε από την αρχή το Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε εφάρμοσε με συνέπεια, η ακύρωση διοικητικής πράξης συνεπάγεται στροφή στο παρελθόν, στο χρόνο έκδοσης της. Η αναδρομικότητα έχει δύο σοβαρές συνέπειες. Η διοίκηση επανακρίνει με γνώμονα το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ όταν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή σημειώθηκε η ακυρωθείσα παράλειψη και όχι το υφιστάμενο κατά το χρόνο της επανεξέτασης, που πραγματοποιούνται οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση.
Η άλλη διάσταση της αναδρομής είναι ότι οι νομοθετικές αλλαγές που δυνατό να επήλθαν στο αναμεταξύ ή η μεταγενέστερη μεταβολή συνθηκών αφήνουν άθικτη την υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να κρίνει την υπόθεση με το καθεστώς του χρόνου που αρχικά εκδόθηκε η πράξη. Η νομολογία στα ζητήματα αυτά είναι αρκετά ογκώδης. Απηχεί, ωστόσο, χωρίς διακυμάνσεις ή παρεκκλίσεις, τους παραπάνω κανόνες. Ενδεικτικά και μόνο θα παραπέμψουμε στις αποφάσεις Χαρής v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147, Λύωνας κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.»
Έπεται ότι ο ΚΟΑΠ κατά την επανεξέταση ούτε δέουσα αιτιολογία έδωσε, αλλά και άφησε νέα δεδομένα να παρεισφρύσουν στο σκεπτικό του, όπως ότι δεν ήταν σε θέση να επιλέξει τον καταλληλότερο για διορισμό, επιλέγοντας να δημοσιεύσει εκ νέου τη θέση σε «εύθετο χρόνο», εκφεύγοντας έτσι οριστικά από το χρόνο της κρίσης ότι ο εφεσείων ήταν «κατάλληλος».
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και μαζί της η προσβαλλόμενη απόφαση. Έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Τα γεγονότα όπως καταγράφονται στην απόφαση της πλειοψηφίας και που ορίζουν το ιστορικό της όλης διαδρομής μέχρι και την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, με βρίσκουν σύμφωνη, πλην κάποιων επιμέρους παρατηρήσεων και διαφορετικής τοποθέτησης μου όσον αφορά το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., στην προσφυγή υπ' αρ. 299/2005.
Προβλήθηκε πρωτοδίκως ενώπιον του Γαβριηλίδη, Δ., στα πλαίσια της προσφυγής υπ' αρ. 209/2005, προδικαστική ένσταση, ότι η επίδικη απόφαση δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον η διαδικασία πλήρωσης της θέσης ουδέποτε τελειώθηκε: δεν λήφθηκε απόφαση για διορισμό συγκεκριμένου υποψηφίου. Το Δικαστήριο, με απόφαση του ημερ. 24.7.2006, απέρριψε την ένσταση. Επί της ουσίας έκρινε τη δοθείσα αιτιολογία ως γενική και αόριστη ακυρώνοντας την απόφαση. Απλή αναφορά, έκρινε, στην επιθυμία του Οργανισμού να εξασφαλίσει πίστωση χρόνου, για επανεξέταση ορισμένων οργανικών θεμάτων και πρόθεση για επαναπροκήρυξη της θέσης, πόρρω απείχε από τις επιταγές της νομολογίας ή τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, Ν. 158(Ι)/1999, Άρθρα 26 και 28, για επαρκή αιτιολογία των διοικητικών αποφάσεων, ιδίως όταν αυτή, όπως και η κριθείσα, ήταν δυσμενής για τον διοικούμενο. Σχολιάζοντας δε την προταχθείσα υπό των καθ' ων, εδώ εφεσιβλήτων, αιτιολογία και με παραπομπή στην ΚΟΤ v. Συμεού (2004) 3 Α.Α.Δ. 561, 565, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η θέση επαναπροκηρύχθηκε, με απαιτούμενα προσόντα στον κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης αντί στον κλάδο της Γεωπονίας ως η αρχική προκήρυξη, με αποτέλεσμα ο εφεσείων, ο οποίος δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, να εμποδίζεται να διεκδικήσει τη θέση στη βάση της νέας προκήρυξης. Εναντίον της εν λόγω απόφασης η Δημοκρατία καταχώρισε έφεση η οποία όμως τελικά αποσύρθηκε.
Στηριζόμενος στο δεσμευτικό λόγο της απόφασης του Γαβριηλίδη, Δ., ο εφεσείων στις 29.2.2009, κάλεσε τους εφεσίβλητους να συμμορφωθούν. Αντί όμως άλλης απάντησης, οι εφεσίβλητοι σε συνεδρία τους ημερ. 27.11.2009, αποφάσισαν και πάλι να προβούν σε νέα δημοσίευση της θέσης σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση του επιδίκου θέματος και τέτοια δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα πάνω στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση του. Τα λειτουργικά ευρήματα (operative findings) είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούνται, ώστε το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα κατά την επανεξέταση. Ευρήματα παρεμφερή προς τα λειτουργικά ευρήματα δεν δημιουργούν δέσμευση. Το διοικητικό όργανο υπέχει όμως υποχρέωση και σε μια τέτοια περίπτωση να τα ακολουθήσει, εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι περί του αντιθέτου, οι οποίοι καταγράφονται στην απόφαση (Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Παπαδάτου v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 A.A.Δ. 230, Πανταζή v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 107 και Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608).
Το θέμα που απομένει να εξεταστεί είναι αν η νέα επίδικη απόφαση των εφεσιβλήτων να προχωρήσουν σε επανεξέταση, όπως προωθείται με την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, ενώ υπήρχε κατάλληλος υποψήφιος, ο εφεσείων, ως ο μόνος επιλαχών και να προκηρύξουν εκ νέου τη θέση, είναι άκυρη ως αναιτιολόγητη και/ή λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου.
Ένα ακόμα όμως θέμα χρήζει, κατά τη γνώμη μου, διευκρίνισης που άπτεται του δεύτερου λόγου έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε τη θέση του εφεσείοντος για άμεση ανάκληση της προκήρυξης της θέσης ημερ. 7.10.2005, με προσόντα στον κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης και όχι στον Κλάδο της Γεωπονίας, θέση την οποία ο εφεσείων δεν διεκδίκησε λόγω μη κατοχής του απαιτούμενου προσόντος στον κλάδο Μηχανικής Επιστήμης και που είχε ως συνέπεια την κατάληψη της από άλλο πρόσωπο και της νέας προκήρυξης που έγινε στις 29.10.2005, μετά την καταχώριση της προσφυγής, στην οποία συμπεριλήφθηκαν κλάδοι οι οποίοι δεν περιέχονταν στην αρχική προκήρυξη.
Η ανωτέρω θέση του εφεσείοντος στηρίζεται, θεωρώ σε παρανόηση των πραγματικών γεγονότων που συνιστούν το υπόβαθρο της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων μερών, παρανόηση η οποία ξεκίνησε και παρέμεινε μέχρι τέλους κατά την εκδίκαση των δύο αιτήσεων τόσο ενώπιον του Γαβριηλίδη, Δ. όσο και Νικολάτου Δ., ανωτέρω, χωρίς ουσιαστικά η Δημοκρατία, η οποία, θεωρώ, είχε και την υποχρέωση να διευκρινίσει τα γεγονότα, δεν επεσήμανε τον πυρήνα της διαφοράς με αποτέλεσμα να γίνεται συζήτηση για νέα προκήρυξη της θέσης, είτε στις 7.10.2005, είτε στις 29.1.2010, και να επιζητείται η ανάκληση τους, ως να συνδέονταν άμεσα με την προκήρυξη της θέσης την οποία διεκδικούσε ο εφεσείων.
Ό,τι οδήγησε στην παρανόηση είναι ότι διέφυγε των διαδίκων ότι με την αρχική προκήρυξη της θέσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12.12.2003 προκηρύχθηκαν τρεις κενές μόνιμες θέσεις Πρώτου Λειτουργού Αγροτικών Πληρωμών, η μία με προσόντα στον κλάδο της Γεωπονικής και δύο θέσεις με προσόντα οικονομικά (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, κλίμακα Α14) και ότι ο εφεσείων και ο Λούης Τσαγγαρίδης ήσαν υποψήφιοι για τη μία από τις θέσεις: κλάδος Γεωπονικής. Σε καμιά από τις άλλες δύο θέσεις ο εφεσείων δεν κατείχε τα απαιτούμενα εκ του σχεδίου προσόντα, ώστε να τη διεκδικήσει. Θεωρώ ότι χωρίς αυτές τις διευκρινίσεις ενώπιον του Γαβριηλίδη, Δ., όσο και του Νικολάτου, Δ., δεν αναδεικνύεται ο πυρήνας της διαφοράς και της ενδεχόμενης πλημμέλειας της διοίκησης, με αποτέλεσμα να γίνεται συζήτηση για προκήρυξη άλλων θέσεων και να επιζητείται η ανάκληση τους (βλ. δεύτερος λόγος έφεσης) ως να συνδέονται άμεσα με τη θέση την οποία διεκδικούσε ο εφεσείων. Ως εκ τούτου τίποτε το μεμπτό ή επιλήψιμο διαφαίνεται στις ενέργειες της διοίκησης.
Εκείνο που νοηματοδοτεί και σηματοδοτεί το ζητούμενο είναι ότι η μοναδική επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης ημερ. 20.12.2004 λαμβάνει χώρα στις 27.11.2009, απόφαση την οποία ο Νικολάτος, Δ., κρίνει ως νομίμως ληφθείσα.
Με τα ανωτέρω και επί της ουσίας θεωρώ ότι ορθά το Δικαστήριο κατέληξε αιτιολογημένα στην απόφαση του, διακρίνοντας την υπό κρίση απόφαση από την ακυρωθείσα με την απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ., για τους λόγους που παραθέτει:
«Αντίθετα με την προσβαλλόμενη απόφαση στην υπόθεση εκείνη παρατηρώ ότι, στην προκείμενη περίπτωση, στην προσβαλλόμενη απόφαση δίδεται επαρκής αιτιολογία για την απόφαση των καθ' ων η αίτηση να επαναπροκηρύξουν τη θέση. Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι συγκεκριμένα η εξής:
«Η θέση του Πρώτου Λειτουργού Αγροτικών Πληρωμών (Κλίμακα Α14), είναι η σημαντικότερη υπαλληλική θέση στον ΚΟΑΠ, καθώς υπόκειται μόνο στις οδηγίες του Επιτρόπου Αγροτικών Πληρωμών, συνεπάγεται την ευθύνη Προϊσταμένου, ευθύνη οργάνωσης, διοίκησης, συντονισμού και εύρυθμης λειτουργίας Τμήματος του Οργανισμού. Συνεπώς, με την αποχώρηση του αρχικά διορισθέντος υποψηφίου και με ένα μόνο υποψήφιο να απομένει, το Συμβούλιο θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να επιλέξει τον καταλληλότερο για διορισμό και ότι είναι προς το συμφέρον του Οργανισμού να προβεί σε νέα δημοσίευση της θέσης με προσόντα στη Γεωπονία/άλλο κλάδο της Γεωπονικής Επιστήμης/ Αγροτική Οικονομική σε σύντομο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από άλλους κατάλληλους υποψηφίους.»
Κατά την κρίση μου, σε αντίθεση με την απόφαση στην Προσφυγή 209/2005, στην υπό εξέταση προσβαλλόμενη απόφαση δίδεται επαρκής αιτιολογία και κατ' επέκταση είναι εφικτός και ο δικαστικός έλεγχος. .»
Η ΚΟΤ v. Συμεού (ανωτέρω), στην οποία παραπέμπει και ο Γαβριηλίδης, Δ., σχολιάζοντας ως είδαμε obiter, θεωρώ, το ζήτημα της επαναπροκήρυξης της θέσης, διακρίνεται της υπό κρίση. Εκεί εξετάστηκαν οι εφέσεις των εφεσειόντων, (ΚΟΤ) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία αποδέχθηκε την προσφυγή της αιτήτριας-εφεσίβλητης κατά της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του ΚΟΤ, με την οποία αποφασίστηκε η επαναπροκήρυξη της θέσης Διευθυντή Τουρισμού και απέρριψε την προσφυγή του αιτητή-εφεσείοντος κρίνοντας, ότι ορθά η Επιτροπή κατέληξε ότι ο αιτητής δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν του σχεδίου υπηρεσίας. Το πρόβλημα ανέκυψε μετά την αξιολόγηση της Επιτροπής όπου ισοψήφησαν επτά εν συνόλω υποψήφιοι για την πλήρωση της θέσης, οπότε αναζητήθηκε και εξασφαλίστηκε νομική συμβουλή, στη βάση της οποίας, αποφασίστηκε όπως το θέμα παραπεμφθεί στο διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού, με εισήγηση για επαναπροκήρυξη της θέσης, που όντως επαναπροκηρύχθηκε. Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας και τους δύο λόγους έφεσης. Η απόφαση των εφεσίβλητων, έκρινε το Δικαστήριο, να επαναπροκηρύξουν τη θέση συνιστούσε εμμέσως απόρριψη των υποψηφιοτήτων και αναιτιολόγητη παράλειψη πλήρωσης της θέσης. Ταυτοχρόνως απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντος, καταλήγοντας:
«.Δεν παρέχονταν, ούτως ή άλλως στο Διοικητικό Συμβούλιο περιθώρια νόμιμης επαναπροκήρυξης της θέσης. Υπήρχε ικανός αριθμός προσοντούχων υποψηφίων και θα έπρεπε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να υπάρξει κατάληξη. Με την επαναπροκήρυξη δημιουργούνται νέα δεδομένα. Η επαναπροκήρυξη συνιστά ουσιαστικά ανάκληση της απόφασης για αρχική προκήρυξη της θέσης, η οποία, συμφωνούμε με τον πρωτόδικο Δικαστή ότι είναι, κάτω από τις περιστάσεις, παράνομη.»
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 12.5 των περί Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών (Πρόσληψη, Προαγωγή και Υπηρεσία Προσωπικού) Κανονισμών του 2003, με τον παράτιτλο «Προσφορά διορισμού ή προαγωγής», ΚΔΠ 883/2003, το Συμβούλιο ενδύεται με διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει σε περίπτωση μη αποδοχής της προσφοράς σε επιτυχόντα υποψήφιο, ή της παρόδου προθεσμίας 15 ημερών, όπως και στην υπό κρίση περίπτωση, κατά πόσο θα προχωρήσει με την προσφορά διορισμού ή προαγωγής σε τυχόν επιλαχόντες υποψηφίους ή αν θα προβεί σε νέα δημοσίευση της θέσης. Προκύπτει σαφώς ότι η επιλογή επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να επανεξετάσουν, συμμορφούμενοι με το δεδικασμένο. Είχαν ουσιαστικά με τη μη αποδοχή της θέσης από τον Λούη Τσαγγαρίδη, μια και μόνο υποψηφιότητα, αυτή του αιτητή ως δεύτερου. Δεν δημιουργείται, θεωρώ, δέσμια εξουσία της διοίκησης ώστε να προχωρήσει να προσφέρει διορισμό στον εφεσείοντα ως δεύτερο «επιτυχόντα» ή επιλαχόντα στην επίδικη θέση. Ο εφεσείων επιλέγηκε ως δεύτερος κατάλληλος για τη θέση, αλλά όχι και ως ο πλέον κατάλληλος από το αρμόδιο όργανο/εφεσείοντες. Διάφορη αντίκριση θα είχε ως αποτέλεσμα να υποκατασταθεί η κρίση του διοικητικού οργάνου από το Δικαστήριο.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω θα απέρριπτα την έφεση με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία.