ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C472
(2017) 3 ΑΑΔ 954
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 35/2012)
(Υπόθεση Αρ.950/2009)
20 Δεκεμβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΓΟΥ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΒΑΛΑΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Εφεσίβλητου
--------------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης με Αν. Φωτιάδου (κα) και Κατ. Ευγενίου (κα)
ασκούμενη δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,
για τον Εφεσίβλητο.
---------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων ενώ κατείχε τη θέση του Προϊσταμένου Επιμόρφωσης στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου έλαβε άδεια απουσίας άνευ απολαβών για να εργαστεί στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως μέλος του διδακτικού προσωπικού του. Χορηγήθηκαν διαδοχικές άδειες γι΄ αυτό το σκοπό και έτσι ο εφεσείων ήταν με άδεια από 1.3.1992 μέχρι 28.2.1995.
Όταν στις 14.5.1997 ο εφεσείων αφυπηρέτησε πρόωρα, το Γενικό Λογιστήριο έκρινε ότι η άδεια απουσίας χωρίς απολαβές δεν μπορούσε να λογιστεί ως συντάξιμη υπηρεσία, γεγονός το οποίο επηρέαζε τον υπολογισμό του καταβλητέου εφάπαξ ποσού και της μηνιαίας σύνταξης. Μετά από την ανταλλαγή αλληλογραφίας με το Γενικό Λογιστήριο και τις εξηγήσεις που έδωσε το τελευταίο προς τον εφεσείοντα, ασκήθηκε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε με αναφορά στο άρθρο 14(ζ) του περί Συντάξεως Νόμου αρ. 97(Ι)/97, θεωρώντας ότι η άδεια απουσίας άνευ απολαβών δεν ήταν συντάξιμη υπηρεσία εφόσον δεν ήταν εντός των προβλεπομένων στο εν λόγω άρθρο περιπτώσεων και ούτε είχε χορηγηθεί με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Κατ΄ έφεση, στη Βαλανίδης ν. Γενικού Λογιστή (2007) 3 Α.Α.Δ. 261, κρίθηκε λανθασμένη η θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η άδεια είχε χορηγηθεί χωρίς την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου υπό το φως των γεγονότων που αναφέρθηκαν στο σκεπτικό της Ολομέλειας. Η έφεση επομένως έγινε δεκτή με την Ολομέλεια να καταγράφει ρητώς ότι δεν θα υπεισερχόταν στο ζήτημα της καταβολής οποιουδήποτε ποσού που ενδεχομένως ο εφεσείων να είχε την υποχρέωση να καταβάλει προκειμένου να δικαιούτο στα προβλεπόμενα από το Νόμο συνταξιοδοτικά του ωφελήματα.
Το Γενικό Λογιστήριο μετά την απόφαση της Ολομέλειας και με δεδομένο πλέον ότι η άδεια απουσίας χωρίς απολαβές είχε χορηγηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος από το Υπουργικό Συμβούλιο και ως εκ τούτου λογιζόταν ως συντάξιμη υπηρεσία, επαναϋπολόγισε τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Ακολούθησε σχετική διαμαρτυρία του εφεσείοντος και ανάλογη αλληλογραφία και ο εφεσείων προσέφυγε εκ νέου στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας διακήρυξη ότι η απόφαση του Γενικού Λογιστή ημερ. 4.5.2009, με την οποία δεν αναθεωρήθηκαν τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα αφού αυτά κατά το Γενικό Λογιστήριο είχαν ορθά υπολογιστεί με βάση το μισθό του εφεσείοντος πριν την αποχώρηση του για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήταν άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απέρριψε προδικαστικές ενστάσεις της Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη πράξη ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημοσίου και ότι ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα, απέρριψε τελικώς την προσφυγή, ερμηνεύοντας προς τούτο τις πρόνοιες των Κανονισμών 22(1) και 22(2) της Κ.Δ.Π 175/95, εκ των οποίων προέκυπτε ότι η χορήγηση προσαύξησης και η πιστοποίηση επάρκειας υπηρεσίας, συναρτώνται προς τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης υπηρεσίας με πλήρεις απολαβές. Επομένως η άδεια απουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος τότε μόνο μπορεί να θεωρείται ως «υπηρεσία» εφόσον η άδεια είναι με πλήρεις απολαβές, κάτι που δεν συνέβαινε στην περίπτωση του εφεσείοντος, ο οποίος είχε ζητήσει και λάβει άδεια απουσίας χωρίς απολαβές. Επομένως δεν ήταν δυνατό να θεωρείτο ότι δικαιούτο προσαυξήσεων δυνάμει των Κανονισμών.
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με τρεις λόγους που αφορούν, κατά πρώτον, στο ότι λανθασμένα απερρίφθη ο ισχυρισμός ότι ο Γενικός Λογιστής όφειλε κατ΄ εφαρμογή του δεδικασμένου που προέκυψε από την απόφαση της Ολομέλειας να υπολόγιζε και να κατέβαλλε στον εφεσείοντα τη νόμιμη σύνταξη που δικαιούτο με βάση το μισθό της θέσης που κατείχε στη δημόσια εκπαίδευση στις 28.2.1995, όταν αφυπηρέτησε και όχι με βάση τις 28.2.1992, όταν έλαβε άδεια άνευ απολαβών χάριν του δημοσίου συμφέροντος για να παράσχει τις υπηρεσίες του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Περαιτέρω, ότι λανθασμένα ερμηνεύθηκε ο Κανονισμός 22(1), θεωρώντας ότι αυτός ισχύει μόνο όταν η άδεια απουσίας είναι με πλήρεις απολαβές και επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε καν τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης της διοίκησης.
Η αντίθετη θέση της Δημοκρατίας είναι ότι ορθά αποφασίστηκε η προσφυγή δεδομένου ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να εργαζόταν σε δύο θέσεις ταυτοχρόνως, εξ ου και ζήτησε άδεια άνευ απολαβών και, κατ΄ επέκταση, δεν θα μπορούσε να επωφεληθεί με οποιαδήποτε προσαύξηση για περίοδο που δεν εργάστηκε. Ορθά επίσης ερμηνεύθηκε ο Κανονισμός 22(1), ο οποίος πρέπει να αναγνωσθεί υπό το φως και του Κανονισμού 22(2)(α), ο οποίος προνοεί ότι τότε μόνο αποτελεί υπηρεσία άδεια που δίδεται σε υπάλληλο, και, κατ΄ επέκταση δικαίωμα χορήγησης ετήσιας προσαύξησης, όταν η υπηρεσία αυτή είναι με πλήρεις απολαβές. Ο μισθός του εφεσείοντος δεν θα μπορούσε να υπολογιστεί στη βάση μισθού θέσης της οποίας ο εφεσείων ουδέποτε εκτέλεσε τα καθήκοντα και ο εκ νέου υπολογισμός του Γενικού Λογιστηρίου μετά την απόφαση της Ολομέλειας έγινε ακριβώς για να μην παραβιαστεί η αρχή της καλής πίστης. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Λογιστήριο επέστρεψε στον εφεσείοντα ποσοστό 15% των εκάστοτε συνταξίμων απολαβών του και 1.75% για τις περιοδικές εισφορές του στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών για όλη την περίοδο 1.3.1992-28.2.1995, γιατί η Ολομέλεια θεώρησε συντάξιμη την υπηρεσία αυτή.
Η συζήτηση κατά την έφεση επεκτάθηκε σε διάφορα ζητήματα, μεταξύ των οποίων, και επί των δικαιουμένων ή μη προσαυξήσεων που θα έπρεπε να λάμβανε ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της τριετούς υπηρεσίας του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Διεκόπη μάλιστα η διαδικασία της ακρόασης για να αναζητηθούν από τη Δημοκρατία πληροφορίες από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, αναφορικά με το ζήτημα. Εν τέλει, όμως, το θέμα είναι απλούστερο από ό,τι παρουσιάζεται. Ο κ. Αγγελίδης το τοποθέτησε στην ορθή του διάσταση λέγοντας ότι δεν είναι οι προσαυξήσεις το ζητούμενο, αλλά η απόδοση των μισθών του εφεσείοντος για την περίοδο εκείνη. Και έχει δίκαιο. Αυτό διότι η Ολομέλεια στην προμνησθείσα απόφαση της ρητώς κατέγραψε ότι με γνώμονα πλέον ότι είχε εξασφαλιστεί άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου για εργασία στην εκπαίδευση για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η υπηρεσία του στο Πανεπιστήμιο θεωρείτο και ήταν συντάξιμη υπηρεσία.
Η Ολομέλεια αναφέρθηκε στο εξαγόμενο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι στον εφεσείοντα είχε εγκριθεί άδεια απουσίας χωρίς απολαβές για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Έγινε λόγος για το ότι οι αμφιβολίες που είχαν δημιουργηθεί λόγω της πρόωρης αφυπηρέτησης και η θολή κατάσταση που προέκυψε ως προς τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα και που δεν οφείλονταν σε δική του υπαιτιότητα, δεν θα έπρεπε να τον επηρέαζαν δυσμενώς, ακόμη και αν, από απλή αβλεψία, η διοίκηση επέφερε την κατάσταση αυτή. Η αρχή της καλής πίστης, η διασφάλιση της σύμμετρης λειτουργίας της διοίκησης, η αγαθή κρίση, το ίσο μέτρο κρίσης και η επιλογή του λιγότερου επαχθούς μέτρου για το διοικούμενο ως μέτρο πραγμάτωσης της διοικητικής βούλησης, τύγχαναν απόλυτης εφαρμογής.
Δημιουργήθηκε επομένως με την πιο πάνω απόφαση δεδικασμένο το οποίο όφειλε ο Γενικός Λογιστής να εφαρμόσει σε συμμόρφωση με τη Δικαστική απόφαση σε ανώτατο επίπεδο. Αντ΄ αυτού, ο Γενικός Λογιστής, ενώ με την προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 4.5.2009, προέβηκε στην επιστροφή του ποσού των €12.050,75 που αφορούσε τη συνεισφορά του 15% επί των συνταξίμων απολαβών και το οποίο είχε αποκοπεί από τα αναδρομικά της σύνταξης του, χορηγώντας και τόκο επί του επιστραφέντος, δεν αναθεώρησε τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα, «.. αφού αυτά είχαν ορθά υπολογιστεί με βάση το μισθό πριν την αποχώρηση σας για λόγους δημοσίου συμφέροντος.».
Ο εφεσείων όμως δεν αποχώρησε από την υπηρεσία της εκπαίδευσης όταν μετακινήθηκε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Η αφυπηρέτηση του από τον τομέα της εκπαίδευσης συντελέστηκε μόνο στις 14.5.1997 και επομένως λανθασμένα ο εφεσίβλητος θεώρησε ότι ο υπολογισμός θα έπρεπε να είχε γίνει με αναφορά στις 28.2.1992, αντί στις 28.2.1995, όταν τερματίστηκε η περίοδος της υπηρεσίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Προκύπτει επομένως ως αντινομικό το επιχείρημα ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο σε οποιοδήποτε άλλο ποσό που έλαβε ως αποτέλεσμα προαγωγής που έτυχε από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της τριετούς απασχόλησης του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου με σύμβαση. Το γεγονός της προαγωγής, με τα όποια ωφελήματα αυτή επέφερε, δεν αμφισβητήθηκε από τη Δημοκρατία. Η προαγωγή δεν επηρέασε βεβαίως τα ωφελήματα του, και κατ΄ επέκταση τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα, ενώ πιστοποιεί και επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η απόσπαση του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, του εφεσείοντος θεωρούμενου κατά πάντα χρόνο ως ανήκοντα στις τάξεις της δημόσιας εκπαίδευσης.
Συνεπώς, ο εφεσείων ενέπιπτε στις πρόνοιες του άρθρου 14(ζ) του περί Συντάξεων Νόμου αρ. 97(Ι)/97, το οποίο προνοεί ότι:
«περίοδος απουσίας υπαλλήλου με άδεια χωρίς απολαβές δεν λογίζεται συντάξιμη υπηρεσία, εκτός αν η άδεια είναι εκπαιδευτική που παραχωρήθηκε από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες κανονισμούς ή είναι άδεια που παραχωρήθηκε με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου προς το συμφέρον της εκπαίδευσης ή για σκοπούς δημόσιας πολιτικής.»
Η Ολομέλεια δημιούργησε δεδικασμένο ως προς το γεγονός της απουσίας του εφεσείοντος, ως προς τρία δεδομένα: πρώτον, ότι ήταν με την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου, δεύτερον, ότι ήταν προς το συμφέρον της εκπαίδευσης και, τρίτο, ότι η απουσία αυτή και η περίοδος ενασχόλησης του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ήταν συντάξιμη. «Συντάξιμη θέση», κατά τον ορισμό του άρθρου 2 του ιδίου Νόμου, «σημαίνει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία». Ο εφεσείων δεν έπαυσε να ήταν σε μόνιμη θέση της κρατικής υπηρεσίας και θεωρείτο «Συντάξιμος υπάλληλος», κατά τον αντίστοιχο ορισμό.
Το ζητούμενο δεν είναι, όπως εισηγείται η Δημοκρατία στο περίγραμμα της, ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να εργάζεται σε δύο εργασίες συγχρόνως και συνεπώς επιδίωκε να επωφεληθεί για κάτι που δεν εργάστηκε, όπως η προσαύξηση. Ο εφεσείων εργάστηκε με άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου στο Πανεπιστήμιο με σύμβαση από το οποίο φυσικά αμοιβόταν, γι΄ αυτό και έλαβε άδεια άνευ απολαβών από την εργασία και θέση του στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Παρέμεινε όμως πάντοτε δημόσιος εκπαιδευτικός και η επ΄ αδεία μετακίνηση ή απόσπαση του ουδόλως επηρέαζε αυτή του την ιδιότητα.
Ο Κανονισμός 22 της Κ.Δ.Π. 174/95 στην πραγματικότητα δεν υπεισέρχεται καν στην εικόνα. Αυτό διότι οι προσαυξήσεις (ο εν λόγω Κανονισμός εμπεριέχεται στο Μέρος VI με τίτλο: «Προσαυξήσεις, Σταθμοί Επάρκειας»), είναι ακόλουθες της υπηρεσίας, αλλά και της προαγωγής μιας κατά τα άλλα συνεχιζόμενης συντάξιμης υπηρεσίας και κατά δεύτερο λόγο διότι ούτε ο Γενικός Λογιστής επικαλέστηκε τον Κανονισμό αυτό στην προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 4.5.2009. Ο Κανονισμός 22 υπεισήλθε στην εικόνα με την αγόρευση της Δημοκρατίας πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση. Αν μη τι άλλο, ο Κανονισμός 22(1), σαφώς αναφέρεται και ορίζει την «υπηρεσία» ως περιλαμβάνουσα και άδεια απουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η Δημοκρατία συνδέει τον Κανονισμό αυτό με τις πρόνοιες του Κανονισμού 22(2)(α) ως προς τη χορήγηση προσαύξησης σε συνάρτηση με την επαγγελματική επάρκεια, επιμέλεια και αφοσίωση του υπαλλήλου στην εκτέλεση των καθηκόντων του και την προς τούτο βεβαίωση από τον οικείο Προϊστάμενο. Αν και η πρόνοια αυτή δεν εφαρμόζεται μόνο στους νεοδιοριζόμενους δημοσίους υπαλλήλους, ως η εισήγηση του εφεσείοντος, εν τούτοις δεν έχει εφαρμογή στα περιστατικά της υπόθεσης εφόσον ο εφεσείων απουσίαζε για λόγους δημοσίου συμφέροντος αφενός και αφετέρου έτυχε προαγωγής από την αρμοδία Αρχή ώστε να μην τίθεται θέμα αμφισβήτησης της επάρκειας, επιμέλειας και αφοσίωσης του.
Να σημειωθεί δε ότι μετά τη διερεύνηση του θέματος κατά τη διάρκεια της διακοπής της διαδικασίας της έφεσης ως ανωτέρω ανεφέρθη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εκ μέρους του Γενικού Λογιστή, παρέδωσε στην Ολομέλεια επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερ. 26.1.2017 ως προς την εκκρεμούσα έφεση στην οποία γίνεται λόγος για πρώτη φορά για τον Κανονισμό 17 της Κ.Δ.Π. 175/15, ως αιτιολογία για τη θέση ότι οι νέες απολαβές λόγω της προαγωγής του εφεσείοντος από 1.1.1993 δεν λήφθηκαν υπόψη διότι ο καθορισμός της μισθοδοσίας υπαλλήλου που προάγεται κατά την περίοδο που αυτός βρίσκεται με άδεια χωρίς απολαβές γίνεται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αμέσως μετά τη λήξη της άδειας χωρίς απολαβές και την επιστροφή του υπαλλήλου στα καθήκοντα του. Δεν έχει βεβαίως εφαρμογή στα περιστατικά της υπόθεσης και η πρόνοια για πλήρεις απολαβές στον Κανονισμό 22(1) δεν μπορεί να εξουδετερώσει το γεγονός της αναγνώρισης υπό τύπο δεδικασμένου ότι η υπηρεσία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου όφειλε να λογισθεί ως συντάξιμη υπηρεσία με όποια ωφελήματα αυτό συνεπαγόταν. Το άρθρο 14(ζ) του Νόμου, άλλωστε δεν συναρτά την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου προς το συμφέρον της εκπαίδευσης με το εάν η άδεια λαμβάνεται μετά ή άνευ απολαβών.
Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ακυρώνεται.
Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσίβλητου όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ