ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C387
(2017) 3 ΑΑΔ 840
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 24/2012)
6 Νοεμβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΒΑΡΒΑΡΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Λ. Διομήδους, για την Εφεσείουσα.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Πολεοδομική Αρχή επέδωσε στις 23.6.2009 Ειδοποίηση Επιβολής στην Εφεσείουσα, ιδιοκτήτρια ακινήτου - χωραφιού στην Αγία Βαρβάρα Λευκωσίας, επειδή είχε προβεί σε εκτέλεση χωματουργικών εργασιών, παραλείποντας να εξασφαλίσει σχετική πολεοδομική άδεια. Η υπό αναφορά Ειδοποίηση Επιβολής ήταν το αποτέλεσμα διαπίστωσης εκ μέρους της Πολεοδομικής Αρχής ότι οι χωματουργικές εργασίες ήταν εκτεταμένης μορφής, αποτελούσαν ουσιαστική επέμβαση στο περιβάλλον και συνιστούσαν ανάπτυξη του εν λόγω τεμαχίου. Παρεμβάλλουμε, ότι για το ίδιο ακίνητο η Εφεσείουσα υπέβαλε, μόλις δύο μήνες προηγουμένως, στις 14.4.2009, αίτηση για προκαταρκτικές απόψεις σε σχέση με την πρόθεσή της να ανεγείρει αίθουσα δεξιώσεων. Η Πολεοδομική Αρχή εξέφρασε αρνητικές απόψεις για συγκεκριμένους λόγους, για τους οποίους και ενημερώθηκε η Εφεσείουσα.
Εναντίον της προαναφερθείσας Ειδοποίησης Επιβολής, η Εφεσείουσα υπέβαλε, στις 22.7.2009, Ιεραρχική Προσφυγή, κατ΄ ακολουθία των προνοιών του άρθρου 47 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν. 90/72 (ο Νόμος), προβάλλοντας ότι οι εργασίες αφορούσαν στην ισοπέδωση του τεμαχίου - χωραφιού, με σκοπό την καλλιέργειά του και πως δεν αποτελούσαν ανάπτυξη εν τη εννοία του άρθρου 20 του Νόμου. Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού έλαβε υπόψη εκθέσεις που λήφθηκαν από την Πολεοδομική Αρχή, τον Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και τον ΄Επαρχο Λευκωσίας, ετοίμασε σχετικό Σημείωμα το οποίο και υπέβαλε στον Υπουργό Εσωτερικών. Στις 24.12.2010 και στη βάση του προαναφερθέντος Σημειώματος, ο Υπουργός Εσωτερικών απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή. Κατά της απόφασης αυτής κατεχωρήθη η προσφυγή αρ. 204/11, το αποτέλεσμα της οποίας και αποτελεί το αντικείμενο της ενώπιόν μας αναθεωρητικής έφεσης. Ο πρωτόδικος Δικαστής, απέρριψε την προσφυγή. Κρίνοντας επί της ουσίας κατέληξε ως ακολούθως:
«Επί της ουσίας, η θέση της Αιτήτριας είναι εκείνη που είχε διατυπώσει και στην ιεραρχική προσφυγή της, ότι δηλαδή οι εργασίες τις οποίες είχε κάνει δεν συνιστούσαν «ανάπτυξη» εν τη εννοία του νόμου ώστε να απαιτείτο πολεοδομική άδεια, με αποτέλεσμα πεπλανημένα ο Υπουργός, βασισθείς στο ενώπιον του σημείωμα και τις εκεί εισηγήσεις, να θεωρήσει ότι υπήρχε «ανάπτυξη». Η Αιτήτρια παραπέμπει στο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Γενικό Διάταγμα Ανάπτυξης του 2003, ΚΔΠ 859/2003, όπου (πρώτο παράρτημα, παράγραφος 8) η εκτέλεση μηχανικών εργασιών σε γεωργική ή δασική γη καθορίζεται ως επιτρεπόμενη ανάπτυξη ώστε να μην απαιτείται πολεοδομική άδεια αφού αυτή, δυνάμει του άρθρου 3(1), θεωρείται ότι έχει χορηγηθεί. Η διοίκηση, εισηγείται η Αιτήτρια, δεν περιορίσθηκε στην παράγραφο 8 αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα, μη σχετικά κατά την εισήγηση κριτήρια, ώστε η απόφαση να διέπεται από πλάνη και έλλειψη της δέουσας αιτιολογίας.
Η εισήγηση είναι χωρίς έρεισμα. Η παράγραφος 8 συνδέει τις εργασίες προς το χαρακτήρα της γης ως γεωργικής, ώστε οι εργασίες που γίνονται να μην μπορούν να εκτιμηθούν in abstracto παρά μόνο σε συνάρτηση με το σκοπό της γεωργικής γης, δηλαδή πρωτίστως την καλλιέργεια. Να σημειωθεί ότι η Αιτήτρια είχε υποβάλει αίτηση για προκαταρκτικές απόψεις ως προς τη δυνατότητα εξασφάλισης πολεοδομικής άδειας για ανέγερση αίθουσας δεξιώσεων, δραστηριότητα ασφαλώς όχι γεωργικής φύσεως, παραλλήλως προβαίνουσα στις εν λόγω εργασίες. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το σημείωμα προς τον Υπουργό, οι εργασίες που έκανε η Αιτήτρια κάθε άλλο παρά παρέπεμπαν σε συνήθη γεωργική χρήση. Έφθαναν μάλιστα μέχρι του σημείου να αναδιαμόρφωναν εκ βάθρων, ως εκ της έκτασης και της φύσης τους, την όλη φυσική μορφολογία και φυσιογνωμία του τοπίου. Ευλόγως παρατηρήθηκε δε και στο σημείωμα ότι ο ισχυρισμός για χωματουργικές εργασίες προς διευκόλυνση της γεωργικής εκμετάλλευσης του ακινήτου δεν επιβεβαιώνετο από οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα σε αυτό. Και εύλογη ήταν λοιπόν η κατάληξη της διοίκησης ότι δεν επρόκειτο για εργασίες σε γεωργική γη. Ο προς τούτο ισχυρισμός της Αιτήτριας παρέμενε γυμνός και έκπτωτος.»
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με ένα λόγο έφεσης, ο οποίος καλύπτεται από εκτεταμένη αιτιολογία. Αποδίδεται στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι «. εσφαλμένα, αναιτιολόγητα κατά παράβαση του αρ. 30(2) του Συντάγματος, κατά εσφαλμένη ερμηνεία των επιχειρημάτων της Εφεσείουσας και μετά από την εσφαλμένη λήψη υπόψη των υποκειμενικών προθέσεων της Αιτήτριας ως αντικειμενικά στοιχεία, απέρριψε το λόγο ακύρωσης με το οποίο η Εφεσείουσα είχε ισχυρισθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου.». Όπως εντοπίζεται από τη σχετική αιτιολογία, πυρήνα των θέσεων της Εφεσείουσας συνιστά η προσέγγιση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε την απουσία αιτιολογημένης απόφασης του Υπουργού, καθώς επίσης παρέλειψε να εξετάσει εισηγήσεις που τέθηκαν ενώπιόν του από την πλευρά της Εφεσείουσας - αιτήτριας περί της ανάγκης αιτιολογίας στο ίδιο το σώμα της απόφασης του Υπουργού και περί στήριξης της κρίσης της Διοίκησης σε στοιχεία ξένα από τα εκ του νόμου προβλεπόμενα.
Οι εισηγήσεις της πλευράς της Εφεσείουσας δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Τα διαπιστωθέντα, κατόπιν επιτόπιας έρευνας, ως προς τις εκτεταμένες χωματουργικές εργασίες, παρέμειναν αναντίλεκτα, η δε θέση της Εφεσείουσας περί ισοπέδωσης του χωραφιού, με σκοπό την καλλιέργειά του, κρίθηκε ως ανεδαφική από τη Διοίκηση για τους λόγους που καταγράφονται στο Σημείωμα προς τον Υπουργό. Η άποψη αυτή της διοίκησης επιβεβαιώθηκε, περαιτέρω, από την απουσία οποιασδήποτε γεωργικής δραστηριότητας στο εν λόγω χωράφι.
Προσθέτουμε, υπενθυμίζοντας σχετικά, ότι η κρίση της Διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων και η εκτίμησή της επί των πραγματικών περιστάσεων ή του αποδεικτικού υλικού είναι ανέλεγκτη εφόσον δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή απουσία αιτιολογίας. (Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 ΑΑΔ 345, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 163/2011, ημερ. 27.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:C319).
Σε ό,τι αφορά το παράπονο της Εφεσείουσας περί απουσίας αιτιολογημένης απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών στο σώμα της απόφασης, αυτό επίσης δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ενώπιον του Υπουργού τέθηκαν, όπως ήδη λέχθηκε, εκθέσεις της Πολεοδομικής Αρχής, του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Επάρχου Λευκωσίας. Εχοντας υπόψη αυτές τις εκθέσεις και σε αναφορά με το αιτιολογημένο περιεχόμενό τους, ο Υπουργός προχώρησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, δεν εντοπίζεται ανεπάρκεια ή απουσία αιτιολογίας, δεδομένου του όλου πλέγματος των στοιχείων που είχε ενώπιόν του ο Υπουργός, συμφωνώντας με αυτά. Ευθυγραμμισμένη επί του προκειμένου είναι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως υιοθετείται και στη σχετικά πρόσφατη απόφαση Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 75, 85-86:
«Η θέση ότι η Υπουργική Επιτροπή απλώς σφράγισε με την απόφασή της τα ευρήματά της Πολεοδομικής Αρχής ή του Υπουργείου Εσωτερικών στερείται ερείσματος: Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία υιοθετεί πρόταση του αρμοδίου οργάνου κρίνεται από τη νομολογία ως επαρκώς αιτιολογημένη ιδιαιτέρως εκεί όπου δεν απαιτείται εκ του Νόμου η καταγραφή ρητής αιτιολογίας (Demetriou a.o. ν. The Republic (1988) 3 C.L.R. 91 και Chrysanthou v. The Republic (1989) 3(A) C.L.R. 589).»
Υπό το φως των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι δεν έχει καταδειχθεί λόγος που να αιτιολογεί και να επιτρέπει επέμβασή μας προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσιβλήτης και εναντίον της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
ΣΦ.