ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μ. Φράγκου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για την Εφεσείουσα. Σ. Ανδρέου, για την Εφεσίβλητη 1. Μ. Σπανού (κα), για τον Εφεσίβλητο 2. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-09-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΣΤΕΛΛΑΣ ΣΑΝΤΗ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 148/2011, 15/9/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:C300

(2017) 3 ΑΑΔ 667

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 148/2011)

(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 621/2009 & 649/2009)

 

15 Σεπτεμβρίου 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ,

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα

-         ΚΑΙ  -

 

ΣΤΕΛΛΑΣ ΣΑΝΤΗ (1)

ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (2),

        Εφεσιβλήτων

---------------------------------------

 

Μ. Φράγκου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για την Εφεσείουσα.

Σ. Ανδρέου, για την Εφεσίβλητη 1.

Μ. Σπανού (κα), για τον Εφεσίβλητο 2.

 

----------------------------------------

 

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, εφεσείουσα, επιδιώκει την ολική ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης στις συνεκδικασθείσες προσφυγές υπ΄ αρ. 621/2009 και 649/2009, με τις οποίες οι εφεσίβλητοι Στέλλα Σάντη και Γιώργος Γεωργίου, αιτητές αντιστοίχως, πέτυχαν την ακύρωση της προαγωγής του Ανδρέα Μιχαήλ έναντι τους, στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή.  Η προαγωγή είχε γίνει στις 20.3.2009, στη βάση εγκυκλίου με την οποία η εφεσείουσα κοινοποίησε τη σχετική απόφαση της να προάξει οκτώ λειτουργούς στην εν λόγω θέση, μεταξύ των οποίων, και τον Ανδρέα Μιχαήλ. Η προσφυγή υπ΄ αρ. 621/2009, συνένωσε όλους τους προαχθέντες ως ενδιαφερόμενα πρόσωπα, απεσύρθη όμως στην πορεία  για  ένα εξ αυτών και εν τέλει όλες οι προαγωγές, πλην του Α. Μιχαήλ, επικυρώθηκαν.  Η έτερη προσφυγή, υπ΄ αρ. 649/09, προσέβαλε μόνο την προαγωγή του Α. Μιχαήλ. 

 

        Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο και τονίζεται με τον πρώτο λόγο έφεσης στο εφετήριο από την Κεντρική Τράπεζα, ότι οι προαγωγές είχαν αποφασιστεί στο πλαίσιο επανεξέτασης μετά από δύο προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις.  Πρόκειται για τις Έλενα Γρηγοριάδου ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου προσφυγή υπ΄ αρ. 1203/2006, ημερ. 8.2.2008 και Θερούλλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, προσφυγή υπ΄ αρ. 1244/2006, ημερ. 31.7.2008.  Η πρώτη αφορούσε την προαγωγή και πάλι του Α. Μιχαήλ και η αιτήτρια πέτυχε στη βάση της παραγνώρισης πλεονεκτήματος που αυτή κατείχε, χωρίς αιτιολογία, και, επίσης διότι δεν υποβαθμίστηκε η αξιολόγηση του Μιχαήλ όταν κατείχε στην πράξη την κατώτερη θέση του Λειτουργού Α΄, όπως είχε γίνει με άλλους υποψήφιους.  Στη δεύτερη, η προαγωγή άλλων ενδιαφερομένων μερών, ακυρώθηκε διότι δεν είχε εφαρμοστεί ενιαίο μέτρο κρίσης και περαιτέρω, άλλοτε η βαθμολογία κατά τη θέση του Λειτουργού Α΄ υποβαθμιζόταν και άλλοτε όχι, ενώ είχε αναφερθεί ότι είχε δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην αξία σε σχέση με τη θέση προαγωγής σε Ανώτερο Λειτουργό. 

 

        Αυτός ο λόγος έφεσης εν τέλει δεν αναπτύχθηκε και δεν προωθήθηκε, θεωρούμενου από την Κεντρική Τράπεζας κατά τη συζήτηση της έφεσης, ως μια γενική και μόνο αναφορά.  Ψήγματα της όμως ενυπάρχουν στους υπόλοιπους λόγους, όπως θα διαφανεί πιο κάτω.

 

        Με το δεύτερο λόγο έφεσης διατυπώνεται ως κύριο παράπονο το γεγονός ότι λανθασμένα το Δικαστήριο βρήκε ότι ήταν ανεπίτρεπτη η πρόσδοση ιδιαίτερης βαρύτητας στα τελευταία δύο έτη όταν οι υποψήφιοι κατείχαν την αμέσως προηγούμενη θέση με αποτέλεσμα την ισοπέδωση των δεδομένων των υποψηφίων.  Έπρεπε να είχαν εξεταστεί τα δεδομένα εκάστου κατά περίπτωση, ενώ αμφότεροι αξιολογούνταν από το 2002 ως Ανώτεροι Λειτουργοί και έπρεπε οι εκθέσεις τους να αξιολογούνταν από τότε, «οπότε η εικόνα θα ήταν διαφορετική».

 

        Κρίνεται βάσιμος ο λόγος έφεσης. Η Επιτροπή Προσωπικού και κατ΄ επέκταση η εφεσείουσα Κεντρική Τράπεζα, σε καμιά περίπτωση δεν παραγνώρισε το σύνολο της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων.  Στην παρ. 3.8, σελ. 45 του Παραρτήματος Ι στην ένσταση (τα πρακτικά της Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 26.1.2008, 9.2.2008 και 16.2.2009), ρητώς καταγράφηκε ότι «.. η Επιτροπή Προσωπικού μελέτησε την αξία όλων των πιο πάνω  υποψηφίων.  Αφού σημείωσε την αξία τους όπως εμφανίζεται στο σύνολο των  Υπηρεσιακών Εκθέσεων τους, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση της απόδοσης τους που αφορά τα έτη 2004-2005.»  Στη συνέχεια εξηγείται ότι η βαρύτητα που δόθηκε στα τελευταία δύο έτη ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας όπως η συνεκτίμηση της αξίας να ήταν ισότιμη με αναφορά στην αμέσως προηγούμενη θέση, άλλως «.. θα συγκρίνετο η απόδοση τους σε διαφορετικές θέσεις».

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αναφορικά με τα έτη αξιολόγησης και ότι τα πέντε έτη λαμβάνονται ως η συνήθης περίοδος, καταλήγει ότι «δεν επιτρεπόταν η ισοπέδωση που έγινε» με τη χρήση των δύο ετών, δεχόμενο, όμως ταυτόχρονα, ότι «δεν έχουν όλοι οι υποψήφιοι τα ίδια δεδομένα».  Δεν εξηγείται πειστικά γιατί υπήρξε ισοπέδωση με δεδομένο μάλιστα πως ο Α. Μιχαήλ είχε υπεροχή σε αξία κατά την αξιολόγηση του 2004 με 8 Α, έναντι 7 Α της Σάντη.  Έστω και οριακή, αυτή ήταν μια διαφορά που ευλόγως μπορούσε, στο σύνολο υπενθυμίζεται των δεδομένων όλων των ετών, να κλίνει την πλάστιγγα της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής υπέρ του.

 

        Επομένως, ενώ το Δικαστήριο αναγνωρίζει -  έστω εμμέσως πλην σαφώς -  πως δεν ήταν αναγκαία η εξέταση των τελευταίων πέντε ετών υπό τον τύπο άκαμπτου κανόνα, εν τούτοις υιοθετεί την άποψη πως έπρεπε η αξιολόγηση να γινόταν τουλάχιστον από το 2002.  Και ενώ αναφέρεται σε αξιολόγηση  των τελευταίων δύο ετών, εν τούτοις τα δεδομένα δείχνουν ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, εννοείται και των προηγούμενων ετών.

 

        Στη Θερούλλα Λουκά ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, υπόθ. αρ. 19/2007, ημερ. 5.9.2008, όπου η προσφυγή απορρίφθηκε, είχε προβληθεί το επιχείρημα ότι είχε ανεπίτρεπτα συρρικνωθεί ο τρόπος αξιολόγησης του κριτηρίου της αξίας με περιορισμό των ετών αξιολόγησης και μάλιστα στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού και μόνο.  Το επιχείρημα όπως κρίθηκε δεν ευσταθούσε καθότι η αξιολόγηση είχε λάβει υπόψη το σύνολο της υπηρεσίας δίδοντας όμως σημασία στα έτη υπηρεσίας στην αμέσως προηγούμενη θέση του Ανώτερου Λειτουργού.  Τέτοια ενέργεια κρίθηκε επιτρεπτή εφόσον λάμβανε υπόψη ιδιαίτερα την αμέσως προηγούμενη θέση που ήταν και το εφαλτήριο για την επίδικη προαγωγή.  Υπό το φως μάλιστα και της νομολογίας ότι οι πρόσφατες αξιολογήσεις ενέχουν τη δική τους σημασία.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθετα σημείωσε ότι η αιτιολόγηση της Επιτροπής Προσωπικού, «δεν παραπέμπει σε συνυπολογισμό άλλων ετών, πολύ λιγότερο του συνόλου».  Δεν ήταν όμως έτσι η κρίση της Επιτροπής.  Όπως ήδη καταγράφηκε προηγουμένως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.  Σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι αναγκαία η καταγραφή όλων ανεξαιρέτως των δεδομένων.  Η μνημόνευση του γεγονότος ότι λήφθηκαν υπόψη ως σύνολο οι υπηρεσιακές εκθέσεις φέρνει στο προσκήνιο το γεγονός ότι δεν υπήρξε παραγνώριση τους και η εφεσείουσα ενήργησε κατά το τεκμήριο της κανονικότητας.  Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι, όπως υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας στο περίγραμμα του, η συνολική αποτύπωση των υπηρεσιακών εκθέσεων των ετών 1999-2005, οι οποίες ήταν άλλωστε ενώπιον της Επιτροπής Προσωπικού, έφερε τον Μιχαήλ με 50 Α έναντι 48 Α της Σάντη.  Ενώ, όπως εισηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο με τη σύγκριση να γινόταν από το 2002, η πλάστιγγα θα έκλινε υπέρ της Σάντη.  Όμως, η ενώπιον της Επιτροπής εικόνα παρέπεμπε πίσω στο 1999 και ακριβώς η Επιτροπή εύλογα κατέληξε ότι για να έχει ισότιμη συγκριτική εικόνα, αυτή θα ήταν δικαιότερο να λάβει  υπόψη τα δύο τελευταία έτη.  Χωρίς, όμως, να παραγνωριστεί η ευρύτερη αξιολόγηση καθόλη τη διάρκεια των ετών που είχε στη διάθεση της η Επιτροπή.

 

        Το ευρύτερο ερώτημα που χρήζει να απαντηθεί (και αυτό συμπλέκεται και με τον τρίτο λόγο έφεσης), είναι κατά πόσο η εφεσείουσα ενήργησε κατά πλάνη ή μεροληπτικά ή ενήργησε εντός της ευρείας (και ταυτόχρονα εύλογης), διακριτικής της ευχέρειας.  Έχοντας, ως ανωτέρω, διαπιστώσει ότι ήταν δόκιμη η αντιμετώπιση της Επιτροπής ως προς τη συγκριτική μέθοδο που ακολούθησε (μη ξεχνώντας, υπενθυμίζεται, ότι αυτό έγινε προς συμμόρφωση με τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις), κρίνεται ότι ήταν εύλογη η παραγνώριση της υπέρτερης πείρας της Σάντη έναντι της υπέρτερης αξίας του Μιχαήλ.  Είναι γεγονός ότι η ίδια η Επιτροπή καθόρισε  ότι σε περίπτωση που «η αξία δύο υποψηφίων κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα και η διαφορά στην πείρα είναι σημαντική, η Επιτροπή Προσωπικού δίνει βαρύτητα στο κριτήριο της πείρας.».  Αυτό το σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να υποστηρίξει ότι δεν δικαιολογείτο η παραγνώριση της μεγαλύτερης πείρας της Σάντη έναντι της οριακής υπεροχής του Μιχαήλ κατά τα δύο τελευταία έτη.  Δεν δόθηκε όμως σημασία από το Δικαστήριο, το οποίο δεν προέβηκε σε καμιά σχετική αναφορά, και στην αμέσως προηγούμενη θέση της Επιτροπής ότι η προς πλήρωση θέση ήταν Βοηθού Διευθυντή, «οι οποίες εντάσσονται στις διευθυντικές βαθμίδες της Τράπεζας.  Συνεπώς, ο παράγοντας της αξίας θα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα για σκοπούς πλήρωσης των θέσεων αυτών.».

 

        Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που η Επιτροπή, ασκώντας εύλογη διακριτική κρίση, με γνώμονα τις παραμέτρους που έθεσε, έκρινε ότι ο Μιχαήλ υπερτερούσε για σκοπούς προαγωγής, έχοντας ρητά σημειώσει και αναγνωρίσει την πείρα της Σάντη, η οποία αφορούσε το σύνολο της υπηρεσίας της στην εφεσείουσα, με την πείρα αμφοτέρων να ήταν σε παρόμοια επίπεδα στην αμέσως προηγούμενη θέση.  Υποδεικνύει η εφεσείουσα ότι η ουσιαστική υπεροχή σε πείρα της Σάντη λογιζόταν στα τέσσερα έτη στο σύνολο της υπηρεσίας.  Η πείρα αυτή κρίθηκε από την Επιτροπή ως μη σημαντική, όπως ήταν το κριτήριο που η ίδια έθεσε και ενεργοποίησε την αξία του Μιχαήλ ως δίδουσα προβάδισμα σ΄ αυτόν.  Εφόσον η επιλογή αυτή ήταν εντός των παραμέτρων της διακριτικής της ευχέρειας, χωρίς να παρουσιάζεται πρόβλημα, δεν μπορεί να λογισθεί ως λάθος.

 

        Ως προς τη συγκριτική εικόνα μεταξύ του ετέρου εφεσείοντα Γεωργίου με το ενδιαφερόμενο μέρος Μιχαήλ, τα όσα ανωτέρω αποφασίστηκαν αναφορικά με τον περιορισμό στα δύο τελευταία έτη ισχύουν και εδώ ώστε να μην  υπάρχει οτιδήποτε χρήσιμο να προστεθεί.  Άλλωστε, όπως προκύπτει από τα δεδομένα της ένστασης (Παράρτημα Η του Παραρτήματος 1), η συνολική βαθμολογία έστω και κατά τα έτη 2004 και 2005, ήταν για τον Μιχαήλ 16 Α και 12 Β, ενώ για τον Γεωργίου 11 Α και 15 Β.

 

        Αναφέρεται πρωτοδίκως, και έτσι αποφασίστηκε, ότι η αναγνώριση των εννέα μηνών πείρας στον Γεωργίου εκτός υπηρεσίας στην Κεντρική Τράπεζα, ήταν αναιτιολόγητη.  Με όλη την εκτίμηση, καταρχάς σημειώνεται ότι ήταν λανθασμένη η πρωτόδικη κρίση ότι ο Γεωργίου δεν στερείτο εννόμου συμφέροντος να εγείρει το ζήτημα των εννέα μηνών τη στιγμή που ο ίδιος είχε ανεπιφύλακτα αποδεχθεί προηγουμένως τη γνωμοδότηση της Επιτροπής ημερομηνίας 21.3.1991, με την οποία του αναγνωρίστηκε η εν λόγω πείρα και στη βάση της οποίας προήχθηκε στη θέση του Λειτουργού Α΄ και μάλιστα από 1.1.1991, αντί από 3.10.1991, που θα ήταν κανονικά προάξιμος.  Στη συνέχεια, προήχθηκε εκ νέου στη θέση Ανώτερου Λειτουργού ID και Ανώτερου Λειτουργού ER & SD.  Συνεπώς με την αναγνώριση προήχθηκε διαδοχικά και δεν επιτρέπεται εκ των υστέρων λόγω μη επιλογής του στη θέση του Βοηθού Διευθυντή, να επανέρχεται και να συζητά ζήτημα που είχε αποφασιστεί  υπέρ του προ πολλού.  Δεν  υπάρχει αρχή, όπως αφήνεται  να νοηθεί πρωτοδίκως, που να διαφοροποιεί το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας λόγω του ότι προηγουμένως η προς όφελος του Γεωργίου αναγνωρισθείσα πείρα αφορούσε συνδυασμένες κλίμακες και περαιτέρω δεν αποτελούσε, τότε, στοιχείο σύγκρισης με άλλους υποψηφίους.  Η αναγνώριση της πείρας από την Επιτροπή Προσωπικού ήταν ένα αυτοτελές στοιχείο κρίσης και λειτουργούσε ανεξάρτητα από οποιοδήποτε συγκριτικό δεδομένο με άλλους υποψήφιους.  Η πείρα καθενός από τους υποψηφίους ως υπάρχον ή αποφασισθέν στοιχείο, τίθετο μετέπειτα ως ένα από τα συγκρινόμενα που δυνατόν να ήγειραν την πλάστιγγα υπέρ ενός ή άλλου υποψηφίου.  Επομένως, στην ουσία δεν τίθετο θέμα εξέτασης εκ νέου της αιτιολογίας που είχε προ πολλού ληφθεί και που ήταν εν πάση περιπτώσει μέρος των φακέλων παρέχουσα επαρκή αιτιολογία.

 

        Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ήταν ανεξήγητη η σύνταξη της υπηρεσιακής έκθεσης για τον Μιχαήλ για το 2005 που έγινε από μονομελή Επιτροπή κατά παράβαση των σχετικών προνοιών της παραγράφου 12 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι  Υπηρεσίας) Οδηγιών Κ.Δ.Π. 233/2004.  Θεώρησε το Δικαστήριο ότι δεν υπήρχαν καταγραμμένα τα δεδομένα εκείνα που έδειχναν πρακτική αδυναμία για τη σύσταση Ομάδας Αξιολόγησης έτσι ώστε να αιτιολογείτο η έκθεση να είχε γίνει μόνο από την άμεσα Προϊσταμένη.  Δεν είναι όμως αδόκιμη η θέση της εφεσείουσας ότι ο Κανονισμός 12(γ), επιτρέπει όπως μια αξιολόγηση γίνει από τον άμεσα προϊστάμενο όταν η σύσταση διμελούς επιτροπής κατά τον Κανονισμό 12(β) είναι πρακτικώς αδύνατη.  Σημειώνεται ότι και η διμελής επιτροπή είναι επιλογή που ακολουθεί τη σύσταση τριμελούς επιτροπής, που είναι το σύνηθες αξιολογούν όργανο, κατά τον Κανονισμό 12(1).  Προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων και την Έκθεση Αξιολόγησης του Μιχαήλ ότι υπήρχε αδυναμία σύστασης διμελούς επιτροπής για το 2005, εφόσον ο Ανώτερος Διευθυντής κάτω από τον οποίο υπηρετούσε ο Μιχαήλ, είχε λάβει προαφυπηρετική άδεια.  Αναφέρεται τούτο ρητά στον υπηρεσιακό φάκελο του Μιχαήλ, αλλά προφανώς διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στο έντυπο αξιολόγησης για το 2005, ότι «Για την αξιολόγηση λήφθηκαν υπόψη και οι απόψεις του κ. Γ. Μαυρουδή, ... που ευρίσκεται με προαφυπηρετική άδεια.».  Επομένως, η αξιολόγηση ορθά έγινε από την άμεσα προϊστάμενη κατά τήρηση των προνοιών του Κανονισμού 12.  Δεν χρειαζόταν, κατά το τεκμήριο της κανονικότητας, οποιαδήποτε ξέχωρη καταγραφή του γεγονότος ή η τήρηση οποιουδήποτε άλλου πρακτικού.

 

        Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδική κρίση ακυρώνεται στην ολότητα της, μαζί με τα επιδικασθέντα έξοδα.

 

        Έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση υπέρ της εφεσείουσας Κεντρικής  Τράπεζας  και  εναντίον  των  εφεσίβλητων  αντιστοίχως,

 

 

 

 

όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο