ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C209
(2017) 3 ΑΑΔ 571
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 174/2011
(Yποθ. Αρ.1491/09)
2 Ιουνίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ ΚΡΑΣΙΔΟΥ
Εφεσείουσας/Αιτήτριας
- Και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
3. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση
.......
Χρ. Σιακαλλή (κα) για την εφεσείουσα
Α. Ζερβού (κα) για την εφεσίβλητη
......
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου Θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα - δασκάλα Δημοτικής Εκπαίδευσης - εκδήλωσε ενδιαφέρον για απόσπαση στην Κυπριακή Εκπαιδευτική Αποστολή (Κ.Ε.Α.) Μεγάλης Βρετανίας για τη σχολική χρονιά 2009 - 2010, θέση στην οποία ήταν αποσπασμένη και τις προηγούμενες τέσσερεις σχολικές χρονιές.
Το όνομα της συμπεριλήφθηκε στο σχετικό κατάλογο 38 εκπαιδευτικών οποίοι προτάθηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο και ενέκρινε την απόσπαση της στις 20.5.2009.
Ακολούθησε στις 7.9.2009 η υπογραφή «Συμφωνητικού» μεταξύ του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης και της εφεσείουσας, το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι η εφεσείουσα αναλάμβανε την υποχρέωση να υπηρετήσει στα σχολεία της Κ.Ε.Α. «με το μισθό της Κύπρου και επίδομα ενοικίου».
To «Συμφωνητικό» στάλθηκε υπογεγραμμένο από την εφεσείουσα στο Υπουργείο μαζί με επιστολή της, σύμφωνα με την οποία η υπογραφή του «Συμφωνητικού» τελούσε υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος της να αμφισβητήσει τη μη παροχή επιδόματος εξωτερικού και χωρίς βλάβη του δικαιώματος της να λάβει δικαστικά μέτρα για την διεκδίκηση του. Επιφύλαξη που οδήγησε σε καταχώριση προσφυγής, στις 30.10.09, εναντίον του πιο πάνω όρου του «Συμφωνητικού», στη βάση για δυσμενή διάκριση, κακή χρήση διακριτικής ευχέρειας και παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης λόγω της μη παραχώρησης επιδόματος εξωτερικού.
Η προσφυγή αντιμετώπισε τρεις προδικαστικές ενστάσεις που αφορούσαν τη φύση της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά συνέπεια τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθώς και το έννομο συμφέρον της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη πρωτόδικη νομολογία απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, αποδεχόμενο ότι ο προσβαλλόμενος όρος του «Συμφωνητικού» δεν ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και συνεπώς δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω παρατήρησε ότι ακόμα και στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκτελεστή, η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να την αμφισβητήσει, εφόσον η ίδια αποδέχτηκε την απόσπαση και υπέγραψε το σχετικό συμβόλαιο και αυτό ανεξάρτητα από τη δήλωση της για επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέπιπτε στη
σφαίρα του δημοσίου δικαίου και ως εκ τούτου δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εσφαλμένο (1ος λόγος έφεσης), όπως εσφαλμένη ήταν και η κατάληξη του πως στερείτο του απαραίτητου έννομου συμφέροντος (2ος λόγος έφεσης).
Έχοντας υπόψη ότι η κρίση για την έλλειψη νομιμοποίησης προηγείται των οποιωνδήποτε άλλων λόγων εφόσον άπτεται του θέματος παραδεκτής ή μη προσφυγής (Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1 και Αννίτα Δημητρίου ν. Γλαύκου Καριόλου κ.ά., Αναθ. Έφεση Αρ. 124/2010, ημερ. 5.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:C395), προέχει η εξέταση του θέματος κατά πόσο η εφεσείουσα όντως νομιμοποιείτο σε έγερση προσφυγής.
Επιχειρηματολογώντας επί του προκειμένου, η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι η υπογραφή του «Συμφωνητικού» δεν επηρέασε καθ'
οιονδήποτε τρόπο το έννομο συμφέρον της για προσβολή του συγκεκριμένου όρου, ενόψει της ταυτόχρονης επιστολής της με την οποία προέβη σε ρητή δήλωση για επιφύλαξη των δικαιωμάτων της αναφορικά με το επίδομα εξωτερικού. Επομένως, εισηγείται, η αποδοχή των όρων της απόσπασης της στην Κ.Ε.Α. δεν ήταν ανεπιφύλακτη και ως εκ τούτου το έννομο συμφέρον της δεν εξαλείφθηκε.
Οι εφεσίβλητοι αντιτείνουν ότι η υπό εξέταση περίπτωση αποτελεί κλασσικό παράδειγμα εφαρμογής του δόγματος της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Η εφεσείουσα, υπογραμμίζουν, ενώ είχε επιδιώξει την απόσπαση της και υπέβαλε σχετική προς τούτο αίτηση με βάση τη σχετική προκήρυξη του Υπουργείου, αποδεχόμενη ουσιαστικά τους όρους της μισθοδοσίας της οι οποίοι συνιστούσαν ταυτόχρονα και τους όρους της απόσπασης της, αποδοκιμάζει εκ των υστέρων όρο του «Συμφωνητικού» που η ίδια είχε ελεύθερα υπογράψει ενώ είχε την ευχέρεια να μην αποδεχτεί αν οι όροι του δεν της ήταν αρεστοί.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων σε σχέση με το υπό συζήτηση θέμα. Καταλήξαμε ότι τα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της Κύρου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αν. Εφ. 85/11 ημερ. 14.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:C78, με μόνη διαφορά ότι στην παρούσα η εφεσείουσα υπέγραψε το «Συμφωνητικό» με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της αναφορικά με το επίδομα εξωτερικού.
Όπως υπενθύμισε η Κύρου (ανωτέρω) «η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης στερεί τον διοικούμενο του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος για προσφυγή, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη δικαιώματα (βλ. μεταξύ άλλων Piperis v. R. (1967) 3 CLR 295, Tomboli ν. CYTA (1982) 3 CLR 149, Christodoulides v. R. (1985) 3 CLR 1979 και την Τhe Onisi Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 202Α/10 ημερ. 13.2.17). Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται και από το (ελληνικό) Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 στη σελ. 260, 261), όπου σημειώνεται πως, γενικώς, δεν δημιουργείται έννομο συμφέρον οσάκις διαπιστώνεται ότι ο αιτών συνήνεσε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην έκδοση της πράξης. Η γενόμενη τυχόν αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης από τον αιτούντα καθιστά απαράδεκτη την κατ' αυτής στρεφόμενη αίτηση ακυρώσεως, ελλείψει συμφέροντος (βλ. Φρύνη Παπαδοπούλου και Άλλη ν. Ρ.Ι.Κ. (1987) 3 Α.Α.Δ. 1685, Κ.Ο.Α. ν. Α. Kaminarides Ltd (2006) 3 Α.Α.Δ. 197)».
Υπό τα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης δεν αμφισβητείται ότι η εφεσείουσα επεδίωξε την απόσπαση της και υπέγραψε το «Συμφωνητικό» - ακόμη και στην περίπτωση που το περιεχόμενο του συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη - με την ελεύθερη βούληση της. Αποδέκτηκε επομένως την απόσπαση της σύμφωνα με τους όρους της σχετικής Εγκυκλίου του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού οι οποίοι περιελήφθηκαν και στο «Συμφωνητικό», στοιχείο που της αποστερεί το έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τον επίδικο όρο. Το γεγονός δε ότι υπέγραψε το «Συμφωνητικό» με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της αναφορικά με τον επίδικο όρο δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Αυτό γιατί στη σχετική Εγκύκλιο του Υπουργείου, με την οποία κοινοποιήθηκε η ύπαρξη θέσεων αποσπάσεων, συμβούλων και συνδετικών λειτουργών σε διάφορα τμήματα και υπηρεσίες, καθίστατο σαφές ότι η υποβολή δήλωσης εκ μέρους των ενδιαφερόμενων εκπαιδευτικών εξυπάκουε και την πλήρη αποδοχή των όρων εργασίας όπως περιγράφονται πιο πάνω καθώς και στα συνημμένα έγγραφα». Επισημαίνεται συναφώς ότι στη «Δήλωση Ενδιαφέροντος» που υπέβαλε ανεπιφύλακτα η εφεσείουσα στις 11.2.2009 αναφέρει ότι «επιθυμώ να αποσπαστώ . με βάση του όρους της εγκυκλίου της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού με αρ. Φακ. 15.8.2001 . ». Αυτή ήταν επομένως η βάση πάνω στην οποία κατέστη δυνατή η επιλογή της και στη συνέχεια η έγκριση της απόσπασης της από το Υπουργικό Συμβούλιο, την οποία ακολούθησε η υπογραφή του «Συμφωνητικού» οι όροι του οποίου ήταν πανομοιότυποι με αυτούς που αποδεχόταν η εφεσείουσα κατά τις προηγούμενες αποσπάσεις της στην Κ.Ε.Α.
Υπό το φως των πιο πάνω είναι πρόδηλο πως η εφεσείουσα, η οποία εθελοντικά επεδίωξε την απόσπαση της, εμφανίζεται να αποδοκιμάζει μια κατάσταση πραγμάτων που προηγουμένως ανεπιφύλακτα επιδοκίμασε και αποδέχτηκε και αυτό για να διεκδικήσει απολαβές - επίδομα εξωτερικού - πέραν των προβλεπόμενων από την προκήρυξη και τους όρους των συγκεκριμένων αποσπάσεων. Επαναλαμβάνουμε επί του προκειμένου την διαχρονικά πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς το σκοπό προσπορισμού μεγαλύτερου οφέλους παρεμβάλλει εμπόδιο στις διεκδικήσεις εφόσον η προσφυγή και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται μετ' εννόμου συμφέροντος για να είναι αποδεκτοί (βλ. Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406, Δημοκρατία v. Θεοφίλου (Αρ.1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63, Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών v. Pharmnet Ltd (2011) 3 (Α) A.A.Δ. 2 Καπακιώτης και Παπαέλληνας Λτδ v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 91/2011, ημερ. 21.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:C568. Όπως δε αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Έκτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 1993, παρ. 458, η ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης, συνιστά συμπεριφορά που αναμφίβολα υποδηλώνει την αποδοχή της. Η εκ των υστέρων δε μεταβολή της στάσης της εφεσείουσας σ΄ ό,τι αφορά τον επίδικο όρο, αφού ήδη εξασφάλισε την επιλογή της, προσκρούει στο δόγμα της ανεπίτρεπτης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας εφόσον η εφεσείουσα αποδοκιμάζει ουσιαστικά την πράξη την οποία προηγουμένως, υποβάλλοντας ανεπιφύλακτα το ενδιαφέρον της, είχε επιδοκιμάσει.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα στερείτο του απαραίτητου έννομου συμφέροντος για προσβολή του επίδικου όρου, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης χωρίς να απαιτείται η εξέταση του 1ου λόγου έφεσης που αφορά τη φύση του περιεχομένου του «Συμφωνικού».
Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €2.500 έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/κβπ