ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C198
(2017) 3 ΑΑΔ 534
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 71/2011)
(Υπόθεση Αρ. 1370/2008)
30 Μαΐου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΛΟΝΤΟΣ,
Εφεσείοντες/Καθ΄ων η Αίτηση,
ΚΑΙ
M.D. CYPRUS SOYA LTD,
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.
_________
Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Κακουλλή (κα), για την Εφεσίβλητη.
_________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη με την προσφυγή της πέτυχε
ακύρωση της απόφασης των εφεσειόντων ημερομηνίας 8.6.2008, με την οποία αποφασίστηκε η δέσμευση φορτίου αραβόσιτου το οποίο, μετά από δειγματοληψίες, κρίθηκε ως μολυσμένο με αφλατοξίνη Β1 πέραν των επιτρεπτών ορίων, γιατί η απόφαση βασίστηκε σε λανθασμένη μέθοδο λήψης δειγμάτων.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν, η εφεσίβλητη εισήγαγε 14.140 τόνους αραβόσιτου Ινδίας. Μετά από δειγματοληψία που έγινε εκδόθηκε διάταγμα καταστροφής ή επανεξαγωγής μέσα σε δύο μήνες από τον επιθεωρητή, αφού τουλάχιστον ένα δείγμα από κάθε αποθήκη περιείχε αφλατοξίνη Β1 πέραν του επιτρεπτού ορίου το οποίο γνωστοποιήθηκε στην εφεσίβλητη στις 8.6.2008. Δόθηκε εντολή και για ανάκληση των ποσοτήτων που είχαν πωληθεί, οπότε δεσμεύτηκαν/ανακλήθηκαν 9.534,97 τόνοι. Οι 9.527 τόνοι εξήχθησαν τελικά στη Λιβύη.
Η εφεσίβλητη υπέβαλε στις 10.6.2008 «προσφυγή» στον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, στη βάση του άρθρου 15(6) του περί Ζωοτροφών και Προσθετικών των Ζωοτροφών (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Χρήσεως) Νόμου του 1993, Ν.13(Ι)/1993 (ο «Νόμος»). Οπότε στις 14.6.2008 και 17.6.2008 διεξήχθηκαν νέες δειγματοληψίες στην παρουσία εμπειρογνώμονα που κάλεσε η πλευρά της εφεσίβλητης, κάποιες από τις οποίες ήταν θετικές στην ύπαρξη αφλατοξινών πέραν του επιτρεπτού ορίου. Στις 3.7.2008 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο Υπουργείο όπου συζητήθηκαν πιθανοί τρόποι διοχετεύσεως του μολυσμένου αραβόσιτου και των αποτελεσμάτων της δειγματοληψίας ως προς το τι θα μπορούσε η εφεσίβλητη να κάνει με τις ποσότητες που βρίσκονταν εντός των ορίων. Όπως καταγράφεται στο πρακτικό, ο Υπουργός «τόνισε ότι μόνο όταν υπάρξει κατάληξη στο θέμα τότε θα ληφθούν οποιεσδήποτε αποφάσεις για τη διάθεση των αποθεμάτων.». Στις 8.7.2008 η εφεσίβλητη ενημερώθηκε με επιστολή για τα αποτελέσματα των νέων δειγματοληψιών, όπου φάνηκε ότι σε μία αποθήκη βρέθηκε αφλατοξίνη Β1 στον αραβόσιτο πέραν του επιτρεπτού ορίου. Ακολούθως, στις 9.7.2008 η εφεσίβλητη απέστειλε επιστολή προς τον Υπουργό, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Σε συνέχεια της επιστολής μας ημ. 30 Ιουνίου 2008, της συνάντησης ημ. 3 Ιουλίου και της επιστολής μας προς το Τμήμα Γεωργίας ημ. 7 Ιουλίου 2008, και επειδή έχετε καταστήσει καθαρή την επιθυμία του Υπουργείου να επανεξαχθούν το συντομότερο δυνατό τα δεσμευμένα αποθέματα Ινδικού αραβόσιτου της εταιρείας μας, έχουμε προβεί στις σχετικές ενέργειες με αποτέλεσμα να υπάρχει η δυνατότητα να εξαχθούν άμεσα γύρω στους 3000-4000 μτ.»
Κατόπιν αιτήματος της εφεσίβλητης, στις 5.8.2008 παρατάθηκε η προθεσμία για την επανεξαγωγή του φορτίου μέχρι τις 8.9.2008. Στις 4.9.2008 η εφεσίβλητη απέστειλε επιστολή στην οποία, μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά ότι δεν λήφθηκε ακόμα απάντηση από τον Υπουργό.
Με την προσφυγή που καταχώρησε η εφεσίβλητη ζητούσε δήλωση ότι το διάταγμα δέσμευσης του φορτίου αραβόσιτου είναι άκυρο και δήλωση ότι ο Υπουργός παρέλειψε να εκδώσει απόφαση επί της προσφυγής που άσκησαν οι αιτητές κατά του πιο πάνω διατάγματος. Ο αδελφός μας Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή κατέληξε ότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τους κανονισμούς μέθοδος λήψης δειγμάτων και πως το γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση προέβηκαν σε νέα δειγματοληψία ενισχύει τη θέση των αιτητών περί λανθασμένης διαδικασίας κατά την πρώτη δειγματοληψία.
Με δύο λόγους έφεσης αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης καθότι (α) λανθασμένα κρίθηκε ότι οι διαδικασίες δειγματοληψίας που ακολουθήθηκαν από τους εφεσείοντες δεν έγιναν με τον ενδεδειγμένο τρόπο και (β) λανθασμένα αναφέρεται πως το γεγονός ότι οι εφεσείοντες προέβησαν σε νέα δειγματοληψία ενισχύει τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι η πρώτη δειγματοληψία δεν έγινε με τον ενδεδειγμένο τρόπο.
Στο περίγραμμα αγόρευσης τους, οι εφεσείοντες εγείρουν για πρώτη φορά δύο ζητήματα, τα οποία, κατά την εισήγησή τους, μπορούν να εγερθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Πρώτον, ότι η επίδικη απόφαση ή πράξη απώλεσε την εκτελεστότητα της, εφόσον εναντίον της εγέρθηκε ιεραρχική προσφυγή. Δεύτερον, ότι η εφεσίβλητη δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η πρώτη δειγματοληψία στην οποία προέβησαν οι εφεσείοντες δεν ήταν σύμφωνη με την ΚΔΠ 301/2001.
Η εφεσίβλητη συμφώνησε ότι τα εγειρόμενα ζητήματα μπορούν να προβληθούν και κατ΄εφέση, τονίζοντας ωστόσο ότι αυτά βασίζονται σε όψιμες θέσεις επί πραγματικών γεγονότων και θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με την ανάλογη επιφύλαξη.
Είναι γεγονός ότι ζητήματα εκτελεστότητας μίας πράξης και εννόμου συμφέροντος, μπορούν να εγερθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη, παρόλο που δεν είχε λάβει γραπτή απάντηση σε σχέση με την «ιεραρχική προσφυγή» που άσκησε, εντούτοις η ίδια παραδέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 9.7.2008 ότι είχε καταστεί ξεκάθαρη η επιθυμία του Υπουργείου να επανεξαχθεί ο αραβόσιτος και αυτό υποδηλώνει μια σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής της εφεσίβλητης προς τον Υπουργό. Όλες δε οι ενέργειες της εφεσίβλητης από της 9.7.2008 αποδεικνύουν ότι εξέλαβε την απάντηση του Υπουργού στην προσφυγή της ως αρνητική. Τελικά, όπως λέχθηκε προηγουμένως, η εφεσίβλητη εξήγαγε τον αραβόσιτο στην Λιβύη.
Ως εκ των ανωτέρω, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πράξη η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της υπό έφεση προσφυγής έχει χάσει την εκτελεστότητά της. Εφόσον η εφεσίβλητη θεώρησε ξεκάθαρη τη θέση του Υπουργού για επανεξαγωγή, οι εφεσείοντες θεωρούν ότι υπήρξε νέα πράξη, αρνητική πάλι για την εφεσίβλητη, την οποία έπρεπε να προσβάλει όταν περιήλθε στην αντίληψή της, δηλαδή στις 9.7.2008. Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι με την υποβολή προσφυγής στον Υπουργό προκάλεσαν την έναρξη μίας νέας διαδικασίας δειγματοληψίας, η οποία ουσιαστικά είχε το ίδιο αποτέλεσμα με την πρώτη, επαληθεύοντας τα αποτελέσματα της πρώτης δειγματοληψίας. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που οι εφεσείοντες θεωρούν ότι η εφεσίβλητη όφειλε να προσβάλει τα αποτελέσματα της δεύτερης δειγματοληψίας.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της εφεσίβλητης. Ο Υπουργός, αναφέρει η εφεσίβλητη, ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε απόφαση, ούτε βέβαια της κοινοποιήθηκε τέτοια απόφαση, έτσι ώστε να μπορεί να την προσβάλει. Δεν νοείται θεραπεία αποβλέπουσα στην ακύρωση «εξυπακουόμενης αρνητικής απάντησης». Ούτε με τη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας στην προσφυγή υποδείχθηκε ότι η προσφυγή είχε απορριφθεί σιωπηρά. Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης παρέπεμψε, επίσης, σε διάφορα στοιχεία, τόσο από την γραπτή αγόρευση της εφεσίβλητης, όσο και από επιστολή του δικηγόρου της στο προσωρινό διάταγμα και ένορκη δήλωση του διευθύνοντα συμβούλου της εφεσίβλητης, όπου φαίνεται να δηλώνεται ότι ο Υπουργός δεν αποφάσισε επί της προσφυγής και ουδέποτε προηγουμένως αναφέρθηκε από τη Δημοκρατία ότι η προσφυγή απορρίφθηκε.
Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε ότι και οι δύο πλευρές αναφέρονται στη διαδικασία που ακολουθήθηκε δυνάμει του άρθρου 15(6) ως «ιεραρχική προσφυγή». Με όλο το σεβασμό θεωρούμε ότι αυτή η θέση είναι λανθασμένη. Δεν υπήρξε στην παρούσα περίπτωση ιεραρχική προσφυγή εν τη εννοία του Νόμου, όπως προνοείται από το άρθρο 30Δ(5) σε συνάρτηση με την επιβολή διοικητικού προστίμου. Με βάση το άρθρο 15(6) υπάρχει δικαίωμα «προσφυγής» στον Υπουργό εντός τριών ημερών από της κοινοποιήσεως του διατάγματος καταστροφής ή διάθεσης του φορτίου, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί δεύτερη δειγματοληψία από αρμόδιο λειτουργό εντός επτά ημερών. Δεν πρόκειται για προσφυγή η οποία απαιτεί λήψη απόφασης από τον Υπουργό. Ο Υπουργός ανταποκρίθηκε στο αίτημα της εφεσίβλητης για δεύτερη δειγματοληψία, τα αποτελέσματα της οποίας γνωστοποιήθηκαν στην εφεσίβλητη στις 8.7.2008.
Ενόψει των αποτελεσμάτων της δεύτερης δειγματοληψίας, όπου και πάλι διαπιστώθηκε ύπαρξη μολυσμένου αραβόσιτου, το αρχικό διάταγμα που εκδόθηκε από τον Υπουργό δεν ανακλήθηκε. Παρατάθηκε, όμως, ο χρόνος υλοποίησής του μετά από παράκληση της εφεσίβλητης. Ως εκ τούτου δε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί πλέον η ορθότητα της πρώτης δειγματοληψίας με στόχο την ακύρωση του διατάγματος επανεξαγωγής του φορτίου. Ακύρωση της απόφασης για επανεξαγωγή του φορτίου θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με επιτυχή αμφισβήτηση της ορθότητας της δεύτερης δειγματοληψίας, εφόσον η πρώτη δειγματοληψία έπαυσε να αποτελεί τη βάση του διατάγματος. Σημειώνουμε πως η εφεσίβλητη δήλωσε πως η διαδικασία της δεύτερης δειγματοληψίας ήταν νόμιμη.
Η απόφαση όμως του αδελφού μας δικαστή στηρίζεται καθαρά στην πρώτη δειγματοληψία παρά το ότι γίνεται αναφορά και στη δεύτερη στο ιστορικό της υπόθεσης. Βέβαια η αναφορά αυτή περιορίζεται στο να καταδείξει το λανθασμένο της πρώτης δειγματοληψίας.
Ως εκ των ανωτέρω η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση να παραμεριστεί χωρίς να απαιτείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της υπόθεσης κατά γενικό κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Όμως στην παρούσα περίπτωση, το γεγονός ότι η υπόθεση κρίθηκε επί ζητήματος το οποίο δεν εγέρθηκε πρωτόδικα και ακόμη και κατ΄έφεση η θέση των εφεσειόντων στηριζόταν σε κάπως διαφοροποιημένη βάση, αποφασίσαμε να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα τόσο για την πρωτόδικη διαδικασία όσο και την εφετειακή.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ