ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C194
(2017) 3 ΑΑΔ 501
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αναφορά Αρ. 10/2016)
29 Μαΐου 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π/ρος, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση
-----------------------------------------------
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Δ. Θεοδώρου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Μ. Χατζηγεωργίου (κα) Δικηγόρο της
Δημοκρατίας, και Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας,
για τον Αιτητή.
Α. Μαρκίδης, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η Γνωμάτευση του Δικαστηρίου
είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τίθεται προς Γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο, η συμβατότητα του περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 με το Άρθρο 15 του Συντάγματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την Ένατη Τροποποίηση του Συντάγματος, αλλά και προς την αρχή της αναλογικότητας.
Η εκτελεστική εξουσία είχε καταθέσει στη Βουλή των Αντιπροσώπων Νομοσχέδιο για την τροποποίηση του βασικού Νόμου του περί Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμου αρ. 49(Ι)/2004, προς ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου που διενεργεί η προβλεπόμενη από το βασικό Νόμο Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, καθώς και για να επιτραπεί η δημοσίευση της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών που υποβάλλεται δυνάμει του Νόμου, και της έκθεσης που συντάσσει η εν λόγω Ειδική Επιτροπή. Κατά την επεξεργασία, όμως, του Νομοσχεδίου, η Βουλή των Αντιπροσώπων προσέθεσε στο τελικό κείμενο του προτεινόμενου νέου άρθρου 8, τον ή την σύζυγο των πιο πάνω προσώπων και τα ανήλικα τέκνα τους, προσθέτοντας και την υποχρέωση δημοσιοποίησης της δήλωσης των δικών τους περιουσιακών στοιχείων. Η τροποποίηση που έγινε εκφεύγει του επιδιωκόμενου σκοπού που καλύπτεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος, δεδομένου ότι οι σύζυγοι και τα ανήλικα τέκνα δεν κατέχουν δημόσια θέση λόγω αξιώματος ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός της διαφάνειας και της λογοδοσίας με τη δημοσιοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων. Κατά τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, ο έλεγχος που θα ασκείται από την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή ως το αρμόδιο σώμα ελέγχου, αναφορικά με την περιουσιακή κατάσταση των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων, αποτελεί επαρκή διασφάλιση του επιδιωκόμενου σκοπού του Νόμου, όχι όμως και η καθαυτή δημοσιοποίηση των στοιχείων.
Αποτελεί περαιτέρω τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι οι ρυθμίσεις αυτές, που αποτελούν περιορισμό του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, δεν συνιστούν περιορισμό εντός των προβλεπομένων από το Άρθρο 15 του Συντάγματος μέτρων που μπορούν να ληφθούν, ήτοι, προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή, ή, με σκοπό τη λήψη μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή. Πέραν τούτων, η δημοσιοποίηση δεν αποτελεί ούτε αναγκαίο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατά τον περιορισμό του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής πρέπει να δίδεται από τον εθνικό Νομοθέτη αιτιολογία που να είναι σχετική και ικανοποιητική ότι ο περιορισμός είναι αναγκαίος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και ταυτόχρονα ότι συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Ιδιαιτέρως, εφόσον με τον περιορισμό που επιβάλλεται στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, αποκαλύπτονται προσωπικά δεδομένα.
Από το προοίμιο του Νόμου, σύμφωνα με την εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά και τη σχετική κοινοβουλευτική έκθεση απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε δεδομένα που να αιτιολογούν ότι η δημοσιοποίηση των περιουσιακών δηλώσεων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ουδόλως τηρήθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων το απαιτούμενο ισοζύγιο μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού συμφέροντος, ούτε φαίνεται να απασχόλησε το Νομοθέτη η ανάγκη για ειδική και σχετική αιτιολογία, ή, η εξέταση τυχόν εναλλακτικών επιλογών προς επίτευξη του ιδίου στόχου.
Με το νέο άρθρο 8 που εισάγει ο υπό αναφορά Νόμος, η υποχρέωση δημοσιοποίησης της δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων των προσώπων που υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση, εκφεύγει των ορίων της αναλογικότητας και συνεπώς το εν λόγω άρθρο είναι αντίθετο προς το Άρθρο 15 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων τόσο με την ένσταση της, όσο και με την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της, κατά πρώτο θεωρεί ότι ο ψηφισθείς Νόμος προήλθε μετά από εκτεταμένη συζήτηση του κυβερνητικού Νομοσχεδίου και η Βουλή των Αντιπροσώπων επέφερε στοχευμένες τροποποιήσεις όπως η συμπερίληψη της υποβολής και δημοσιοποίησης και των συζύγων των επηρεαζομένων προσώπων, πρόσθετα προς τη δήλωση των περιουσιακών στοιχείων των ανηλίκων τέκνων που εν πάση περιπτώσει ήδη περιλαμβάνονταν στο κυβερνητικό Νομοσχέδιο. Περαιτέρω, η εκτελεστική εξουσία διά του Υπουργού Δικαιοσύνης συμμετείχε ενεργά στις συζητήσεις επί του Νομοσχεδίου, ενώ η Νομική Υπηρεσία εκπροσωπείτο από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα και για πρώτη φορά με τον υπό αναφορά Νόμο τίθεται ζήτημα ότι αυτός πάσχει από εκτεταμένες αντισυνταγματικότητες, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας ουδέν απολύτως ανέφερε, ως όφειλε, κατά το χρόνο της συζήτησης.
Πέραν των πιο πάνω, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις ουδόλως αντιστρατεύονται τον σκοπό και τον στόχο ή την εμβέλεια του τροποποιηθέντος Άρθρου 15 του Συντάγματος, εφόσον τα μέτρα που έχουν προνοηθεί λαμβάνονται δυνάμει Νόμου, η δε επέμβαση στο ατομικό δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, θεωρείται αναγκαία για το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή, είτε για τους λόγους λήψης μέτρων ενάντια στη διαφθορά στη δημόσια ζωή, είτε προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή, είτε για αμφότερους τους λόγους αυτούς. Η επέμβαση επί της ιδιωτικής ζωής των ανηλίκων τέκνων υπήρχε εξ αρχής στο κυβερνητικό Νομοσχέδιο, ενώ η συμπερίληψη και των συζύγων προστέθηκε, μεταξύ άλλων, και ως προσωπική επιθυμία του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία μετεφέρθη στη Βουλή μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης ότι στις δηλώσεις που υποβάλλονται από τα ελεγχόμενα δυνάμει του Νόμου πρόσωπα πρέπει να περιλαμβάνονται και οι σύζυγοι για σκοπούς πλήρους και αποτελεσματικού ελέγχου, θέση η οποία κατά τον εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε συνταγματικά κωλύματα.
Επομένως, κατά την εισήγηση πάντοτε της Βουλής των Αντιπροσώπων, η επέμβαση επιδιώκει ένα από τους νόμιμους και αναγνωρισμένους σκοπούς του Άρθρου 15.2 του Συντάγματος, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, ενώ λαμβάνει υπόψη το ισοζύγιο μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος. Η αιτιολογική έκθεση δεν περιορίστηκε σε επανάληψη της αιτιολογικής έκθεσης του Τροποποιητικού του Άρθρου 15 του Συντάγματος Νόμου, αλλά προσέθεσε και την αναφορά στη συντήρηση υψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης από τους πολίτες προς τους θεσμούς της πολιτείας. Αυτή η αναφορά δεν θέτει τη νομοθεσία εκτός των επιτρεπομένων από το Άρθρο 15.2 του Συντάγματος πλαισίων και οι σχετικές θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα ενέχουν το στοιχείο της υπερβολής.
Ο Νομοθέτης, κατά την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Βουλής, επέφερε με μετριοπάθεια λίγες μόνο τροποποιήσεις στο κυβερνητικό Νομοσχέδιο και όφειλε, είτε να επέβαλλε ευθέως υποχρέωση υποβολής περιουσιακών στοιχείων υπό όρους και προϋποθέσεις που θα καθόριζε ο ίδιος ο Νόμος, είτε δεν θα ρύθμιζε καθόλου το θέμα. Ο σκοπός της νομοθεσίας εμπίπτει στην εμβέλεια του τροποποιηθέντος Άρθρου 15.2, το δε προοίμιο του Νόμου είναι αρκούντως σαφές και συνάδει με το σκοπό του Συντάγματος. Η κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργεί με αδιαφάνεια στη δημόσια ζωή ή σε συνθήκες διαφθοράς, πρέπει δε να αποτελεί δικαστική γνώση τόσο η οικονομική κρίση, όσο και τα γενικότερα φαινόμενα διαφθοράς στη δημόσια ζωή υπό το φως της παραπομπής σε δίκες ενώπιον Κακουργιοδικείων και της καταδίκης προσώπων που αποτελούσαν μέρος της δημόσιας ζωής. Εξ αυτών, διαφαίνεται και η πιεστική ανάγκη που όφειλε η Βουλή των Αντιπροσώπων να ρυθμίσει με τις επελθούσες τροποποιήσεις. Κατ΄ επέκταση, ο ψηφισθείς Νόμος υπό το φως πάντοτε του βάρους αποδείξεως σε περιπτώσεις ελέγχου αντισυνταγματικότητας νόμου, δεν αντίκειται ούτε στο Άρθρο 15 του Συντάγματος, ούτε στο Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ούτε στο Άρθρο 169 του Συντάγματος, εφόσον το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ως αυτή έχει κυρωθεί με το Νόμο αρ. 39/1962, έχει αποκτήσει την υπεροχή που προβλέπει το Άρθρο 169 του Συντάγματος έναντι της ημεδαπής νομοθεσίας.
Εξετάζοντας την υπό κρίση Αναφορά υπό το φως των αντίστοιχων ικανών αγορεύσεων των διαδίκων, αναγκαία είναι, κατ΄ αρχάς, η υπενθύμιση των προνοιών του Άρθρου 15 του Συντάγματος, ως αυτό διαμορφώθηκε με την Ένατη Τροποποίηση, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.
2. Δεν χωρεί επέμβαση κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμο και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημόσιας ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον ή προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.»
Στον υπό αναφορά νόμο του 2016, ο επιδιωκόμενος σκοπός που καταγράφεται στο προοίμιο αυτού, δυνάμει του άρθρου 2, είναι:
«ΕΠΕΙΔΗ η διαφάνεια στη δημόσια ζωή εξυπηρετεί την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης δημοσίου αξιώματος, θέσης ή ιδιότητας και αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια ζωή,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισμός του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή των προσώπων που κατέχουν δημόσια θέση ή διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή διαδραματίζουν ρόλο στη δημόσια πολιτική και οικονομική ζωή δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς προάγει διαφάνεια του πολιτικού και δημόσιου βίου και υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισμός είναι εντός των ορίων της αναλογικότητας για τα πρόσωπα αυτά, τα οποία εκουσίως ανέλαβαν την άσκηση δημοσίων αξιωμάτων και έτσι συναίνεσαν στο να εκτεθούν σε ένα ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής και οικονομικής τους ζωής,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η αυξημένη έκθεση στη δημοσιότητα των προσώπων που κατέχουν δημόσια θέση, καθώς και η άσκηση από μέρους τους ενός σημαντικότατου τμήματος δημόσιας εξουσίας επεκτείνει σαφώς τα όρια της θεμιτής πληροφόρησης των πολιτών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισμός αυτός είναι σύμφωνος και σε αντιστοιχία με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η επέμβαση σε πτυχές της ιδιωτικής ζωής δημοσίων προσώπων προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενημέρωσης του κοινού.»
Το επίμαχο άρθρο 8(1) στο βαθμό που ενδιαφέρει για σκοπούς της Αναφοράς, έχει ως εξής:
«Ολόκληρο το κείμενο της δήλωσης που υποβάλλεται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς και τα ονόματα των προσώπων που δεν υπέβαλαν δήλωση, δημοσιοποιούνται και αναρτώνται στην ιστοσελίδα του οικείου σώματος.»
Από το σύνολο των πιο πάνω, προκύπτει ότι η ίδια η δημοσιοποίηση των περιουσιακών δηλώσεων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων στην ιστοσελίδα του οικείου σώματος, στην οποία περιορίζεται η Αναφορά ως προς το επιλήψιμο του νέου Νόμου, προδήλως αντίκειται προς το Άρθρο 15.2, εφόσον, δεν εμπίπτει εντός των αναγκαίων εκείνων μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.
Ενώ η επιβολή της υποχρέωσης για υποβολή δήλωσης εκ μέρους των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων, δεν έχει τεθεί στο πλαίσιο της παρούσας Αναφοράς, η δημοσιοποίηση των δηλώσεων των ατόμων αυτών δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αιτιολογηθεί, ούτε και αιτιολογείται. Οι σύζυγοι και τα ανήλικα τέκνα δεν συγκαταλέγονται στα πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα και μάλιστα κατ΄ αυξημένο τρόπο, ώστε να επιβληθεί και επ΄ αυτών η υποχρέωση δημοσιοποίησης. Η πολιτική έκθεση των προσώπων εκείνων που εκουσίως αναλαμβάνουν την άσκηση δημοσίων αξιωμάτων, ώστε, κατ΄ επέκταση να συναινούν σε ένα ευρύτερο και ταυτόχρονα θεμιτό έλεγχο της ιδιωτικής και οικονομικής τους ζωής, επιφέροντας έτσι ανάλογο περιορισμό των δικαιωμάτων τους λόγω της εκ μέρους τους άσκησης σημαντικού μέρους ή τμήματος δημόσιας εξουσίας, με αντίστοιχη και πάλι θεμιτή αναδυόμενη ανάγκη πληροφόρησης των πολιτών (όλα αυτά αποτελούν τις αιτιολογικές σκέψεις του Προοιμίου του Νόμου), αφορούν τα πρόσωπα αυτά και μόνο και όχι τους συζύγους που έχουν τη δική τους αυτοτέλεια και ατομικότητα και, βεβαίως, το δικαίωμα να έχουν προσωπική περιουσία, ανεξάρτητη από την περιουσία των πολιτικώς εκτεθειμένων συζύγων. Η όποια δημοσιοποίηση των δηλώσεων τους, δεν προσθέτει ο,τιδήποτε στον προληπτικό έλεγχο της διαφάνειας και της λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή. Αντιθέτως, επεμβαίνει ευθέως στα προσωπικά δεδομένα των συζύγων κατά τρόπο δυσανάλογο προς το προστατευόμενο δικαίωμα που ρητώς κατοχυρώνεται και διακηρύσσεται με την πρώτη παράγραφο του Άρθρου 15 του Συντάγματος.
Η απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238, ως προς το αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα απόκτησης και κατοχής περιουσιακών στοιχείων ως μέρος της ιδιωτικής ζωής παραμένει ισχυρά. Η συγγένεια, καθώς λέχθηκε, δεν παρέχει έρεισμα για επέμβαση ή περιορισμό των ορίων του δικαιώματος. Η ανάγκη για τέτοιο περιορισμό πρέπει να προβάλλει, καθώς επίσης ειπώθηκε, κατά τρόπο που να συναρτάται προς κάποια πιεστική κοινωνική ανάγκη. Τέτοια πιεστική ανάγκη δεν προβάλλει ούτε από το Προοίμιο του Νόμου, ούτε από τη σχετική κοινοβουλευτική έκθεση.
Κάθε περιορισμός ατομικού δικαιώματος πρέπει να εξετάζεται συσταλτικά και να έχει ανάλογη τεκμηρίωση ως προς την αναγκαιότητα του περιορισμού. Η Ένατη Τροποποίηση του Συντάγματος εισήγαγε πρόσθετους περιορισμούς στο προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα. Αυτό όμως δεν επιφέρει εκ προοιμίου και ανάλογη διεύρυνση των λαμβανομένων μέτρων που εμπράκτως πλέον ο νομοθέτης δύναται να επιβάλει προς επίτευξη των περιορισμών. Ο νόμος διά του οποίου ο κοινός νομοθέτης θα επιχειρήσει να δώσει πρακτική υπόσταση στους κατ΄ εξαίρεση συνταγματικά επιτρεπόμενους περιορισμούς, πρέπει per se να τηρεί ο ίδιος όλα τα εχέγγυα συνταγματικότητας.
Η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας παραμένει παράγοντας και κριτήριο που συνυπολογίζονται κατά την εξέταση της συνταγματικότητας νόμου. Ομοίως και η ανάγκη επαρκούς αιτιολόγησης. Ο συσχετισμός μεταξύ του λαμβανομένου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να τεκμηριώνεται. Η ρύθμιση πρέπει να προβάλλει ως «απολύτως αναγκαία» και ευθέως ανάλογη προς την επιδιωκόμενη προστασία (η πρόσφατη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορές υπ΄ αρ. 11/16, 12/16, 14/16, 15/16 και 16/16, ημερ. 16.3.2017, είναι σχετική).
Τα ως άνω ισχύουν με την ίδια δύναμη και για τη δημοσιοποίηση των δηλώσεων των ανηλίκων τέκνων. Δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση το επιχείρημα ότι τα ανήλικα τέκνα υπήρχαν εξ αρχής στο προταθέν από την εκτελεστική εξουσία νομοσχέδιο, διότι αυτό που τώρα τίθεται προς συζήτηση και εξέταση είναι η δημοσιοποίηση των δηλώσεων. Η υποβολή δήλωσης και για τα ανήλικα τέκνα αιτιολογείται εφόσον, παρά το ότι δεν ασκούν δημόσια εξουσία, όπως και οι σύζυγοι, αποτελούν μέρος του πυρήνα της οικογένειας του πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου, ώστε οι σκοποί της διαφάνειας και της λήψης μέτρων ενάντια στη διαφθορά να μην επιτυγχάνεται επαρκώς και αποτελεσματικώς στην απουσία άμεσης υποχρέωσης δηλώσεων και εκ μέρους των μελών της οικογένειας. Η δημοσιοποίηση, όμως, εκφεύγει του θεμιτού πλαισίου επίτευξης του στόχου. Από τη στιγμή που τα περιουσιακά στοιχεία θα αποκαλύπτονται μέσω των δηλώσεων και θα ελέγχονται από την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, ούτως ώστε τυχόν προβλήματα να εντοπίζονται και να διερευνώνται, η δημοσιοποίηση των δηλώσεων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων, δεν προσφέρει οτιδήποτε, ούτε και αιτιολογείται από την ανάγκη ύπαρξης διαφάνειας, διότι η διαφάνεια επιτυγχάνεται από την ίδια την υποβολή της δήλωσης και τον επ΄ αυτής έλεγχο. Η αρχή της αναλογικότητας κάμπτεται και διαβρώνεται με την ηλεκτρονική δημοσιοποίηση των στοιχείων ενός ατόμου που αποτελούν δεδομένα της προσωπικής του ζωής, έξω από το μέτρο που χρειάζεται για να εξυπηρετηθεί η διαφάνεια στη δημόσια ζωή, όταν το ίδιο το άτομο αυτό, δεν είναι άμεσα μέρος της, (Osterreichischer Rundfunk and Others C-465/00, ημερ. 20.5.2003, ECJ).
Ο υπό Αναφορά Νόμος δεν διασώζεται εκ της προσθήκης περί «πρόληψης ποινικών παραβάσεων» στο αιτιολογικό μέρος που οδήγησε τη Βουλή των Αντιπροσώπων να τροποποιήσει το Άρθρο 15 με το Νόμο αρ. 69(Ι)/2016, αλλά όχι στην ίδια την αιτιολογία του υπό Αναφορά Νόμου. Ούτε και εκ του γεγονότος ότι στην αιτιολογική έκθεση υπάρχει η πρόσθετη αναφορά περί της συντήρησης υψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης από τους πολίτες στους θεσμούς της πολιτείας, θέσεις αόριστες και γενικόλογες, χωρίς διασύνδεση με συγκεκριμένα υπαρκτά στοιχεία, πέραν του ότι δεν προσθέτουν ο,τιδήποτε το ουσιαστικό. Η προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης ατόμων που αποτέλεσαν μέρος της δημόσιας ζωής και η καταδίκη τους, αφορά τα άτομα αυτά και δεν μπορεί να εξάγεται γενικευμένη δικαστική γνώση ότι η διαφθορά είναι ίδιον της δημόσιας ζωής στη Δημοκρατία, επεκτεινόμενη μάλιστα στους συζύγους και τα τέκνα των καλυπτομένων από το Νόμο, προσώπων.
Ούτε ο Γενικός Εισαγγελέας κωλύεται από του να προωθήσει την παρούσα Αναφορά ασχέτως των θέσεων που εκφράστηκαν από τον ίδιο ή τη Νομική Υπηρεσία ενώπιον της Βουλής. Θέματα συνταγματικότητας μπορούν να εγερθούν οποτεδήποτε εφόσον αποτελούν ύψιστο πολιτειακό ζήτημα και δεν ισχύει κώλυμα, όπως σε μια οποιαδήποτε άλλη δικαστική διαφορά.
Εν κατακλείδι, αποτελεί τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το προαναφερόμενο μέρος του νέου άρθρου 8 του υπό Αναφορά Νόμου ως προς την υποχρέωση δημοσιοποίησης των στοιχείων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων, αντίκειται προς το Άρθρο 15 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου είναι αντισυνταγματικό.
Η παρούσα Γνωμάτευση γνωστοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων συμφώνως των διατάξεων του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Α. Λιάτσος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.