ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μιχαηλίδου, Δέσπω Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ε. Νεοφύτου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Θ. Καρανικιώτη (κα.), Ασκούμενη Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή. Π. Πολυβίου με Χ. Πεκρή (κα.) και Ν. Καλλένο, για την Καθ΄ ης η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-04-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΡ. 7/2016, 11/4/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:C134

(2017) 3 ΑΑΔ 364

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(ΑΝΑΦΟΡΑ  ΑΡ. 7/2016)

Αναφορικά με το Άρθρο 140 του Συντάγματος.

 

11 Απριλίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ,  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

______________________

Γνωμάτευση κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί του Ασυμβίβαστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 25, 26, 35 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας. 

_____________________

 

 


Ε. Νεοφύτου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Θ. Καρανικιώτη (κα.), Ασκούμενη Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

Π. Πολυβίου με Χ. Πεκρή (κα.) και Ν. Καλλένο, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

______________________

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:   Είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα.  Θα δοθούν δύο Γνωματεύσεις, με διαφορετικό σκεπτικό.  Τη Γνωμάτευση της πλειοψηφίας θα δώσει ο υποφαινόμενος και με αυτοί συμφωνούν οι αδελφοί Δικαστές Ναθαναήλ, Παμπαλλής, Παναγή, Παρπαρίνος, Σταματίου, Γιασεμής και Πούγιουρου, και τη Γνωμάτευση της μειοψηφίας θα δώσει ο αδελφός Δικαστής Οικονόμου και με αυτή συμφωνούν οι αδελφοί Δικαστές Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου, Λιάτσος και Ψαρά-Μιλτιάδου.    

______________________

Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:   Με την Αναφορά αυτή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητά γνωμάτευση, από το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί του Ασυμβίβαστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας, Ορισμένων Επαγγελματικών και άλλων συναφών Δραστηριοτήτων τους (Τροποποιητικός), Νόμος του 2016» (ο Νόμος), είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 25, 26, 35 και 179 του Συντάγματος.

 

Παρά το ότι στη σχετική αίτηση αναγράφεται και το Άρθρο 35 του Συντάγματος, στην επιχειρηματολογία που προβλήθηκε εκ μέρους του Αιτητή έγινε εισήγηση ότι ο Νόμος καταστρατηγεί τα Άρθρα 25 και 26 του Συντάγματος και κατά συνέπεια και το Άρθρο 179 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ότι το Σύνταγμα, τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 1Α, είναι ο υπέρτατος Νόμος της Δημοκρατίας και ουδείς Νόμος δύναται να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε διάταξη του Συντάγματος.

 

Ο Νόμος προνοεί τα εξής:

 

          «1.  Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί του Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους (Τροποιητικός) Νόμος του 2016 και θα διαβάζεται μαζί με τους περί του Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους Νόμους του 2008 και 2014 (που στο εξής θα αναφέρονται ως «ο βασικός νόμος») και ο βασικός νόμος και ο παρών Νόμος θα αναφέρονται μαζί ως οι περί του Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους Νόμοι του 2008 έως 2016.

 

          2.  Το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως:

 

          (α)   Με τη διαγραφή του γράμματος «(α)» (πρώτη γραμμή) και

 

          (β)   με τη διαγραφή των παραγράφων (β) και (γ) αυτού.

 

          3.  Το άρθρο 8 του βασικού νόμου τροποποιείται με την αρίθμηση του υφιστάμενου κειμένου αυτού σε εδάφιο (1) και με την προσθήκη αμέσως μετά του ακόλουθου νέου εδαφίου (2):

 

          «(2)  Η ισχύς του περί του Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016 αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου 2016.».  

 

 

Είναι προφανές ότι με το Νόμο τροποποιείται ο βασικός Νόμος 7(Ι)/2008, όπως τροποποιήθηκε από το Ν 12(Ι)/2014, με τη διαγραφή των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου 2 του άρθρου 3.

 

Με τις προαναφερόμενες παραγράφους, οι οποίες με το Νόμο διαγράφονται, προνοείτο ότι, παρά τις διατάξεις του εδαφίου 1 του άρθρου 3, το ασυμβίβαστο δεν τυγχάνει εφαρμογής στους Αξιωματούχους εκείνους που έχουν την ιδιότητα Μέλους Διοικητικού Συμβουλίου ή Νομικού Συμβούλου ή απλού Μετόχου σε δημόσιες εταιρείες ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που προάγουν την εξυπηρέτηση συλλογικών συμφερόντων τοπικής η περιφερειακής ανάπτυξης ή που προάγουν τον αθλητισμό και τις καλές τέχνες (παράγραφος (β)).    Η παράγραφος (γ) προνοεί ότι δεν θεωρείται ασυμβίβαστο για τους Αξιωματούχους να προσφέρουν οποιαδήποτε υπηρεσία στις Συνεργατικές Πιστωτικές Εταιρείες και σε Δημόσιες Εταιρείες που μέτοχος είναι τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο οποίος εμφανίζεται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αιτητή, εισηγείται ότι με την κατάργηση των παραγράφων (β) και (γ) του  άρθρου 3 (2) του βασικού Νόμου παραβιάζεται το Άρθρο 25 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα εκάστου να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται σε οποιαδήποτε απασχόληση, εμπόριο ή επικερδή εργασία.   Εισηγείται επίσης ότι παραβιάζεται και το Άρθρο 26 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως».   

 

Αντίθετη είναι η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Καθ΄ ης η αίτηση, Βουλής των Αντιπροσώπων, ο οποίος εισηγείται ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος καθότι τόσο το Άρθρο 25 όσο και το Άρθρο 26 του Συντάγματος προνοούν εξαιρέσεις στα δικαιώματα που κατοχυρώνουν και η προκείμενη περίπτωση εμπίπτει στις εξαιρέσεις.   Κατά τον κ. Πολυβίου το δικαίωμα της Βουλής να νομοθετεί εν παντί θέματι ασκήθηκε νόμιμα, σύμφωνα με το Σύνταγμα, με σεβασμό προς την αρχή της αναλογικότητας και με επαρκή αιτιολογία.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας εγερθέντα σημεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των δύο πλευρών.  Καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα:

 

(α)   Σκοπός του Νόμου είναι η ρύθμιση του θέματος του ασυμβίβαστου, δηλαδή της σύγκρουσης συμφερόντων στην περίπτωση που, στο πρόσωπο κάποιου κατονομαζόμενου Αξιωματούχου, συντρέχουν οι ιδιότητες ή διενεργούνται οι δραστηριότητες που καθορίζονται στο άρθρο 3 του βασικού Νόμου.   Με το Νόμο δεν προστίθεται οτιδήποτε στο βασικό Νόμο αλλά διαγράφονται απ΄ αυτόν δύο επιφυλάξεις-εξαιρέσεις.  

 

(β)    Στις αιτιολογικές εκθέσεις τονίζεται ότι με το Νόμο θα καταστεί εφαρμοστέος, πρακτικά, ο υφιστάμενος Νόμος και θα βοηθηθεί η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του νομοθετικού πλαισίου που αφορά τη δεοντολογία στη δραστηριότητα των πολιτειακών Αξιωματούχων και την υιοθέτηση αυστηρότερων διατάξεων γενικά και ειδικά σε σχέση με την άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. 

 

(γ)    Το Άρθρο 25 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εργασία αλλά υπόκειται σε περιορισμούς ή διατυπώσεις που προβλέπονται από Νόμο.   Συγκεκριμένα, τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να επιβληθούν, μεταξύ άλλων, όταν αυτό είναι απαραίτητο για το συμφέρον των δημοσίων ηθών ή για το δημόσιο συμφέρον.   Στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε ότι, ακόμα και αν επηρεάζεται το δικαίωμα στην εργασία (και συναφώς παρατηρούμε ότι ο Νόμος δεν παρέχει οποιονδήποτε δικαίωμα επιλογής θέσεως, στην περίπτωση των υφιστάμενων συμβάσεων) με την κατάργηση των προαναφερόμενων εξαιρέσεων, η οποία γίνεται με το Νόμο, εξυπηρετείται το συμφέρον των δημοσίων ηθών.  

 

Είναι προφανές ότι θα ήταν τουλάχιστον απαράδεκτο, από την άποψη των δημοσίων ηθών,  και αντιδεοντολογικό,  Αξιωματούχοι του Κράτους, που αναφέρονται στο Νόμο,  να ασκούν ταυτόχρονα και τις προαναφερόμενες δραστηριότητες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3 (2) (β) και 3 (2) (γ) του υφιστάμενου, βασικού Νόμου.  

 

Κατά την κρίση μας η ιδιότητα και η θέση των αναφερομένων, στο Νόμο, Αξιωματούχων, από μόνη της, αποκλείει και την ταυτόχρονη ιδιότητα του Μέλους Διοικητικού Συμβουλίου ή Νομικού Συμβούλου ή και απλού Μετόχου σε δημόσιες εταιρείες και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που προάγουν την εξυπηρέτηση συλλογικών συμφερόντων τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης ή τον αθλητισμό και τις καλές τέχνες.   Η θέση και η ιδιότητα των αναφερόμενων, στο Νόμο, Αξιωματούχων, από μόνη της, είναι και ασυμβίβαστη με την παροχή υπηρεσιών σε Συνεργατικές Πιστωτικές Εταιρείες και Δημόσιες Εταιρείες στις οποίες είναι μέτοχοι τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα, αν και το ζήτημα αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής, σήμερα, λόγω της τροποποίησης του πλαισίου λειτουργίας των Συνεργατικών Εταιρειών. 

 

Η έννοια των δημοσίων ηθών, τουλάχιστον για σκοπούς Διεθνών Συμφωνιών Εμπορίου, ερμηνεύθηκε ότι καλύπτει, μεταξύ άλλων, θέματα όπως μέτρα ρύθμισης τυχερών παιγνιδιών, προστασίας ζώων από κακοποίηση και ναρκωτικών, και πιθανόν θέματα προστασίας ανθρωπίνων και εργατικών δικαιωμάτων.  Θεωρούμε ότι ο όρος, για το συμφέρον των δημοσίων ηθών, στο Άρθρο 25 του Συντάγματος, είναι αρκετά ευρύς για να περιλαμβάνει και απαράδεκτη και αντιδεοντολογική συμπεριφορά, που πηγάζει από πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, από Ανώτατους Αξιωματούχους του Κράτους.

 

(δ)   Επομένως οι προαναφερόμενοι περιορισμοί που τίθενται στο δικαίωμα εργασίας, με την κατάργηση των εξαιρέσεων, είναι απαραίτητοι για το συμφέρον των δημοσίων ηθών και για το δημόσιο συμφέρον, είναι επαρκώς αιτιολογημένοι από τις σχετικές αιτιολογικές εκθέσεις και βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας.

 

(ε)    Όσον αφορά το Άρθρο 26 του Συντάγματος κρίνουμε ότι οι περιορισμοί που τίθενται στο δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» με την κατάργηση των εξαιρέσεων που επιφέρει ο Νόμος, ακόμα και αν επηρεάζουν το προαναφερόμενο δικαίωμα, εμπίπτουν στις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων δυνάμει των οποίων τέτοιοι περιορισμοί μπορεί να δικαιολογηθούν, υπό προϋποθέσεις.   Είναι βασική αρχή του δικαίου των συμβάσεων ότι συμβάσεις, οι οποίες καταστρατηγούν Νόμο, είναι παράνομες και κατά συνέπεια άκυρες.   Στην προκείμενη περίπτωση, υφιστάμενες συμβάσεις για παροχή υπηρεσιών και εργασίας μεταξύ των Αξιωματούχων του Κράτους, που αναφέρονται στο Νόμο, και των οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 3 (2) (β) και (γ) του βασικού Νόμου, είναι τουλάχιστον αντιδεοντολογικές και στην περίπτωση που υπάρχει και σύγκρουση συμφερόντων, είναι και παράνομες και κατ΄ επέκταση άκυρες.     Επομένως οι περιορισμοί που τίθενται με το Νόμο, με την κατάργηση δηλαδή των εξαιρέσεων στο άρθρο 3 (2) (β) και (γ) του βασικού Νόμου, του οποίου η συνταγματικότητα δεν προσβλήθηκε ποτέ, διασώζονται δυνάμει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων και είναι περιορισμοί ανάλογοι του σκοπού του Νόμου και επαρκώς αιτιολογημένοι.   

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους γνωματεύομε ότι ο Νόμος δεν καταστρατηγεί τα Άρθρα 25, 26 και 179 του Συντάγματος και δεν είναι αντισυνταγματικός.

 

Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

 

                                                          Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

                                               

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                          Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                          Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

                  

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                          Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                          Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

(Αναφορά Αρ. 7/16)

 

11 Απριλίου 2017

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Π., ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ,  Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στών.

 

ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Αιτητή

ΚΑΙ

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ

Καθ΄ης η Αίτηση

----------------------

Γνωμάτευση κατά πόσον ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί του Ασυμβίβαστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 25, 26, 35, 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας

 

--------------------

 

 

 

 

 

 

Ε. Νεοφύτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Θ. Καρανικιώτη (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα  της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

Π. Πολυβίου με Χ. Πεκρή (κα) και Ν. Καλλένο, για την Καθ΄ης η αίτηση.

 

----------------------

 

 

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ

 

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο βασικός Νόμος, ήτοι ο περί του Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους Νόμος του 2008 (Ν. 7(Ι)/2008), καθιερώνει ασυμβίβαστο για καθοριζόμενους στο Νόμο αξιωματούχους της Δημοκρατίας, αναφορικά με καθοριζόμενες, επίσης, ενέργειες, δραστηριότητες ή ιδιότητες οι οποίες δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνονται, ενεργούνται ή συντρέχουν στο πρόσωπο του αξιωματούχου καθ΄όλη τη διάρκεια της θητείας του στο αξίωμα (άρθρο 3 του Νόμου).

 

Πλην, όμως, ο βασικός Νόμος επεφύλαξε, στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 3, δύο εξαιρέσεις, ορίζοντας ότι το ασυμβίβαστο δεν τυγχάνει εφαρμογής:

 

«. στους αξιωματούχους εκείνους που έχουν την ιδιότητα μέλους διοικητικού συμβουλίου ή νομικού συμβούλου ή απλού μετόχου σε δημόσιες εταιρείες ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που προάγουν την εξυπηρέτηση συλλογικών συμφερόντων τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης ή που προάγουν τον αθλητισμό και τις καλές τέχνες.» (εδάφιο 2(β) του άρθρου 3)

 

και ότι,

 

«δε θεωρείται ασυμβίβαστο για τους αξιωματούχους να προσφέρουν οποιαδήποτε υπηρεσία στις συνεργατικές πιστωτικές εταιρείες και σε δημόσιες εταιρείες που μέτοχος είναι τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα.» (εδάφιο 2(γ) του άρθρου 3)

 

 

Με τον υπό αναφορά Νόμο[1] επιχειρήθηκε η κατάργηση των εν λόγω εξαιρέσεων, δια της διαγραφής των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 3, ως «προσπάθεια εκσυγχρονισμού του νομοθετικού πλαισίου που αφορά τη δεοντολογία στη δραστηριότητα των πολιτειακών αξιωματούχων», όπως καταγράφεται σε Έκθεση της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής.  

 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, προ της εκδόσεως του Νόμου, αναφέρθηκε με την παρούσα στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση,  κατά το Άρθρο 140 του Συντάγματος, ως προς το κατά πόσον ο υπό αναφορά Νόμος βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τα Άρθρα 25 (δικαίωμα εργασίας) και 26 (δικαίωμα του συμβάλλεσθαι) του Συντάγματος και, συνεπακόλουθα, προς τα Άρθρα 35 και 179.

 

Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως εκφράστηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι η κατάργηση των εξαιρέσεων συνιστά δραστικό περιορισμό στο δικαίωμα άσκησης επικερδούς εργασίας χωρίς να δικαιολογείται από τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 2 του Άρθρου 25 του Συντάγματος λόγους, για τους οποίους θα μπορούσε η άσκηση του δικαιώματος να υπαχθεί σε όρους, περιορισμούς ή διατυπώσεις που τίθενται από τον κοινό νομοθέτη.  Συνιστά, επίσης, εκ των υστέρων νομοθετική επέμβαση στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, χωρίς να δικαιολογείται τέτοιος περιορισμός με βάση τις γενικές αρχές του Δικαίου των Συμβάσεων, επί τη βάσει των οποίων, κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος, το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι δύναται να υπόκειται εις όρους, περιορισμούς ή συμβάσεις δια νόμου.

 

Η Ένσταση της Βουλής των Αντιπροσώπων περιορίστηκε στη θέση ότι ο υπό αναφορά Νόμος είναι συμβατός με τα εν λόγω Άρθρα του Συντάγματος και ειδικότερα, δεν παραβιάζει, ούτε περιορίζει το δικαίωμα των αξιωματούχων ως κατοχυρώνεται υπό το Άρθρο 25 και δεν παρεμβαίνει στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ως τούτο κατοχυρώνεται υπό του Άρθρου 26.

 

Παρά τη σαφή αυτή προδιαγραφή του πλαισίου στην Ένσταση, ότι δεν τίθεται περιορισμός και δεν υπάρχει παρέμβαση στα αντίστοιχα δικαιώματα, οι αγορεύσεις, εκλαμβάνοντας ως δεδομένο τον περιορισμό τους, ασχολήθηκαν με το ζήτημα του κατά πόσον η νομοθετική εξουσία εκπλήρωσε την υποχρέωση που είχε να στοιχειοθετήσει την ανάγκη που να δικαιολογούσε τον περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 ΑΑΔ 238.

 

Θεωρούμε ότι το ζήτημα περιορίζεται στα όσα με την Ένσταση, ως άνω, τέθηκαν.  Κατά πάγια νομολογία, το Άρθρο 25 προστατεύει από άμεση και όχι έμμεση επέμβαση στο δικαίωμα ασκήσεως οποιουδήποτε επαγγέλματος, απασχολήσεως, εμπορίου ή επικερδούς εργασίας.  Στην υπόθεση Apostolou v. Republic (1984) 3 CLR 509, 524, αποφασίστηκαν τα εξής:

 

«It is a well settled principle that Article 25 of the Constitution protects the right to exercise a profession or to carry on any occupation, trade or business, from direct and not indirect restrictions or interference. Ample authority can be found inter alia in the following cases, The Police and Liveras, 3 R.S.C.C. pp. 65-57; Psaras v. The Republic, (1968) 3 C.L.R. 363, 364; Antoniades and others v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 641, 659; Ioannis Voyias v. The Republic (1974) 3 C.L.R. p. 390, 413; Impalex Agencies Ltd. v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 361; and Antoniades case (supra) at p. 655.»

 

 

 Η αρχή αυτή επαναλήφθηκε στην υπόθεση Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών κ.α. (1987) 1 CLR 252, η οποία αφορούσε, μάλιστα, όπως και εν προκειμένω, νομοθεσία που καθιστούσε ασυμβίβαστη τη διατήρηση δύο θέσεων.  Επρόκειτο για το άρθρο 16(2)(β) των περί Δήμων Νόμων που προβλέπει ότι καθορισμένοι αξιωματούχοι ή δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι οργανισμού δημοσίου δικαίου και άλλοι, δύνανται μεν, να υποβάλουν υποψηφιότητα για την εκλογή τους ως Δήμαρχοι ή μέλη Συμβουλίου, αλλά δεν δύνανται να αναλάβουν το αξίωμα τούτο, εκτός εάν προ της ανάληψης, παραιτηθούν του αξιώματος ή της θέσης τους ή απαλλαγούν των συμβατικών τους υποχρεώσεων ή οφειλών, αναλόγως της περιπτώσεως. 

 

Στην εισήγηση ότι η πρόνοια αυτή παραβιάζει το Άρθρο 25 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, παραπέμποντας στην πάγια επί του θέματος νομολογία, ότι το Άρθρο τούτο δεν παραβιάζεται, καθ΄όσον οι εν λόγω πρόνοιες δεν επεμβαίνουν ευθέως στο δικαίωμα που κατοχυρώνει, προσθέτοντας ότι «αν οι αιτητές αποφασίσουν να παραιτηθούν από τις θέσεις τους για να αναλάβουν το αξίωμα του Δημοτικού Συμβούλου αυτό θα συνεπάγεται μόνο έμμεση επέμβαση στο εν λόγω δικαίωμά τους πράγμα που δεν αποκλείεται από το Άρθρο 25».

 

Η ίδια αρχή βρίσκει και στην παρούσα εφαρμογή.    Δεν τίθεται θέμα  άμεσου περιορισμού του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος, έτσι ώστε να ήταν αναγκαία η περαιτέρω εξέταση του κατά πόσο τέτοιος περιορισμός εμπίπτει στα επιτρεπόμενα πλαίσια της παραγράφου 2 του άρθρου 25.

Το Άρθρο 26 δεν υπεισέρχεται αυτοτελώς, αλλά κατά τρόπο συνεπακόλουθο του ισχυρισμού περί παραβίασης του Άρθρου 25.  Ο ισχυρισμός για επέμβαση στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι, συνδέεται άρρηκτα με το βασικό ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος, αφορώντας τις συμβατικές σχέσεις που σχετίζονται με τέτοια επαγγελματική δραστηριότητα και μόνο.  Υπ΄αυτή την έννοια, η κρίση μας ότι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, ώστε να προκύπτει περιορισμός του Άρθρου 25, έχει ως συνέπεια ότι δεν τίθεται ούτε και θέμα παραβίασης του συνεπακόλουθου  δικαιώματος του συμβάλλεσθαι, ώστε να προκύπτει περιορισμός του Άρθρου 26.  To ίδιο ισχύει αναφορικά και με τυχόν υφιστάμενες συμβατικές σχέσεις.  Παρά το ότι δεν προβλέφθηκε στον υπό αναφορά Νόμο μεταβατική διάταξη για τέτοιο ενδεχόμενο, αυτές, εάν υπάρχουν, δεν θα είχαν, ως άνω, αυτόνομη υπόσταση, ώστε να τίθεται θέμα παράβασης του Άρθρου 26, αλλά θα αποτελούσαν έκφραση και πραγμάτωση του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος, σε σχέση με το οποίο δεν διαπιστώνεται άμεση επέμβαση, ώστε να στοιχειοθετείται παράβαση του Άρθρου 25.

 

Εφόσον δεν διαπιστώνεται  αντίθεση ή ασυμφωνία προς τα Άρθρα 25 και 26, δεν τίθεται ασφαλώς ζήτημα ως προς τις ευρύτερες διατάξεις των Άρθρων 35 και 179.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους γνωματεύουμε ότι ο υπό αναφορά Νόμος δεν βρίσκεται σε αντίθεση και δεν είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 25, 26, 35 και 179 του Συντάγματος και δεν είναι αντισυνταγματικός.

 

Η παρούσα γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στην Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

 

                                                                   Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

                                                                   Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

                                                                   Α. Λιάτσος, Δ.

 

 

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π

 

 



[1] ο περί του Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο