ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C74
(2017) 3 ΑΑΔ 207
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 166/11 και 170/11, 167/11 και 169/11)
9 Μαρτίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 166/2011)
ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
3. ΑΡΧΗΓΟΥ ΓΕΕΦ,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------------
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 170/2011)
1. ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ,
2. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
3. ΑΡΧΗΓΟΥ ΓΕΕΦ,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------------
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 167/2011)
ΑΥΓΟΥΣΤΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
1. ΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
3. ΑΡΧΗΓΟΥ ΓΕΕΦ,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------------
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 169/2011)
1. ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ,
2. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
3. ΑΡΧΗΓΟΥ ΓΕΕΦ,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------------
Αν. Γεωργίου για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ,
για τους Εφεσείοντες.
Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με
Μ. Χατζηδάκη, ασκούμενο δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους.
Σ. Οικονομίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1-10 και 12-20.
---------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι πιο πάνω Αναθεωρητικές Εφέσεις ακούστηκαν εν τέλει με τη σύμφωνη γνώμη των συνηγόρων των διαδίκων την ίδια ημέρα από την Ολομέλεια λόγω του ότι η κρίση στις Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 167/2011 και 169/2011, επηρεάζει και τις άλλες δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις.
Στην προσφυγή υπ΄ αρ. 552/2008, το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση που εξέδωσε στις 13.10.2011, έκρινε ότι η προσφυγή των αιτητών έπρεπε να απορριφθεί, όπως και απερρίφθη, διότι οι αιτητές δεν είχαν έννομο συμφέρον προώθησης της προσφυγής εφόσον δεν είχαν κατά το χρόνο της αξιολόγησης από το αρμόδιο όργανο συμπληρωμένη συνολική υπηρεσία 13 ετών και επομένως ορθά δεν είχαν συμπεριληφθεί στο σχετικό Πίνακα των Μόνιμων Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας που δικαιούνταν για τα έτη 1997 και 1998, αξιολόγηση. Κατά συνέπεια δεν είχαν συμπεριληφθεί τα ονόματα τους ούτε στον Πίνακα Τελικής Σειράς Κατάταξης για το έτος 1998 προς αξιολόγηση. Οι αιτητές, έξι τον αριθμό, είχαν αμφισβητήσει με την προσφυγή τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, του Υπουργού Άμυνας και του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς, με την οποία τα 20 ενδιαφερόμενα μέρη είχαν διορισθεί στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού αναδρομικά από 1.12.1998.
Το ιστορικό παραπέμπει σε προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να καθίστατο αδύνατη η κατάταξη των επηρεαζομένων σε σειρά καταλληλότητας δημιουργηθέντων στην πορεία του χρόνου σοβαρών λειτουργικών προβλημάτων στο στράτευμα. Έτσι το Υπουργείο Άμυνας πρότεινε στις 4.1.2008 προς το Υπουργικό Συμβούλιο τον αναδρομικό διορισμό στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, 60 Υπαξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας. Οι 51 από τους 60 επηρεαζόμενους ήδη κατείχαν θέσεις Αξιωματικών και οι άλλοι 9 κατείχαν θέσεις Ανθυπασπιστή. Έξι Υπαξιωματικοί που δεν ήταν υποψήφιοι προς αξιολόγηση για το έτος 1998, είχαν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο και δεν ήταν εκ των πραγμάτων δυνατό να διοριστούν Ανθυπολοχαγοί από το έτος αυτό. Σύμφωνα με την πρόταση, οι διορισμοί θα γίνονταν σε κενές θέσεις Αξιωματικών που υφίσταντο κατά τον αντίστοιχο ουσιώδη χρόνο και το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 17.1.2008, ασκώντας τις εξουσίες που παρέχονταν από το άρθρο 8(1) του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου αρ. 33/90, όπως τροποποιήθηκε, αποφάσισε το διορισμό των προσώπων που καταγράφονταν στους επισυναφθέντες στην πρόταση Πίνακες ως Αξιωματικούς στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Οι ενδιαφερόμενοι ενημερώθηκαν σχετικώς στις 24.1.2008, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η προσφυγή υπ΄ αρ. 552/2008.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την προδικαστική ένσταση των ενδιαφερομένων μερών ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οι αιτητές δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν το διορισμό τους εφόσον δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για αξιολόγηση και κατ΄ επέκταση για διορισμό στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού στη βάση του Κανονισμού 20(α) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 90/90, όπως έχουν τροποποιηθεί. Το Δικαστήριο στη βάση των παραδεκτών ενώπιον του γεγονότων, κατέγραψε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν διοριστεί στο Στρατό της Δημοκρατίας ως Υπαξιωματικοί στις 2.1.1985, ενώ η αντίστοιχη ημερομηνία διορισμού για τους ενώπιον του αιτητές ήταν η 13.10.1986. Αφού αναφέρθηκε, στον Κανονισμό 5 της Κ.Δ.Π. 275/2000 και στην Κ.Δ.Π. 157/91, το Δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στον Κανονισμό 20, ο οποίος ρητά προβλέπει ότι για να δικαιούται Υπαξιωματικός αξιολόγησης από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων θα πρέπει να έχει συμπληρωμένο κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για συγκρότηση και σύγκλιση του Συμβουλίου Αξιολογήσεων, συνολικό χρόνο υπηρεσίας στο Στρατό 13 έτη.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, οι αιτητές δεν ήταν μεταξύ των Υπαξιωματικών που αξιολογήθηκαν για το 1998 με σκοπό το διορισμό Ανθυπολοχαγών αναδρομικά από 1.12.1998 κατά τη διαδικασία του 2002 που είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, καθότι δεν είχαν το απαιτούμενο προσόν της συνολικής υπηρεσίας. Το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος ως θέμα δημοσίας τάξεως, παρά το ότι σε προηγούμενες συνεκδικασθείσες υποθέσεις και συγκεκριμένα τις υπ΄ αρ. 1084/2002, 1085/2002, 1108/2002 και 1184/2002, ημερ. 18.4.2005, δεν είχε συζητηθεί το έννομο συμφέρον των τεσσάρων από τους έξι αιτητές στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1084/2002, που ήταν αιτητές και στην υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση αρ. 552/2008. Επομένως οι αιτητές στερούντο των απαιτουμένων προσόντων που ήταν προϋπόθεση για την καταχώρηση προσφυγής εναντίον του διορισμού άλλων υποψηφίων, ενώ εν πάση περιπτώσει η προσφυγή ήταν και αλυσιτελής εφόσον σε περίπτωση αποδοχής της δεν θα ήταν δυνατή η αξιολόγηση και κατ΄ επέκταση ο διορισμός των αιτητών στη θέση των ενδιαφερομένων μερών.
Την ίδια ημέρα, 13.10.2011, το ίδιο πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε και την απόφαση του στην υπ΄ αρ. 624/2008 προσφυγή των ιδίων αιτητών ως προς τη νομιμότητα της προαγωγής στο βαθμό του Υπολοχαγού των ιδίων ενδιαφερομένων μερών από 31.12.2001 με σχετική απόφαση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς ημερ. 4.2.2008. Το Δικαστήριο, επίσης απέρριψε την προσφυγή αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης και αφού διαπίστωσε ότι οι αιτητές δεν είχαν το απαραίτητο ενεστώς έννομο συμφέρον να τύχουν εν πάση περιπτώσει αξιολόγησης για να κριθούν για το βαθμό του Ανθυπολοχαγού όπως αποφάσισε στην υπ΄ αρ. 552/2008 προσφυγή (ανωτέρω), με αποτέλεσμα να μην είχαν ούτε το συμφέρον να μπορούσαν να προσβάλουν τη μετέπειτα μη προαγωγή τους στο βαθμό του Υπολοχαγού.
Εναντίον της απόφασης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 552/2008 ασκήθηκαν οι Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 167/2011 από τον Αυγουστή Στυλιανού και η υπ΄ αρ. 169/2011 από τους Νικόλα Γερμανό και Δημήτριο Κυπριανού. Τα ίδια άτομα προσέβαλαν και την απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 624/2008 με τις Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 166/2011 (αφορά τον Αυγουστή Στυλιανού) και την Αναθεωρητική Έφεση αρ. 170/2011 (αφορά τους Νικόλα Γερμανό και Δημήτριο Κυπριανού). Είναι εξ αιτίας του ιστορικού αυτού που η Ολομέλεια, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του σκεπτικού, άκουσε και τις τέσσερεις Αναθεωρητικές Εφέσεις την ίδια ημέρα.
Η θέση των εφεσειόντων είναι κοινή. Θεωρούν ότι έχουν αδικηθεί λόγω του ότι για την απόφαση του 2008 ίσχυε το νομοθετικό καθεστώς του 1998, και, όπως προκύπτει από την απόφαση των εφεσιβλήτων, δεν επρόκειτο περί επανεξέτασης αλλά περί εξ υπαρχής εξέταση υπό νέες περιστάσεις και δεδομένα και έκδοση νέας απόφασης. Παράλληλα, ενώ λήφθησαν υπόψη νέα δεδομένα, το 2008 είχε ακυρωθεί η ισχύς της Κ.Δ.Π. 90/90. Επομένως, κατά το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε το 2008 δεν μπορούσε να ισχύει οποιοσδήποτε αποκλεισμός. Περαιτέρω, είχαν προηγηθεί άλλες τέσσερεις προσφυγές που δημιούργησαν δεδικασμένο εφόσον οι εφεσείοντες δεν θεωρήθηκαν ότι αποστερούνταν του εννόμου συμφέροντος, ενώ σε μια μεταγενέστερη προσφυγή, την υπ΄ αρ. 1624/2005, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος εφόσον στις προηγηθείσες προσφυγές δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα. Τέλος, ανεξαρτήτως των προηγηθέντων έχει κατάφορα παραβιασθεί η αρχή της ισότητας διότι αν γίνει δεκτή η θέση ότι κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξεως το 2008 ίσχυε το καθεστώς του 1998, τότε και τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν δικαιούνταν σε προαγωγή δεδομένου ότι δεν είχαν συμπληρωμένα κατά το χρόνο προαγωγής δύο χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό του Αρχιλοχία.
Αντίθετη η θέση των εφεσιβλήτων, αλλά και των ενδιαφερομένων μερών. Θεωρούν και οι δύο ότι το ζήτημα ήταν εξ αρχής καθαρό διότι οι εφεσείοντες ουδέποτε είχαν τα προσόντα διορισμού και η περίπτωση αφορούσε επανεξέταση με συγκρότηση του αρμοδίου οργάνου το 2008, για να επανεξετάσει τις υπόλοιπες προαγωγές που είχαν γίνει για τα ίδια πρόσωπα σε μεταγενέστερες ημερομηνίες. Ως προς το θέμα των προσόντων των ιδίων ενδιαφερομένων μερών, δεν υπήρξε σχετικός ισχυρισμός πρωτοδίκως και η ουσία του θέματος είναι ότι οι εφεσείοντες κατά τον αρχικό χρόνο της αξιολόγησης δεν είχαν τα απαραίτητα 13 έτη προϋπηρεσίας για να τύχουν σχετικής αξιολόγησης.
Εξετάζοντας τις υπό κρίση εφέσεις, αναδύεται ως προεξάρχον θέμα, η κατοχή των αναγκαίων προσόντων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αναφέρθηκαν εν εκτάσει από τους εφεσείοντες οι αλλεπάλληλες προσφυγές και η ακύρωση του διορισμού σημαντικού αριθμού Υπαξιωματικών στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Αυτά για να καταδειχθούν ότι ο κρίσιμος χρόνος για εξέταση των προσόντων των εφεσειόντων όταν λήφθηκε η απόφαση για αναδρομική προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών το 2008, δεν ήταν το έτος 1998, διότι δεν πρόκειτο για διαδικασία επανεξέτασης. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζοντας το 2008 παρήγαγε νέα απόφαση ώστε τα ενδιαφερόμενα μέρη να μην διορίστηκαν δυνάμει του καθεστώτος του 1998, εξ ου και η απόφαση δεν στηρίχθηκε στους Κανονισμούς του 1990, εφόσον όπως επισημάνθηκε αυτοί είχαν καταργηθεί το 2005.
Παρατηρείται όμως ότι τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν προβλήθηκε στις αιτιάσεις ακυρώσεως στην προσφυγή αρ. 552/2008. Αναδρομή στους λόγους ακύρωσης καταδεικνύει ότι οι λόγοι τέθηκαν με γενικότητα, στα δε γεγονότα, παράγραφος 8, έγινε ισχυρισμός ότι τα ίδια τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν δικαίωμα να ήταν υποψήφιοι για διορισμό στη θέση Ανθυπολοχαγού από το 2008 διότι δεν είχαν συμπληρώσει διετία στο βαθμό Αρχιλοχία.
Είναι γεγονός ότι στη γραπτή αγόρευση των εφεσειόντων πρωτοδίκως, έγινε λόγος για τη μη εφαρμογή του νομικού καθεστώτος του 1998, διότι οι Κανονισμοί του 1990, είχαν στο μεταξύ καταργηθεί με την Κ.Δ.Π. 275/2005. Αυτή η αγόρευση όμως στην ουσία προώθησε θέματα που δεν είχαν τεθεί με το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως.
Το Δικαστήριο εξέτασε όμως το θέμα στο πλαίσιο της προδικαστικής ένστασης που ηγέρθηκε. Έκρινε, ορθά, ότι πρόκειτο περί επανεξέτασης κατά την οποία το κρίσιμο νομικό ισχύον καθεστώς ήταν αυτό της 26.6.2002 όταν συνήλθε το Υπουργικό Συμβούλιο για να προβεί σε αξιολογήσεις για τα έτη 1997 και 1998. Τότε, το 2002, ίσχυε η μεταβατική διάταξη της Κ.Δ.Π. 275/2000, δυνάμει της οποίας (Κανονισμός 5), τα Συμβούλια Αξιολόγησης που θα συνέρχονταν και συγκροτούνταν για την αξιολόγηση των ετών 1997-2000, θα θεωρούνταν ότι συγκροτούνταν την 31η Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αφορούσε η αξιολόγηση και ότι θα ίσχυαν οι διατάξεις του Μέρους VII της Κ.Δ.Π. 90/90, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 159/91, που προνοούσε για την προηγούμενη συνολική υπηρεσία των 13 ετών, κατά τα ισχύοντα με τον Κανονισμό 20.
Η ίδια η διάταξη του Κανονισμού 20 που εμπίπτει στο Μέρος VII: Διορισμός Υπαξιωματικών σε Ανθυπολοχαγούς, ήταν σαφής. Στα προσόντα αξιολόγησης από το Συμβούλιο Αξιολογήσεων, ο Υπαξιωματικός θα έπρεπε δυνάμει της παραγράφου (α) να έχει συμπληρωμένο κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για συγκρότηση και σύγκλιση του Συμβουλίου Αξιολογήσεων συνολικό χρόνο υπηρεσίας στο Στρατό δεκατρία χρόνια. Είναι παραδεκτό ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν τα δεκατρία προαπαιτούμενα έτη συμπληρωμένα.
Έπεται ότι κατά το χρόνο αξιολόγησης θεωρείτο ότι ίσχυε ο Κανονισμός 20, τα δε Συμβούλια Αξιολόγησης θεωρούνταν ως δεόντως συγκροτημένα κατά το χρόνο που αφορούσε η αξιολόγηση. Οι εφεσείοντες παραγνωρίζουν την ισχύ της μεταβατικής αυτής διάταξης της Κ.Δ.Π. 275/2000 με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από τις προηγηθείσες πρωτόδικες αποφάσεις. Όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Στη Γερμανού Νικόλαος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 372, (πρόκειται για την προσφυγή υπ΄ αρ. 1624/05), έγινε αναφορά στις προηγηθείσες προσφυγές αρ. 1084/02, 1085/02, 1108/02 και 1134/02, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέτασε το θέμα των προσόντων ως προδικαστικό ζήτημα εννόμου συμφέροντος διότι ακύρωσε τις πράξεις για το μοναδικό λόγο ότι ο Πίνακας που κατήρτησε το Συμβούλιο Αξιολόγησης με βάση τον οποίο είχε καθοριστεί η σειρά καταλληλότητας ήταν άκυρος. Το δε Δικαστήριο στην 1624/05 απέρριψε την προσφυγή στη βάση του ότι δεν είχε παρέλθει ο εύλογος χρόνος για επανεξέταση από τους καθ΄ ων η αίτηση και όχι ότι δημιουργήθηκε οποιοδήποτε δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.
Ουδέποτε, πρέπει να σημειωθεί, οι εφεσείοντες στις πρωτόδικες προσφυγές τους προσέβαλαν ως αντισυνταγματικό ή άλλως μη εφαρμόσιμο τον Κανονισμό 5 της Κ.Δ.Π. 275/2010. Άλλη ήταν η βάση των προσφυγών τους, όπως επεξηγήθηκε προηγουμένως. Ο Κανονιστικός νομοθέτης έχει δικαίωμα να μεταβάλλει καταστάσεις διαφοροποιώντας ακόμη και χρόνια υπηρεσίας ώστε το δικαίωμα κρίσης να επιμηκύνεται για παράδειγμα από πέντε στα έξι χρόνια, όπως έγινε στην υπόθεση Σάββα Κούρτη κ. ά. ν. Δημοκρατίας μέσω Αρχηγού Εθνικής Φρουράς, υπόθ. αρ. 518/07, ημερ. 30.1.2009, όπου κρίθηκε ότι υπό το μανδύα άνισης μεταχείρισης, δεν μεταβάλλεται ούτε ελεγχόταν η σαφής ρύθμιση που έγινε και που δεν αμφισβητείτο. Οι εφεσείοντες, δεν έχουν δικαίωμα στη μη τροποποίηση των Κανονισμών, ούτε έχουν κεκτημένο δικαίωμα παρά μόνο μια απλή προσδοκία για προαγωγή, (R. v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419 και Stavrou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 276).
Ορθά επομένως έκρινε πρωτοδίκως το Δικαστήριο και ορθά πρόσθεσε ότι εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε τότε κατά την επανεξέταση, το γεγονός παρέμεινε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν τα δεκατρία έτη προϋπηρεσίας, απαραίτητο προσόν για αξιολογική κρίση. Οι προσφυγές τους ήταν αλυσιτελείς.
Οι εφέσεις συνεπώς απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των αντίστοιχων εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, λαμβάνοντας όμως υπόψη την ουσιαστική συνεκδίκαση τους, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.