ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2016:C572

(2016) 3 ΑΑΔ 786

22 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑMΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΛΙΑ,

2. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΠΑΠΟΥΤΣΟΥ,

 

Εφεσείοντες-Αιτητές,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.

 

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 40/2011)

 

 

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Διαδικασία προαγωγών κατ' επανεξέταση, μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Δεν μπορεί να γίνει κατά την επανεξέταση νέα διαδικασία προσωπικών συνεντεύξεων, ενώ δεν είχαν ακυρωθεί δικαστικά, παρόλο που υπήρχε νέα σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως― Η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης.

 

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Τρόπος κατανομής μονάδων από το Συμβούλιο Κρίσεως με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και των ατομικών δελτίων των υποψηφίων ― Δεν εντοπίστηκε υπό τις περιστάσεις κενό στην αιτιολογία εφόσον το Συμβούλιο Κρίσεως καθόρισε υποκριτήρια στη βάση των οποίων αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση, που απέρριψε την προσφυγή τους με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της απόφασης των Εφεσιβλήτων ημερ. 15.9.2008, απόφαση προαγωγής μετά από τρίτη επανεξέταση πέντε ενδιαφερόμενων μερών, από 1.10.2001 στη θέση Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση αποφάσισε ότι:

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά το εσφαλμένο της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου από τη μια να έχει αποδεχθεί τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων/Αιτητών ότι η διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης από το Συμβούλιο Κρίσεως στην προηγούμενη διαδικασία (3η επανεξέταση) ήταν νόμιμη, όπως κρίθηκε στην προσφυγή των Εφεσειόντων αρ. 81/2006, από την άλλη αντιφατικά να αποφασίζει πως ορθά υπήρξε νέα σύνθεση Συμβουλίου Κρίσεως και ορθά μπορούσε κατά την επανεξέταση να προβεί σε νέα προσωπική συνέντευξη. Όμως, κατά την εισήγηση των Εφεσειόντων, εφόσον οι λόγοι για τους οποίους ακυρώθηκε η διαδικασία δεν αφορούσαν τη διαδικασία της προσωπικής συνέντευξης και εφόσον η επανεξέταση γίνεται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, λανθασμένα το Συμβούλιο Κρίσεως προχώρησε σε νέες προσωπικές συνεντεύξεις αφήνοντας το γεγονός της μεταγενέστερης μεταβολής της σύνθεσης του Συμβουλίου Κρίσεως να επηρεάσει την κρίση του.

 

Η συγκεκριμένη πρόνοια δεν μπορεί να ιδωθεί διαφορετικά παρά σε συνάρτηση με τη στοιχειώδη αρχή του δεδικασμένου πως η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης καθώς και πως η επανεξέταση αρχίζει από το σημείο που διαπιστώνεται η πλημμέλεια.

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχε «επιρρεπές μέρος» για να διορθωθεί. Οι προσωπικές συνεντεύξεις δεν είχαν ακυρωθεί δικαστικά, αποτελούσαν πλέον δεδικασμένο και ως εκ τούτου οι Εφεσίβλητοι/Καθ' ων η αίτηση όφειλαν να λάβουν υπόψη τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων παρά το ότι οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν από Συμβούλιο Κρίσεως υπό άλλη σύνθεση.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης περί σφάλματος του πρωτόδικου δικαστηρίου να θεωρήσει πως επειδή υπήρξε νέα σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως θα έπρεπε να επαναληφθούν οι προφορικές συνεντεύξεις κατά την επανεξέταση, γίνεται δεκτός.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου πως ο τρόπος κατανομής των 8 μονάδων από το Συμβούλιο Κρίσεως με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και ατομικού δελτίου των υποψηφίων είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένος ενώ από την άλλη είχε κρίνει πως με βάση τα στοιχεία των Εφεσειόντων/Αιτητών δεν εδικαιολογείτο η μη απόδοση πρόσθετων μονάδων για το εν λόγω κριτήριο και ότι η βαθμολογία που δόθηκε συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων τους. Οπότε, ανεπίτρεπτα άσκησε πρωτογενή κρίση ότι επρόκειτο για απώλεια μίας μονάδας για τον Εφεσείοντα 1 και 0.40 της μονάδας για τον Εφεσείοντα 2 και άρα δεν θα επηρεαζόταν ουσιωδώς η κατάσταση των πραγμάτων αφού ούτως ή άλλως οι Εφεσείοντες θα υπολείπονταν των πέντε ενδιαφερομένων προσώπων. Αντιθέτως, κατά την κρίση των Εφεσειόντων το Δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση. Εξάλλου, οι Εφεσείοντες αμφισβητούν και τον τρόπο κατανομής των μονάδων γενικά ως αναιτιολόγητο.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον τρόπο κατανομής των 8 μονάδων ως αιτιολογημένο και δεν φαίνεται να υπάρξει οποιοσδήποτε λόγος για απόκλιση από αυτή την κρίση.  Αναφέρθηκε δηλαδή το δικαστήριο στη συνεδρία του Συμβουλίου Κρίσεως κατά την οποία καθορίστηκαν τα υποκριτήρια στη βάση των οποίων θα αξιολογούνταν οι υποψήφιοι και ως εκ τούτου δεν εντοπίστηκε κενό στην αιτιολογία.

 

Ποιο όφελος θα αντλούσαν οι Εφεσείοντες εάν το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωνε την πράξη με σκοπό την αποκατάσταση της απωλεσθείσας μονάδας και 0.40 των Εφεσειόντων 1 και 2 αντίστοιχα και με ποια προοπτική εφόσον αυτό δεν θα μετέβαλλε καθοριστικά την εικόνα των υποψηφίων; Σκοπός δεν είναι βέβαια η οπωσδήποτε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αλλά η επίλυση ζητημάτων στόχος ο οποίος δεν θα επιτυγχάνετο εκεί κάτω από τα δεδομένα.

 

Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη του ισχυρισμού των Εφεσειόντων ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο, αφού εξουδετερώθηκε το κριτήριο της αρχαιότητας, κρίνοντας ότι στην αξία, προσόντα και προφορική συνέντευξη υπερέχουν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα παρά το ότι αποδέχθηκε ότι η διαφορά σε αρχαιότητα των Εφεσειόντων έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων είναι μεγάλη.

 

Κρίνεται ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κατά την εισήγηση, θα έπρεπε να παραγνωριστούν οι κατά περίπου 10 μονάδες διαφορά μεταξύ Εφεσειόντων και Εφεσιβλήτων και να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στην αρχαιότητα των Εφεσειόντων κάτι, όμως, που θα βρισκόταν σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τον Κανονισμό 3(2), σύμφωνα με τον οποίο «η αρχαιότητα λαμβάνεται υπ' όψιν, αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή, αφού δίδεται μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην αξία και τα προσόντα».

 

Περαιτέρω, θεωρούμε πως αυτό το σημείο δεν πρέπει να συμπλέκεται με την εν γένει επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων στην οποία επέδρασαν πλέον και παράγοντες όπως η επίδοση στην προφορική εξέταση. Ως προς το θέμα της αρχαιότητας δεν υπήρξε παραβίαση δεδικασμένου.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,

 

Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 20,

 

Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037,

 

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 103,

 

Αντωνίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 557/2004, ημερ. 5.9.2005,

 

Αργυρού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 316/2001, ημερ. 24.3.2003,

 

Dias Univted Publishing Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1611/2008), ημερομηνίας 28/2/2011.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Ζ. Κυριακίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες πρωτοδίκως αξίωσαν ακύρωση της απόφασης των Εφεσειόντων ημερ. 15.9.2008, με την οποία προάχθηκαν μετά από τρίτη επανεξέταση πέντε ενδιαφερόμενα μέρη, από 1.10.2001 στη θέση Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία.

 

Η επίδικη απόφαση προέκυψε μετά την τρίτη επανεξέταση, ως αποτέλεσμα επιτυχίας της προσφυγής 81/06, ημερ. 13.5.2008 που καταχώρησαν οι Εφεσείοντες, σε προηγούμενη απόφαση των Εφεσιβλήτων. Στην προσφυγή 81/06 κρίθηκε ότι η διαμόρφωση του εντύπου αξιολόγησης με την κατανομή των δύο μονάδων του κριτηρίου της αρχαιότητας στα υπόλοιπα κριτήρια, αποτελεί λόγο ακύρωσης, εφόσον συνιστά αυθαίρετη εισαγωγή μεταγενέστερων στοιχείων, άλλων από εκείνα που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επίσης κρίθηκε ότι η αρχαιότητα εξουδετερώθηκε, εφόσον ελήφθη πρωτίστως υπόψη η βαθμολογία που συγκέντρωσαν οι υποψήφιοι από όλα τα άλλα στοιχεία, πλην της αρχαιότητας, χωρίς να γίνεται αναφορά σε αυτήν.

 

Ο Αρχηγός Αστυνομίας, συμμορφούμενος με την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαμόρφωσε ανάλογα το νέο έντυπο αξιολόγησης που θα χρησιμοποιείτο από το Συμβούλιο Κρίσεως κατά την επανεξέταση. Ακολούθησε η συνεδρία του Συμβουλίου Κρίσεως στην οποία καθορίστηκαν τα αντικειμενικά μετρήσιμα υποκριτήρια του ειδικού εντύπου αξιολόγησης.

 

Το Συμβούλιο Κρίσεως αποφάσισε τη διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων και καθόρισε τη διαδικασία που θα ακολουθείτο.  Το Συμβούλιο αφού μελέτησε τις Εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης και τα υπόλοιπα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, προχώρησε στον καταρτισμό του Πίνακα συστηνομένων για προαγωγή κατά αλφαβητική σειρά. Σε αυτό τον κατάλογο συμπεριλαμβάνονταν τόσο οι Εφεσείοντες, όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

 

Στη συνέχεια ο Αρχηγός Αστυνομίας αφού έλαβε υπόψη τις σχετικές εκθέσεις και τα άλλα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, αποφάσισε να ακολουθήσει πιστά τη σειρά βαθμολογίας, επιλέγοντας τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία έκρινε ότι υπερείχαν των άλλων υποψηφίων σε αξία και προσόντα.

 

Ακολούθως, ο Υπουργός Δικαιοσύνης παρέσχε σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), την έγκρισή του για την προαγωγή των πέντε ενδιαφερομένων μερών.

 

Οι Εφεσείοντες πρωτοδίκως προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση, ισχυριζόμενοι ότι εσφαλμένα το Συμβούλιο Κρίσεως κατά την επανεξέταση διεξήγαγε νέες προφορικές συνεντεύξεις. Κατά τους Εφεσείοντες, οι συνεντεύξεις που διεξήχθηκαν κατά την προηγούμενη επανεξέταση κρίθηκαν νόμιμες από το Δικαστήριο και δεν επηρεάστηκαν καθόλου από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Ως εκ τούτου, υποστήριξαν, το νέο Συμβούλιο Κρίσεως όφειλε να επανεξετάσει από το σημείο που κρίθηκε άκυρη η διαδικασία.  Υποστήριξαν ότι η διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης από το προηγούμενο Συμβούλιο Κρίσεως στην προηγούμενη διαδικασία επανεξέτασης ήταν νόμιμη. Σημείωσαν όμως ότι η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως είχε εν τω μεταξύ αλλάξει και συνεπώς υπό τη νέα σύνθεση όφειλε να διεξάγει την παρούσα διαδικασία επανεξέτασης και να προβεί σε νέες συνεντεύξεις. Ως εκ τούτου, θεώρησαν ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο, καθότι έγινε αναιτιολόγητα και αυθαίρετα ο καταμερισμός των επιπρόσθετων 8 μονάδων από το Συμβούλιο Κρίσεως. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το πιο πάνω επιχείρημα, κρίνοντας ότι ο τρόπος κατανομής των 8 μονάδων από το Συμβούλιο Κρίσεως των υποψηφίων ήταν δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένος. Ως προς το δεδικασμένο, έκρινε ότι αυτό δεν παραβιάστηκε. Κατά συνέπεια, απέρριψε την προσφυγή με έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

Οι Εφεσείοντες διατυπώνουν τρεις λόγους έφεσης.

 

Αλλαγή στη σύνθεση του Συμβουλίου - Επιπτώσεις κατά την επανεξέταση - Λόγος έφεσης 1

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά το εσφαλμένο της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου από τη μια να έχει αποδεχθεί τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων/Αιτητών ότι η διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης από το Συμβούλιο Κρίσεως στην προηγούμενη διαδικασία (3η επανεξέταση) ήταν νόμιμη, όπως κρίθηκε στην προσφυγή των Εφεσειόντων αρ. 81/2006, από την άλλη αντιφατικά να αποφασίζει πως ορθά υπήρξε νέα σύνθεση Συμβουλίου Κρίσεως και ορθά μπορούσε κατά την επανεξέταση να προβεί σε νέα προσωπική συνέντευξη. Όμως, εφόσον οι λόγοι για τους οποίους ακυρώθηκε η διαδικασία δεν αφορούσαν τη διαδικασία της προσωπικής συνέντευξης και εφόσον η επανεξέταση γίνεται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, λανθασμένα το Συμβούλιο Κρίσεως προχώρησε σε νέες προσωπικές συνεντεύξεις αφήνοντας το γεγονός της μεταγενέστερης μεταβολής της σύνθεσης του Συμβουλίου Κρίσεως να επηρεάσει την κρίση του. Η νέα προσωπική συνέντευξη και η αξιολόγηση των υποψηφίων, σύμφωνα με τους Εφεσείοντες, είναι ευρήματα νέα τα οποία δεν υπήρχαν στον ουσιώδη χρόνο. Αντιθέτως, οι τότε συνεντεύξεις υπήρχαν και ήταν ισχυρά τα ευρήματα και η κρίση τους.

 

Ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων παραπέμπει στο Άρθρο 21(5) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999) για να ισχυριστεί ότι εφόσον η σύνθεση του συλλογικού οργάνου άλλαξε μεταξύ του χρόνου που εκδόθηκε η ακυρωθείσα πράξη και του χρόνου της επανεξέτασης, επιβαλλόταν η πραγματοποίηση νέας προφορικής εξέτασης. Εξάλλου, εφόσον σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 81/2006, διαμορφώθηκε νέο έντυπο αξιολόγησης των υποψηφίων με την αφαίρεση της κατανομής των δύο μονάδων του κριτηρίου της αρχαιότητας στα υπόλοιπα κριτήρια, το νέο αυτό έντυπο χρησιμοποιήθηκε από το Συμβούλιο Κρίσης κατά την επανεξέταση της υπόθεσης και ανατρέχει σε σημείο προγενέστερο των προφορικών συνεντεύξεων, ορθά οι Εφεσίβλητοι αποφάσισαν τη διεξαγωγή νέων προφορικών συνεντεύξεων. Κατά συνέπεια, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως χρειαζόταν η διεξαγωγή άλλων προφορικών εξετάσεων από το νέο πλέον Συμβούλιο.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 21(5) του Ν. 158(Ι)/1999 «αν μεταξύ του χρόνου που εκδόθηκε ακυρωθείσα πράξη και του χρόνου της επανεξέτασης επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στη σύνθεση του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, στην επανεξέταση και στη λήψη νέας απόφασης καλούνται να συμμετάσχουν όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου».

 

Η συγκεκριμένη πρόνοια δεν μπορεί να ιδωθεί διαφορετικά παρά σε συνάρτηση με τη στοιχειώδη αρχή του δεδικασμένου πως η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης καθώς και πως η επανεξέταση αρχίζει από το σημείο που διαπιστώνεται η πλημμέλεια, (βλ. Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 20). Όπως κρίθηκε από την πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας στην Δημοκρατία της Κύπρου ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037, είναι μόνο στην περίπτωση που υπολείπονται στοιχεία κρίσης από τα νομοθετικά προβλεπόμενα που αυτά συμπληρώνονται όσο καλύτερα οι περιστάσεις το επιτρέπουν. Θέση η οποία υιοθετήθηκε στη συνέχεια και από την Ολομέλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 103 στην οποία λέχθηκε πως στην «απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, κρίθηκε ότι είναι παραδεκτή η επαναστοιχειοθέτηση του επιρρεπούς μέρους ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης προς συλλογή των στοιχείων τα οποία είναι κατά νόμο απαραίτητα για την κρίση των υποψηφίων» (τονισμός δικός μας). Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχε «επιρρεπές μέρος» για να διορθωθεί. Οι προσωπικές συνεντεύξεις δεν είχαν ακυρωθεί δικαστικά, αποτελούσαν πλέον δεδικασμένο και ως εκ τούτου οι Εφεσίβλητοι/Καθ' ων η αίτηση όφειλαν να λάβουν υπόψη τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων παρά το ότι οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν από Συμβούλιο Κρίσεως υπό άλλη σύνθεση. Διαφορετική αντίκριση του ζητήματος, πέραν του ότι θα συνεπάγετο καταπάτηση των αρχών του δεδικασμένου, θα οδηγούσε, όπως άλλωστε είδαμε, σε ατέρμονες διαδικασίες εφόσον, καθώς προκύπτει από το ιστορικό των εδώ υποθέσεων, είναι συχνά που μεταβαλλόταν η σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο επιχείρημα των Εφεσιβλήτων προς υποστήριξη της θέσης τους ότι ορθά διεξήχθηκαν νέες συνεντεύξεις. Ότι δηλαδή η διαμόρφωση του «ελαττωματικού» εντύπου αξιολόγησης σε νέο ώστε αυτό να θεραπευθεί, ανατρέχει σε σημείο προγενέστερο των προφορικών συνεντεύξεων. Παρατηρούμε συναφώς πως είναι το μέρος του εντύπου που περιέχει τα αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων, και όχι το μέρος το οποίο σχετίζεται με τις διεξαχθείσες προφορικές συνεντεύξεις που διαμορφώθηκε εκ νέου. Συνεπώς, ούτε το δεύτερο επιχείρημα αντικρούει τον λόγο έφεσης των Εφεσειόντων.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης περί σφάλματος του πρωτόδικου δικαστηρίου να θεωρήσει πως επειδή υπήρξε νέα σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως θα έπρεπε να επαναληφθούν οι προφορικές συνεντεύξεις κατά την επανεξέταση, θα πρέπει να γίνει δεκτός.

 

Μη αιτιολογία του τρόπου κατανομής πρόσθετων μονάδων - Λόγος έφεσης 2

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου πως ο τρόπος κατανομής των 8 μονάδων από το Συμβούλιο Κρίσεως με βάση τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και ατομικού δελτίου των υποψηφίων είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένος ενώ από την άλλη είχε κρίνει πως με βάση τα στοιχεία των Εφεσειόντων/Αιτητών δεν εδικαιολογείτο η μη απόδοση πρόσθετων μονάδων για το εν λόγω κριτήριο και ότι η βαθμολογία που δόθηκε συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων τους. Οπότε, ανεπίτρεπτα άσκησε πρωτογενή κρίση ότι επρόκειτο για απώλεια μίας μονάδας για τον Εφεσείοντα 1 και 0.40 της μονάδας για τον Εφεσείοντα 2 και άρα δεν θα επηρεαζόταν ουσιωδώς η κατάσταση των πραγμάτων αφού ούτως ή άλλως οι Εφεσείοντες θα υπολείπονταν των πέντε ενδιαφερομένων προσώπων. Αντιθέτως, το Δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση. Εξάλλου, οι Εφεσείοντες αμφισβητούν και τον τρόπο κατανομής των μονάδων γενικά ως αναιτιολόγητο.

Οι Εφεσίβλητοι διαφωνούν. Αντιτείνουν πως και περιφραστικά να παρεχόταν αιτιολογία για τις απονεμηθείσες μονάδες, δεν θα μεταβαλλόταν η ουσία του πράγματος εφόσον η κρίση αυτή είναι ανέλεγκτη. Περίληψη τέτοιας αιτιολογίας συνεπώς, δεν θα οδηγούσε σε επιτυχία την προσφυγή ώστε να αποκτούσε και νόημα ο χειρισμός καν του ζητήματος.

 

Έχουμε εξετάσει το λόγο έφεσης και έχουμε καταλήξει ότι αυτός δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον τρόπο κατανομής των 8 μονάδων ως αιτιολογημένο και δεν βλέπουμε οποιοδήποτε λόγο να αποκλίνουμε από αυτή την κρίση.

 

Παρατηρούμε κατ' αρχάς πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν σύνδεσε την κρίση του ως προς το αιτιολογημένο του τρόπου κατανομής των μονάδων με την κρίση του πως επρόκειτο για απώλεια μίας μονάδας για τον Εφεσείοντα 1 και 0.40 της μονάδας για τον Εφεσείοντα 2, ως είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου των Εφεσειόντων.

 

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέγραψε τα εξής συναφή:-

 

«Το Συμβούλιο Κρίσεως στις 15.7.2008 καθόρισε υποκριτήρια με βάση τα οποία θα αξιολογούνταν οι υποψήφιοι. Είναι εμφανής η κατανομή της ειδικής βαθμολογίας για κάθε κριτήριο χωριστά. Με βάση τη βαθμολογία αυτή, θεωρώ ότι ο τρόπος κατανομής των 8 μονάδων από το Συμβούλιο Κρίσεως των υποψηφίων, είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένος».

 

Αναφέρθηκε δηλαδή το δικαστήριο στη συνεδρία του Συμβουλίου Κρίσεως κατά την οποία καθορίστηκαν τα υποκριτήρια στη βάση των οποίων θα αξιολογούνταν οι υποψήφιοι και ως εκ τούτου δεν εντοπίζουμε κενό στην αιτιολογία.

 

Περαιτέρω, το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης 2 παραπέμπει σε πρωτογενή άσκηση εξουσίας από το πρωτόδικο δικαστήριο κάτι το οποίο, κατά την κρίση μας, δεν ισχύει. Είναι ορθή η παράθεση από τον δικηγόρο των Εφεσιβλήτων νομολογίας σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο προχωρεί σε εγχειρήματα τα οποία είναι αναγκαία για την επίλυση επίδικων ζητημάτων και όχι απλά ακαδημαϊκά (βλ. Αντωνίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 557/04, ημερ. 5.9.2005 και Αργυρού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 316/01, ημερ. 24.3.2003. Βλ. συναφώς και Dias Univted Publishing Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550). Ποιο όφελος θα αντλούσαν οι Εφεσείοντες εάν το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωνε την πράξη με σκοπό την αποκατάσταση της απωλεσθείσας μονάδας και 0.40 των Εφεσειόντων 1 και 2 αντίστοιχα και με ποια προοπτική εφόσον αυτό δεν θα μετέβαλλε καθοριστικά την εικόνα των υποψηφίων; Σκοπός δεν είναι βέβαια η οπωσδήποτε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αλλά η επίλυση ζητημάτων στόχος ο οποίος δεν θα επιτυγχάνετο εκεί κάτω από τα δεδομένα.

 

Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Δεδικασμένο - Λόγος έφεσης 3

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη του ισχυρισμού των Εφεσειόντων ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο, αφού εξουδετερώθηκε το κριτήριο της αρχαιότητας, κρίνοντας ότι στην αξία, προσόντα και προφορική συνέντευξη υπερέχουν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα παρά το ότι αποδέχθηκε ότι η διαφορά σε αρχαιότητα των Εφεσειόντων έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων είναι μεγάλη.

 

Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων παραπέμπει στην επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης μέσα από την οποία επεξηγείται πως έλαβε υπόψη και την αρχαιότητα των υποψηφίων «το οποίο αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για την κρίση των υποψηφίων για προαγωγή» τονίζοντας ταυτόχρονα πως επέλεξε τα πέντε ΕΜ ως υπερέχοντες σε αξία και προσόντα των υπολοίπων καθώς και πως η διαφορά στην αρχαιότητα που υπάρχει μεταξύ κάποιων υποψηφίων, δεν είναι τέτοια που θα μπορούσε να υπερκαλύψει τη διαφορά στα κριτήρια αξία και προσόντα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι:-

 

«.. γενικά τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο των δύο αιτητών πλην του κριτηρίου της αρχαιότητας στο οποίο οι αιτητές υπερισχύουν σημαντικά. Όμως ο κανονισμός 3 παρέχει τα πλαίσια μέσα στα οποία το κριτήριο της αρχαιότητας θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν. . δεν μπορώ να δεχτώ στην παρούσα υπόθεση ότι έχει παραβιαστεί το δεδικασμένο. Στην αξία και προσόντα υπερέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ οι αιτητές υπερέχουν σε αρχαιότητα. Ενεργώντας μέσα στο πνεύμα του κανονισμού 3(2) ο Αρχηγός επέλεξε να δώσει μεγαλύτερη σημασία στα άλλα δύο κριτήρια. Δεν παραγνωρίζω ότι στη συνολική βαθμολογία τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν μέχρι και πέραν των 10 μονάδων διαφορά από τους αιτητές (συνολική βαθμολογία ΕΜ Μπάκκα 84.25 και αιτητή 1, 71.58)».

 

Όπως παρατηρεί ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, η πιο πάνω κρίση είναι συμβατή με τις πρόνοιες του κανονισμού 3(2) σύμφωνα με τον οποίο «η αρχαιότητα λαμβάνεται υπ' όψιν, αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή, αφού δίδεται μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην αξία και τα προσόντα» και συνεπώς δεν εντοπίζεται παραβίαση δεδικασμένου.

 

Δεν βλέπουμε πώς το πρωτόδικο δικαστήριο θα μπορούσε να καταλήξει σε απόφαση άλλη από την επίδικη επί του θέματος. Κατά την εισήγηση, θα έπρεπε να παραγνωριστούν οι κατά περίπου 10 μονάδες διαφορά μεταξύ Εφεσειόντων και Εφεσιβλήτων και να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στην αρχαιότητα των Εφεσειόντων κάτι, όμως, που θα βρισκόταν σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τον Κανονισμό 3(2), όπως πιο πάνω καταγράψαμε.

 

Περαιτέρω, θεωρούμε πως αυτό το σημείο δεν πρέπει να συμπλέκεται με την εν γένει επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων στην οποία επέδρασαν πλέον και παράγοντες όπως η επίδοση στην προφορική εξέταση. Καταλήγουμε πως ως προς το θέμα της αρχαιότητας δεν υπήρξε παραβίαση δεδικασμένου.

 

Ενόψει της επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης, η έφεση επιτυγχάνει με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των Εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο