ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C473
(2016) 3 ΑΑΔ 454
6 Οκτωβρίου, 2016
[NAΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΟRTHODOXOU SKEVI'S BAZAAR LTD,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 17/2011)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Δέουσα έρευνα ― Ελλιπής ανεπαρκής και αυθαίρετη η δέουσα έρευνα ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθήσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση φόρου ― Βάρος προσκόμισης στοιχείων στους ώμους του φορολογουμένου ― Παράλειψή τους επιτρέπει στον Έφορο να προβεί στα δικά του συμπεράσματα βάση της δικής του έρευνας και των στοιχείων ενώπιόν του.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Δέουσα έρευνα ― Επέμβαση του Δικαστηρίου στην κρίση του αρμόδιου οργάνου μόνο όταν καταδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή υπέρβαση εξουσίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε υπό τις περιστάσεις.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Η διεξαγωγή ποινικής έρευνας γίνεται καθηκόντως και δεν αποδεικνύει, απογυμνωμένη άλλων στοιχείων, προκατάληψη ή έχθρα έναντι της εφεσείουσας για την υπό διερεύνηση τελωνειακών αδικημάτων.
Η εφεσείουσα επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή της κατά του Εφόρου Προστιθέμενης Αξίας είχε απορριφθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει πως η έρευνα που διεξήχθηκε από την Έφορο ήταν ελλιπής, ανεπαρκής και αυθαίρετη, και επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο πεπλανημένα έκρινε ότι η εφεσείουσα είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει όλους τους λογαριασμούς και τις απόψεις της με βάση τα έγγραφα της επιχείρησης τους τα οποία της είχαν επιστραφεί. Ο λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί.
Οι λογιστές είχαν στη διάθεση τους αντίγραφα των σχετικών εγγράφων και διενέργησαν έλεγχο όλων των σχετικών στοιχείων ούτως ώστε να υποβάλουν την ένσταση τους, η οποία στη συνέχεια επανεξετάστηκε, εξ ου και μειώθηκε το ποσό αναλόγως. Σχετικό σημείωμα λειτουργού, ημερ. 27.4.2007 προς τον Πρώτο Λειτουργό ΦΠΑ, βεβαιώνει ότι τον Αύγουστο του 2006 παραδόθηκαν στους λογιστές της εταιρείας αντίγραφα όλων των εγγράφων που κατείχε ως τεκμήρια η Υπηρεσία. Γι' αυτό άλλωστε αποσύρθηκε και η προσφυγή υπ' αρ. 801/06, που στρεφόταν κατά της απόφασης 20.2.2006, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η αρχική ένσταση της εφεσείουσας.
2. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι όλες οι διαπιστώσεις των ελέγχων που περιγράφονται στις σχετικές εκθέσεις και σημειώματα οδηγούσαν στο εύλογο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα παρέλειπε να καταχωρεί στα βιβλία και στις φορολογικές της δηλώσεις σημαντική αξία εκροών, με αποτέλεσμα να μην αποδίδεται αρκετά σημαντικό ποσό φόρου εκροών, εν όψει δε τούτου δικαιολογημένα η Έφορος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι φορολογικές δηλώσεις της εφεσείουσας ήσαν ελλιπής, περιείχαν σφάλματα, γι' αυτό και προχώρησε στην επιβολή της βεβαίωσης φόρου.
Κατά την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης με βάση τα νέα στοιχεία που τέθηκαν και την υποβολή στην Έφορο, νέου αναλυτικού σημειώματος του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ στη Λεμεσό, εξετάστηκαν ένα προς ένα τα επιχειρήματα της εφεσείουσας. Οι εκθέσεις και τα σημειώματα συνοδεύονταν από αναλυτικούς πίνακες, καθώς και από αντίγραφα αποδείξεων τραπεζικών καταστάσεων, επιταγών κλπ. ούτως ώστε να προκύπτει ότι η έρευνα που διεξήχθη κάλυψε όλες τις πτυχές της υπόθεσης. Ως εκ τούτου και ο ισχυρισμός της εφεσείουσας περί του ότι η Έφορος εξέλαβε τις ολικές πωλήσεις της εφεσείουσας ως περισσότερες από αυτές που δήλωσε, είναι εσφαλμένος.
3. Ο φορολογούμενος οφείλει να διατηρεί και να παρουσιάζει στον Έφορο όλα τα στοιχεία για τον προσδιορισμό των φορολογικών του υποχρεώσεων. Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ο Έφορος νομιμοποιείται να απορρίψει τους ισχυρισμούς του αιτητή και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα στη βάση του συνόλου των στοιχείων που έχει ενώπιον, όσο και των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήγαγε.
Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και δεν επεμβαίνει στην κρίση του αρμοδίου οργάνου, ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, παρά μόνο αν καταδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή υπέρβαση εξουσίας.
4. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αμερόληπτη: Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ικανά για να αποσείσουν το αποδεικτικό βάρος που φέρει, ώστε να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός της.
Το Δικαστήριο παραπέμποντας στο σημείωμα του Τομέα Διερεύνησης και Συμμόρφωσης, 24.10.2007, εκ του οποίου μάλιστα προήλθε η εισήγηση για αποδοχή της ένστασης της εφεσείουσας, με παραπομπή στην Καψοσιδέρης (ανωτέρω), απέρριψε το συναφή λόγο ακυρότητας. Η τελευταία δήλωσε μέσω των λογιστών της, ότι δεν επιθυμούσε συμβιβασμό των υπό διερεύνηση τελωνειακών αδικημάτων για τα οποία ο Τομέας θα συνέχιζε την έρευνα με προοπτική την ποινική δίωξη της εφεσείουσας. Ορθή η προσέγγιση του Δικαστηρίου και επ' αυτού. Η διεξαγωγή ποινικής έρευνας γίνεται καθηκόντως και δεν αποδεικνύει, απογυμνωμένη άλλων στοιχείων, προκατάληψη ή έχθρα έναντι της εφεσείουσας. Όπου η νομοθεσία, όπως και εδώ, προνοεί και για την ποινική δίωξη των παρανομούντων, πέραν της βεβαίωσης του φόρου, δεν τίθεται θέμα μεροληψίας. Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782,
Γεωργιάδης ν. Εφόρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 106,
Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1481/2008), ημερ. 29/12/2010.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Αλ. Ευαγγέλου, για την Eφεσείουσα.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζανέττου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση πλήττεται, με τέσσερις λόγους, η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας επικυρώθηκε η απόφαση της Εφόρου Προστιθέμενης Αξίας (η Έφορος) ημερ. 30.6.2008, με την οποία κατόπιν αναθεώρησης προέβη σε βεβαίωση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ύψους £129.324,32, για τη φορολογική περίοδο από 4.4.2002-31.12.2003.
Είχε προηγηθεί διαπίστωση αρμοδίων οργάνων του εφεσιβλήτου ότι η εφεσείουσα είχε παραλείψει να τηρεί βιβλία και αρχεία για σκοπούς εξακρίβωσης των παραδόσεων αγαθών ή παροχών υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιούσε ή λάμβανε, ώστε να είναι δυνατή η εξέταση των βιβλίων και μηχανογραφημένων καταστάσεων της εφεσείουσας (Άρθρο 31(1)-(3) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 246/1990) καθώς και του διατάγματος του 1992, ΚΔΠ 114/1992, Τήρηση Βιβλίων, Αρχείων και Στοιχείων και περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Γενικοί Κανονισμοί του 2001-2004, γνωστοποίηση με βάση τον Κανονισμό 22(2).
Η ένσταση που υπεβλήθη από την εφεσείουσα απορρίφθηκε, νέα όμως διαβήματα της εφεσείουσας και νέα στοιχεία που κατατέθηκαν οδήγησαν σε επανεξέταση και εν κατακλείδι στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως αποτέλεσμα τούτων, στη βάση των νέων υπολογισμών οι οποίοι παρατέθηκαν σε ξεχωριστούς πίνακες, στη βάση των στοιχείων που προσκομίστηκαν και τεκμηριώθηκαν επαρκώς στους υπολογισμούς των ελεγκτών της εφεσείουσας, η αρχική βεβαίωση ημερ. 22.2.2006 μειώθηκε και αναθεωρήθηκε στο ποσό των £129.324,32 στις 30.6.2008. Απόφαση που συνιστά και το αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης.
Η εφεσείουσα πρωτοδίκως προώθησε ως λόγους ακυρότητας ότι η έρευνα που διεξήχθηκε από την Έφορο ήταν ελλιπής, ανεπαρκής και αυθαίρετη, δεν λήφθηκαν υπόψη και παρερμηνεύθηκαν σημαντικά στοιχεία των λογαριασμών της. Σε αυτή την παράμετρο εντάσσεται και ο πρώτος λόγος έφεσης, ότι το Δικαστήριο πεπλανημένα έκρινε ότι η εφεσείουσα είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει όλους τους λογαριασμούς και τις απόψεις της με βάση τα έγγραφα της επιχείρησης τους τα οποία της είχαν επιστραφεί. Επρόκειτο για τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι τα βιβλία και αρχεία της κατακρατούνταν από τον εφεσίβλητο και τέθηκαν ενώπιον των ελεγκτών της εφεσείουσας μόνο για επιθεώρηση τον Αύγουστο του 2006 στα γραφεία του εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα να της στερηθεί το δικαίωμα να παρουσιάσει ολοκληρωμένα την υπεράσπιση της ενώπιον του εφεσίβλητου και κατ' επέκταση ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ο συναφής λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο, θεωρούμε, πολύ ορθά επεξηγεί κατωτέρω γιατί δεν αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας:
«Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Τα αρχεία και τα βιβλία των αιτητών, τα οποία λειτουργοί της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. παρέλαβαν στις 28/11/2003, επεστράφησαν στους λογιστές τους τον Αύγουστο του 2006, όπως οι ίδιοι αναφέρουν στην επιστολή τους προς την Έφορο, ημερομηνίας 24/1/2007. Επομένως, αυτοί είχαν στη διάθεσή τους όλα τα αναγκαία έγγραφα, για σκοπούς υποβολής των θέσεών τους. Οι ελεγκτές τους, με βάση τα έγγραφα της επιχείρησης που βρίσκονταν στη διάθεσή τους, υπέβαλαν τις θέσεις τους με τις επιστολές της 24/1/2007 και της 30/3/2007, ζητώντας την αναθεώρηση της φορολογίας. Όπως, επίσης, προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου και, ειδικότερα, από το «Σημείωμα» του Υπεύθυνου του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. στη Λεμεσό προς την Έφορο, για την εξέταση των νέων στοιχείων που υπέβαλαν οι αιτητές, έγιναν δύο συναντήσεις του λογιστή τους με τους λειτουργούς του Φ.Π.Α. στις 29/5/2007 και στις 5/7/2007. Σχετική είναι, επίσης, και η επιστολή της Εφόρου προς τους αιτητές και τους λογιστές τους, ημερομηνίας 23/5/007, με την οποία τους πληροφορούσε ότι το αίτημα επανεξέτασης της αρχικής Βεβαίωσης ικανοποιείται και ότι «Τα υποβληθέντα στις 24/1/2007 στοιχεία θα εξεταστούν δεόντως ...». [.]
Από τα πιο πάνω, είναι πρόδηλο ότι οι αιτητές είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν όλους τους λογαριασμούς και τις απόψεις τους, με βάση τα έγγραφα της επιχείρησής τους, τα οποία τους είχαν επιστραφεί.»
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επιβεβαιώνονται και από τα στοιχεία, παράρτημα ΙΒ στην ένσταση, αλλά και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου: Οι λογιστές είχαν στη διάθεση τους αντίγραφα των σχετικών εγγράφων και διενέργησαν έλεγχο όλων των σχετικών στοιχείων ούτως ώστε να υποβάλουν την ένσταση τους, η οποία στη συνέχεια επανεξετάστηκε, εξ ου και μειώθηκε το ποσό αναλόγως. Σχετικό σημείωμα του λειτουργού Α. Καμένου, ημερ. 27.4.2007 προς τον Πρώτο Λειτουργό ΦΠΑ, βεβαιώνει ότι τον Αύγουστο του 2006 παραδόθηκαν στους λογιστές της εταιρείας αντίγραφα όλων των εγγράφων που κατείχε ως τεκμήρια η Υπηρεσία. Γι' αυτό άλλωστε αποσύρθηκε και η προσφυγή υπ' αρ. 801/06, που στρεφόταν κατά της απόφασης 20.2.2006, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η αρχική ένσταση της εφεσείουσας.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι όλες οι διαπιστώσεις των ελέγχων που περιγράφονται στις σχετικές εκθέσεις και σημειώματα οδηγούσαν στο εύλογο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα παρέλειπε να καταχωρεί στα βιβλία και στις φορολογικές της δηλώσεις σημαντική αξία εκροών, με αποτέλεσμα να μην αποδίδεται αρκετά σημαντικό ποσό φόρου εκροών, εν όψει δε τούτου δικαιολογημένα η Έφορος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι οι φορολογικές δηλώσεις της εφεσείουσας ήσαν ελλιπής, περιείχαν σφάλματα, γι' αυτό και προχώρησε στην επιβολή της βεβαίωσης φόρου. Τέθηκαν, ισχυρίζεται η εφεσείουσα ενώπιον της Εφόρου από τους ελεγκτές, σχετικά στοιχεία και βεβαιώσεις, ούτως ώστε να αποδεικνύεται ότι κατά την έκδοση της αρχικής βεβαίωσης η Έφορος παρερμήνευσε τα εν λόγω στοιχεία. Εξ ου και προχώρησε σε αναθεώρηση της αρχικής βεβαίωσης. Λανθασμένα θεωρεί η εφεσείουσα διαφώνησε με τις διαπιστώσεις τους αναφορικά με τις καταθέσεις σε τράπεζες και πληρωμές μετρητών, οι οποίες εσφαλμένα κρίθηκαν από τον εφεσίβλητο ότι αντιστοιχούσαν σε ποσά από πρόσθετες αδήλωτες πωλήσεις κατά την υπό εξέταση περίοδο και εσφαλμένα οδήγησε τον εφεσίβλητο στο συμπέρασμα ότι οι ολικές πωλήσεις της εφεσείουσας, για την περίοδο αυτή, ήταν περισσότερες από όσες η εφεσείουσα δήλωσε.
Η εξεταζόμενη περίπτωση διέπεται από το Άρθρο 49 του Νόμου ανωτέρω. Όπως και το Δικαστήριο διαπιστώνει κατά την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης με βάση τα νέα στοιχεία που τέθηκαν και την υποβολή στην Έφορο, νέου αναλυτικού σημειώματος του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ στη Λεμεσό, εξετάστηκαν ένα προς ένα τα επιχειρήματα της εφεσείουσας. Οι εκθέσεις και τα σημειώματα συνοδεύονταν από αναλυτικούς πίνακες, καθώς και από αντίγραφα αποδείξεων τραπεζικών καταστάσεων, επιταγών κλπ. ούτως ώστε να προκύπτει ότι η έρευνα που διεξήχθη κάλυψε όλες τις πτυχές της υπόθεσης. Εν μέρει έγιναν αποδεκτοί οι υπολογισμοί της εφεσείουσας που επαρκώς τεκμηριώνονταν με τα αποδεικτικά έγγραφα, ενώ για τους υπόλοιπους που δεν έγιναν αποδεκτά, τα στοιχεία που δόθηκαν ήταν είτε ελλιπή, είτε ανύπαρκτα, όπως προκύπτει από το σημείωμα ημερ. 24.8.2007. Ως εκ τούτου και ο ισχυρισμός της εφεσείουσας περί του ότι η Έφορος εξέλαβε τις ολικές πωλήσεις της εφεσείουσας ως περισσότερες από αυτές που δήλωσε, είναι εσφαλμένος.
Ο φορολογούμενος οφείλει να διατηρεί και να παρουσιάζει στον Έφορο όλα τα στοιχεία για τον προσδιορισμό των φορολογικών του υποχρεώσεων. Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ο Έφορος νομιμοποιείται να απορρίψει τους ισχυρισμούς του αιτητή και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα στη βάση του συνόλου των στοιχείων που έχει ενώπιον, όσο και των αποτελεσμάτων της έρευνας που διεξήγαγε (Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 782 και Άρθρο 49(1) ανωτέρω).
Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και δεν επεμβαίνει στην κρίση του αρμοδίου οργάνου, ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, παρά μόνο αν καταδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή υπέρβαση εξουσίας. Ως δε θέμα γενικής αρχής, όπως τέθηκε στη Γεωργιάδης ν. Εφόρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 106, 110-111:
«. η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκεται στο όριο του λογικά εφικτού. Αυτό είναι το σταθερό κριτήριο που έχει αποδεχθεί η νομολογία μας. (Βλέπε: Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659, Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376 και Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346).»
Εκ των ανωτέρω, απορριπτέος κρίνεται και ο συναφής λόγος έφεσης.
Η απαίτηση του εφεσίβλητου να αξιώσει από την εφεσείουσα να παραδεχθεί και να υπογράψει γραπτή δήλωση παραδοχής διάπραξης ποινικών αδικημάτων, κατά παράβαση του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(Ι)/2010, πράγμα που η εφεσείουσα αρνήθηκε, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να προχώρησει στην έκδοση της προσβαλλόμενης βεβαίωσης, παρέχει το έρεισμα στον τέταρτο λόγο έφεσης: Θεωρεί η εφεσείουσα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αμερόληπτη: Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ικανά για να αποσείσουν το αποδεικτικό βάρος που φέρει, ώστε να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός της (Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170).
Το Δικαστήριο παραπέμποντας στο σημείωμα του Τομέα Διερεύνησης και Συμμόρφωσης, 24.10.2007, εκ του οποίου μάλιστα προήλθε η εισήγηση για αποδοχή της ένστασης της εφεσείουσας, με παραπομπή στην Καψοσιδέρης (ανωτέρω), απέρριψε το συναφή λόγο ακυρότητας. Η τελευταία δήλωσε μέσω των λογιστών της, ότι δεν επιθυμούσε συμβιβασμό των υπό διερεύνηση τελωνειακών αδικημάτων για τα οποία ο Τομέας θα συνέχιζε την έρευνα με προοπτική την ποινική δίωξη της εφεσείουσας. Ορθή η προσέγγιση του Δικαστηρίου και επ' αυτού. Η διεξαγωγή ποινικής έρευνας γίνεται καθηκόντως και δεν αποδεικνύει, απογυμνωμένη άλλων στοιχείων, προκατάληψη ή έχθρα έναντι της εφεσείουσας. Η Καψοσιδέρης (ανωτέρω) η οποία ειρήσθω εν παρόδω, αφορούσε δημοσιοϋπαλληλική υπόθεση, δεν έθεσε ιδιαίτερους κανόνες δικαίου ως προς το φορολογικό δίκαιο. Επιβεβαίωσε τη γενικότερη αρχή περί της αναγκαιότητας επίδειξης αμεροληψίας του διοικητικού οργάνου και ιδιαίτερα ενός προϊσταμένου έναντι του υφισταμένου του. Όπου η νομοθεσία, όπως και εδώ, προνοεί και για την ποινική δίωξη των παρανομούντων, πέραν της βεβαίωσης του φόρου, δεν τίθεται θέμα μεροληψίας.
Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.