ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γεωργίου Aλίκη ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 ΑΑΔ 197
Αναστασιάδης Ευθύβουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 385
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 89(I)/2001 - Ο περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμος του 2001
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2016:C187
(2016) 3 ΑΑΔ 213
31 Μαρτίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ΣΟΦΡΩΝΗΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ,
2. ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΟΡΤΑΣ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση 175/2010)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ―Καμία υποχρέωση της διοίκησης για δημοσίευση της πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα ― Έναρξη της προθεσμίας από την γνωστοποίηση ότι η αίτησή τους δεν έγινε αποδεκτή.
Με την έφεσή του ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, βάσει της οποίας η προσφυγή του απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Η προσφυγή αφορούσε τον διορισμό των ενδιαφερομένων μερών, που είχε δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πως από τη στιγμή, που δημοσιεύθηκε η απόφαση διορισμού των ενδιαφερομένων, αυτή και μόνο είναι, κατά το Σύνταγμα, η αφετηρία έναρξης της προθεσμίας των 75 ημερών. Σ' αυτή τούτη τη στιγμή οι εφεσείοντες απέκτησαν πλήρη γνώση των επιλεγέντων προσώπων. Ο συνήγορος των εφεσειόντων αναγνώρισε, στο πλαίσιο της συζήτησης της έφεσης ότι, η διοίκηση δεν είχε υποχρέωση να δημοσιεύσει τα ονόματα των διορισθέντων, πλην, όμως, από τη στιγμή που οι εφεσίβλητοι προχώρησαν σ' αυτή τη δημοσίευση «αυτοδεσμεύθηκαν», όπως είπε, από την πράξη τους και επιπλέον, έκανε αναφορά στην επάρκεια της γνώσης των Εφεσειόντων.
Οι Εφεσίβλητοι ανέφεραν πως ο περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμος του 2001 (Ν. 89(Ι)/2001) δεν επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση δημοσίευσης της διοικητικής πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Συνεπώς, ο χρόνος ενεργοποίησης των 75 ημερών είχε αρχίσει από την ημερομηνία που οι εφεσίβλητοι γνωστοποίησαν στους εφεσείοντες ότι η αίτηση τους δεν έγινε αποδεκτή. Το Άρθρο 146.3 θέτει δύο περιπτώσεις έναρξης της προθεσμίας των 75 ημερών, ήτοι, (α) τις περιπτώσεις που σχετική νομοθετική διάταξη απαιτεί δημοσίευση και (β) στις περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται τοιαύτη δημοσίευση. Σε περίπτωση αποδοχής της εισήγησης των εφεσειόντων θα δημιουργηθεί, υποστήριξαν οι εφεσίβλητοι, και μια τρίτη προϋπόθεση έξω από το πλαίσιο του Συντάγματος.
Στην υπό εξέταση υπόθεση οι εφεσείοντες, με την επιστολή των εφεσιβλήτων, ημερ. 18 Δεκεμβρίου 2008, είχαν πλήρη γνώση, τόσο της απόφασης να μην διοριστούν όσο και της επιλογής τρίτων, στους οποίους γνωστοποιήθηκε η συγκεκριμένη απόφαση. Συνεπώς, η απραξία και η αδράνεια που επέδειξαν, που έγκειται στη μη αναζήτηση των ονομάτων των διορισθέντων, ορθώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι επηρέασε καταλυτικά την υπόθεση τους.
Διαφορετική προσέγγιση από την πιο πάνω του υπό εξέταση θέματος θα καθιστούσε το χρόνο έναρξης της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών αβέβαιο, αφού θα εξαρτάτο, σε κάθε περίπτωση, από το κατά πόσο η διοίκηση θα δημοσιεύσει ή όχι την απόφαση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εφόσον, θεσμικά, δεν έχει υποχρέωση προς τούτο. Η δημιουργία δε τέτοιας προσδοκίας σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δηλαδή ότι πιθανόν να υπάρξει δημοσίευση, η οποία μπορεί και να μην ευοδωθεί ποτέ, δυνατό να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη αδικία, λόγω της απώλειας του χρόνου των 75 ημερών.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Θεοπέμπτου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1190,
Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 385,
Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακος (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197,
L' Union Nat. Ltd. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1998) 3 Α.Α.Δ. 513.
Έφεση.
Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.), (Υποθέσεις Αρ. 496/2008 και 497/2008), ημερ. 13/9/2010.
Α. Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα) και Σ. Αγγελίδη, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) με Μ. Μακντόναλτ για Αλέκο Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους-Καθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το κρίσιμο ζήτημα που καλούμαστε ν' αποφασίσουμε είναι το κατά πόσο η γνωστοποίηση, δι' επιστολής, προς τους εφεσείοντες, ότι δεν έχουν επιλεγεί για διορισμό, στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας, ήταν αρκετή ώστε να άρχεται η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος, ή αν αυτή άρχισε, με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας των ονομάτων των επιλεγέντων για τη θέση.
Στην πρώτη περίπτωση η προσφυγή των εφεσειόντων θα ήταν εκπρόθεσμη και αυτό αποφασίστηκε πρωτοδίκως.
Τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την υπόθεση αυτή ήταν ότι, οι εφεσείοντες ήταν ενδιαφερόμενοι για διορισμό στην επίδικη θέση Ανώτερου Λειτουργού Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας. Στις 13 Νοεμβρίου 2007 διορίστηκαν στην επίδικη θέση οι ενδιαφερόμενοι Α. Νικολαΐδης, Κ. Παναγίδης και Α. Τρόπης. Στις 18 Δεκεμβρίου 2007 οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν με πανομοιότυπη επιστολή η οποία περιελάμβανε τα εξής:
"Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας σχετικά με την πλήρωση κενών θέσεων Ανώτερου Λειτουργού ΟΑΥ που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4190 και ημερομηνία 18 Μαίου 2007 (Αρ. Γνωστοποίησης 3002) και να σας πληροφορήσω ότι η διαδικασία πλήρωσης των εν λόγω θέσεων έχει ολοκληρωθεί και οι υποψήφιοι που έχουν επιλεγεί, έχουν ήδη ενημερωθεί.
Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον που έχετε επιδείξει."
Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα στις 18 Ιανουαρίου 2008, οι εφεσίβλητοι προχώρησαν σε δημοσίευση της απόφασης τους για διορισμό στην επίδικη θέση, περιλαμβανομένων και των ονομάτων των επιλεγέντων.
Οι εφεσείοντες προχώρησαν στις 26 Μαρτίου 2008 σε καταχώριση προσφυγών αμφισβητώντας τη νομιμότητα των εν λόγω διορισμών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων, κρίνοντας ότι, οι προσφυγές είναι εκπρόθεσμες, ήτοι, καταχωρήθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας των 75 ημερών που καθορίζονται από το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος, αποφασίζοντας ότι η ανατρεπτική προθεσμία άρχισε από τις 18 Δεκεμβρίου 2007, όταν οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν γραπτώς, όπως προσδιορίσαμε πιο πάνω.
Οι εφεσείοντες καταχώρισαν έφεση, με ένα και μοναδικό λόγο, ότι, το Δικαστήριο κακώς απέρριψε, ως εκπρόθεσμες, τις καταχωρηθείσες προσφυγές, χωρίς να εξετάσει τα νομικά επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι εφεσείοντες.
Στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης τους οι εφεσείοντες έκαμαν αναφορά στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης και ιδιαιτέρως στο ερώτημα που τέθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο, το οποίο ήταν ως εξής:
"Μπορούσαν, όμως, οι αιτητές να ασκήσουν προσφυγή χωρίς να γνωρίζουν τα ονόματα των διορισθέντων; Ασφαλώς όχι, αφού θα ήταν ο διορισμός τους που θα προσβαλλόταν ως η σχετική εκτελεστή διοικητική πράξη. Ήταν, όμως, δικαιολογημένο να παραμένουν αδρανείς οι αιτητές; Αναμένοντας τι; Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δεν απαιτείτο και δεν θα ήταν δυνατό να προγραμματίσουν στη βάση τέτοιου αβέβαιου ενδεχομένου το οποίο θα ήταν άγνωστο αν θα ακολουθούσαν .."
Με αυτό το ερώτημα, που απασχόλησε το Δικαστήριο, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος, είχε καταστεί απαραίτητο να γνωστοποιηθούν, στους εφεσείοντες, και τα ονόματα των επιλεγέντων προς διορισμό. Αυτή η γνωστοποίηση έγινε με τη δημοσίευση στις 18 Ιανουαρίου 2008. Αυτή είναι η ημερομηνία από την οποία θα έπρεπε να αρχίσει ο χρόνος των 75 ημερών. Οι συλλογισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί «αδράνειας» και «τελικής λέξης» είναι πρωτογενής και υποθετική σκέψη έξω από το Σύνταγμα και μη επιτρεπτή κρίση. Από τη στιγμή, πρόσθεσε ο συνήγορος, που δημοσιεύθηκε η απόφαση διορισμού των ενδιαφερομένων, αυτή και μόνο είναι, κατά το Σύνταγμα, η αφετηρία έναρξης της προθεσμίας των 75 ημερών. Σ' αυτή τούτη τη στιγμή οι εφεσείοντες απέκτησαν πλήρη γνώση των επιλεγέντων προσώπων.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων αναγνώρισε, στο πλαίσιο της συζήτησης της έφεσης ότι, η διοίκηση δεν είχε υποχρέωση να δημοσιεύσει τα ονόματα των διορισθέντων, πλην, όμως, από τη στιγμή που οι εφεσίβλητοι προχώρησαν σ' αυτή τη δημοσίευση «αυτοδεσμεύθηκαν», όπως είπε, από την πράξη τους. Τούτο ενισχύει το επιχείρημα περί σφάλματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθότι οι εφεσίβλητοι θεώρησαν ότι επιβαλλόταν χάριν διαφάνειας, η δημοσίευση των ονομάτων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, οπότε άρχιζε και η προθεσμία των 75 ημερών.
Αναφορικά με την υποχρέωση των εφεσειόντων να ενδιαφερθούν για να μάθουν τα ονόματα των επιλεγέντων, δεν χρειάστηκε, υποστήριξε ο κ. Αγγελίδης, να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια αφού, σε διάστημα ενός μηνός μετά τις επιστολές που έλαβαν, τα ονόματα των επιλεγέντων δημοσιεύθησαν.
Στην αντιπέρα πλευρά οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, υιοθετώντας το σκεπτικό της απόφασης όπως αυτό εκτίθεται, ιδιαιτέρως στις σελ. 3-9.
Με την επιστολή ημερ. 18 Δεκεμβρίου 2007, όπως είπε η ευπαίδευτη συνήγορος, οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν αναφορικά με τη διαδικασία πλήρωσης της συγκεκριμένης θέσης. Η ενεργοποίηση της προθεσμίας των 75 ημερών, όπως προσδιορίζεται στη συνταγματική επιταγή, άρχεται από την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης ή της πράξης ή, σε περίπτωση μη δημοσίευσης, από την ημέρα καθ' ην η πράξη περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος.
Στη συνέχεια η συνήγορος των εφεσιβλήτων έκαμε αναφορά και στο Άρθρο 4 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99), σύμφωνα με το οποίο, η ουσιαστική ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα που η βούληση του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Όταν δε ο Νόμος καθιστά συστατικό στοιχείο της πράξης τη δημοσίευση, η ουσιαστική ισχύς αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσης. Καθίσταται συνεπώς, έκδηλο, υποστήριξε η συνήγορος, ότι μόνο στις περιπτώσεις που νομοθετική διάταξη καθιστά συστατικό στοιχείο για την ολοκλήρωση της πράξης τη δημοσίευση της, ξεκινά ο χρόνος από την ημερομηνία της δημοσίευσης. Σ' όλες τις άλλες περιπτώσεις η ισχύς της διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημερομηνία που ο προσφεύγων έλαβε γνώση.
Η πλήρης γνώση, υποστήριξαν οι εφεσίβλητοι, δεν απαιτεί δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων, αλλά πλήρης θεωρείται η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ζημιά την οποία υφίσταται.
Ο περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμος του 2001 (Ν. 89(Ι)/2001) δεν επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση δημοσίευσης της διοικητικής πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Συνεπώς, προχώρησε η συνήγορος, ο χρόνος ενεργοποίησης των 75 ημερών είχε αρχίσει από την ημερομηνία που οι εφεσίβλητοι γνωστοποίησαν στους εφεσείοντες ότι η αίτηση τους δεν έγινε αποδεκτή. Το Άρθρο 146.3 θέτει δύο περιπτώσεις έναρξης της προθεσμίας των 75 ημερών, ήτοι, (α) τις περιπτώσεις που σχετική νομοθετική διάταξη απαιτεί δημοσίευση και (β) στις περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται τοιαύτη δημοσίευση. Σε περίπτωση αποδοχής της εισήγησης των εφεσειόντων θα δημιουργηθεί, υποστήριξε η συνήγορος, και μια τρίτη προϋπόθεση έξω από το πλαίσιο του Συντάγματος.
Η πληρότητα της γνώσης των εφεσειόντων κατέληξε, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καθότι υπήρχε επαρκής γνώση και πληροφόρηση για το ουσιαστικό στοιχείο της απόφασης, που ήταν η μη επιλογή τους για διορισμό. Γνώριζαν, συναφώς, με ακρίβεια τη βλάβη που υπέστησαν, που δεν ήταν άλλη παρά ο μη διορισμός τους. Θα μπορούσαν οι εφεσείοντες να καταβάλουν επιμέλεια έτσι ώστε να πληροφορηθούν και τα ονόματα των διορισθέντων, ένα βάρος απόδειξης το οποίο επιβάλλεται σ' αυτούς και δεν το έχουν αποσείσει. Είναι μια παράλειψη η οποία οδήγησε σε εκπρόθεσμη καταχώριση της προσφυγής.
Στην υπόθεση Θεοπέμπτου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1190, που μας παρέπεμψε ο συνήγορος των εφεσειόντων για υποστήριξη της θέσης του περί αναγκαιότητας πλήρους γνώσεως, ιδιαιτέρως ως προς το όνομα του επιλεγέντος, παρατηρούμε τα εξής:
Η ενεργοποίηση της προθεσμίας επέρχεται με τη γνώση, κάθε ουσιώδους πτυχής, της απόφασης και των επακόλουθων επιπτώσεων στα συμφέροντα του επηρεαζομένου. Στην υπόθεση Θεοπέμπτου, η αιτήτρια γνώριζε, από τις 18 Ιανουαρίου 1993, ότι δεν επιλέγηκε για διορισμό στη θέση. Δεν γνώριζε, όμως, αν υπήρχε και ποιο ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος. Συνεπώς, συμφωνούμε ότι η πιο πάνω απόφαση διαφοροποιείται και ούτε μπορεί ν' αποτελέσει αυθεντία προς ενίσχυση της θέσης των εφεσειόντων.
Είναι επίσης ορθή η κατάληξη πρωτοδίκως ότι «οι αιτητές πληροφορήθηκαν πως λήφθηκε απόφαση για διορισμό, πως οι ίδιοι δεν διορίστηκαν και πως διορίστηκαν άλλοι οι οποίοι και ενημερώθηκαν».
Είμαστε της γνώμης ότι ούτε η υπόθεση Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 385, μπορεί να ενισχύσει το επιχείρημα των εφεσειόντων. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στη θεσμοθετημένη υποχρέωση του Άρθρου 37(5) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (1/90), που επιβάλλει τη δημοσίευση ενός διορισμού. Συνεπώς, για την ενεργοποίηση της συνταγματικής επιταγής του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος, για την έναρξη της προθεσμίας απαιτείται να γίνει η δημοσίευση, ανεξαρτήτως άλλου γεγονότος.
Στην υπό κρίση υπόθεση και οι εφεσείοντες παραδέχονται ότι τέτοια δημοσίευση δεν απαιτείτο από τον περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμο (Ν. 89(Ι)/2001).
Ο συνήγορος των εφεσειόντων έκαμε επίσης αναφορά στην υπόθεση Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακος (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197, αναφορικά με την επάρκεια της γνώσης, όπου τονίστηκε ότι «η επάρκεια της γνώσης που κτάται κρίνεται κατά περίπτωση στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης».
Πρωτοδίκως σχολιάζεται από τον ευπαίδευτο συνάδελφο μας που, υιοθετώντας το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Θ.Δ. Τσάτσου, "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας″, Τρίτη Έκδοση, σελ. 76-77,
"Η ορθή λύση των πιο πάνω ζητημάτων - συνεχίζει ο ευπαίδευτος συγγραφέας - είναι η υπαγωγή τους στο γενικό κανόνα του υπολογισμού της προθεσμίας από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση του εκτελεστού περιεχομένου της πράξης και της ζημιάς την οποία υφίσταται, "ώστε επιμελούμενος του ιδίου συμφέροντος να λάβει γνώσιν και των στοιχείων των απαραιτήτων και των ειδικώς εκάστοτε δυνάμενων να χρησιμοποιηθώσιν, ίνα θεμελιώσει ούτος την κατά της ζημιούσης αυτόν πράξεως αίτησιν ακυρώσεως". Αν η δημοσίευση ή κοινοποίηση γίνεται μόνο σε περίληψη και η περίληψη τυγχάνει ελλιπής τόσο, ώστε να μη προκύπτει σαφώς και με βεβαιότητα η ζημιά που επέρχεται με τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη, η γνώση από μια τέτοια δημοσίευση ή κοινοποίηση δεν είναι πλήρης.
Ο ευπαίδευτος συγγραφέας κάμνει διάκριση ανάμεσα στην περίπτωση όπου ορισμένα στοιχεία είναι προσιτά στον ενδιαφερόμενο αν καταβάλει την οφειλόμενη επιμέλεια ανάλογα με τις περιστάσεις και την περίπτωση όπου τα στοιχεία είναι απρόσιτα στον ενδιαφερόμενο ακόμη και αν καταβάλει την οφειλόμενη επιμέλεια. Στην πρώτη περίπτωση η γνώση είναι πλήρης ″υπό την προϋπόθεσιν όμως, εάν πρόκειται περί δημοσιεύσεως, ότι προκύπτει εκ ταύτης σαφώς το ζημιογόνον αποτέλεσμα του περιεχομένου ως προς τον ενδιαφερόμενον. Εις την δευτέραν περίπτωσιν η γνώσις εκ της δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως είναι ελλιπής"."
κατέληξε με το εξής:
"Κατ' εφαρμογήν των πιο πάνω καταλήγω ότι οι προσφυγές είναι εκπρόθεσμες. Οι αιτητές είχαν πλήρη γνώση της εκτελεστής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε και, βεβαίως, των επιπτώσεων της ως προς τους ίδιους. Το εύλογο ήταν να προβούν σε κατάλληλες ενέργειες, δυνατότητα η οποία ασφαλώς τους προσφερόταν για να πληροφορηθούν τα ευκόλως προσιτά, όπως κρίνω, ονόματα των διορισθέντων."
(Βλ. επίσης L' Union Nat. Ltd. ν. Συμβούλιο Αποχ. Λεμεσού-Αμαθούντας (1998) 3 Α.Α.Δ. 513, στις σελ. 527 και 528).
Στην υπό εξέταση υπόθεση οι εφεσείοντες, με την επιστολή των εφεσιβλήτων, ημερ. 18 Δεκεμβρίου 2008, είχαν πλήρη γνώση, τόσο της απόφασης να μην διοριστούν όσο και της επιλογής τρίτων, στους οποίους γνωστοποιήθηκε η συγκεκριμένη απόφαση. Συνεπώς, η απραξία και η αδράνεια που επέδειξαν, που έγκειται στη μη αναζήτηση των ονομάτων των διορισθέντων, ορθώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι επηρέασε καταλυτικά την υπόθεση τους.
Διαφορετική προσέγγιση από την πιο πάνω του υπό εξέταση θέματος θα καθιστούσε το χρόνο έναρξης της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών αβέβαιο, αφού θα εξαρτάτο, σε κάθε περίπτωση, από το κατά πόσο η διοίκηση θα δημοσιεύσει ή όχι την απόφαση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εφόσον, θεσμικά, δεν έχει υποχρέωση προς τούτο. Η δημιουργία δε τέτοιας προσδοκίας σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δηλαδή ότι πιθανόν να υπάρξει δημοσίευση, η οποία μπορεί και να μην ευοδωθεί ποτέ, δυνατό να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη αδικία, λόγω της απώλειας του χρόνου των 75 ημερών.
Με γνώμονα τα πιο πάνω δεν έχουμε πεισθεί ότι υπήρξε λάθος στην πρωτόδικη διαδικασία και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.