ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:C130

(2016) 3 ΑΑΔ 118

1 Μαρτίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΓεΩργιοσ ΑΠοστΟλου,

 

Εφεσείων-Αιτητής,

 

v.

 

ΚυΠριακΗΣ ΔημοκρατΙΑΣ, μΕσω

ΥΠουργεΙου ΣυγκοινωνιΩν και Εργων,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 147/2010)

 

 

Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από απορριπτική απόφαση σε προσφυγή η οποία δεν Εφεσιβλήθηκε ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε στην εξετασθείσα περίπτωση.

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Το Δικαστήριο αναφέρεται μόνο στα θέματα που εγείρονται από τα μέρη στην Έφεση ― Δεν προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και οποιοσδήποτε ισχυρισμός επί τούτου δεν εξετάζεται από το Δικαστήριο ― Περιστάσεις.

 

Ο Εφεσείων επεδίωξε με την έφεσή του, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της πράξης διαγραφής του από τον Τελικό Κατάλογο Εκτάκτων Τεχνικών στη Δημόσια Υπηρεσία.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Ο Πρωτόδικος Δικαστής υιοθέτησε και συμφώνησε πλήρως με το σκεπτικό της απόφασης ημερ. 30.4.2010 στην υπόθεση 1271/2008 στην οποία εξετάστηκαν παρόμοια θέματα όπως και αυτά που θίγοντο από τον Εφεσείοντα με την αίτηση ακυρώσεως του στην υπό κρίση πρωτόδικη διαδικασία. Η κρίση του Δικαστηρίου στην 1271/2008 στα θέματα αυτά, εφόσον η απόφαση δεν εφεσιβλήθη, κατέστη τελεσίδικη όπως πολύ ορθά παρατήρησε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το Δικαστήριο παρατήρησε πως ο Εφεσείων πράγματι και στις δύο υποθέσεις ακυρώσεως (1271/2008 και 607/2008) ήγειρε τους ίδιους λόγους που αφορούσαν μία και μοναδική απόφαση, αυτήν της Επιτροπής Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων ημερ. 7.2.2008. Οι λόγοι που πρόβαλε ο Εφεσείων εξετάσθησαν από το Δικαστήριο στη 1271/2008 και απερρίφθησαν ως ανυπόστατοι. Τα θέματα αυτά όπως και οι υπόλοιποι λόγοι που εξετάσθησαν και απερρίφθησαν από το Δικαστήριο, αποτελούν δεδικασμένο εφόσον υπάρχει τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου, ταυτότητα προσώπων και αντικειμένων και κατά συνέπεια δεν είναι επιτρεπτή η διαφορετική κρίση των θεμάτων αυτών.

 

Επίσης λανθασμένη κρίνεται και η εισήγηση, του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα, ότι το θέμα του δεδικασμένου δεν ηγέρθη από πλευράς Εφεσιβλήτων και ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, από μόνο του, το εξέτασε. Όπως φαίνεται από το πρακτικό της πρωτόδικης διαδικασίας ημερ. 8.6.2010 τέθηκε το θέμα από την συνήγορο που χειριζόταν τότε την υπόθεση για τους Εφεσίβλητους, με άδεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και χωρίς ένσταση από πλευράς Εφεσειόντων παρουσιάσθη και κατετέθη η απόφαση στην Υποθ. Αρ. 1271/2008 και αμφότεροι οι συνήγοροι αγόρευσαν επί του θέματος.

 

Ο Εφεσείων επιπλέον παραπονείται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πρωτογενώς ως «παράνομη» την προηγούμενη υπηρεσία του με αποτέλεσμα να μην χωρεί ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας. Το Δικαστήριο αποφάσισε πως εφόσον με την Έφεση δεν προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά το πρώτο μέρος της, που αφορά την απουσία των προαναφερθέντων προσώπων, η εξέταση του υπόλοιπου μέρους που θίγεται με τον τρίτο λόγο Έφεσης μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον έχει και δεν προσφέρει οτιδήποτε περισσότερο.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Γεώργιος Αποστόλου ν. Δημοκρατίας,Υποθ. Αρ. 1271/2008, ημερ. 30.4.2010,

 

Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη κ.α. (2003) 3 Α.Α.Δ. 625,

 

Pieris v. Republic C.L.R. 1054,

 

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

 

Λοΐζου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (2003) 3 Α.Α.Δ. 242.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 607/2008) ημερ. 20/7/2010.

 

Α. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα/Αιτητή.

 

Κ. Σταυρινός, για τους Εφεσίβλητους/Καθ' ων η Αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ..

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων με τρεις λόγους Έφεσης, προσβάλλει ως λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση που δόθηκε στις 20.7.2010, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ακυρώσεως αρ. 607/2008.  Με την άνω αίτηση του ο Εφεσείοντας/Αιτητής επεδίωκε ακύρωση απόφασης των Εφεσίβλητων/Καθ' ων η Αίτηση, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 15.2.2008, με την οποία ο Εφεσείων διεγράφη από τον Τελικό Κατάλογο Εκτάκτων Τεχνικών στη Δημόσια Υπηρεσία ενώ τα Ε.Μ. 1 και 2 κατετάγησαν στη δεύτερη και τρίτη θέση του Καταλόγου αντίστοιχα.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν έχουν αμφισβητηθεί. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

 

«Το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, στο εξής «το Τμήμα», στις 2.11.2007, δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, γνωστοποίηση για την πρόσληψη έκτακτων εξωτερικών τεχνικών για τις ανάγκες του Τμήματος, για το έτος 2007-2008.  Σύμφωνα με την ανακοίνωση τα απαιτούμενα προσόντα για την υποβολή της αίτησης ήταν:-

 

«(α) Δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου ή άλλο ισότιμο προσόν τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών, στη Μηχανολογία ή/και στη Μηχανική Αυτοκινήτων,

 

ή

(β)   Απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης στην ειδικότητα της Μηχανικής Αυτοκινήτων.»

 

Ακολούθως, όλες οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν αξιολογήθηκαν σύμφωνα με τα κριτήρια που έθεσε η Τριμελής Ειδική Επιτροπή για την πρόσληψη στην επίδικη θέση. Μεταξύ των υποψηφίων ήταν ο Αιτητής και τα ΕΜ. Ο Αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήδη εργαζόταν στο Τμήμα και στην επίδικη θέση ως δεκαπενθήμερος έκτακτος υπάλληλος.

 

Στη συνέχεια, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 21.12.2007, ο προκαταρκτικός κατάλογος των υποψηφίων, ενώ δόθηκε προθεσμία 15 ημερών για την υποβολή ενστάσεων κατά του καταλόγου. Στον κατάλογο αυτό ο Αιτητής κατατάγηκε στην 4η θέση, με βαθμό 64.36 ενώ τα ΕΜ στη 2η και 3η θέση εξασφαλίζοντας 73.91 και 66.25 αντίστοιχα.

 

Ο Αιτητής υπέβαλε ένσταση μέσω του δικηγόρου του, ισχυριζόμενος ότι υπερτερούσε σε αρχαιότητα, πείρα, τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, κατέχοντας δύο διαφορετικούς τίτλους Μηχανολογίας, καθώς και όλες τις επαγγελματικές άδειες οδήγησης, έναντι των δύο ΕΜ.

 

Στις 29.1.2008 η Τριμελής Επιτροπή Αξιολόγησης Ενστάσεων συνεδρίασε και εξέτασε την ένσταση του Αιτητή, αποδεχόμενος ότι όσον αφορά την πείρα του, αυτός δικαιούται 8 μονάδες για «Εμπειρία και Πρακτική Γνώση» και 20 μονάδες για «Σχετική Πείρα με τα καθήκοντα της θέσης». Όμως η Τριμελής Επιτροπή Αξιολόγησης εντόπισε πρόβλημα ως προς τα προσόντα που κατείχε. Συγκεκριμένα, στο πιστοποιητικό Ισπανικής Σχολής που κατείχε, ως  ισοδύναμο δίπλωμα του ΑΤΙ και το οποίο είχε αποκτηθεί με αλληλογραφία, δεν αναγραφόταν η χρονική περίοδος φοίτησης αλλά και ούτε υπήρχε ισοδυναμία με το ΑΤΙ από το ΚΥΣΑΤΣ.  Επίσης, η Επιτροπή εντόπισε ότι ο Αιτητής κατέχει δίπλωμα του ΑΤΙ στην Ναυτομηχανική, ενώ αυτή η ειδικότητα του δεν είναι ισοδύναμη με την απαιτούμενη στη Μηχανολογία ή τη Μηχανική Αυτοκινήτων, σύμφωνα με τα απαιτούμενα προσόντα της προκήρυξης. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι ο Αιτητής δεν κατέχει άλλο Απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης στην ειδικότητα της Μηχανικής Αυτοκινήτων. Έτσι ενόψει αυτών των διαπιστώσεων, η Επιτροπή Ενστάσεων παρέπεμψε, προς εξέταση, το ζήτημα στην Επιτροπή Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων, η οποία σε συνεδρίαση της στις 7.2.2008, αποφάσισε να διαγράψει τον Αιτητή από τον τελικό κατάλογο που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 15.2.2008.»

 

Ο Εφεσείων/Αιτητής προσέβαλε την απόφαση της 15.2.2008 με 4 λόγους ακύρωσης:

 

(1) Παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης,

(2) μη δέουσα έρευνα ως προς το αν τα κατεχόμενα διπλώματα του Αιτητή είναι ισοδύναμα με τα απαιτούμενα,

(3) μη δέουσα αιτιολογία και

(4) παραβίαση της αρχής της ισότητας.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίδοντας την απόφαση του αναφέρθηκε στην αίτηση ακυρώσεως του Αιτητή, Γεώργιος Αποστόλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1271/2008, ημερ. 30.4.2010, (η απόφαση στην οποία εκδόθηκε 3 μήνες πριν την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση) και έκρινε ότι σε εκείνη απεφασίσθησαν παρόμοια θέματα με αυτά των λόγων ακύρωσης 1-3 στην ενώπιον του διαδικασία. Συμφώνησε και υιοθέτησε την απόφαση εκείνη αναφορικά με τα θέματα αυτά.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τον 4ο λόγο ακύρωσης ενόψει του ότι ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα/Αιτητή περί ανισότητας στρεφόταν εναντίον δύο άλλων συναδέλφων του οι οποίοι δεν ήταν ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην υπόθεση αλλά και σύμφωνα με το Άρθρο 39 του Περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του Ν.1999 (Ν.158(Ι)/1999), κατά το οποίο δεν αναγνωρίζεται ισότητα στην παρανομία. Ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα/Αιτητή ήταν ότι δύο συναδέλφοι του εξακολουθούσαν να υπηρετούν στο ίδιο Τμήμα κατέχοντες το ίδιο πτυχίο με τον ίδιο.

 

Να σημειωθεί, όπως και το Πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει στην προσβαλλόμενη απόφαση του, ότι η απόφαση στην υπόθεση αρ. 1271/2008 ημερ. 30.4.2010 δεν εφεσιβλήθη.

 

Οι τρεις λόγοι με τους οποίους προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση είναι ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι:

 

(1) Παρά το σύνολο των δεδομένων η διαδικασία λήψης της αποφάσεως διαγραφής του Εφεσείοντα από τον Πίνακα Εκτάκτων Τεχνικών δεν παραβίαζε το δικαίωμα ακρόασης.

(2) Η Επιτροπή Πρόσληψης ορθά και αρμόδια χωρίς έρευνα, μετά από εισήγηση της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων ότι το προσόν του Εφεσείοντα που είναι αναγνωρισμένο στην χώρα απόκτησης του (την Ισπανία) αλλά και από το Υπουργείο Παιδείας (τουλάχιστον ως μεταλυκειακού κύκλου) δεν ήταν το προβλεπόμενο αναγκαίο προσόν και ότι ορθά διαγράφηκε από τον σχετικό Πίνακα και απώλεσε την εργασία του και διόρισαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

(3) Η προηγούμενη υπηρεσία του Εφεσείοντα ήταν «παράνομη» και άρα δεν χωρούσε ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα με την ικανή αγόρευση του και με αναφορά σε νομολογία υποστήριξε τους λόγους Έφεσης. Θα αναφερθούμε στις εισηγήσεις και θέσεις του πιο κάτω.

 

Πρώτος και Δεύτερος λόγος Έφεσης

 

Υπεστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε πρωτογενώς, επικαλούμενο άλλη απόφαση σε προσφυγή ότι, δεν παραβιάστηκε δήθεν το δικαίωμα ακρόασης του Εφεσείοντα, χωρίς να ακούσει ή χωρίς να έχει και επιχειρήματα της άλλης πλευράς και να θεωρήσει ότι συνέτρεχε δεδικασμένο χωρίς να τίθεται τέτοιο θέμα από την άλλη πλευρά. Η θεώρηση υπό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε δεδικασμένο είναι λανθασμένη καθότι εκείνο που απεφασίσθη στην 1271/2008 επί Δημόσιου Δικαίου δεν μπορεί να είναι δεσμευτικό αφού πρώτα απεφάσισε ότι η διαφορά είναι Ιδιωτικού Δικαίου.

 

Αντίθετη είναι η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των Καθ' ων η Αίτηση ο οποίος, υποστηρίζοντας την Πρωτόδικη Απόφαση, έθεσε ότι κατά το χρόνο έκδοσης της υπήρχε δεδικασμένο λόγω της απόφασης στην προσφυγή 1271/2008, η οποία αφορούσε την ουσία των εγειρόμενων επίδικων θεμάτων στην υπό κρίση πρωτόδικη διαδικασία, αναφορικά με το θέμα των προσόντων του Εφεσείοντα, το δικαίωμα ακρόασης, το θέμα της έρευνας επί των προσόντων του Αιτητή και υπό το φως των Διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου.

 

Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθησαν ενώπιον μας.  Πιστεύουμε ότι είναι κατάλληλο στάδιο να θέσουμε το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που ενδιαφέρει το εξεταζόμενο θέμα.  Αυτό έχει ως ακολούθως:

 

«Κατ' αρχάς, πριν από την εξέταση των πιο πάνω λόγων ακύρωσης, θα ήθελα να σημειώσω ότι ο Αιτητής πριν την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, είχε καταχωρήσει την προσφυγή Γεώργιος Αποστόλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1271/2008, ημερ. 30.4.2010, η οποία αφορούσε τα ίδια γεγονότα, αλλά στρεφόταν εναντίον του τερματισμού της πέραν των τριάντα μηνών έκτακτης υπηρεσίας του, ενώ η εργοδότηση του ήταν πλέον αορίστου χρόνου. Το Δικαστήριο αποφάσισε  ότι η προσφυγή του δεν ευσταθούσε. Σ' εκείνη την υπόθεση, το Δικαστήριο κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να αποφασίσει παρόμοια θέματα με αυτά που εγείρονται με τους λόγους 1-3 στην παρούσα διαδικασία. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον ο Αιτητής ικανοποιεί τα απαραίτητα προσόντα για τη θέση, κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι εργοδοτούσαν τον Αιτητή ως έκτακτο δημόσιο υπάλληλο από το 2004, είχαν υποχρέωση να τον ακούσουν προτού τον κρίνουν μη προσοντούχο.  Επίσης, το Δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει και για το θέμα της ισοτιμίας του Ισπανικού διπλώματος του Αιτητή. Ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ, ο οποίος επιλήφθηκε της προσφυγής, θεώρησε ότι εναπόκειτο στον Αιτητή και όχι στους Καθ' ων η αίτηση να εξασφαλίσει από το ΚΥΣΑΤΣ το σχετικό πιστοποιητικό ισοτιμίας του Ισπανικού διπλώματός του. Το ότι ο Αιτητής ήδη υπηρέτησε ως έκτακτος σε προηγούμενα χρόνια, δεν διαφοροποιούσε την κατάσταση, εφόσον η εργοδότηση του «ήταν πάνω σε έκτακτη βάση, χωρίς να αποκτούνται σ' αυτήν οποιαδήποτε κεκτημένα δικαιώματα ..». Όπως ανέφερε στη συνέχεια της απόφασής του:-

 

«Έπεται πως η απασχόληση του αιτητή πάνω σε έκτακτη βάση κάθε φορά δεν δημιουργούσε οποιαδήποτε δικαιώματα εφόσον ήταν αναγκαία η εκ νέου υποβολή αίτησης για νέα έκτακτη υπηρεσία στη βάση των υποστηρικτικών δεδομένων που προωθούσε κάθε φορά ο αιτητής. Ως εκ τούτου, έστω και αν δεν είχε προηγουμένως εντοπιστεί πρόβλημα στην ισοτιμία του Ισπανικού πιστοποιητικού με δίπλωμα του ΑΤΙ ή άλλου ισοτίμου τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών προσόντος, δεν σήμαινε ότι δεν θα ήταν δυνατό να εντοπιστεί εκ των υστέρων το πρόβλημα από την Επιτροπή Ενστάσεων, διορθώνοντας έτσι το οποιοδήποτε καλόπιστο λάθος είχε γίνει στην εξέταση των προηγούμενων αιτήσεων από τον αιτητή. Ούτε και βεβαίως δύναται να γίνεται λόγος για ανάκληση προηγούμενης υφιστάμενης και διαρκούσας προς όφελος του αιτητή κατάστασης πραγμάτων, εφόσον η κάθε εργοδότηση του ήταν πάνω σε τακτή και περιορισμένη βάση.»

 

Στη συνέχεια, αφού σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν διέθετε πιστοποιητικό αναγνώρισης από αρμόδιο σώμα αξιολόγησης τίτλων, είτε της Ισπανίας, είτε της Κύπρου, κατέληξε ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου και ούτε οι Καθ'ων η αίτηση ήταν υποχρεωμένοι οι ίδιοι να διερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα.

 

Αναφορικά με το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, o Ναθαναήλ, Δ. κατέληξε ότι:-

 

«Ενόψει όλων των πιο πάνω δεν τίθετο θέμα αφαίρεσης οποιουδήποτε κεκτημένου δικαιώματος από τον αιτητή ώστε να θεωρείται η απόφαση των καθ'ων ήταν δυσμενούς φύσης στην έννοια του Άρθρου 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ώστε να έπρεπε να δοθεί προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης στον αιτητή.

 

Η εκτίμηση των δεδομένων ήταν στην υπό κρίση περίπτωση επιτρεπτή και η διαφορετική αντιμετώπιση τους εύλογη.  Ακόμη και ανάκληση να θεωρείτο (που δεν είναι η περίπτωση), αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 209, ότι δεν απαιτείται προηγούμενη κλήτευση εκείνου υπέρ του οποίου  είχε αρχικά εκδοθεί η πράξη.»

 

Στην πιο πάνω απόφαση, δεν ασκήθηκε έφεση, με αποτέλεσμα να καταστεί τελεσίδικη. Επειδή τα ζητήματα που εγείρονται με τους λόγους 1, 2 και 3 στην παρούσα προσφυγή, είναι τα ίδια, υιοθετώ το σκεπτικό του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ, με το οποίο συμφωνώ πλήρως. ....»

 

Συνεπώς εκείνο που παρατηρείται είναι ότι ο Πρωτόδικος Δικαστής υιοθέτησε και συμφώνησε πλήρως με το σκεπτικό της απόφασης ημερ. 30.4.2010 στην υπόθεση 1271/2008 στην οποία εξετάστηκαν παρόμοια θέματα όπως και αυτά που θίγοντο από τον Εφεσείοντα με την αίτηση ακυρώσεως του στην υπό κρίση πρωτόδικη διαδικασία. Η κρίση του Δικαστηρίου στην 1271/2008 στα θέματα αυτά, εφόσον η απόφαση δεν εφεσιβλήθη, κατέστη τελεσίδικη όπως πολύ ορθά παρατηρεί και το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Στην Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 625 τονίστηκε από την Ολομέλεια ότι η εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου προϋποθέτει (α) τελεσίδικη απόφαση, (β) ταύτιση διαδίκων, (γ) ταύτιση της ιδιότητας των διαδίκων και (δ) ταύτιση των επίδικων θεμάτων.

 

Ο Κανόνας του «Δεδικασμένου» καθορίζει:

 

«Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή ημιδεδικασμένο (quasi record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που έχει αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων» (Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, Volume 15, p. 336).

 

Οι Αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο Αστικό Δίκαιο δεν διαφέρουν από τις Αρχές που ισχύουν στο Διοικητικό Δίκαιο (βλ. Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατία (1995) 3 Α.Α.Δ. 349).

 

Εις την παρούσα υπόθεση παρατηρούμε ότι ο Εφεσείων πράγματι και στις δύο υποθέσεις ακυρώσεως (1271/2008 και 607/2008) ήγειρε μεταξύ άλλων και τους ίδιους λόγους που αφορούσαν:

 

(1) Παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης,

(2) μη δέουσα έρευνα ως προς το αν τα κατεχόμενα διπλώματα του Αιτητή είναι ισοδύναμα με τα απαιτούμενα,

(3) μη δέουσα αιτιολογία.

 

Όλοι οι πιο πάνω λόγοι αφορούσαν μία και μοναδική απόφαση, αυτήν της Επιτροπής Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων ημερ. 7.2.2008.

 

Οι πιο πάνω λόγοι, εξετάσθησαν από το Δικαστήριο στη 1271/2008 και απερρίφθησαν ως ανυπόστατοι.  Τα θέματα αυτά όπως και οι υπόλοιποι λόγοι που εξετάσθησαν και απερρίφθησαν από το Δικαστήριο, αποτελούν δεδικασμένο εφόσον υπάρχει τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου, ταυτότητα προσώπων και αντικειμένων και κατά συνέπεια δεν είναι επιτρεπτή η διαφορετική κρίση των θεμάτων αυτών (βλ. Δακτόγλου - Γενικό Διοικητικό Δίκαιο σελ. 122, 229-132). Η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα ότι η κρίση του Δικαστηρίου στην 1271/2008 επί των άνω θεμάτων δεν είναι δεσμευτική καθότι αυτό απεφάσισε πρώτα ότι η ενώπιον του διαφορά είναι Ιδιωτικού Δικαίου δεν είναι ορθή εφόσον ο Εφεσείων επέλεξε όπως μη εφεσιβάλει την απόφαση στη 1271/2008 με απόρροια τη δέσμευση του επί των αποφασισθέντων. Σύμφωνα με το Άρθρο 59(1) του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99 «οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική ισχύει έναντι του αιτούντος.  Η απορριπτική απόφαση δημιουργεί σχετικό ουσιαστικό δεδικασμένο το οποίο συνίσταται στο ανεπίτρεπτο της αμφισβήτησης του ήδη κριθέντος ζητήματος μεταξύ των ιδίων των διαδίκων σε άλλη δίκη». (βλ. Η Δράση και ο Έλεγχος  της Δημόσιας Διοίκησης του Ν. Χαραλάμπους, 2η Έκδοση, σελ. 374.)

 

Επίσης λανθασμένη κρίνεται και η εισήγηση, του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα, ότι το θέμα του δεδικασμένου δεν ηγέρθη από πλευράς Εφεσιβλήτων και ότι το Πρωτόδικο  Δικαστήριο, από μόνο του, το εξέτασε.  Όπως φαίνεται από το πρακτικό της πρωτόδικης διαδικασίας ημερ. 8.6.2010 τέθηκε το θέμα από την συνήγορο που χειριζόταν τότε την υπόθεση για τους Εφεσίβλητους (κα Πετρίδου), με άδεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και χωρίς ένσταση από πλευράς Εφεσειόντων παρουσιάσθη και κατετέθη η απόφαση στην Υποθ. Αρ. 1271/2008 και αμφότεροι οι συνήγοροι αγόρευσαν επί του θέματος. Συνεπώς η όποια αιτίαση προς την αντίθετη κατεύθυνση, από πλευράς Εφεσείοντα στο παρόν στάδιο, δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Πέραν όμως των πιο πάνω θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε, και ορθά έπρεπε, να εξετάσει το θέμα ύπαρξης ή μη δεδικασμένου εξ' ιδίας πρωτοβουλίας (ex proprio motu) (βλ. Λοΐζου ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (2003) 3 Α.Α.Δ. 242).

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

Παραπονείται ο Εφεσείων ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πρωτογενώς ως «παράνομη» την προηγούμενη υπηρεσία του Εφεσείοντα με αποτέλεσμα να μην χωρεί ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας.

 

Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα ότι η σχέση του Εφεσείοντα για τα προηγούμενα χρόνια απασχόλησης του ως Έκτακτος Τεχνικός στη Δημόσια Υπηρεσία ήσαν Διοικητικές Πράξεις που είχαν υπέρ τους τη βεβαιότητα του τεκμηρίου νομιμότητας και δεν χωρούσε τώρα παρεμπίπτουσα και πρωτογενής μάλιστα κρίση του Δικαστηρίου χωρίς μάλιστα να τεθεί ως επίδικο θέμα στην Αίτηση και/ή γραπτές αγορεύσεις.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση αντιτείνει ότι η ως άνω προσβαλλόμενη κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επηρεάζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εφόσον η κατ' ισχυρισμόν παραβίαση της αρχής της ισότητας δεν μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο σύγκρισης και κρίσης με πρόσωπα που δεν είναι ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης έχει ως ακολούθως:

 

«Παραβίαση της αρχής της ισότητας - Λόγος ακύρωσης 4

 

Παραμένει προς εξέταση ο τέταρτος λόγος ακύρωσης, με τον οποίο ο Αιτητής προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας.  Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι σε αντίθεση με τον Αιτητή, στο ίδιο κυβερνητικό τμήμα που υπηρετούσε ως έκτακτος, εξακολουθούν να υπηρετούν δύο πρόσωπα τα οποία κατέχουν το ίδιο πτυχίο με τον ίδιο, ήτοι δίπλωμα του ΑΤΙ στη Ναυτομηχανική, ενώ ο ίδιος με το ίδιο πτυχίο, κρίθηκε ως μη προσοντούχος.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Συμφωνώ με τις θέσεις της συνηγόρου των Καθ'ων η αίτηση, ότι αφενός μεν τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται ονομαστικά ο συνήγορος του Αιτητή, δεν είναι ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα υπόθεση, η οποία αφορά στη σειρά κατάταξης του Αιτητή στον τελικό Κατάλογο και τη διαγραφή του από αυτόν και όχι στα προσόντα των δύο άλλων προσώπων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 39 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999), δεν αναγνωρίζεται ισότητα στην παρανομία, γιατί στην ουσία ο Αιτητής κατείχε παράνομα τη θέση, αφού δεν ήταν κάτοχος των απαιτούμενων προσόντων.»

 

Συμφωνούμε με την προσέγγιση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσίβλητων.  Εφόσον με την Έφεση δεν προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά το πρώτο μέρος της, που αφορά την απουσία των προαναφερθέντων προσώπων, η εξέταση του υπόλοιπου μέρους που θίγεται με τον τρίτο λόγο Έφεσης μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον έχει και δεν προσφέρει οτιδήποτε περισσότερο.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα να είναι εις βάρος του Εφεσείοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο