ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C569
(2016) 3 ΑΑΔ 738
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 147/2011)
22 Δεκεμβρίου 2016
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜ. ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Εφεσείοντες/Καθ΄ων η Αίτηση
ΚΑΙ
ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΜΠΑΚΑ
Εφεσίβλητου/Αιτητή
------------------
Α. Ζερβού (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.
Α.Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσίβλητο.
------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Τον Δεκέμβριο του 2006 ο εφεσίβλητος ήταν εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο Ποταμίτισσας και στις κοινοτικές εκλογές που έγιναν τότε, εξελέγη μέλος του κοινοτικού συμβουλίου. Το 2008 όμως, μετά από πληροφορία ότι ο εφεσίβλητος είχε αλλάξει διεύθυνση πριν από τις εκλογές, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού θεωρώντας ότι είχε όντως τη συνήθη διαμονή του στον Δήμο Κάτω Πολεμιδιών, τον διέγραψε, δυνάμει του άρθρου 100(3) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(Ι)/2002), από τον εκλογικό κατάλογο Ποταμίτισσας και τον ενέγραψε στον αντίστοιχο κατάλογο του Δήμου Κάτω Πολεμιδιών. Ταυτόχρονα, τον πληροφόρησε ότι, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 16(2)(ζ) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/1989) «παύετε να είστε μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Ποταμίτισσας γιατί έχετε διαγραφεί από τον εκλογικό κατάλογο της οικείας Κοινότητας».
Το άρθρο 100 του Ν. 141(Ι)/2002 παρέχει εξουσία για διόρθωση εκλογικού καταλόγου ως ακολούθως:
«Διόρθωση εκλογικού καταλόγου
100.—(1)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 101 του Νόμου αυτού, όταν ο εκλογέας που είναι εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο αλλάξει τη διεύθυνση της κατοικίας του και το γεγονός αυτό περιέλθει σε γνώση του Τμήματος, ή της Υπηρεσίας Εκλογικού Καταλόγου που λειτουργεί στις Επαρχιακές Διοικήσεις, η Υπηρεσία προχωρεί στην εξέταση του θέματος αυτού σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3).
(β) Πληροφορία ως προς την αλλαγή της διεύθυνσης της κατοικίας εκλογέα δύναται να δοθεί στο Τμήμα από τον οικείο Έπαρχο ή από τον κοινοτάρχη της κοινότητας στην οποία διέμενε ο επηρεαζόμενος εκλογέας ή από οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(2) Όταν ληφθεί τέτοια πληροφορία το Τμήμα προβαίνει σε οποιαδήποτε απαραίτητη έρευνα αφού ακούσει και το επηρεαζόμενο πρόσωπο, με σκοπό να εκδώσει την απόφαση της.
(3) Μετά τη διεξαγωγή της εν λόγω έρευνας το Τμήμα εκδίδει την απόφασή της την οποία γνωστοποιεί σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο και προβαίνει στις αναγκαίες διορθώσεις του εκλογικού καταλόγου.
(4) Η δυνάμει του παρόντος άρθρου διαδικασία, για διόρθωση του εκλογικού καταλόγου λόγω αλλαγής της διεύθυνσης της κατοικίας εκλογέα, δεν εφαρμόζεται για περίοδο ενός χρόνου πριν από εκλογές που διενεργούνται για τα δημοτικά και/ή για τα κοινοτικά συμβούλια.»
Το δε άρθρο 16(2) του Ν. 86(Ι)/1999 ορίζει κωλύματα εκλογιμότητας και ασυμβίβαστα στα οποία περιλαμβάνεται η διαγραφή από τον οικείο εκλογικό κατάλογο:
«Προσόντα εκλογιμότητας, κωλύματα εκλογιμότητας και ασυμβίβαστα
16(1) ..............................
16(2) Δεν μπορεί να διατελεί κοινοτάρχης ή μέλος Συμβουλίου πρόσωπο το οποίο-
................................
(ζ) έχει διαγραφεί από τον εκλογικό κατάλογο,
.................................»
Ο εφεσίβλητος καταχώρισε προσφυγή προς ακύρωση των παραπάνω αποφάσεων, προβάλλοντας ως κεντρικό επιχείρημα ότι η διοικητική παρεμβολή δια της οποίας ανατράπηκε η λαϊκή εντολή που έθεσε τον εφεσείοντα στο αξίωμα του μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου ήταν παράνομη και αντισυνταγματική, εφόσον τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επέλθει μόνο με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο εκλογικής αίτησης. Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι δεν υπήρχε τέτοιος περιορισμός από το Νόμο και ειδικά από το άρθρο 100.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ζήτησε ειδικώς τις απόψεις των μερών σε σχέση με το άρθρο 100 και ειδικότερα σε σχέση με την πρόνοια του εδαφίου (4) δια της οποίας αποκλείεται η διόρθωση εκλογικού καταλόγου λόγω αλλαγής διεύθυνσης για περίοδο ενός χρόνου πριν από τις εκλογές για τα δημοτικά και/ή τα κοινοτικά συμβούλια.
Θεώρησε ο αδελφός Δικαστής που επελήφθη πρωτοδίκως, ότι από το εδάφιο 4 συνάγεται πως οι εκλογές θα πρέπει να διεξάγονται στη βάση του εκλογικού καταλόγου ο οποίος θα πρέπει να μένει, κατά τον τελευταίο χρόνο, αναλλοίωτος. Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, αν και το πραγματικό υπόβαθρο, δηλαδή η κατ΄ισχυρισμό αλλαγή της διεύθυνσης προϋπήρχε των εκλογών, το ζήτημα δεν μπορούσε να εγερθεί για περίοδο ενός χρόνου πριν από τις εκλογές. Πώς θα μπορούσε το ίδιο ζήτημα να εγερθεί μετά, διερωτήθηκε το Δικαστήριο, καταλήγοντας ότι ο Νόμος ορθά ερμηνευόμενος, δεν επιτρέπει να γίνει μετά τις εκλογές εκείνο που δεν ήταν νόμιμο να γίνει πριν από τις εκλογές, κατά ανατροπή πλέον του αποτελέσματός τους και ότι διαφορετική προσέγγιση θα συνιστούσε καταστρατήγηση του Νόμου.
Καλώντας μας να ανατρέψουμε την παραπάνω προσέγγιση η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι εν προκειμένω υπήρξε απλώς και μόνο εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 100, σύμφωνα με τις οποίες όταν ληφθεί πληροφορία περί αλλαγής διεύθυνσης κατοικίας εκλογέα, τότε το αρμόδιο Τμήμα προβαίνει στην απαραίτητη έρευνα και αναλόγως προβαίνει στις αναγκαίες διορθώσεις του εκλογικού καταλόγου. Τούτο και έγινε στην υπό εξέταση περίπτωση, κατόπιν πληροφορίας που έδωσε ενδιαφερόμενο πρόσωπο μετά τις εκλογές. Η διοίκηση δεν ενομιμοποιείτο να εξετάσει κατά πόσο ο πληροφοριοδότης κατείχε την πληροφορία από προηγουμένως και εν πάση περιπτώσει ο Νόμος δεν θέτει χρονικό περιορισμό. Εφόσον υπήρχε καταγγελία, το αρμόδιο Τμήμα θα έπρεπε να την εξετάσει, κατέληξε. Από δικής του πλευράς ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι με τον τρόπο εφαρμογής του άρθρου 100 που εισηγείται η Δημοκρατία, καταστρατηγείται η αποκλειστική αρμοδιότητα του εκλογοδικείου.
Ο εύστοχος τρόπος που έθεσε το ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο καθιστά αχρείαστα τα πολλά λόγια, παρά τη σημασία του νομικού ζητήματος που εγείρεται. Είναι όντως φανερή η επιδίωξη του νομοθέτη οι εκλογές να διενεργούνται επί αποκρυσταλλωμένου, κατά τον τελευταίο πριν τις εκλογές χρόνο, εκλογικού καταλόγου. Τούτο σημαίνει πως ακόμα και διαπιστωμένη πληροφορία περί αλλαγής της διεύθυνσης κατοικίας εκλογέα, δεν θα μπορούσε κατ΄εκείνη την περίοδο να οδηγήσει σε διόρθωση εκλογικού καταλόγου κατ΄εφαρμογή του άρθρου 100. Συνεπακόλουθα, δεν θα μπορούσε, κατά την ίδια περίοδο, να εγερθεί μέσα από τέτοια διαδικασία, όπως αυτή που ακολουθήθηκε εν προκειμένω, ζήτημα κωλύματος εκλογιμότητας ή ασυμβιβάστου λόγω διαγραφής από τον εκλογικό κατάλογο, κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 16(2) του Ν. 86(Ι)/1999.
Το ζήτημα όμως θα μπορούσε να είχε νομίμως εγερθεί με διαφορετικό τρόπο. Όπως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκλογικές αιτήσεις κρίθηκαν παραδεκτές και εξετάστηκαν στην ουσία τους, χωρίς να είχε προηγουμένως, με διοικητική απόφαση, διορθωθεί ο εκλογικός κατάλογος (βλ. τις αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας στις Κόρακας ν. Γεωργίου κ.α. (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1935 και Αντωνίου ν. Θεοδώρου κ.α. (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1944). Υπέδειξε μάλιστα περαιτέρω ότι η Πλήρης Ολομέλεια με ενδιάμεση απόφασή της στην πρώτη υπόθεση, ρητώς έκρινε πως η συμπερίληψη στον εκλογικό κατάλογο δεν αποκλείει εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο των προσόντων εκλεξιμότητας υποψηφίων (βλ. (2004) 1 ΑΑΔ σελ. 281).
Υπό το φως τέτοιας θεώρησης, η αναγνώριση διαδικασίας ανατροπής του εκλογικού καταλόγου μετά τις εκλογές, ακόμα και κατά βούληση του πληροφοριοδότη ως προς το χρόνο παροχής της πληροφορίας, με συνεπακόλουθο αποτέλεσμα την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος, αφενός θα καθιστούσε κενή περιεχομένου την εκπεφρασμένη πρόθεση του νομοθέτη να διαφυλάξει αποκρυσταλλωμένο τον εκλογικό κατάλογο για τις ανάγκες των εκλογών και αφετέρου, όντως θα καταστρατηγούσε τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του εκλογοδικείου. Δεν θα επεκταθούμε υποθετικά στην περίπτωση που η αλλαγή διεύθυνσης επερχόταν σε χρόνο μετά τις εκλογές. Περιοριζόμαστε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα δεδομένα της περίπτωσης σύμφωνα με τα οποία η κατ΄ισχυρισμόν αλλαγή διεύθυνσης προϋπήρχε.
Η έφεση απορρίπτεται με €2500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της Δημοκρατίας πλέον ΦΠΑ. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π