ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:C375
(2016) 3 ΑΑΔ 368
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 89/2010)
21 Ιουλίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
1. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ Π. ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
2. ΑΝΤΡΟΥΛΛΑ ΦΩΤΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
3. ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
ΣΥΖΥΓΟΣ ΝΙΚΟΥ ΠΕΛΕΓΚΑΡΗ,
Εφεσείουσες-Αιτήτριες,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________
Αντωνάκης Σωτηρίου, για τις Εφεσείουσες.
Αλεξία Κουντουρή (κα), για την Εφεσίβλητη.
_________________________
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, Αρχή Λιμένων Κύπρου, με Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης Αρ. 141, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.2.1978, γνωστοποίησε ότι συγκεκριμένη ακίνητη ιδιοκτησία, αποτελούμενη από αριθμό τεμαχίων, ήταν «αναγκαία διά σκοπούς δημοσίας ωφελείας, ήτοι διά την ανάπτυξιν ή/και βελτίωσιν ή/και καλυτέραν λειτουργίαν ή/και εκμετάλλευσιν του λιμένος Λάρνακος» και ότι η απαλλοτρίωσή της επιβαλλόταν για συγκεκριμένους λόγους∙ ειδικά: «Διά την επέκτασιν του χερσαίου χώρου του λιμένος Λάρνακος ή/και την δημιουργίαν προσθέτων ή/και νέων λιμενικών εγκαταστάσεων ή/και διευκολύνσεων».
΄Ενα χρόνο, περίπου, αργότερα η εφεσίβλητη, με Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 16.2.1979, προέβη στην απαλλοτρίωση της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν και τα τεμάχια 288, 287 και 271, τα οποία εμφανίζονται στο Φ/Σχ. XLI/49.W.1 του Συμπλέγματος "C", τοποθεσία Καθαρή, ενορία Χρυσοπολίτισσα, στη Λάρνακα, ιδιοκτησία, αντίστοιχα, των εφεσειουσών. Στην πορεία του χρόνου, οι εφεσείουσες αποζημιώθηκαν και τα τεμάχιά τους περιήλθαν στην ιδιοκτησία της εφεσίβλητης, ως η Απαλλοτριούσα Αρχή.
Πέρασαν είκοσι οκτώ και πλέον χρόνια από τη δημοσίευση του Διατάγματος και οι εφεσείουσες, με επιστολές των δικηγόρων τους προς την εφεσίβλητη, ζήτησαν την ανάκληση της πιο πάνω απαλλοτρίωσης και την αποκατάστασή τους∙ η κάθε μια στην ιδιοκτησία του τεμαχίου της. Επικαλέστηκαν, προς τούτο, τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, (Ν. 15/1962), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Πρόβαλαν δε, συναφώς, τη θέση ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης των εν λόγω τεμαχίων τους δεν κατέστη εφικτός μέσα σε τρία χρόνια από την ημερομηνία της ανάληψης της ιδιοκτησίας τους από την εφεσίβλητη, ούτε και οποτεδήποτε αργότερα. Υποστήριξαν την πιο πάνω θέση, με τον πρόσθετο ισχυρισμό ότι, για την ακρίβεια, η εφεσίβλητη δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης και ουδέποτε χρησιμοποίησε τα απαλλοτριωθέντα τεμάχιά τους για το σκοπό αυτό.
Η απάντηση της εφεσίβλητης ήταν αρνητική. Συγκεκριμένα, αυτή, με σχετικές επιστολές της, πληροφόρησε τους δικηγόρους των εφεσειουσών ότι η υπό αναφορά ακίνητη ιδιοκτησία τους «έχει απαλλοτριωθεί από την ΑΛΚ για σκοπούς λιμενικής ανάπτυξης και έχει ενταχθεί στο χώρο του λιμανιού της Λάρνακας, του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Η εν λόγω ιδιοκτησία βρίσκεται μέσα στον περιφραγμένο χερσαίο χώρο του λιμανιού της Λάρνακας και αποτελεί αναγκαία και απαραίτητη ιδιοκτησία για τις ανάγκες και τη λειτουργία του λιμανιού της Λάρνακας». Σημείωσε δε, περαιτέρω, ότι η συγκεκριμένη ιδιοκτησία τους χρησιμοποιείται ως ανοικτός αποθηκευτικός χώρος, για κάλυψη σχετικών αναγκών. Οι πιο πάνω εξηγήσεις δεν ικανοποίησαν τις εφεσείουσες, οι οποίες προχώρησαν, η κάθε μια, στην καταχώριση της δικής της προσφυγής. Με αυτές, ζητούσαν δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πιο πάνω άρνηση και/ή παράλειψη από την εφεσίβλητη ανάκλησης της απαλλοτρίωσης των προαναφερθέντων τεμαχίων τους είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή ελήφθη καθ' υπέρβαση εξουσίας.
Οι τρεις προσφυγές, καθ' ότι πολύ όμοιες μεταξύ τους, εκδικάστηκαν μαζί. Ο ευπαίδευτος Δικαστής, ο οποίος τις εκδίκασε πρωτοδίκως, μετά από εξέταση των διαφόρων λόγων ακύρωσης, που οι εφεσείουσες πρόβαλαν, τις απέρριψε. Για να καταλήξει στην απόφασή του, έλαβε υπόψη το νόμο που διέπει το υπό εξέταση θέμα και έκαμε ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, η οποία ερμήνευσε τις σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις επί τούτου. Εφαρμόζοντας τις δε στις περιστάσεις της υπόθεσης που είχε ενώπιόν του, έκρινε ότι:-
«Η ευρύτατη προοπτική της αξιοποίησης των επίδικων κτημάτων για τη 'δημιουργία πρόσθετων λιμενικών διευκολύνσεων' στα πλαίσια του δηλωθέντος σκοπού της απαλλοτρίωσης, δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη οποιοδήποτε συγκεκριμένο έργο ή θετική ενέργεια εκ μέρους της Αρχής. ... Η διασφάλιση του χώρου διά της περίφραξης του και της φυσικής ένταξης του στον ευρύτερο λιμενικό χώρο ήταν αρκετά, ώστε να μην καταστεί ανέφικτος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και η λειτουργικότητά τους ως χώρων αποθήκευσης και διακίνησης εμπορευμάτων.»
Οι εφεσείουσες, με την παρούσα έφεση, προσβάλλουν ως, κατά νόμο, λανθασμένη την κρίση, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. Με έξι δε, συναφείς μεταξύ τους, λόγους, επιδιώκουν τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικά, με αναφορές στην αιτιολογία των λόγων έφεσης και με δεδομένη την αντίληψή τους ως προς τα γεγονότα, ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη έπρεπε να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες και να κάμει έργα, από τα οποία να προκύπτει έμπρακτα η υλοποίηση των εξαγγελθέντων σκοπών της απαλλοτρίωσης. Ισχυρίζονται δε, περαιτέρω, ότι αυτή τίποτε δεν έκαμε, όπως διαπιστώνεται από την απραξία της και τη μη χρησιμοποίηση, από την ίδια, της εν λόγω ιδιοκτησίας τους. Να σημειωθεί πως η αντέφεση, που είχε καταχωριστεί εκ μέρους της εφεσίβλητης, αποσύρθηκε κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.5[1] του Συντάγματος, αν ο σκοπός για τον οποίο έχει διενεργηθεί η απαλλοτρίωση συγκεκριμένης ιδιοκτησίας δεν καταστεί εφικτός εντός περιόδου τριών χρόνων, η διοίκηση έχει υποχρέωση να επιστρέψει την εν λόγω ιδιοκτησία στον πρώην ιδιοκτήτη της. ΄Οπως η πιο πάνω υποχρέωση έχει ερμηνευθεί στη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, το εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού μιας απαλλοτρίωσης, ουσιαστικά, αναφέρεται στη δυνατότητα που υπάρχει για πραγματοποίησή του. Κρίνεται δε στη βάση αντικειμενικών δεδομένων και ο έλεγχος γι' αυτό επεκτείνεται πέραν της περιόδου των τριών χρόνων. Αν, βέβαια, διαπιστώνεται, αντικειμενικά και πάλι, ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει, ουσιαστικά, υλοποιηθεί, τότε καθίσταται αχρείαστη η οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση του θέματος και, οπωσδήποτε, δεν μπορεί, σε τέτοια περίπτωση, να λεχθεί ότι η διοίκηση έχει αποστεί της πιο πάνω συνταγματικής υποχρέωσής της.
Στην παρούσα υπόθεση, οι εφεσείουσες προσπάθησαν, μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου τους, να καταδείξουν, στη βάση διαφόρων αναφορών, τις οποίες σημειώνουν στην αιτιολογία των λόγων έφεσης, ότι, για να καθίστατο εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, η εφεσίβλητη έπρεπε να είχε προβεί σε κατασκευαστικά έργα και ότι η ίδια ουδέν έπραξε στο συγκεκριμένο αυτό τομέα. Με την τοποθέτησή τους, όμως, ανωτέρω, οι εφεσείουσες παραγνωρίζουν ότι ένας βασικός σκοπός, για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση των υπό αναφορά τεμαχίων τους, ο οποίος δεν έχει αμφισβητηθεί, ήταν η επέκταση «του χερσαίου χώρου του λιμένος Λάρνακος» και, διαζευκτικά, η δημιουργία «προσθέτων ή/και νέων λιμενικών εγκαταστάσεων ή/και διευκολύνσεων». Πρόκειται για σκοπό, ο οποίος, στη διατύπωση της Γνωστοποίησης, σαφώς καθορίζεται ως ανεξάρτητος των υπολοίπων εξαγγελθέντων σκοπών, κάτι το οποίο, ακριβώς, διαπιστώνεται από τη χρήση των συνδέσμων «ή/και», κατά την παράθεση του συνόλου αυτών.
Σε σχέση με τον πιο πάνω βασικό σκοπό, είχε καταστεί σαφής η ανάγκη γι' αυτόν, πριν ακόμα τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης, με την επιστολή ημερομηνίας 26.1.1979 του τότε Γενικού Διευθυντή της εφεσίβλητης προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων. Παρεμπιπτόντως, είναι από την επιστολή αυτήν που προκύπτουν, κυρίως, οι αναφορές που επικαλούνται οι εφεσείουσες, προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης τους. Την εν λόγω επιστολή, όμως, είχε υπόψη του και ο ευπαίδευτος Δικαστής που εκδίκασε πρωτοδίκως τις προσφυγές. Στηρίχτηκε δε σε συγκεκριμένο απόσπασμά της, το οποίο και παρέθεσε, προκειμένου να καταδείξει την αναγκαιότητα του εν λόγω σκοπού και να καταλήξει, στη συνέχεια, ότι, με την ενσωμάτωση των απαλλοτριωθεισών τεμαχίων των εφεσειουσών στον υπόλοιπο χερσαίο χώρο του λιμανιού, ο σκοπός αυτός, στην πραγματικότητα, είχε υλοποιηθεί. Μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος παρατίθεται και εδώ:-
«Στην άλλη πλευρά η έκταση που θα απαλλοτριωθεί (τεμάχια 94, 95, 263, 264, 265, 271, 287, 288, 167) αποσκοπεί αφ' ενός μεν στην διαπλάτυνση του υφισταμένου χερσαίου λιμενικού χώρου έτσι που να γίνει ορθολογιστικά αξιοποιήσιμος, ενόψει των σχεδίων της Αρχής για την διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων και άλλων μοναδοποιημένων φορτίων, για την οποία η Αρχή έχει προβεί στην εγκατάσταση νέου γερανού ανυψωτικής δύναμης 35 τόνων στο υφιστάμενο κρηπίδωμα του λιμανιού, εφ' ετέρου δε είναι η μόνη εναπομένουσα κενή έκταση προς την πλευρά των πετρελαιοδεξαμενών που αποτελούν φυσικό εμπόδιο στην επέκταση του λιμανιού.»
Από το πιο πάνω απόσπασμα, διαπιστώνεται, εν πρώτοις, η αυτοτέλεια του επιδιωκόμενου, ακόμα, τότε, σκοπού, ενώ, σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο Δικαστή, διαπιστώνεται ότι αυτός έχει, πλέον, εκ των πραγμάτων, δηλαδή με την ένταξη των τεμαχίων των εφεσειουσών στον περιφραγμένο χώρο του λιμανιού, όντως, υλοποιηθεί, δημιουργώντας, συγχρόνως, τις προοπτικές για την υλοποίηση και των υπολοίπων σκοπών που αναφέρονταν στη Γνωστοποίηση, αναλόγως των αναγκών των εργασιών του λιμανιού.
Για τους λόγους, λοιπόν, που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €2.500,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειουσών.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ. Ψαρα-Μιλτιάδου, Δ.
/ΜΠ
[1] «5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχή ή μη ταύτης. Εφ' όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.»